Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Η επανίδρυσης τής Μονής του Κυπαρίσσου και Αγίου Ιερόθεου Μεγάρων καί ό ανακαινιστής Άρχιμ. ΠΕΤΡΟΣ ΒΛΟΤΙΑΔΗΣ.








Η επανίδρυσης τής Μονής του Κυπαρίσσου καί ό ανακαινιστής Άρχιμ. 

ΠΕΤΡΟΣ ΒΛΟΤΙΑΔΗΣ.

'Υπό Ίσιδώρας Μοναχής



Εισαγωγή




Είναι τώ οντι δύσκολο καί συνάμα τολμηρόν νά γράψης καί νά διηγηθής δι’ αύτούς, οι όποιοι έγραψαν καί χάραξαν βαθιά εις την καρδίαν των τόν νόμον του Θεού, τηρούντες τίς εντολές καί γενόμενοι «επιστολή Χριστού», αναγιγνωσκομένη από τούς πιστούς. Είναι δυσχερές νά όμιλής δι’ αύτούς, οί όποιοι έσήκωσαν εις τόν ώμον τους τόν του Χριστού Σταυρόν, ύπομένοντες θλίψεις καί κόπους καί όνειδισμούς χάριν του Ονόματος Του, χαίροντες διά τά παθήματά των καί άντιπροσφέροντες είς Αύτόν μικρόν άντίδωρον τής μεγάλης Του εύεργεσίας. Είναι διά τούτο επίμοχθον καί δειλίας πρόξενον, αλλά καί εύλογίας πηγή νά όμιλής διά Κτήτορας καί Άνακαινιστάς Ιερών Μονών, οί οποίοι με αύτοθυσίαν καί άνιδιοτέλειαν έδωκαν τά πάντα διά τόν Χριστόν.



Θά προσπαθήσωμεν νά σκιαγραφήσωμεν, λοιπόν, άμυδρώς με τάς μικρός καί πενιχράς ημών δυνάμεις τήν ίεράν μορφήν του Γέροντος, Όστις άνήλωσε διά τόν Θεόν όλον του τόν βίον, γενόμενος πιστός μέχρι θανάτου καί έπανίδρυσεν κόποις καί μόχθοις άνεκδιηγήτοις τήν Ίεράν Μονήν ημών.






α) Ή γέννησις καί άνδρωσίς του



Ό μακαριστός Γέροντας, Αρχιμανδρίτης Πέτρος Βλοτίλδης, έγεννήθη είς τήν Σμύρνην τής Μ. Ασίας, κατά τό έτος 1889 έκ γονέων εύσεβών, τών: Ήλία καί Μαρίας Βλοτίλδη. Είς Σμύρνην έμεγάλωσεν καί έμαθεν τά πρώτα γράμμματα. Ενωρίς ήλθεν είς τήν Ελλάδα, διά νά άποφύγη τήν στράτευσιν είς τόν Τουρκικόν στρατόν ό κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος του αδελφου Νικόλαος.



Τό 1910 έκλήθη εν Έλλάδι είς τόν στρατόν διά νά έκτελέση τήν ύποχρεωτικήν στρατιωτικήν του θητείαν. Ήκολούθησεν ό πόλεμος του 1912-14, κατά τόν όποιον παρέμεινεν είς τόν στρατόν πολεμών ύπέρ τής πατρίδος.




Μετά τό πέρας του πολέμου τούτου άπεστρατεύθη καί ήρχισε νά ασχολείται μέ τήν ήγαπημένην του ζωγραφικήν, μελετών συγχρόνως καί επιδιδόμενος μετά προκοπής είς τήν ρητορίαν, παρακολουθών μετά ζήλου πολλού τούς διδάσκοντας ταύτην καί έπισκεπτόμενος τήν Βαλιάνειον Βιβλιοθήκη αν καί δέν ήτο είς τούς εγγεγραμμένους φοιτητάς τής σχολής αυτής.
Περί τό έτος 1915 συνήψε γάμον μετά τής θεοφιλούς Ελένης Κοντολέοτο. έκ Σύρου καταγομένης, τής όποιας έθαύμαζεν τάς άρετάς καί την εις αύτόν (τόν σύζυγόν της) άφοσίωσιν. Παραμένων επί τρίμηνον έν τη   οικία του καί άναμένων την έπανάκλησιν είς τόν στρατόν, ασχολείτο ενδελεχώς με την μελέτην τής 'Αγίας Γραφής. Μελετών δε τό κατά Ιωάννη·. Εύαγγέλιον καί φθάσας είς τό κεφ. 12, στιχ. 26 «....όπου είμί εγώ εκεί και ό διάκονος ό έμός έσται» ήρχισε νά ποθή διακαώς τήν Ιερωσύνην, διά νά διακονή είς τό ιερόν θυσιαστήριον, τόν Κύριον τής δόξης. Τότε έκ συμφώνου μετά τής συζύγου του άπεφάσισαν νά παρθενεύουν. Καί διαβεβαιώ επικαλούμενος τόν Κύριον, ότι από τής στιγμής εκείνης, ούκ έγνω αύτήν ώς σύζυγον, άλλ’ είχεν αύτήν, ώς έν Χριστώ άδελφήν καί βοηθόν του ιερού του έργου.
Έπανεκλήθη είς τόν στρατόν κατά τόν πόλεμον του 1920. Έκεϊ μετά πολλής αύτοθυσίας καί υποταγής διηκόνησε τήν πατρίδα, κατά τούς χρόνους τούτους τής έπαναστρατεύσεώς του.





Γράφων μάλιστα, τήν αύτοβιογραφίαν του, διηγείται μετά λεπτομέρειας τίς περιπέτειες του είς τόν στρατόν, τούς κινδύνους, τήν άδικον φυλάκισίν του έξαιτίας του φθόνου ένός συστρατιώτου του καί τίς λοιπές ταλαιπωρίες έκ τών δαρμών καί τών πληγών, τάς όποιας άδίκως ύπέστη. Αλλά περιγράφη ώσαύτως, καί τήν έκ Θεού ένδοθεν μυστικήν παρηγοριάν, ή όποια τόν στήριζε άκλόνητον είς τήν πίστιν καί τόν ένίσχυεν, ώστε νά συγχωρή καί νά εύεργετή τόν διαβάλοντα συστρατιώτην. Συγχρόνως διά πολλών εύαγγελικών λόγων προέτρεπεν όλους νά υπομένουν αγόγγυστα τάς έν φυλακή θλίψεις χάριν τής προσφιλούς πατρίδος, μένοντες γενναίοι καί άκλονητοι. Μάλιστα αναφέρει μετά συγκινήσεως ότι ολίγον πρό τής αποφυλακίσεως του «είδεν κατά τό μεσονύκτιον μέ οφθαλμούς άνοικτούς τόν έναντι του τής φυλακής τοίχον νά άστράπτη έν μια στιγμή καί μέσα είς τό έκτυφλωτικό εκείνο φως τήν Αγίαν Αίκατερίναν, όλόχρυσον ένδεδυμένην, μειδιώσα πρός αυτόν καί ευλογούσα αυτόν».
Επίσης αναφέρει λεπτομερώς τάς διακονίας του πρός τόν Μέραρχον καί τόν Γενικόν Στρατηγόν, τάς όποιας προσέφερεν ώς νοσοκόμος, αλλά καί πώς μέ τήν θείαν βοήθειαν ήξιώθη νά τόν θεραπεύση έκ τής όδυνηράς νόσου τής οσφυαλγίας. Επίσης γλαφυρώς αναφέρει, πώς ό Θεός έξεπλήρωσεν τήν έπιθυμίαν του, ώστε νά μεταφερθή είς τό στρατόπεδον πολύ πλησίον τής πόλεως Θεσσαλονίκης, διά νά μεταβαίνη είς τόν προσφιλή του Μυροβλήτην Αγιον Δημήτριο, άλλά καί πώς τέλος άπεστρατεύθη, κομίζων τόν έπαινον καί θαυμασμόν τών περί τήν πίστιν άδιαφόρων, μέ τήν ύπόσχεσίν των ότι θά τηρήσουν τίς διδαχές του.




β) Ή ίερωσίς Του




Τό έτος 1921 αποφασίζει νά ίερωθή. Εύρών τήν σύζυγόν του ομόφωνον, λαμβάνει από τόν πνευματικόν του πατέρα, τόν παπά-Νικόλα Πλανά συμαρτυρίαν καί έπιστολήν έπαινετικήν πρός τόν Μητροπολίτην Άθηνων Θεόκλητον. Άπ’ αυτόν ζητά τήν δι’ έπιστολής Του συνδρομήν, διά πορευθή εις Σμύρνην, όπως τύχη τής ποθητής χειροτονίας. Μη έχων δέ τα έξοδα τού ταξιδιού έπώλησεν τό χρυσοΰν ώρολόγιόν του, διά νά φθάση  ταχύτερον είς την ήγαπημένην του πατρίδα, με μόνον φυλαχτόν τό ήγαπημένον του Εύαγγέλιον είς την τσέπη.



Φθάνων είς Σμύρνην έπισκέπτεται τόν Αγιον Ιεράρχην Χρυσόστομον. Μητροπολίτην Σμύρνης καί λαμβάνει παρ’ αυτού την ύπόσχεσιν τής χειροτονίας τό δυνατόν συντομώτερον, (μη άναγνωρίσας Ούτος κατά θείαν παραχώρησιν είς τό πρόσωπον τού Πέτρου τόν πρώην δεκανέα του).
Ή μητέρα του συγκατετέθη είς την άπόφασίν του καί ήτοίμασε τά τής χειροτονίας άμφια καί τά λοιπά αναγκαία. Είχε δέ την έξαίρετον εκ Θεού εύλογίαν καθ’ όλον τό διάστημα τής άναμονής ταύτης, νά συμμετέχη είς τίς θείες λειτουργίες είς τόν Ναόν τής 'Αγ. Φωτεινής, οί όποιες ετελούντο παρά τού 'Αγίου ιεράρχου Χρυσοστόμου καί νά κοινωνή παρά των αγίων Του χειρών των άχράντων Μυστηρίων καί μάλιστα, έντός τού ιερού βήματος μετά των λοιπών ιερέων, ενώ άκόμη ήτο λαϊκός καί νά άκούη τά θεόπνευστα κηρύγματά Του, άπολαμβάνων τής άγγελικής μορφής τού «γίγαντος Ιεράρχου», όπως Τόν αποκαλεί.




Εύρεθείσης κενής θέσεως Εφημερίου είς τό χωρίον Κεμέριον, πλησίον τής πόλεως Άδραμύττιον τής Επαρχίας Εφέσου, λαμβάνει την συγκατάθεσιν τού 'Αγίου Σμύρνης καί πορεύεται πρός τόν Τοποτηρητήν Εφέσου, ό όποιος άνέθεσε είς τόν Μητροπολίτην Άνέων Αλέξανδρον την τού άνδρός χειροτονίαν. Ούτως έχειροτονήθη παρ’ αυτού διάκονος είς τό χωρίον Μάλκατζαν, είς την περιοχήν Κολοφώνος, ήμέρα Σάββατον πρό τής Σαμαρείτιδος (τό έτος 1921) καί τήν έπομένην ήμέραν, Κυριακήν τής Σαμαρείτιδος, έχειροτονήθη ίερεύς, έν μέσω πλήθους πιστών βαθύτατα συγκεκινημένων καί εκ τού γεγονότος καί εκ τού πλήρους πατριωτισμού κηρύγματος τού Μητροπολίτου Αλεξάνδρου.
Ό ίερεύς πλέον, Πέτρος, διηκόνησε επ’ ολίγους μήνας είς τόν Ναόν τού Αγίου Χαραλάμπους τού χωρίου Κεμεριού, όπου έκήρυττε καθ’ έκάστην, μετά πολλής προθυμίας. Έβάπτιζεν, έλειτουργούσε, καί, καθώς διηγείται, ένίσχυε τόν πατριωτισμόν καί τήν πίστιν είς τήν Χριστιανικήν μειονότητα τού τόπου.


Μετ’ ολίγον καιρόν, γενόμενος στόχος τών Όθωμανών, άνεχώρησε διά τό χωρίον Ντερέκιοϊ, όπου οί ολίγοι Χριστιανοί έστερούντο Ναού καί όλων τών άνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενεργών καταλλήλως, τή βοήθεια τού Διοικητού τής Αστυνομίας κ. Παιδιωτάκη, κατόρθωσε νά έξασφαλίση τήν κυριότητα τών Ελληνικών κτημάτων, τά όποια δέν είχον τίτλους, καθώς καί τήν ξυλείαν διά τήν άνέγερσιν Ναού καί σχολείου.
Έλειτουργούσεν καθημερινώς, μέ μόνην άμοιβήν μίαν πεντάρα, τά δέ λοιπά 'Ι. Μυστήρια τελούσε δωρεάν διότι, όπως τόνιζε, ό ίερεύς δέν πρεπει νά άποβλέπη είς τό κέρδος, άλλά είς τήν διακονίαν τών πιστό Όντως, ή άρετή αύτη τής άφιλοκέρδειας έσυνόδευε τόν Γέροντα μέχρι το τέλους τής ζωής του.

Άργότερον, κινδυνεύων έκ των έχθρικώς διακειμένων Όθωμανών, έτοποθετήθη εχς τόν προχείρως κατασκευασθέντα νεοσύστατον Ναόν του Αγίου Ελευθερίου εις μακρινόν χωρίον, οπου ήνάλωσε έαυτόν διά τόν καταρτισμόν τού μικρού ποιμνίου. Μετά έπτά μήνες συνειδητής διακονίας (άληθινής «γιγαντομαχίας έν μέσω θηρίων πολλών», όπως ό ίδιος εις την βιογραφίαν του αναφέρει, ερχεται τό μεγάλον γεγονός τής γενικής καταστροφής του Ελληνικού Στρατού, τό όποιον θέτει τό άτυχες τέρμα εις την έν Σμύρνη δράσιν τού σεβαστού Γέροντος.





Μεταβαίνει εις την Σμύρνην εις τό Γραφειον τού Αγίου Χρυσοστόμου, διά νά λάβη εντολές καί κατεύθυνσιν. Συναντά τό πλήθος τών προσφύγων έν βοή καί άλαλαγμώ τρόμου καί φρίκης εις την προκυμαίαν, όπου άπεγνωσμένα ζήτουν διέξοδον φυγής καί σωτηρίας. Ό γενναίος Ιεράρχης, παρά την προτροπήν τού στρατηγού Βότση, ό όποιος τόν έπεσκέφθη προσωπικώς εις τό γραφειον Του, διά νά Τού άναγγείλη τά γεγονότα καί νά Τού έξασφαλίση την φυγήν, παρέμεινεν διά νά θυσιασθή μετά τού ποιμνίου Του. Εις τόν Γέροντα Πέτρον δίδει εντολήν καί ευλογίαν νά άναχωρήση τό ταχύτερον διά τήν Ελλάδα, άποχαιρετίσας αυτόν φιλοστόργως, ώς πατήρ ευσπλαχνικός καί έναγκαλίσας τούτον.
Έν μέσω, λοιπόν, λαού συνταρασσομένου καί άπεγνωσμένου, μετά πόνου πολλού φεύγει από τήν άλησμόνητον πατρίδα Σμύρνην ό σεβαστός Γεροντας μετά τής πιστής συζύγου του καί ολίγων αποσκευών, προφθάσας διά τής βίας τό τελευταίον Ίταλικόν πλοιον πρός τήν Ελλάδα.
Ή έν Έλλάδι άφιξίς του



Ώς ιερεύς εις τήν Αθήνα, διετέλεσεν έφημέριος εις τόν Αγιον Άρτέμιον Γούβας, πού ήτο τότε πολύ μικρόν καί πενιχρόν έκκλησάκι. Άλλ’ εις αύτό ήσκει μετά ζήλου πολλού λειτουργικήν, ποιμαντικήν καί φιλανθρωπικήν δράσιν, φροντίζων όλα τά συσσίτια καί τήν έπιμέλειαν τών απόρων. Κηρύττει ανελλιπώς τόν λόγον τού Θεού πρός πάντας. Είχε πέριξ αυτού παιδία, τά όποια τόν ήκολούθουν, φορούντα αντί άλλης στολής ενδύματα παρόμοια τών ράσων καί φέροντα μικρόν έπί τής κεφαλής σκούφον, πολλά έκ τών οποίων ήκολούθησαν άργότερον τήν ίερωσύνην.
Επίσης, συνέστησεν καί άδελφότητα ύπό τό όνομα «Παναγία Μυρτιδιώτισσας» προφανώς έκ τής ομωνύμου χεράς εικόνος, τήν οποίαν μετέφερεν φεύγων έκ τής Σμύρνης. Ή άδελφότης αυτή αποτελείτο από κοράσια έφηβικής καί νεανικής ήλικίας έκ τών οποίων πολλά άργότερον ήκολούθησαν Γέροντα εις τήν άνασύστασιν τής Ίεράς Μονής ταύτης.
Ό Γέρων τούς έδίδασκε καί πολλούς έκ τών λόγων τούτων τούς έγραφε  βίβλον χειρογράφως ή τότε γραμματεύς καί μετέπειτα Μοναχή Χριστονυμφη Λάμπρου.


Ή έπανίδρυσις τής Μονής
Τό βαθύ όραμα όλων ήτο ή σύμπτυξις 'Ιεράς Μονής. Αναζητώντας την έκπλήρωσιν τού ποθουμένου, προσέδραμον είς πολλές Μονές διαλελυμμένες καί τής Αττικής καί τής Πελοπόννησου, άλλ’ ουδαμού άνεπαύθη τό πνεύμα των. Κατά θείαν οικονομίαν, δύο έκ των πρώτων Μοναζουσών (Χριστονύμφη καί Ίεροθέα) συνήντησαν είς τό πλοιον μεταβαίνουσαι πρός τήν νήσον Σαλαμίνα τόν έκ Μεγάρων καταγόμενον Σωτήριον Μπερδελή. ό όποιος ήρώτησεν αύτάς εις ποιαν Μονήν άνήκουν. Άπαντήσασαι εκείνες οτι αναζητούν Μονήν δια εγκατάσταση, τούς ύπέδειξε τήν Μονήν τού 'Αγ. Ιεροθέου Μεγάρων, διαλελυμμένην ούσαν από τού έτους 1833, πλήν όμως διασώζουσαν τόν Ί. Ναόν (Καθολικόν) Της καί μερικά έκ τών κελλίων  έπισκευάσιμον κατάστασιν.



 Άνέλαβε δέ, νά ύπάγη μαζί των πρός υπόδειξαν τής έν λόγιο Μονής. Συναντηθέντες άπαντες τήν έπομένην είς οικίαν τού ως άνω Μεγαρέως, έπεβιβάσθησαν οχήματος καί φθάσαντες εις  τήν Μονήν κατεπλάγησαν έκ τής φυσικής ώραιότητος καί τών κτισμάτων  Ύπερπηδήσαντες τά πρώτα έμπόδια, τά όποια προέκυψαν έκ των μεχρι τότε διακρατούντων τήν Μονήν έπιτρόπων Ί. Ναού Άγιας Παρασκευής Μεγάρων, ένήργησαν ταχέως τά δέοντα καί λαβόντες την άδειαν καί ευλογιά  του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρίου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ό Όποιος, σημειωτέον, ίδαιτέρως ήγάπα καί έξετίμα τόν π. Πέτρον, καί διά τούτο καί έξ αρχής έστάθη ό σταθερός καί στοργικός συμπαραστάτης του όλου έργου τής έπανιδρύσεως καί άνακαινισμού τής Μονής, έγκατεστάθησαν είς την Μονήν έν έτει 1930, την 27ην Όκτωβρίου, ημέραν Δευτέραν καί ώραν 4 μ.μ. Ούτως μέ έξοδα 84.000 δραχμές κατώρθωσαν νά επισκευάσουν τά αναγκαία κτίσματα καί νά έξασφαλίσουν μίαν άνετον -κατά τό δυνατόν- διαμονήν καί έγκατάστασιν.
Κατά τό έτος 1933 διά του Βασ. Διατάγματος τής 25ης Ίανουαρίου 1933 δημοσιευθέντος έν τή Έφημερίδι τής Κυβερνήσεως τεύχος Α', άριθμ. φ. 28/31.1.1933 έγένετο, ένεργείαις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, ή νομική άνασύστασις τής Ίεράς Μονής Θεοτόκου Κυπαρισσιωτίσσης καί Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων.




Παρερχομένων δέ, τών ετών ή άδελφότης συγκροτείτο άσφαλέστερον από την πνευματικήν έποπτείαν του Γέροντος π. Πέτρου. Ήκολούθησε ό πόλεμος του 1940. Πολλές εκ τών Μοναχών διακονούσαν τότε είς τίς γυναίκες φυλακές, όχι όπως οί συνηθισμένες υπάλληλοι άποβλέπουσαι είς το κέρδος του μισθού, αλλά ώς ηθικοί συμπαραστάτες τών φυλακισμένων γυναικών, βοηθούσε αύτάς νά έπανεύρουν τόν ορθόν δρόμον καί νά βιωσουν  την εν Χριστώ μετάνοιαν. Οι άδελφές αύτές, πού διακονούσαν εις τίς Φυλακές αποτελούσαν τό τάγμα «Αποστόλου Πέτρου». Έφόρουν χρυσούν σταυρόν εις τό μέτωπον έπί του καλύμματος τής κεφαλής, άντί του συνήθους απλού, εις δέ την άσημένιαν πόρπην τής δερμάτινης ζώνης των ειχον τόν Αγιον Απόστολον Πέτρον εκ τής ονομασίας του τάγματός των.

Οι λοιπές Μοναχές, οι όποιες ασκούντο είς την Μονήν, βοηθούσαν παντοιοτρόπως τούς Ελληνες στρατιώτες καί τούς Βρετανούς συμμάχους, καθώς λεπτομερώς διηγείται ή τότε Ήγουμένη Ίεροθέα Κοντολέοντος εις «έκθεσίν της», ή όποια φυλάσσεται είς τά αρχεία του Στρατού καί έδιμοσιεύθη είς τά ΑΡΧΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (1941-1944), τ. 7ος. «Αντιστασιακές Όργανώσεις Εσωτερικών», Εκδοση Δ/νσης Στρατού. λΑθ"- 1998, σελ. 488-490.
Τό τέλος Του.




Μετά τό πέρας όλων αύτών των δύσκολων χρόνων του πολέμου καί τής Κατοχής, καί κατόπιν πολλών θλίψεων, συκοφαντιών, διώξεων, φθόνου καί σκληρότητος ό μακαριστός Γέροντας Πέτρος, εν ώρα νυκτερινής λειτουργίας, έλαβε εκ Θεού τήν πληροφορίαν τής άναχωρήσεως εκ του κόσμου τούτου. Δοκιμασθείς ύπό ανθρώπων ποικολοτρόπως διά πολλών θλίψεων καί ύπομείνας είς τέλος γενναιοφρόνως, ήξιώθη καί πολλών δωρεών καί χαρισμάτων. Προγνωρίσας έκ θείας συνομιλίας τήν έκδημίαν του έδωκε εντολήν νά κατασκευάσουν κατακόμβην μικράν κάτωθεν του Ναοΰ του Αγίου Πέτρου, διά νά χρησιμεύση, ως όστεοφυλάκιον τής Μονής, αλλά - τόπον τής ταφής του σκήνους του. Έπέβλεπε μετά ζήλου τό κοπιώδες τουτο έργον, τό όποιον κατεσκεύασαν καί ολοκλήρωσαν τά χέρια τών Μοναζουσων έκ πίστεως καί ύπακοής λαβόντα ίσχύν καί θάρρος. Έχάρη ίδών την «κατοικίαν» του ταύτην τετελειωμένην.



 Έλειτούργησε ό ίδιος δύο φορές εις τόν ρηθέντα τόπον, χρησιμοποιήσας, ώς άγίαν πρόθεσιν τόν μέλλοντα τάφον του καί ώς αγίαν Τράπεζαν την παραπλεύρως θέσιν, τήν όποιαν σήμερον κοσμεί ψηφιδωτή παράστασις τής του Κυρίου Σταυρώσεως, καί κάτωθεν φυλάσσονται τά όστά των Μοναχών.
Συνεβούλευσε τίς Μοναχές πατρικώς καί φιλοστόργως νά πορεύωνται κατά τάς έντολάς του Κυρίου καί άνέμενε τήν πανήγυριν του 'Αγίου, διά νά πανηγυρίση καί εκείνος εις ούρανούς, καθώς έπόθει. Καί όντως εις τίς 2 Όκτωβρίου του έτους 1950, παρέδωκεν είς χείρας Θεού τήν μακαρίαν του ψυχήν είς ήλικίαν 61 ετών. Είς τίς 4 Όκτωβρίου, ήμέραν πανηγύρεως τής Μονής, καθώς ό Κύριος του έφανέρωσεν είς συνομιλίαν έν νυκτερινη  θ. Λειτουργία καί προεΐπεν τούτο, έγινεν ή ταφή του σκήνους του μέ την  συμμετοχήν πλήθους πολλού έκ Μεγάρων, άλλά καί έξ Αθηνών, οίτινες θρήνουν τόν χωρισμόν τοιούτου άνδρός, έναρέτου καί σοφού.






Ή προσωπικότης καί ή διακονία του




Τόν Γέροντα διέκριναν ή σοφία καί ή ίκανότης του όμιλειν. Προσείλκυσε διά του λόγου του τούς πάντας, διότι δεν έδίδασκεν, τόν στειρον εύσεβισμόν, άλλα έπροχώρη είς θέματα κοινωνικής προσφοράς καί άνθρωπίνης συμπεριφοράς εν γένει, διδάσκων την πρός άλλήλους άγάπην, ώς βάσιν κάθε άγαθοΰ, την συγχωρητικότητα, τόν άλληλοσεβασμόν καί την ενσυνείδητον ύπακοήν είς τούς εύαγγελικούς νόμους. Ό νυν ιατρός έκ Μεγάρων κ. Λογοθέτης, άνδρας σεβαστής ήλικίας, έγνώρισεν τόν Γέροντα είς τά φοιτητικά του χρόνια. Τόν ειλκυον οι όμιλίες του Γέροντος, ή ευχέρεια του λόγου, άλλά προπάντων τά θέματα, τά όποια άνέπτυσσε καί οι συμβουλές πρός τούς νέους, οι όποιες ήτο γενικού ένδιαφέροντος καί αφορούσαν την πράξιν τής καθημερινής ζωής καί άνάγκης. Ακόμη ενθυμείται τούς λόγους του καί κυρίως την «γλυκιά» μορφή του, όπως την αποκαλεί.



Μιλούσε ό Γέροντας καί πρός τίς Μοναχές τής συνοδείας του πολύ συχνά. Διό καί ύπάρχουν καταγεγραμμένες δώδεκα όμιλίες περί «βρώσεως πνευματικής». Διότι μετά τό πέρας του γεύματος άνέλυε πολλά ζητήματα τής  πνευματικής ζωής. Επίσης, συνεκέντρωνε τίς άδελφές είς τό «Ηγουμενείου», ως λέγεται ό τόπος τών συνάξεων, καί ένουθέτη πατρικώς, ώς φιλόστοργος διδάσκαλος. Όμοίως καί κατά τούς έσπερινούς περιπάτους είς τούς πέριξ τής Μονής τόπους (είς τό ύπό τού Γέροντος άποκληθέν «Θαβώριον ’Όρος»), έδίδασκε σοφώς, οδηγών, ώς ποιμήν, την έκλογάδα του εις νομάς σωτηρίους.






Είχε δε καί ράβδον άπλήν, την όποιαν έκράτει καθ’ έκάστην πάντοτε. Αλλά καί άλλην ράβδον μεγαλοπρεπή καί ασυνήθιστο, είς την όποιαν έκρέμαντο ασημένιες λεπτές «βέργες» μέ μικρόν απλούν σταυρόν είς τό κάτω μέρος. Είς έκάστην βέργαν άνεγράφετο τό όνομα κάθε Μοναχής πού έποίμαινε. Όσες Μοναχές προσετίθεντο είς την συνοδείαν του, τόσες βέργες συνεπληροΰντο είς την ράβδον ταύτην του Γέροντος, μέ τό όνομά των.
Βλέπομεν, λοιπόν, είς τόν Γέροντα την Μικρασιατική «άρχοντιάν», ή όποια τόν διέκρινε είς τά πάντα, όχι μόνον είς τά άντικείμενα, άλλά καί είς τό ήθος καί τόν τρόπον τής πολιτείας του, ήτο άληθινός «άρχοντας».
Είχε δέ επιθυμίαν νά άναβιώσει τόν θεσμόν τών διακονισσών, κατά τό παράδειγμα του 'Αγίου Νεκταρίου. (Αλλωστε καθωρίσαντες τόν πρώτον «Εσωτερικόν Κανονισμόν» τής Μονής ταύτης, άνέτρεξαν είς την Ί. Μονήν 'Αγίας Τριάδος Αίγίνης, όθεν ήντλησαν τάς πρώτας ύποδείξεις καί συστάσεις).




’Έδωκε, λοιπόν, είς μερικάς έκ τών αδελφών τόν βαθμόν τής διάκονισσης. Αύται έφόρουν «ώράριον» εν ώρα θ. Λειτουργίας, προσδίδουσαι ούτως θαυμαστήν μεγαλοπρέπειαν (βλ. τήν κάτωθεν φωτογραφίαν), καί λαμπροτητα καί δέος είς τούς όρώντας.
Ήθελε νά τονίση τοιουτοτρόπως ό Γέροντας πόσον έπιμελώς πρέπει νά εκτελούμε την πρός τόν Θεόν λατρείαν μας, χαρίζοντας είς τόν Κύριον .την έφεσιν τής καρδίας μας.






Δέν έφείδετο κόπου προκειμένου νά εύαρεστήση τόν Θεόν καί τόν πλησίον. Πρώτος έγείρετο τό μεσονύκτιον διά την ακολουθίαν καί πολακις έκρουε ό ίδιος την καμπάνα τής νυκτερινής έγέρσεως ένωρίτερον τής καθαρισμένης ώρας. "Οποια δε, έκ των Μοναζουσών καθυστερούσε νά προσέλθει εις τόν Ναόν την επιτιμούσε, δίδοντάς της έντολήν νά ίσταται όρθια κάτωθεν τού πολυελέου, διά νά θεραπεύση ούτω τό πάθος τής δεινής ραθυμίας.
Μετά τό πέρας τής Ακολουθίας ήρχιζον αί χειρωνακτικές έργασίες καί τό έργόχειρον. Οί μοναχές είχον «κανόνα» δηλαδή έντολήν, καθήκον άπαράβατον, νά πλέκουν καθημερινώς εξ ζεύγη καλτσών είς τάς χειροκινήτους καλτσομηχανάς πού είχον. Επρεπε νά συμπληρώσουν τόν καθωρισμένον τούτον άριθμόν. Καί μάλιστα μέ πολλές δυσκολίες, άφού δέν διέθετον τότε ήλεκτρικόν ρεύμα είς την Μονήν. Μέ τόν μικρόν, λοιπόν, φωτισμόν τής απλής λάμπας τού πετρελαίου έφώτιζον τότε τό έργαστήριον καί ήργάζοντο προθύμως καί άόκνως, οχι μόνον πρός άνεύρεσιν τού επιούσιου άρτου, άλλά καί πρός έκδίωξιν τού πνεύματος τής ραθυμίας, πού πολεμεΐ τούς Μοναχούς. Καί ό ίδιος ό Γέροντας έπέβλεπε τό έργον, παραμένων είς τό έργαστήριον καί προτρέπων τάς άδελφάς πρός έργασίαν, ή όποια όμού μέ την προσευχήν άνυψώνει τόν Μοναχόν καί τόν έξαγιάζει, ώς έργον «ύπακοής».






Είς τήν Μονήν διέμενον τότε καί μερικά άνήλικα κοράσια ορφανά, τά όποια είχε άναθέσει είς τήν Μονήν τότε ή Αρχιεπισκοπή Αθηνών, προερχόμενα από τήν πλημμύραν τής Κορίνθου (1935), οπου έχασαν τούς γονείς των. Είς αύτά οί Μοναχές έδειξαν ολην τήν στοργήν καί τήν κατά Θεόν άγάπην, μή άποσκοπούσαι είς καμίαν άνταπόδοσιν. Τάς δίδαξαν τά πρώτα γράμματα, τούς έδωσαν τίς βάσεις τής ζωής καί μέχρι θυσίας έπεμελούντο αύτά. Καί όταν άργότερον ταύτα έπέλεξαν τόν συζυγικόν βίον, τούς προσέφερον πάσαν δυνατήν οικονομικήν ένίσχυσιν καί ηθικήν παραγγελίαν.
Εκτός τών άλλων, τόν Γέροντα έκόσμει καί συγγραφικόν καί δή τό ποιητικόν τάλαντον. Πλήν τών πολλών πνευματικών του λόγων κατέλοιπεν είς ημάς καί πολλά διηγήματα ιδιόγραφα κοινωνικών καί γενικών θεμάτων, είς μαρτυρίαν τής εύρύτητος τής σκέψεώς του.




Άλλά καί πολλά τροπάρια αγίων συνέθεσεν, όπως τού Αγίου Αρτεμίου, τής Αγίας Ταβιθά, τού Αγίου Αποστόλου Πέτρου καί άλλα πολλά.
Επίσης, συνέθεσε καί άσματα Μοναχικά, τά όποια έψαλλον οί Μοναχές χάριν ψυχικής ώφελείας, καί τά όποια έμελοποίησεν ό ίδιος καί έχαίρετο νά τά άκούη άδόμενα παρά τών άδελφών.
Ακόμη καί τό ζωγραφικόν του τάλαντον έκαλλιέργει, φιλοτεχνήσας πολλούς πίνακες άπεικονίζοντας τοπία καί καλλονές τής φύσεως. καθως καί τήν έκκλησίαν τής Μονής μέ τά άλησμόνητα κυπαρίσσια τής αυλής καί τά λοιπά προσκτίσματα. Πολλά έξ αύτών τών έργων ζωγραφικής σώζονται μέχρι σήμερον, καθώς καί πολλές εικόνες, όπως τής Θεοτόκου. αγίου Ιεροθέου κ.λπ.


Αξίζει νά προστεθή έδώ καί τό άκόλουθον: Είς τούς χρόνους της κου έξορίας του έκ τής Μονής, όταν ό Γέροντας διέμενε είς τήν  Αθηνας  προσφυγικήν του οικίαν είς τούς Αμπελοκήπους, έξήρχετο πολύ συχνά είς τόν εξώστην τής οίκίας καί βλέποντας των οί γύρω κάτοικοι τού εζητουν νά τούς όμιλήση, καθόσον, ώς ΐπομεν, διέθετε είς μεγάλον βαθμόν τό τάλαντον τού κηρύττειν καί διδάσκετι. Πάντες προσέτρεχον τότε νά ακούσουν, αλλά καί τόν έκάλουν είς τάς οίκίας των νά τούς νουθετή καί νά τούς συμβουλεύη έκ τής σοφίας, την οποίαν τού έδώρισεν ό Θεός.





Έξερχόμενος, λοιπόν, είς τόν εξώστην, διά νά κηρύξη, ένας άλλος ζωγράφος, ό όποιος διέμενε είς την απέναντι οίκίαν, έπισκέπτομενος καθ’ έκάστην τόν Γέροντα, έφιλοτέχνησε έπιτυχώς την μορφήν τού Γέροντα είς ώραίον πίνακα καί τού τόν προσέφερεν είς ένδειξιν τού θαυμασμού καί τής άγάπης πού έτρεφε δι’ αυτόν καί τήν Μονήν του. Καί είς τόν τόπον τούτον τής εξορίας του, δέν έμείωσε τό πνευματικόν ένδιαφέρον διά τίς Μοναχές του. Τόν έπεσκέπτοντο έκεΐ καί τού άνέφερον τά τής Μονής καί τής ζωής των. Τούς είχε καί κανόνα νά άντιγράφουν καθημερινώς είς μικρόν τετράδων έκάστη, άπό μίαν σελίδα έκ τού ψαλτηρίου ή των χαιρετισμών καί ό ίδιος τήν υπέγραφε μέ τήν σχετικήν ημερομηνίαν.



Ολοι τόν ήγάπων. Ήτο άνθρωπος τής άγάπης καί τής φιλοξενίας. Είς χρόνους πτωχείας, πού οί Μοναχές έστερούντο κυριολεκτικώς καί αύτού τού άρτου, συνεβούλευε νά μήν παραμελούν τήν φιλοξενίαν έστω καί διά ένός ποτηριού ύδατος, ή ενός λόγου παρηγορητικού καί ένός τρόπου καλωσυνάτου. Γλυκύς τήν όψιν, μελίρρυτος τόν λόγον, ήρεμος τήν ψυχήν, σκορπούσε τήν ειρήνην πρός πάντας, ό άείμνηστος Παπαπέτρος, όπως όνομάζετο. ’Έμαθε νά άγαπά καί νά συγχωρή τούς πικράναντας αύτόν έκ νεότητάς του. Δέν έπεζήτησε δόξαν άνθρώπινον, διά τούτο καί δέν άνθέστηκε τήν ώραν τού μεγάλου παραπικρασμού, όταν έδοκιμάσθη διά τής πίκρας έκ τής Μονής έξορίας. Ύπέκλινε τόν αύχένα, ώς δούλος γνήσιος καί έβάστασε τήν άδικον ταύτην πικρίαν, διδάσκων διά τής πράξεως τήν ταπείνωσιν καί τήν υπομονήν. Καί ό Θεός τόν έδόξασε διά θαυμάσιων πολλών, ώς άμοιβήν τών δι` Αύτόν καμάτων.
Είς πολλούς πού τού έζήτησαν τήν προσευχήν του έδωκε τήν έκπλήρωσιν τών αιτημάτων τους, ώς πίστωσιν τής παρρησίας πρός Θεόν, ήν εύρεν. Είς πολλούς έπεβεβαιώθησαν όσα ταπεινώς προείπε.


Είς ολων τήν μνήμην καί τήν καρδιά ζή ό καλός Παπα-Πέτρος, ό γλυκύς καί πράος καί ομιλητικός, ό όντως «άνθρωπος» όπως τόν άποκαλούσαν, διότι «μηδενί μηδέν άπέδωκε, είμή τό άγαπάν τούς πάντας», μή διακρίνων φίλον ή έχθρόν, άλλά τιμήσας διά τού βίου του τόν Θεόν καί τόν πλησίον. ’Έδωκεν τήν συγχώρησιν άπό καρδίας είς τούς διώκτες του καί είς οσους τόν έλύπησαν δι’ έργων ή λόγων καί εύλόγησεν άπαντας· άφήκε δέ έντολήν είς τίς Μοναχές τό αύτό νά πράττουν, «τήν άγάπην διώκουσαι πρός άλλήλας καί πρός πάντας».


Μετά τήν όσίαν Κοίμησίν του, οί Μοναχές ήσθάνοντο τήν παρουσίαν ευλογίαν του πάντοτε. Ειχον τήν πληροφορίαν, ότι εύρεν παρρησία πρός Θεόν καί τόν παρεκάλουν νά δέεται πρός Κύριον διά τάς άναγκας  τής Μονής καί μιας έκάστης εκ των Μοναζουσών, ώς πατήρ πρός τέκνο  "Αλλωστε καί έν όσω έζη τάς άπεκάλει «κόρη μου», την άγάπην τηρώ εν   πάσι. Συνέθεσαν καί τό άκόλουθον άπολυτίκιον πρός τιμήν του, τό όποιον όμως δέν έκοινοποίησαν, εύλαβούμεναι τόν πόθον του άνδρός πρός τη άφανή πολιτείαν καί την αποστροφήν τής άνθρωπίνης δόξης καί τιμής


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΟΝ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΩΤΙΣΣΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΜΕΓΑΡΩΝ. ΕΝ ΜΕΓΑΡΟΙΣ 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: