Σε κάθε δύσκολη στιγμή, κι υπήρξαν πολλές τέτοιες στην καθημερινότητά της, «Παναγιά μου» έλεγε. Κι η Παναγιά μας ήταν πάντα κοντά της, αντικαθιστώντας τη στοργή και την αγάπη της μάνας, που τόσο μικρή έχασε.
Στα 20 χρόνια της παντρεύτηκε τον άκακο, πράο και πιστό στον Θεό, Αγγελή Κανάκη. Απέκτησαν εννέα παιδιά. Το ένα το έχασε μετά τη γέννα. Τα οκτώ τα μεγάλωσε μέσα σε μια ταραγμένη εποχή. Το 1922 ήρθαν στο νησί μας οι πρόσφυγες της
Ζούσαν σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο κέντρο της Κούλουρης. Ανοίγοντας την εξώπορτα, έμπαινες σε μια μικρή αυλή, που γύρω-γύρω είχε κτίσματα για την οικογένεια αλλά και για τα ζώα, που αποτελούσαν κι αυτά την ευρύτερη οικογένεια της Αννας. Στην άκρη της αυλής υπήρχε το πηγάδι, τόπος δροσιάς και ζωής. Και σε μια γωνιά υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού, μια μικρή κουζινούλα και μια υποτυπώδης τουαλέτα. Στην πρόσοψη του σπιτιού υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο, με ξεχωριστή είσοδο στον δρόμο. Η ίδια το δούλευε, κι έτσι συμπλήρωνε το πενιχρό εισόδημα της οικογένειάς της.
Τα καλοκαίρια όλη η οικογένεια ζούσε στο μικρό σπιτάκι, στο περιβόλι, με τα δύο δωμάτια. Στο ένα έμενε η δεκαμελής οικογένεια και στο δεύτερο τα ζώα, που ήταν οι βοηθοί στις αγροτικές δουλειές. Οι αγελάδες, το άλογο και το γαϊδουράκι αποτελούσαν άτυπα, αλλά ουσιαστικά μέλη της οικογένειάς της. Εκεί είχε και κότες, και κατσίκες. Κι όλα μαζί συνέβαλλαν στην οικιακή οικονομία.
Ο άνδρας της, ο Αγγελής, καλλιεργούσε τα περιβόλια και πουλούσε με το γαϊδουράκι την παραγωγή στις γειτονιές της Σαλαμίνας και των Μεγάρων. Ο επιούσιος έβγαινε με πολύ κόπο. Η σοδειά ήταν αμφίβολη, γιατί είχε άμεση σχέση με τις καιρικές συνθήκες. Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε παραγωγή, η διάθεση των οπωροκηπευτικών ήταν περιορισμένη, γιατί δεν υπήρχε αγορά όπως τη βιώνουμε σήμερα, με τα μέσα συγκοινωνίας και επικοινωνίας.
Τα χρόνια περνούσαν κι έρχονταν τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο, κι έφερναν λες μια ευλογία στο σπιτικό. Ήταν, όμως, δύσκολα χρόνια. Έπρεπε όλοι να δουλεύουν, ακόμα και τα παιδιά, για να μπορέσει να τα φέρει βόλτα η οικογένεια.
Κι η Άννα, μέσα απ’ τις πολλές δυσκολίες και τα προβλήματα, αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία μέσα στην οικογένειά της.
Κάποτε ο πρώτος γιος της, ο Σπύρος, της είπε ψέματα ότι είχε διαβάσει τα μαθήματά του κι ήθελε να βγει στη γειτονιά να παίξει. Η Άννα το κατάλαβε και του λέει: «Φέρε μου το βιβλίο και πες μου το μάθημα. Αν το ξέρεις, τότε θα σ’ αφήσω να πας να παίξεις». Το παιδί έφερε το βιβλίο και το άνοιξε στο μάθημα που τους είχε βάλει ο δάσκαλος. Το πήρε η Άννα σοβαρά κι αυστηρά, και του λέει: «Πες μου το μάθημα, κι εγώ θα δω αν τα λες όπως τα λέει το βιβλίο».
Το παιδί, που δεν είχε διαβάσει, ξεροκατάπινε, αναψοκοκκίνισε και δεν έλεγε τίποτα. Θέλοντας, όμως, να πιαστεί από καμιά λέξη ή από τον τίτλο του μαθήματος, πήγε δίπλα στη μάνα του κι έσκυψε το κεφάλι του, στη σελίδα του βιβλίου. Τότε με έκπληξη είπε: «Μάνα, το βιβλίο το κρατάς ανάποδα! Πώς μπορείς να ξέρεις τι λέει το μάθημα, αφού δεν ξέρεις γράμματα;»
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, με αγώνα κι αγωνία για τα παιδιά, για τον επιούσιο, για όλα. Ήταν δύσκολα τότε, κι έγιναν δυσκολότερα με τον πόλεμο του ’40.
Η οικογένεια της Άννας με τα οκτώ παιδιά, το μεγαλύτερο 20 και το μικρότερο 3 χρόνων, ζούσε φιλειρηνικά, χωρίς ακρότητες. Η ζωή τους και η εργασία τους ακολουθούσε τους ίδιους ρυθμούς. Η ίδια έβλεπε τους Γερμανούς χωρίς εχθρότητα και μίσος. Κι έλεγε συχνά: «Τι φταίνε αυτά τα παιδιά. Άλλοι τους έβαλαν κι άφησαν τα σπίτια τους, τους δικούς τους, την πατρίδα τους, κι ήρθαν εδώ μ’ ένα όπλο στο χέρι».
|
Κάποτε, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του ’42, ήρθε κάποιος Γερμανός στο περιβόλι κι ήθελε να πάρει αυγά. Η Άννα τον καλοδέχτηκε. Δεν μπορούσε, βέβαια, να επικοινωνήσει με τον λόγο, αλλά μίλησε με τη γλώσσα του σώματος. Τον κοίταξε τρυφερά κι έλεγε μόνη της χαμηλόφωνα: «Παλικάρι μου, ποιος σας έβγαλε στον πόλεμο και σας έφερε εδώ να σκοτώνετε ανθρώπους;» Καθώς έλεγε αυτά, περιποιήθηκε τα αυγά όπως μπορούσε καλύτερα. Πήρε ένα πανεράκι, έκοψε τρυφερά χόρτα, τα τοποθέτησε με προσοχή, έτσι ώστε να μη ραγίσει κανένα στη μεταφορά, και τα έδωσε στον Γερμανό λέγοντας μια ευχή: «Στο καλό, παιδί μου, και γρήγορα να σε καλοδεχθεί η μανούλα που σε γέννησε».
Δεν ξέρω τι κατάλαβε ο Γερμανός, αλλά η συνέχεια της ιστορίας δικαιώνει το καλοσυνάτο φέρσιμό της. Μετά ένα μήνα περίπου και συγκεκριμένα στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου, γιορτάζει το εκκλησάκι της που βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή, βγαίνοντας από την Κούλουρη και πηγαίνοντας προς το Αιάντειο.
Τα δύο μεγάλα παιδιά της Άννας, ο Σπύρος 22 χρονών και ο Αλέκος 20, πήγαν στο πανηγύρι και ξεχάστηκαν. Η ώρα πέρασε, και η κυκλοφορία απαγορευόταν τις νυχτερινές ώρες. Τα δύο παλικάρια πήραν τον δρόμο με τα πόδια για να πάνε στο σπίτι τους, στο περιβόλι, στα Βασιλικά. Στον δρόμο τούς συνέλαβαν οι Γερμανοί και, ως παραβάτες των κανόνων που οι ίδιοι είχαν βάλει, τους οδήγησαν στο νησάκι του Αη-Γιώργη που χρησίμευε σαν φυλακή για τους παρανομούντες, τους οποίους έστελναν από εκεί αιχμαλώτους στη Γερμανία.
Η Άννα περίμενε όλη τη νύχτα ξάγρυπνη, κοιτάζοντας την πόρτα. Αλλά η πόρτα δεν άνοιξε. Τα παιδιά δεν ήρθαν. Όσο περνούσε η ώρα, την έζωναν τα φίδια. Όλη τη νύχτα προσευχόταν στην Παναγία και την Αγία Παρασκευή, που ξημέρωνε η γιορτή της, να μην έχουν πάθει κανένα κακό.
Αμέσως στον νου της ήρθε η εικόνα του όμορφου Γερμανού, που πρόσφατα του είχε δώσει τ’ αυγά. Αμέσως, με τα ρούχα της δουλειάς και τις παντούφλες στα πόδια, τρέχει στο Πυροβολείο, που ήταν στο ύψωμα πηγαίνοντας από τα Βασιλικά στο Μπλε Λιμάνι, για να βρει τον Γερμανό.
Ήταν ο Σπύρος και ο Αλέκος, που τους είχαν αφήσει ελεύθερους οι Γερμανοί. Φαίνεται ότι ο Γερμανός από το Πυροβολείο τηλεφώνησε στον ομόλογό του στο νησάκι με τους αιχμαλώτους, και τους ελευθέρωσαν.
Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, και συγκεκριμένα την παραμονή της απελευθέρωσης της Ελλάδας, συνέβη και το εξής συγκλονιστικό γεγονός στην οικογένεια της Άννας:
Πέρασαν 3,5 χρόνια γερμανικής κατοχής, κι έφθασε ο Οκτώβρης. Η μέρα ήταν όμορφη. Βγήκε ο ήλιος ολόλαμπρος, κι ας είχε το πρωί λίγη υγρασία και συννεφιά. Οι αγρότες έβγαλαν τα σακάκια τους, τις χονδρές φόρμες τους, και δούλευαν ξέγνοιαστοι, παρόλο που στον ουρανό περνούσαν και ξαναπερνούσαν πολεμικά αεροπλάνα, κρύβοντας στιγμιαία τον ήλιο και υπενθυμίζοντας σε όλους ότι ο πόλεμος συνεχίζεται.
Τα παιδιά έτρεξαν πρώτα. Και οι γυναίκες άφησαν τις ασχολίες τους, και πήγαν κι αυτές. Και ο παππούς και η γιαγιά, ο Σπύρος και η Ελευθερία Ελευσινιώτη, έφθασαν κι αυτοί στον χώρο του ατυχήματος. Όλοι κατάλαβαν ότι ο πιλότος που κατέβηκε με το αλεξίπτωτο ήταν ξένος. Δεν μιλούσε ελληνικά. Με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν ότι «είμαστε σύμμαχοι» και ότι πολεμούσε κι αυτός τους Γερμανούς. Κατάλαβαν, επίσης, ότι ήθελε ρούχα για να βγάλει την στρατιωτική στολή, να ντυθεί με αγροτικά ρούχα, για να μην τον αναγνωρίσουν οι Γερμανοί και τον σκοτώσουν. Όλοι προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν.
Ο Γιώργος, ο γιος του Σπύρου Ελευσινιώτη και αδελφός της Άννας, έδωσε την αγροτική φόρμα του, που λίγο πριν είχε κρεμάσει σ’ ένα δέντρο, όταν βγήκε ο ήλιος και είχε ζεσταθεί απ’ τον κόπο της δουλειάς. Ο πιλότος έβγαλε γρήγορα την στρατιωτική στολή του, την έκρυψε στους γύρω θάμνους, φόρεσε την αγροτική φόρμα και κρύφτηκε κι αυτός.
Ωστόσο, τα εκπαιδευμένα σκυλιά τους, ψάχνοντας τους θάμνους, βρήκαν την στρατιωτική στολή. Τότε ήταν που με μανία έσπρωχναν τους αγρότες κι απαιτούσαν να τους αποκαλύψουν τον αλεξιπτωτιστή, γιατί είχαν δει το αλεξίπτωτο που έπεφτε στην περιοχή τους.
Δεν μιλούσε κανείς τους. Τότε άρχισαν να ψάχνουν τις τσέπες. Μέσα στην τσέπη της αγροτικής φόρμας που έδωσε ο αδερφός της Άννας, ο Γιώργος, για να φορέσει ο αλεξιπτωτιστής, βρέθηκε η ταυτότητά του. Την πήρε ο Γερμανός, φώναξε άγρια τ’ όνομά του κι απαίτησε να έρθει κοντά του. Όλοι είχαν κοκαλώσει, και ο Γιώργος έκανε μερικά βήματα πλησιάζοντάς τον. Ο επικεφαλής του κλιμακίου, Γερμανός αξιωματικός, έβριζε κι απειλούσε. Με φοβισμένα βήματα, η μάνα κι ο πατέρας του Γιώργου πλησίασαν τους Γερμανούς και με δάκρυα προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν το παιδί τους.
Ο Γερμανός όχι μόνο δεν τους άκουσε, αλλά διέταξε τον πατέρα να δέσει τα χέρια του γιου του. Ο πατέρας πήρε τις χειροπέδες από τα χέρια του Γερμανού, αλλά έμεινε εκεί μαρμαρωμένος. Και τότε, λες και δεν υπήρχε ζωή πουθενά στη γύρω περιοχή. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα πουλιά κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή τους. Και μόνο ο Γερμανός, σαν άλλος δαίμονας της Αποκάλυψης, έβριζε και βλαστημούσε.
Μέσα σ’ αυτή την έξαλλη ατμόσφαιρα, διέταξε τα σκυλιά να χιμήξουν, να του επιτεθούν και να τον ξεσκίσουν. Τα σκυλιά δεν εκτέλεσαν τη διαταγή του. Τότε, μέσα σ’ αυτή την παραφροσύνη, σήκωσε το όπλο και τον δολοφόνησε εν ψυχρώ...
Η οικογένεια, όμως, του Σπύρου Ελευσινιώτη ήταν απαρηγόρητη για το αδικοχαμένο παλικάρι τους. Η Άννα πήγε στο εκκλησάκι της περιοχής που έγινε το κακό και, μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου, στεκόταν ώρα πολλή. Καθώς έβλεπε τον Αγιο καβάλα επάνω στο άσπρο άλογό του, ντυμένο αξιωματικό και κρατώντας την πανοπλία του, ήταν σαν να στεκόταν μπροστά σ’ έναν ανώτερο αξιωματικό που διαχειρίζεται την έκβαση κάθε πολεμικής επιχείρησης και του μιλούσε.
Σ’ αυτόν πήγαινε κι έλεγε τους καημούς και τα παράπονά της, όπως θα μιλούσε σε κάποιον μεγαλύτερο αδερφό με υπέρτατη γνώση κι ακαταμάχητη δύναμη. Του έλεγε τα προβλήματά της, κι έφευγε ξαλαφρωμένη και σίγουρη για την καλή έκβασή τους. Πολλές φορές πήγαινε και με τον παπα-Κώστα κι έκανε λειτουργίες στο εκκλησάκι του.
Μετά από πολλά χρόνια, και συγκεκριμένα το 1994, ο Δήμος Σαλαμίνας, τιμώντας τη μνήμη των εκτελεσθέντων Σαλαμινίων από τους Γερμανούς, έστησε στην παραλία της Κούλουρης το μνημείο που φαίνεται στην επόμενη σελίδα. Και ο Εξωράίστικός Σύλλογος της περιοχής του Αγίου Γεωργίου απένειμε τιμητική πλακέτα στη μνήμη του Γιώργου, χαρίζοντάς τη στον γεωπόνο Κώστα Κανάκη -έναν από τους γιους της Άννας- ως έναν από τους επιζώντες και πιο στενούς συγγενείς του εκτελεσθέντος.
0 Ναύσταθμος εγκαταστάθηκε στο νησί από το 1878. Αρχικά είχε φιλοξενηθεί για τρία χρόνια στο Μοναστήρι της Φανερωμένης και, το 1881, εγκαταστάθηκε οριστικά στη θέση που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Στοχευαν να βομβαρδίσουν τον Ναύσταθμο, που ήταν τότε υπό γερμανική κατοχή. Από λάθος, όμως, οι βόμβες έπεσαν μέσα στο χωριό, που απείχε δύο χιλιόμετρα περίπου από τον Ναύσταθμο. Η συμφορά που βρήκε τότε την Κούλουρη δεν περιγράφεται. Τότε σκοτώθηκαν 38 άτομα και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Κάθε σπιτικό θρηνούσε για τους σκοτωμένους, τους τραυματίες, αλλά και τις υλικές ζημιές.
Η Δημητρού, η γυναίκα που ονειρευόταν τον Προφήτη Ηλία κι έκτισε στην κορυφή του ομώνυμου λόφου το εκκλησάκι του, έλεγε: «Φυλαχτείτε... Έρχεται μεγάλη καταστροφή στο χωριό μας». Όλοι την άκουγαν κι είχαν τρομοκρατηθεί. Την πίστευαν, όμως, γιατί ήξεραν ότι μιλούσε με τον Προφήτη Ηλία, και το μήνυμα αυτό ήταν θεϊκή προειδοποίηση. Είχαν αλλάξει, μάλιστα, και την ήρεμη καθημερινότητά τους από τον φόβο της επερχόμενης συμφοράς, όπως έλεγε η Δημητρού.
Μία από τις επόμενες νύχτες, στις 23 του Δεκέμβρη του ’43, όλοι ήταν στα κρεβάτια τους και κοιμούνταν ήσυχα. Στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα, ακούστηκαν οι σειρήνες του Ναυστάθμου να ουρλιάζουν ασταμάτητα. Όλοι ξύπνησαν τρομαγμένοι, μισόγυμνοι και, πανικόβλητοι, έτρεξαν στα καταφύγια να κρυφτούν. Πολλοί κατέφυγαν στο σπίτι του Αλέκου του Κριτσίκη, που βρίσκεται κοντά στην πλατεία Μπόσκου, κι άκουγαν τις βόμβες να πέφτουν σαν κολασμένη βροχή από τα αεροπλάνα.
Σ’ αυτό το μεγάλο μακελειό, η Άννα βρισκόταν στο σπίτι της Κούλουρης. Δεν ήταν, όμως, όλη η οικογένειά της εκεί. Ο Μήτσος και ο Κώστας, παλικαράκια τότε 14 και 12 χρονών, ήταν στο αγροτικό σπίτι, στα Βασιλικά. Δούλευαν στο περιβόλι και κοιμήθηκαν εκεί. Θυμούνται τη φοβερή εκείνη νύχτα και μας τη διηγούνται με τρόμο και ραγισμένη φωνή, κι ας έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τότε...
Στιγμιαία υποχωρούσε το σκοτάδι της νύχτας από τις ριπές των πυροβόλων, και τότε φαίνονταν στον αέρα μαύροι καπνοί. Η γη εσείετο και ήταν σαν να ήθελε να καταπιεί το σπίτι μας. Αγκαλιαστήκαμε και, κλαίγοντας, κάναμε την προσευχή μας, γιατί νομίζαμε ότι ήρθε το τέλος μας. Ο θάνατος ήταν δίπλα μας, αισθανόμασταν την ανάσα του.
Εκείνη τη στιγμή τραντάχθηκε ολόκληρο το σπίτι της, λες και το κατάπινε η γη. Μια βόμβα έπεσε στη γωνία του σπιτιού προς τον δρόμο, χωρίς να πάθει το σπιτικό της κανένα κακό. Λες και υπήρχε μια προστατευτική ομπρέλα πάνω από το σπίτι τους. Ήταν τόση η δύναμη της ψυχής της και η ένταση της προσευχής της, που εισακούστηκαν τα λόγια της από την Παναγία. Η φαμίλια της Άννας βγήκε αλώβητη από αυτή τη συμφορά. Δεν έπαθε τίποτα κανένας τους, ούτε είχαν υλικές καταστροφές.
Τα χρόνια περνούσαν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, άνοιξαν τα δικά τους σπιτικά. Η Άννα καμάρωνε τα οκτώ παιδιά και τα είκοσι εγγόνια που της είχε χαρίσει ο Θεός, κι ευχαριστούσε την Παναγία. Όμως έλεγε και ξαναέλεγε: «Παναγιά μου, το τάμα που σου έταξα δεν το έκανα. Πώς να φύγω απ’ αυτή τη ζωή; Τι θα σου πω, Παναγία μου;»
Είχε κάνει, βέβαια, ένα προσκυνητάρι, στον λόφο του κτήματος, που ανήκει σήμερα στον γιο της, Κώστα. Τοποθέτησε μέσα την εικόνα της Παναγίας, μ’ ένα καντήλι που άναβε όποτε ανέβαινε κανείς στον λοφίσκο. Αλλ’ αυτό δεν την ικανοποιούσε. Δεν ήταν αυτό που έταξε στην Παναγία.
Πήγε στον Αγιο Δημήτριο Σαλαμίνας, στην ενορία του οποίου υπάγεται η περιοχή των Βασιλικών και, αφού συνεννοήθηκε με τον εφημέριο του Ιερού Ναού, που τότε ήταν ο π. Αθανάσιος Ρούσσος, κι έμαθε τη σχετική νομική διαδικασία, ξεκίνησε.
Τότε άρχισε να φαίνεται καθαρά η Χάρη και η βοήθεια της Παναγίας μας. Η άρρωστη γιαγιά-Άννα έγινε καλά. Κάθε μέρα ήταν όρθια στο μαγαζάκι που ήταν μπροστά στο σπίτι της και πουλούσε οπωροκηπευτικά και αυγά που της έφερνε ο γιος της ο Αλέκος από τις γεωργικές του επιχειρήσεις. Κι έτσι συγκέντρωσε τα χρήματα για την αποπεράτωση του Ιερού Ναού. Κι η κόρη της, η Μαρία, ακούραστη, διεκπεραίωνε το κάθε τι. Η οικοδομική διαδικασία τελείωσε. Ο ναός της Παναγιάς μας είχε κτισθεί.
Από τότε, μέχρι και σήμερα, είναι ανοιχτή η εκκλησία. Μόνιμος επίτροπος ήταν μέχρι το 2008 ο γιος της Άννας, ο Δημήτρης (Μήτσος). Πολλές είναι οι εμφανίσεις της Παναγίας στην εκκλησία αυτή, όπως μαρτυρούν αξιόπιστοι Χριστιανοί.
Την εποχή εκείνη, στον μοναδικό σύλλογο των Βασιλικών ήταν πρόεδρος ο Αριστοτέλης (Τέλης) ο Παπαδάκης. Αυτός την παρέλαβε από τη Μαρία, την κόρη της Άννας. Από τότε μέχρι σήμερα, είναι ανοιχτή η εκκλησία κάθε Κυριακή, που τελείται το μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, δοξολογώντας τον Θεό και την Παναγία, που στ’ όνομά Της είναι χτισμένη.
Αφού εκπλήρωσε η Άννα και το τάμα της στην Παναγία, ησύχασε. Τα παιδιά της ήταν όλα παντρεμένα. Ο άνδρας της, ο καλοκάγαθος παππούς Αγγελής, είχε φύγει απ’ αυτή τη ζωή το 1971. Και η ίδια, τώρα πια, χαιρόταν τα εγγονάκια της που πήγαιναν να τη δουν.
Στις 4 η ώρα τη νύχτα, αισθάνθηκε μια αδιαθεσία. Αμέσως η Μαρία ειδοποίησε τον γιατρό, τον Α. Ραπατζίκο, και τα δύο από τα παιδιά της, τον Κώστα και την Τασούλα. Έφθασαν αμέσως. «Τι έχεις μάνα;» ρώτησαν με ανησυχία. «Δεν είμαι καλά. Αισθάνομαι ότι χάνομαι» είπε με σβησμένη φωνή. Εκείνη την ώρα ήρθε και ο γιατρός. Την εξέτασε προσεκτικά.
Μέτρησε την πίεση, τον σφυγμό της. Κάθισε για λίγο σκεφτικός. Ξαναέκανε τις ίδιες μετρήσεις. Την κοίταξε στα μάτια, που έσβηνε σιγά-σιγά, και είπε στα παιδιά της: «Η μάνα σας φεύγει... Πεθαίνει...»
Ετσι έφυγε για την αιωνιότητα η Άννα Κανάκη, το γένος Σπ. Ελευσινιώτη στις 19 Νοεμβρίου 1980.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. ΑΘΗΝΑ 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου