Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΠΕΖΗ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ.







Πεζή για το Παρίσι
Aποφάσισα να πάω στο Παρίσι πεζή, σαν φτωχή περιπλανώμενη. Ξεκίνησα το ταξίδι και διανυκτέρευα όπου ήθελε ό Θεός. Έτρωγα ψωμί και φρούτα πού μου προσέφεραν οι άνθρωποι, στα σπίτια των όποιων ζητούσα να περάσω την νύχτα. Δύο εβδομάδες αργότερα, έφτασα στο Σαν Ρέμο, στα σύνορα της Γαλλίας. Αφού ερεύνησα την περιοχή, κατάλαβα ότι έπρεπε να τρα­βήξω προς τα δυτικά. Βγαίνοντας από την πόλη αντίκρισα έναν ποταμό και ένα ψηλό βουνό σκεπασμένο με θάμνους. Διέσχισα τον ποταμό με τα πόδια, και κατόπιν άρχισα να σκαρφαλώνω στο βουνό. Δεν υπήρχε όμως δρόμος, και γι’ αυτό αναγκάστηκα να περπατήσω ανάμεσα στους θά­μνους. Ή άνηφοριά ήταν αρκετά απότομη, και έτσι σκαρ­φάλωνα όλην την ημέρα. Το βράδυ διψούσα και πεινούσα πολύ, καθώς δεν είχα φάει τίποτα μέχρι τότε. Εξαντλη­μένη κάθισα να ξεκουραστώ. Ξαφνικά πρόσεξα ότι υπήρχε ένα μονοπάτι, στην αρχή τού οποίου κείτονταν ένα μεγάλο Τσαμπί σταφύλι. Ευχαρίστησα τον Κύριο και το έφαγα. Σουρούπωνε και είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Περπάτησα λίγο ακόμη για να βρω κατάλυμα, ώσπου έπαψα να βλέπω.

Είχα φτάσει κοντά σε ένα δέντρο και εκεί βρήκα μία μαζεμένη μπάλα από κοτσάνια και φύλλα καλαμποκιού. Καθώς κάθισα να ξαποστάσω, άπλωσα το χέρι μου, και ψηλαφίζοντας τα κλωνάρια άγγιξα μερικά ώριμα σύκα. "Έφαγα απ’ αυτά και ύστερα κουλουριάστηκα κάτω από την μπάλα, και κοιμήθηκα ειρηνικά. Αισθανόμουν σαν να είμαι κάτω από την στέγη τού Πατέρα μου.

Όταν ξύπνησα το πρωί, έκανα προσευχή και ξεκίνησα πάλι την οδοιπορία. Συνέχισα να ανηφορίζω το βουνό, ώσπου συνάντησα ένα χωριό στο οποίο με φίλεψαν ένα με­γάλο κομμάτι ψωμί. Μετά από αυτό ξεκινούσε μία ουδέτερη ζώνη πού αποτελείτο από ένα μεγάλο δάσος. Κατευθυνόμουν δίχως δρόμο προς τα δυτικά, περπατών­τας πάνω στο χώμα, σε πέτρες και φυτά, πού φυτρώνουν υπακούοντας στην μυστική Θεία Πρόνοια.


Πέρασα ανάμεσα σε δέντρα και λόχμες και τελικά διαπέρασα το δάσος. Αμέσως μετά, ξεπρόβαλε μία κορυφή. Όταν την πλησίασα πάγωσα από τον φόβο μου. Μπροστά μου υπήρχε ένας απότομος γκρεμός, κάτω από τον όποιο εκτεινόταν μία λεωφόρος, και απλωνόταν ή θάλασσα. Στο βάθος φαινόταν ή Νίκαια· ωστόσο, ανάμεσα σ’ εμένα και τον δρόμο υπήρχε ένας απροσπέλαστος τοίχος από μεγά­λους και κρημνώδεις βράχους. Προσευχήθηκα και είπα: «Κύριε, τα πάντα Σου είναι δυνατά!», και άρχισα να κα­τεβαίνω στραμμένη προς τον τοίχο. Το ύψος ήταν ιλιγγιώδες! Ψηλάφιζα με τα δάχτυλά μου τις πέτρες για να γαντζωθώ, ενώ παράλληλα με το πόδι μου έψαχνα να βρω προεξοχή για να στηριχτώ. Εκείνην την στιγμή κατέβηκε ένα σύννεφο και σκέπασε κάδε ορατό σημείο. Παρ’ όλα αυτά, με την βοήθεια τού Θεού κατέβηκα κάτω στήν λεω­φόρο. Ή καρδιά μου παλλόταν από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Τον ευχαρίστησα και συνέχισα τον δρόμο μου.


Ή Νίκαια απείχε δέκα με δώδεκα χιλιόμετρα. Όταν έφτασα στήν πόλη είχε ήδη νυχτώσει. Ρώτησα τον πρώτο άνθρωπο πού συνάντησα -ό όποιος μάλιστα έτυχε να είναι Ρώσος- άν γνώριζε την διεύθυνση κάποιας ρωσικής οικογένειας, την σύσταση της όποιας μου είχαν δώσει στήν Ιτα­λία. Όταν εκείνος άκουσε ότι μόλις είχα έρθει, μου πρότεινε να μείνω στο σπίτι του, ενώ ό ίδιος θα διανυκτέρευε σε κάποιον φίλο του. Μου είπε ότι ή οικογένεια πού έψα­χνα κατοικούσε μακριά, και ήταν πια αργά και έπρεπε να  ξεκουραστώ, για να μπορέσω την επομένη να τούς αναζητήσω. Ευχαριστώντας τον Κύριο ακολούθησα τον ευεργέτη μου στο σπίτι του, όπου μου πρόσφερε τσάι και κατόπιν έφυγε. Το πρωί ήρθε πάλι και μου έδειξε τον δρόμο, δίνοντάς μου όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.


Ό αρχηγός της οικογένειας πού έψαχνα εργαζόταν ως υπεύθυνος του κτήματος ενός Γάλλου κόμη, πέντε χιλιό­μετρα έξω από την Νίκαια. Όταν τελικά βρήκα το κτήμα, στο όποιο έμεναν οι συμπατριώτες μου, με υποδέχτηκε μία γυναίκα με την κόρη της. Μου είπε ότι ό άντρας της λείπει αυτές τις ημέρες και πώς ό κόμης είχε φύγει με την οικογένεια του για το Παρίσι. Επομένως, δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα να εμποδίσει την διαμονή μου εκεί, και με με­γάλη τους χαρά θα με φιλοξενούσαν. Τούς είπα πώς 9ά μου αρκούσαν τρεις ημέρες για να ξεκουραστώ.


Επρόκειτο για ένα πολυτελές κάστρο σε στυλ Λουδο­βίκου XIV, πλαισιωμένο από ένα μεγάλο και υπέροχο πάρκο. Μου ετοίμασαν ένα δωμάτιο και με οδήγησαν εκεί. Μόλις μπήκα, στάθηκα και παρατήρησα τον χώρο γύρω μου. Οι τοίχοι ήταν δεμένοι με γαλάζια μεταξωτή ταπετσαρία. Το κρεβάτι δέσποζε, με τον ουρανό και τα μετα­ξωτά καλύμματα, και ή βεράντα είχε θέα στο πάρκο. Όταν τούς είπα ότι τρώω μόνο φρούτα, μου σέρβιραν σταφύλια και ροδάκινα σε κρυστάλλινη φρουτιέρα, συνοδεύοντάς τα με ψωμί. Μου άφησαν και τα κλειδιά λέγον­τας ότι μπορώ -αν θέλω- να επισκεφτώ τον χώρο του σπι­τιού και να κάνω μπάνιο. Ευχαρίστησα τον Θεό θαυμάζοντας την Πρόνοιά Του.


Καθώς έκλειναν τα βλέφαρά μου κάτω από το κιβώριο, είχα την ίδια αίσθηση της πατρικής στέγης, όπως ακριβώς εκείνην την νύχτα πού είχα αποκοιμηθεί υπό την σκέπη της μπάλας του καλαμποκιού, κάτω από την βροχή. Ξεκουραζόμουν. Ένιωσα χαρά, θαλπωρή και ανακούφιση. Οποιοδήποτε μέρος στην γη θα μπορούσε να είναι το πα­τρικό μου σπίτι. Ή ψυχή μου πλημμύρισε από ευγνωμο­σύνη προς τον Θεό. Αισθανόμουν στην καρδιά μου βαθειά ειρήνη, και τον νου μου διαυγή και φωτεινά από την θεία Χάρι.


Δύο ημέρες αργότερα, ανήμερα της εορτής της Αγίας Σκέπης, μετάλαβα στην Ρωσική Εκκλησία της Νίκαιας. Καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω, κάποιοι εκκλησιαζόμενοι, μαθαίνοντας πώς δεν είχα χρήματα για να ταξιδέψω στο Παρίσι, με παρακάλεσαν να δεχτώ την βοήθεια τους, στο όνομα του Χριστού. Μου έδωσαν, επίσης, και την διεύθυνση ενός σπιτιού όπου θα μπορούσα να μείνω για λίγες ημέρες, μέχρι να ταχτοποιηθώ. Δεν ανέφερα τίποτα για τον εαυτό μου σε κανέναν. Το μόνο πού είπα ήταν ότι ήρθα στήν Γαλλία για να συνεχίσω τις σπουδές μου.


Μετά από λίγες ημέρες, ξεκίνησα για το Παρίσι. Όταν έφτασα, έμεινα μερικές ημέρες σε μία γυναίκα- ώσπου μία ημέρα μου είπε ότι την επομένη θα επέστρεφαν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού από το εξοχικό τους, και πώς δεν ήταν δυνατά να με φιλοξενήσει περισσότερο. Έτσι, έφυγα και περιπλανιόμουν στην πόλη, έως ότου εξαντληθώ. Ξεκουραζόμουν στα παγκάκια των πάρκων, και προσευχό­μουν στον Κύριο.
Ή Ρωσική Εκκλησία στο Παρίσι, όπως και στην Φλω­ρεντία, είχε Θεία Λειτουργία μόνο τις Κυριακές και τις εορτές, και ό Εσπερινός μαζί με τον Όρθρο τελούνταν την παραμονή. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόμουν στην Εκκλη­σία, με πλησίασε ή σύζυγος του νεωκόρου -ή όποια ήταν Ρωσίδα- και με ρώτησε άν μένω κάπου και αν είχα φάει εκείνην την ήμερα. Ένιωσα μέσα μου μία προτροπή να απαντήσω στο ερώτημά της- παρ’ ότι δεν ομιλούσα ποτέ για τον εαυτό μου. Έτσι, ομολόγησα πώς δεν είχα κανένα πρόβλημα με το φαγητό μου, εφ’ όσον έτρωγα μόνο φρούτα· όμως δυσκολευόμουν πολύ, διότι δεν είχα δωμάτιο να μείνω.


Την επόμενη κιόλας ημέρα, μετά τον εκκλησιασμό, με κάλεσε και μου είπε: «Χαίρετε! Έχω καλά νέα: βρέθηκε δωμάτιο για σάς». Μου διηγήθηκε, λοιπόν, για μία καλή της φίλη πού πήγαινε σε ένα Γάλλο οδοντίατρο. Τον είχε περιγράψει ως εξαιρετικό άνθρωπο, ό οποίος μάλιστα δεν έτρωγε ποτέ κρέας. Ή σύζυγος του νεωκόρου της απάντησε ότι δεν έβρισκε σπουδαίο το γεγονός του να μην τρώει κάποιος κρέας. Εξάλλου, ή ίδια γνώριζε μία νεαρή Ρωσίδα ή όποια δεν έτρωγε τίποτα άλλο εκτός από φρούτα, αλλά δυστυχώς δεν είχε που να μείνει.
Κατόπιν ή φίλη της, αφού πήγε στον οδοντίατρό της, ιού μίλησε για εμένα. Τότε εκείνος προσφέρθηκε να με φι­λοξενήσει δωρεάν σε ένα δωμάτιο πού διέθετε στήν σοφίτα. Ή γυναίκα μου έδωσε την διεύθυνση. Όταν το έμαθα, ή καρδιά μου γέμισε από πνευματική χαρά, διότι για μία ακόμη φορά είδα το στοργικά χέρι του Θεού στην ζωή μου.


Πήγα αμέσως και βρήκα τον οδοντίατρο. Αφού συστηθήκαμε, μου επανέλαβε την πρόθεση του να με φιλοξενή­σει, υπό τον όρο να μην δέχομαι επισκέψεις, εφ’ όσον ήμουν φιλοξενούμενη. Του το υποσχέθηκα, χωρίς καμιά δυσκολία, και τον ευχαρίστησα. Ήταν μία μεγάλη πενταώροφη πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης. Σε κάδε δια­μέρισμα αντιστοιχούσε μία αποθήκη στην σοφίτα. Στον χώρο αυτόν υπήρχαν όλα τα αναγκαία, και δεν έμενε κα­νείς. Ό οδοντίατρος άδειασε το δωμάτιο από όλα τα αντικείμενα, και ετοίμασε για εμένα ένα κρεβάτι, μία καρέκλα και ένα τραπέζι, πάνω στο όποιο είχε επιδώσει μία φρου­τιέρα με σύκα. Δεν είχε σόμπα, είχε όμως ρεύμα. Ήταν ή τελευταία φορά πού είδα τον γιατρό.


Όταν ταχτοποιήθηκα, ευχαρίστησα τον Κύριο για μία ακόμη φορά για την ευεργεσία Του, διότι γνώριζα πώς στο Παρίσι ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει κάνεις δωμάτιο εκείνον τον καιρό. Μολονότι είχα εξασφαλίσει την στέγη μου, είχε αρχίσει να με απασχολεί σοβαρά το δέμα της δια­τροφής μου, καθώς μου είχαν τελειώσει τα χρήματα. Ή ελπίδα μου και πάλι ήταν ό Χριστός.


Όταν ξαναπήγα στην Εκκλησία, συναντήθηκα με τον Η.Τ. τον όποιο είχα γνωρίσει στην Ρωσική Εκκλησία της Αθήνας. Ήταν ένας ευλαβής και μορφωμένος κύριος, πού είχε περίπου την ηλικία του πατέρα μου. Τότε περίμενε την έκδοση της βίζας, προκειμένου να ταξιδέψει για το Πα­ρίσι και να συναντήσει εκεί τον αδελφό του, έναν ξακουστό ζωγράφο. Αναγκάστηκε να φύγει από την Ρωσία, ενώ ή οικογένεια του παρέμεινε εκεί.


Μερικές φορές, όταν ήμουν στην Αθήνα, συναντιόμα­στε και συζητούσαμε. Ό ίδιος μου συμπεριφερόταν πάν­τοτε με σεβασμό. Μία ημέρα, μετά την Εκκλησία, με πλησίασε και μου είπε: «Θέλω να σάς πω κάτι σημαντικό. Είχα πληροφορία από τον Θεό ότι πρέπει να σάς βοηθήσω. Σάς παρακαλώ δεχτείτε αυτά σαν να σάς τα δίνει ό Κύ­ριος». Τελειώνοντας την φράση του, προέταξε με τα χέρι του έναν φάκελο πού περιείχε χρήματα. Τα πνεύμα της χειρονομίας του ήταν τέτοιο, πού με έκανε να συνειδητο­ποιήσω ότι αυτά ήταν εκδήλωση της Θείας Πρόνοιας. Αυτά τα χρήματα μου ήταν αρκετά για να αγοράζω φρούτα, όσο θα ζούσα στα Παρίσι. Ό Κύριος και πάλι μου παρείχε όλα τα απαραίτητα για την διαβίωσή μου. Με απέραντη ευγνω­μοσύνη Τον δοξολόγησα.


Στα Παρίσι αφοσιώθηκα στην πνευματική εργασία: προσευχόμουν, μελετούσα και στοχαζόμουν. Βαθιά στην ψυχή μου υποδεχόμουν τα φώς της πίστεως, το οποίο μου άνοιγε τον δρόμο της αληθινής γνώσης. Όταν τύχαινε να φάω παραπάνω φρούτα -από όσο συνήθιζα- αδυνατούσα να βιώσω την χαρά και ένιωσα θλίψη. Έμαθα να τρώω όσο, όσο να μην εξαντλούμαι, και να μην σκεπάζει ή τροφή την χαρά της ψυχής. Με τον ίδιο τρόπο απέφευγα και κάδε διάσπαση τού νου, για να μένω σε επαφή με τα βιώματα της καρδιάς μου. Όλη μου ή προσοχή και ή δια­νοητική εργασία ήταν στραμμένη στην μελέτη που μου άνοιγε τον μυστικά θησαυρό της πίστεως. Ή εργασία αυτή ήταν βαθειά και κατελάμβανε όλες τις δυνάμεις του νου μου. Εάν ό νους μου διεσπάτο από κάτι, τότε έπαυα να έχω την αίσθηση του θείου φωτισμού, και με άρπαξε με­γάλη θλίψη. Έτσι, διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να ασχοληθώ με οτιδήποτε άλλο. Ή επιστήμη, ή τέχνη και οι γλώσσες δεν με αφορούσαν πια.


Ό συμπατριώτης μου, Η.Τ., καλοπροαίρετα θέλησε να με συστήσει στην οικογένεια του αδερφού του, στο σπίτι του οποίου σύχναζαν καλλιτέχνες και επιστήμονες, και με αυτόν τον τρόπο να με εισαγάγει στον κύκλο τους. Αύτή ή ζωή ήταν τόσο ξένη για εμένα πια, ώστε αρνήθηκα την πρό­ταση.


Στο Παρίσι διάλεξα να ζήσω στην σιωπή. Μόνο τα Σάβ­βατα και τις Κυριακές, μετά την Εκκλησία, ό Η.Τ. πάντοτε με συνόδευε μέχρι την αυλή του σπιτιού μου, πού απείχε τέσσερα χιλιόμετρα από την Εκκλησία. Περπατούσαμε με τα πόδια. Δεν συναντιόμουν με κανέναν άλλον. Μετά την προσευχή στοχαζόμουν, συχνά περπατώντας στήν πόλη και τα προάστια. Οι δρόμοι της πόλης δεν με εμπόδιζαν να συγκεντρώνομαι και να εντρυφώ στήν προσευχή. Καλ­λιεργούσα στήν σκέψη μου την σαφήνεια, βρίσκοντας στήν καρδιά μου την επιβεβαίωση των επιχειρημάτων μου, και έτσι αποκτούσα ειρήνη.


Κάποτε με σκέπασε ένα βαρύ πιεστικά αίσθημα. Δεν μπορούσα να κατανοήσω γιατί μου συνέβη αυτό και γιατί, ένώ εργαζόμουν πνευματικά, αυτό το βάρος δεν έφευγε. Στήν αμηχανία και την θλίψη μου συνέχισα την προσευχή μου στον Κύριο- και Εκείνος με κάποιο μυστικά άγγιγμα με απάλλαξε από αυτό το ανώνυμο βαρύ φορτίο, αφήνοντας στήν ψυχή μου ένα βαθύ αίσθημα ειρήνης. Ή καρδιά μου πού γνώριζε τον Θεό ως Αλήθεια, ύστερα από την επί­σκεψη αυτή γνώρισε τον Θεό ως Ελεήμονα. Από τότε άρχισε σταδιακά να αυξάνει εντός μου ή ανάγκη και ό πόθος να προσεύχομαι περισσότερη ώρα.


Μετά τα Χριστούγεννα αρρώστησα. Έκανε πολύ κρύο, το δωμάτιό μου δεν είχε θέρμανση, και δεν είχα χειμερινά ρούχα για να ζεσταθώ. Για δεκαπέντε ήμερες είχα βήχα, πυρετό και δυνατούς πόνους στήν κοιλιά. Φοβόμουν, όμως, να μείνω στο κρεβάτι, διότι δεν είχα κανέναν να μου δώσει ούτε ένα ποτήρι νερό. Με δυσκολία σηκωνόμουν και πή­γαινα στο πάρκο, το όποιο απείχε πέντε περίπου χιλιόμετρα. Εκεί καθόμουν στο παγκάκι και έτρωγα τα κρύα μήλα μου. Στήν επιστροφή, ανήμπορη όπως ήμουν, προσευχό­μουν για όλους τούς ανθρώπους και παρακαλούσα τον Θεό ένεκα αυτών να με βοηθήσει να φτάσω στο σπίτι μου.



Μετά από λίγους μήνες, άρχισε ή Μεγάλη Σαρακοστή.
Έπρεπε να καθαρίσω την ψυχή μου από την αμαρτία πού είχα κάνει στήν Αθήνα, λέγοντας ψέματα στον ιερέα στο μυστήριο της εξομολογήσεως, και να ετοιμαστώ για την Θεία Κοινωνία. Ντρεπόμουν πολύ. Ό λογισμός μου, μου υπαγόρευε πώς αυτό δεν ήταν αμαρτία, καθώς δικαιολο­γείτο από λόγους ανάγκης. Ή συνείδηση, όμως, απαιτούσε να καθαριστεί. Έτσι, έπεισα τον εαυτό μου να αντιδράσει με σθένος στον επίμονο αυτό λογισμό. Όταν επιτέλους εξομολογήθηκα και τα είπα όλα, τότε ένα μεγάλο και ισχυρά κύμα χάριτος πλημμύρισε την ψυχή μου, σε σημείο να μην μπορώ να αναπνεύσω. Ό ιερέας εκπλησσόμενος μου διάβασε την συγχωρητική ευχή. Έφυγα γρήγορα, διότι είχα την ανάγκη να περπατήσω στήν αυλή γύρω από την
Εκκλησία. Με κατέλαβε τέτοια χαρά και αγαλλίαση πού δεν μπορούσε να την χωρέσει ή ψυχή μου.


Ό Κύριος προσήλκυε την ψυχή μου με την αγαθότητα Του. Στις ακολουθίες της Εκκλησίας ένιωθα μεγάλη πα­ρηγοριά στην ψυχή μου και φωτισμό στον νου μου, από το αληθινά φως τού Χριστού. Ή ψυχή μου διακατεχόταν από αγάπη και έλξη προς την Εκκλησία. Όλην την εβδομάδα περίμενα με λαχτάρα την Κυριακή, για να βρεθώ στον οίκο τού Θεού. Επισκέφτηκα όλα τα μουσεία και τις εκθέσεις, αρκετές φορές. Πήγαινα, επίσης, σε συναυλίες κλασσικής μουσικής· ωστόσο, όλα αυτά -και το Πανεπιστήμιο συνάμα- δεν μου ήταν πια απαραίτητα.


Στο Παρίσι έζησα σαν να ήμουν στην έρημο. Έτσι, αφού δοκίμασα τον εαυτό μου, κατάλαβα πώς ό κόσμος δεν ήταν για εμένα, και εγώ δεν ήμουν για τον κόσμο. Επι­πλέον, αισθάνθηκα ότι δεν μπορούσα να μείνω σε μία χώρα πού δεν ήταν ορθόδοξη. Ήταν  απαραίτητο να ζω μαζί με Ορθοδόξους και να βιώνω την ζωή της Εκκλησίας. Γι’ αυτόν τον λόγο άρχισα να παρακαλώ τον εύσπλαχνο Κύριο να μου ανοίξει τον δρόμο.



Έφτασε το Πάσχα. Πήγα στην λαμπρή τελετή της Αναστάσεως και στήν πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Όλα ήταν υπέροχα και φωτεινά. Όταν τελείωσε ή Λειτουργία, ό Η.Τ. με συνόδεψε μέχρι την αυλή τού σπιτιού μου. Είχε πάει κιόλας πέντε το πρωί. Μπήκα στο δωμάτιό μου, κά­θισα στήν καρέκλα και έμεινα εκεί μέχρι στις δύο το με­σημέρι. Ή ψυχή μου ήταν πλημμυρισμένη από ουράνια χαρά, ή οποία με έκανε να ξεχάσω τον χρόνο, τον κόπο και τα αίσθημα της πείνας. Όταν συνήλθα θυμήθηκα πώς έπρεπε να πασχίσω. Είχα ένα ώμο αυγό το έφαγα και πήγα στον Εσπερινό της Αγάπης. Προσευχόμουν διαρκώς στον Χριστά να με οδηγήσει: «Κύριε» έλεγα «Τα πάντα Σου είναι δυνατά· δεν αντέχω χωρίς ορθόδοξο περιβάλ­λον! ». Τότε αποφάσισα να πάω πεζή στήν Σερβία. Μετά την Διακαινήσιμο αποχαιρέτησα τον Η.Τ. και έφυγα από το Παρίσι.


ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: