Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΑΤΜΟΠΛΟΙΚΩΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.





Ατμοπλοϊκώς στην Θεσσαλονίκη



Τα  Χριστούγεννα του 1918, όταν ήμουν είκοσι δύο χρόνων, ευρισκόμουν σε αγρυπνία στο μοναστήρι της άγιας Σκεπής του Κίεβου. Ή Χάρις του Κυρίου ξεχείλισε από την ψυχή μου, ένώ αγγελική ηδονή και άγια χαρά πλημμύρισαν την καρδιά μου. Όταν επέστρεψα στο σπίτι, για μερικές ώρες ήμουν εξαντλημένη. Δεν είπα τί¬ποτα σε κανέναν για το μυστικό πού έκρυβα μέσα μου.


Είχα αποφασίσει να αφιερωθώ στον Θεό.
Ή κατάσταση πού επικρατούσε στην χώρα μου δεν μου επέτρεπε να γυρίσω πίσω, ώστε να τελειώσω τις σπουδές μου. Έχοντας ήδη διανύσει τα τέσσερα από τα πέντε έτη στήν ιστορική και φιλολογική σχολή, οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν στήν Ρώμη -όπου και διέμενε ή θεία μου- προκειμένου να συνεχίσω τις σπουδές μου και να ολοκληρώσω την γνώση μου στις ξένες γλώσσες.


Εκείνον τον καιρό, ή Κυβέρνηση του Κιέβου ήταν Αυστριακή. Έτσι, μπόρεσα να εφοδιαστώ με διαβατήριο, ένώ στο Ιταλικό προξενείο μου εξέδωσαν την άδεια δια-μονής. Πήρα μαζί μου μερικά πράγματα και χρήματα και ξεκίνησα για την Οδησσό. Οι στοργικοί γονείς μου δεν αντιλήφτηκαν ότι εγκατέλειπα το σπίτι οριστικά.



Στην Οδησσό, πάλι, την εξουσία κατείχαν οι Γάλλοι. Επομένως, για να μπορέσω να φύγω για το εξωτερικό, χρειαζόμουν την έγγραφη άδειά τους την οποία και μου αρνήθηκαν. Δεν ήξερα τί να πράξω• όμως, έπρεπε οπωσδήποτε να φύγω. Τότε πήγα στον Μητροπολιτικό Ναό και προσευχήθηκα στον Κύριο. Καθώς έβγαινα έξω, άκουσα τυχαία δύο ανθρώπους να συνομιλούν. Κάποιος από αυτούς είπε: «Αύριο, στις δέκα τα πρωί, το επιβατικά «Άθως» σαλπάρει για Θεσσαλονίκη». Έσπευσα να ρω-τήσω τί θα χρειαζόμουν για να ταξιδέψω μ’ αυτά το πλοίο. Ή απάντηση πού πήρα ήταν ή εξής: «Τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί από καιρό. Σε είκοσι ημέρες, όμως, θα σαλπάρει το επόμενο πλοίο. Προσκομίστε το διαβατήριο και την ειδική άδεια, και θα μπορέσετε να αγοράσετε εισιτήριο για να ταξιδέψετε».



Βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη δέση, αλλά μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω να μένω στην Ρωσία. Προσευχόμουν διαρκώς στον Κύριο και Τον παρακαλούσα να με καθοδηγήσει. Την επομένη, το πρωί, πήγα στα λιμάνι. 'Ικέτευσα νοερά τον Θεά και είπα: «Κύριε, τα πάντα Σου είναι δυ¬νατά! », και ανέβηκα στο κατάστρωμα.




Στάθηκα εκεί με μία μικρή τσάντα στο χέρι, όταν ξαφ-νικά ξέσπασε φασαρία και άρχισε ή έρευνα. Ακούστηκε ότι μία μπολσεβίκο μπήκε παράνομα στο πλοίο και πώς μόλις την βρουν θα την εκτελέσουν. Την περίοδο εκείνη οι Γάλλοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν τούς
μπολσεβίκους να εισέρθουν στην Ευρώπη. Είχα τρομάξει πολύ, άλλα ήταν πια αργά για να κατέβω από το πλοίο. Με όλη μου την ψυχή παρακάλεσα θερμά τον Σωτήρα Χρι-στό, και σαν φλογερά βέλος από τα βάθη της καρδιάς μου ξεπήδησε ή προσευχή: «Κύριε, τα πάντα Σου είναι δυ¬νατά, σώσε με!». Και ή προσευχή μου εισακούστηκε από τον Κύριο. Ατάραχη, πλέον, κατευθύνθηκα προς τον θα-λαμίσκο της δεύτερης θέσης, και κάθισα.
Σε λίγο το επιβατηγό αναχώρησε από το λιμάνι. Στον θαλαμίσκο μας υπήρχαν δύο κρεβάτια. Στο δεύτερο καθόταν μία Γαλλίδα δασκάλα, ή οποία επέστρεφε στην πατρίδα της. Σχεδόν αμέσως, μόλις κάθισα, ξεκίνησε ό έλεγχος των διαβατηρίων. Μπήκαν δύο ελεγκτές: ό ένας ήταν Ρώσος - βοηθάς καπετάνιου- ενώ ό δεύτερος  άλλος αξιωματικός. Ζήτησαν τα διαβατήρια και τις ειδικές άδειες. Ήλεγξαν τα χαρτιά της συνεπιβάτισσας μου και ύστερα γύρισαν και έφυγαν, δίχως να με ελέγξουν. Τότε ή Γαλλίδα φώναξε πίσω τους: «Δεν ελέγξατε τα χαρτιά αυτής της επιβάτισσας!». Εκείνοι, όμως, την αγνόησαν. Μετά από λίγο μπήκε ένας Ρώσος αξιωματικός λέγοντάς μου: «Ώστε εσείς ταξιδεύετε στην θέση της συζύγου μου; Αρρώστησε ξαφνικά, λίγο πριν από την αναχώρηση, και είχα την περιέργεια να μάθω ποιος αγόρασε το εισιτήριό της». Έμεινα άναυδη από την έκπληξη και δοξολόγησα τον Κύριο θαυμάζοντας το έλεος Του. Είχε πολλούς θαλαμίσκους στο πλοίο. Ποιος με οδήγησε στην μοναδική ελεύθερη θέση; Ή μήπως ή σύζυγος του αξιωματικού αρρώστησε τυχαία;




Δύο ημέρες αργότερα φτάσαμε στην Κωνστάντσα όπου και κάναμε στάση για τέσσερεις ημέρες. Αποβιβάστηκα και έσπευσα στην Εκκλησία. Μετά την Λειτουργία γύρισα στο καράβι. Όταν κατέβηκα στον θαλαμίσκο μου, με περίμενε ό επανέλεγχος των διαβατηρίων. Δύο Γάλλοι αξιωματικοί ζήτησαν τα χαρτιά μου. Προσευχόμενη στον Κύριο προσποιήθηκα ότι ψάχνω στην μικρή μου τσάντα. Κακώς φαίνεται, βαρέθηκαν να περιμένουν και αποχώρησαν. Και πάλι ευχαρίστησα τον Θεό. Εκείνες τις ημέρες νήστευα. Έτσι, έτρωγα μόνο λίγα ξερά σύκα πού είχα μαζί μου, και προσευχόμουν αδιαλείπτως, άλλοτε ξαπλωμένη στο κρεβάτι και άλλοτε περπατώντας στο κατάστρωμα, παρακαλώντας θερμά τον Θεά να με ελεήσει.
Δέκα ημέρες μετά φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη. Είχε έρθει ή ώρα τού τελευταίου ελέγχου, κατά τον όποιο οι Γάλλοι αξιωματικοί εξέταζαν τα εισιτήρια και τα διαβατή-ρια όλων των επιβατών. Βρισκόμουν στο κατάστρωμα, όταν με πλησίασαν και μου ζήτησαν τα χαρτιά. Ξαφνικά, ό ένας εξ αυτών άρπαξε φοβισμένος το χέρι του άλλου και του είπε στα γαλλικά: «Τί κάνεις τώρα; Έχουμε ήδη πάρει το διαβατήριο και το εισιτήριό της. Είναι επιβάτισσα της πρώτης δέσης», και απομακρύνθηκαν. Για άλλη μία φορά ευχαρίστησα τον Χριστά με όλη μου την καρδιά.



Όταν κατέβηκα από το κατάστρωμα, κατευθύνθηκα μαζί με όλους τούς επιβάτες του πλοίου προς το τελωνείο. Εκεί ήλεγχαν τις αποσκευές, επέστρεφαν τα διαβατήρια στους κατόχους τους και χορηγούσαν εγκρίσεις σε όσους επιθυμούσαν να μπουν στην πόλη. Ή μεθοριακή πόρτα ήταν κλειστή, ενώ δίπλα της στεκόταν ένας στρατιώτης ό όποιος ήλεγχε τις εγκρίσεις και επέτρεπε την είσοδο. Δεν σταμάτησα στο τελωνείο, άλλα προχώρησα κατευθείαν στην πόρτα. Ήταν ή τελευταία δοκιμασία αυτού του ταξιδιού. Τα πάντα ήταν στα χέρια του Χριστού. Έκ βαθέων ικέτευσα: «Κύριε, σώσε με!». Μόλις πού πλησίασα την πόρτα, όταν ένα ογκώδες φορτηγό διέσχισε με μεγάλη τα-χύτητα τον δρόμο, και έριξε λάσπη στα μάτια του στρατιώτη. Δίχως να με προσέξει, άνοιξα την πόρτα και μπήκα στην πόλη.



Πώς να περιγράφω με λόγια την ευγνωμοσύνη πού πλημμύρισε την ψυχή μου; Πήγα αμέσως στην Εκκλησία του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου, και προσευχήθηκα στον Κύριο. Βρισκόμουν σε ύψιστη πνευματική χαρά. Αισθανόμουν ασυνήθιστη οικειότητα με τον Χριστά και είχα την αίσθηση ότι παρίσταμαι ένώπιόν Του, και ή προσευχή μου εισακούεται. Ή ψυχή μου με αγαλλίαση και ευφροσύνη δοξολογούσε τον Κύριο

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: