Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τετάρτη 10 Μαΐου 2017
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ .ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ . ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΔΩΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΜΟΝΗ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΠΑΤΜΟΣ
Μονάχη Θεοδώρα, άνθρωπος του πόθου του Θεού
Ευκολότερα σκιαγραφείς ψυχή έλευθερωμένη από τα
πάθη, απ’ οτι πορτραίτο έμπειρος ζωγράφος, Ό σκλαβωμένος στήν αμαρτία είναι
πάντα βιβλίο κλειστό, χωρίς σημαδούρα, ενώ ό αγωνιστής ανοιχτό βιβλίο με
επίσημο σελιδοδείκτη στήν κάθε σελίδα τής ζωής του.
Ετσι, όταν γνώρισα από κοντά τήν μοναχή Θεοδώρα στο
κρεβάτι του πόνου στο νοσοκομείο του 'Αγίου Σάββα, μόλις την ρώτησα «Πώς έγινες μοναχή;», αμέσως, χωρίς να κοιτάξη
γύρω της μη την ακουη κανείς ανοιξε σε έμενα
τον εικοσιπεντάρη, τήν σελίδα τής ζωής της στα νεανικά της χρόνια:
- Δοξάζω πάντα τον Θεόν, γιατί στήν πατρίδα μου
είχε μοναστήρια καί μοναχές. Δεν ήτανε τό πέρασμα για την βασιλεία των ούρανών
μονόδρομος: θά μεγαλώσω, θά κάνω οικογένεια· άλλ’ όταν μεγαλώσω, μπορώ να γίνω
καί μοναχή. Τό μοναχικό ράσο ήταν πάντα γιά μένα καλό στήν όραση καί στο φόρεμα.
Αδελφέ Γρηγόριε, τό φθινόπωρο στά πρωτοβρόχια όλες Οι κόρες συνηθίζαμε να βγαίνουμε
στους αγρούς γιά σαλιγκάρια. Έτσι, μετά από κάποια βροχή, πήγαμε με τήν αδελφή μου
να συλλέξουμε κι εμείς κοντά στήν μονή της Αγίας Αικατερίνης. Εκεί θωρούμε τι μοναχές
φορώντας λινάτσες να ξεπετρίζουνε τό χωράφι, όπως συνηθίζετο στην Ανατολή, προτού
τό σπείρουνε. Στην θεωρία των μοναχών ζεστάθηκε ή ψυχή μου καί λέγω:
- ’Άχου,
άδελφούλα μου, πότε θά με άξιώση ό Θεός να
φορέσω την λινάτσα, τό τσουβάλι, για ένδυμα, όπως αυτές
οι μοναχές;
- Μωρέ
τί λιμπίστηκε ή ψυχή σου! Λινάτσα- σπουδαίο φόρεμα!
Αυτό που είδε ή αδελφή μου για πέταμα, τό είδα καί
τό
βλέπω βασιλική πορφύρα. Ένδυσε τό σώμα σου με ευτελή
φορέματα, για να άπεκδυθή ή ψυχή σου τον παλαιό άνθρωπο καί να ένδυθή τον νέο,
τον κατά Θεόν κτισθέντα, όπως λένε οί άγιες Γραφές. Δυστυχώς τον πόθο μου αυτόν
ποτέ δεν τον εκπλήρωσα. Μόλις έγινα μοναχή, εύθυς αμέσως βρέθηκα στο
ορφανοτροφείο τής Ρόδου. Εκεί έπρεπε νά φορέσουμε καλά φορέματα, γιά νά έχουμε
καλή επικοινωνία μέ τά παιδιά, νά μή τους δημιουργούμε πρόβλημα. Περπατούσα
στον δρόμο καί ντρεπόμουνα γιά τά καλά μου φορέματα. Αντάλλαξα τήν «πορφύρα»
-τήν λινάτσα- μέ κοσμικά ράκη, γιά να μή δυσκολεύω τά παιδιά. Ή νοσταλγία τής
λινάτσας ποτέ δέν μού έφυγε. Περίμενα κάποια στιγμή νά επιστρέψω στο μοναστήρι
καί νά εκπληρώσω τον πόθο μου. Δυστυχώς τώρα γιά τήν ταφή μου καί μόνον θά πάω
στο μοναστήρι μου.
- Έδειχνες
δυσανασχετημένη πού βρισκόσουνα μακριά από τήν μετάνοιά σου;
- Καθόλου,
πάτερ Γρηγόριε* πάντα ευχαριστημένη ήμουνα. Ολοι οί άνθρωποι δέν βρήκαν στήν
ζωή ότι έπόθησαν.
- Βλέπεις
έτοιμο τον εαυτό σου γιά τήν βασιλεία τών
ουρανών;
- Ασφαλώς
όχι, αλλά χαίρομαι πού μού κολοβώνει τις μέρες τής ζωής μου καί γλύτωσα κάποια
λάθη πού τυχόν θα έκανα.
- Γογγύζεις
γιά τούς πόνους;
- Καθόλου.
Μόνον παρακαλώ τήν Παναγία τον νουν να κρατήση, να μή χάσω τά λογικά μου μέχρι
τό τέλος μου, γιατί από τό κεφάλι ξεκίνησε ή νόσος. Ολα τά άλλα μέλη του σώματος ας τά κάνη ώσπερ την
άμμον την παρά τό χείλος τής θαλάσσης δεν με πειράζει.
Έτσι ακριβώς έγινε. Αλεσε ή αρρώστια τά κόκκαλα όπως
μύλος τό σιτάρι. Τον νουν όμως τον άφησε
ηγεμόνα μέχρι τήν έσχάτη ώρα.
Τις ώρες που ο πόνος δονούσε τον νου και την
διάνοια, ή συνοδός αδελφή τής έλεγε γιά παρηγοριά:
- Κι εγώ,
αδελφή μου, πονάω·είναι από τον καιρό.
Διέκρινα όμως πώς καθόλου δεν αναπαυόταν από τον έμπαιγμό.
Τότε έμαθα πώς νά συμπαραστέκωμαι στου κρεβατιού τον πόνο. Δεν πρέπει νά
έπιδιώκη κανείς νά πάρη το ιστορικό του αρρώστου, αλλά νά προσπαθή με πολλή
αγάπη νά τον μεταφέρη στις καλές μέρες τής ζωής του. Νά γίνεται καραγκιόζης,
γιά νά τον διασκεδάση. Έγινα άριστος γελωτοποιός πολλές φορές. Τόσο, που μου
έλεγε:
- Νά
ζήσης, πάτερ Γρηγόριε, άνοιξες τό πνευμόνι μου από τά γέλια. Τήν άλλη μέρα νά
έρθης από τήν άλλη μεριά νά καθίσης. Ούτε καί τό ύφος του σοβαρού διδάχα
άντέχεται εκείνη τήν ώρα. ’Ήμουν, άλλωστε, πολύ μικρός, γιά νά κάνω τον δάσκαλο
στήν πενηνταοκτάχρονη μοναχή. Πολλές φορές μου έλεγε:
- Πάτερ
Γρηγόριε, σ’ εύχαριστώ πού μέ κάνεις νά εννοώ τήν κατάστασή μου, χωρίς ποτέ νά
μου τό έκφράζης.
Ό γέροντας Άμφιλόχιος πολλά μίλησε στήν Πάτμο με αυτήν
τήν κόρη γιά τά «επέκεινα», τά πέραν τοϋ τάφου. Θύμιζε Γρηγόριο Νύσσης· τά
λεγάμενα «Μακρίνεια». Ό Γέρων, όταν έκανε περιγραφή του νοητού παραδείσου, ήταν
απόλαυση. Ή περιγραφή του ήταν καλύτερη, ωραιότερη καί πιστότερη από αυτήν πού
κάνει ό Μωυσής στήν Γένεση γιά τον αισθητό παράδεισο. «Νοσταλγικές Κατηχήσεις
περί παραδείσου» θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε.
Με βάρδιες οί αδελφές την συντρόφευαν. Πολλές φορές
τις παρακαλούσε να διώξουν μέ τό κομπόσχοινο τον μαύρο πού πλησίαζε στην κλίνη
της. Κοιμήθηκε την ήμερα τής Παναγίας μετά τα Χριστούγεννα καί έτάφη στου
πρωτομάρτυρα Στεφάνου την γιορτή. Ανεπιφύλακτα θά έγραφα στον τάφο της: «Μάρτυς
καί παρθένος - Θεοδώρα μοναχή ή Καλύμνια».
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου