Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

«Τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, αγόρασε θυμίαμα καί κεριά καί δώστα στήν εκκλησία γιά τήν σωτηρία τής ψυχής σου, γιατί τόχεις ρίξει μόνο στις δουλειές καί πουλάς ψάρια». Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ.






 Ένας ναυτικός, άπό τήν πόλη του Κέρτς ό Άντρέϊ Γκαπτσένσκο, ήρθε μέ τήν γυναίκα, τήν κόρη καί μιά άδελφή του γιά προσκύνημα στό Κίεβο, τό 1851.
Οί προσκυνητές πέρασαν αρκετές μέρες στό Κίεβο. Έχοντας έπισκεφθή τά άξιόλογα μέρη, κατέληξαν στο Κιτάγιεφ γιά νά συναντήσουν τόν Στάρετς Θεόφιλο.
Ό μακάριος βγήκε απ’ τό κελί του καί στράφηκε άμέσως στήν σύζυγο του Γκαπτσένσκο, τήν Ευδοκία Τριφόνοβνα, ρωτώντας την:
«Ζεΐς κοντά στήν θάλασσα;».
«Ναι, κοντά στή θάλασσα, Μπάτουσκα».
«Καί είναι ό κολπίσκος που ζεις βαθύς;».


«Δέν ξέρω, Μπάτουσκα, δέν τόν μέτρησα ποτέ, άπάντησε γεμάτη έκπληξη ή Ευδοκία, ρίχνοντας φοβισμένες ματιές πρός τούς συγγενείς της».
«Τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, αγόρασε θυμίαμα καί κεριά καί δώστα στήν εκκλησία γιά τήν σωτηρία τής ψυχής σου, γιατί τόχεις ρίξει μόνο στις δουλειές καί πουλάς ψάρια».


Μ’ αύτά τά λόγια, τούς εύλόγησε όλους και έφυγε. Οί προσκυνητές αναχώρησαν καί σταθμεύοντας γιά λίγο στό Ποτσαέφ νά προσευχηθούν, έπέστρεψαν πάλι στό Κίεβο. Αφού άφησαν τήν κόρη τους στό Μοναστήρι Φλορόφσκυ, κάτω από τήν φροντίδα τής Μοναχής Άγγελίνας, ξεκίνησαν γιά τό Κέρτς μόνοι τους.
Πέρασε λίγος καιρός. Στις 28 Ιουνίου, τήν παραμονή τής γιορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ό Άντρέϊ Γκαπέντσκο έπρεπε νά λείψη άπό τό σπίτι του γιά κάποια επείγουσα δουλειά. Έπεσε όμως άρρωστος κι άναγκάστηκε νά στείλει την γυναίκα του στήν θέση του, ενώ εκείνος παρέμεινε στό σπίτι τους στό Μιτροντάτ.


'Η Ευδοκία Τριφόνοβνα ξεκίνησε γιά τό ταξίδι παίρνοντας μαζί της καί την ένός έτους κόρη της Παρασκευή. Ηταν απαραίτητο νά διασχίσουν τόν μικρό κόλπο μέ βάρκα, αλλά όλες οί βάρκες πού μετέφεραν τόν κόσμο ήταν γεμάτες κι έτσι ή νεαρή γυναίκα αναγκάστηκε νά έπιβιβαστή σέ μιά λέμβο φορτωμένη μέ άσβέστη. Σύντομα ή λέμβος άνοιξε πανιά κι έπλευσε στό άνοιχτό πέλαγος.
Εκείνη την νύχτα άκούστηκε ξαφνικά μιά άπεγνωσμένη φωνή:
«Σώστε τόν έαυτό σας, βυθιζόμαστε!»



Αύτό πούχε συμβή ήταν, ότι ένας μεγάλος ύφαλος είχε ανοίξει τό κάτω μέρος τής λέμβου κι εκείνη σιγά, σιγά άρχισε νά βυθίζεται. Στήν κατάσταση πανικού πού επικρατούσε, πολλοί έπεσαν στην θάλασσα, άλλοι πήδηξαν σέ μικρές σωσίβιες βάρκες ενώ άλλοι, αφήνονταν στό έλεος του Θεού.
Ή Ευδοκία δεν έχασε την ψυχραιμία της καί στράφηκε στόν Θεό με θερμές προσευχές γιά βοήθεια.
Μισή ώρα είχε περάση. Τό σκάφος βυθίζονταν ολοένα καί περισσότερο. Τώρα καί τό κατάστρωμα είχε γεμίσει μέ νερό, καί ή Εύδοκία βρισκόταν γονατιστή μέσα, σ’ αυτό. Ό θάνατος πλησίαζε συνεχώς περισσότερο.


«Έλεος Κύριε». Μ’ αυτά τά λόγια ή Εύδοκία έκανε τό Σταυρό της, έδεσε τό παιδί της πίσω στήν πλάτη της κι άρχισε μ’ όλη της τή δύναμη νά κολυμπάη. Πάλευε άπεγνωσμένα μέ τό νερό ή νεαρή γυναίκα, κάνοντας άπελπισμένες κινήσεις καί δεκαπλασιάζοντας την δύναμη πού έβαζε στά χέρια, διέσχιζε τά μεγάλα κύματα τής βαθιάς θάλασσας κι όλα γύρω της ήταν σκοτάδι κι ατέλειωτο νερό.
Πουθενά δέν φαινόταν βοήθεια. Τά χέρια της άρχισαν νά μουδιάζουν καί γύρισε άνάσκελα. Έχοντας γυρίσει την πλάτη της, μετακίνησε τό παιδί της στό στήθος της καί κρατώντας το μέ τά δόντια της άρχισε πάλι νά κολυμπάη μακρύτερα, όλο καί μακρύτερα, μή ξέροντας πρός τά που. Καί ή ακρογιαλιά ήταν μακριά- πολύ- πολύ μακριά.


Τής φάνηκε πώς είδε την οικογένειά της νά περιμένη μέ αγωνία τόν γυρισμό της.
  «Έχετε γειά, αγαπημένοι μου! Εχετε γειά!».
Οι δυνάμεις της εξαντλήθηκαν καί τά χέρια της πιά δέν μπορούσαν νά κουνηθούν. 

Ενοιωσε οτι γλιστρούσε κάπου μέσα σέ μιά παγωνιά, μέσα στά βάθη κι ένα τρομακτικό σκοτάδι σκέπαζε τά μάτια της.
Ό Άντρέϊ έχοντας λυώσει ολόκληρος απ’ την λύπη, έψαξε πολύ γιά την πνιγμένη γυναίκα του.


Καί ό Θεός τόν λυπήθηκε. Την τρίτη ήμέρα τά κύματα έβγαλαν τό πτώμα της στήν ακτή κοντά στό Ταμάν, μέ την έκφραση τού τρόμου άποτυπωμένη στό πρόσωπό της. Ή άμοιρη σύντροφος τής ζωής του, κείτονταν σιωπηλά στήν ακρογιαλιά κρατώντας στά ξυλιασμένα της χέρια την μικρή νεκρή κόρη της, σφιχτά πάνω στο μητρικό στήθος. Έχοντας θάψει την άτυχη σύζυγο κοντά στο μέρος πού την βρήκε, ό Άντρέϊ Γκαπτσένσκο, ξεκίνησε γιά την Λαύρα τού Κιέβου.
Εκεί, έκάρη μοναχός μέ τ’ όνομα Μαλαχίας. Πέθανε σέ ήλικία 82 έτών.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: