Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

π. Αντώνιος Φραγκάκης: Επικήδειος Γερόντισσας Γαλακτίας Μοναχής

 


π. Αντώνιος Φραγκάκης: Επικήδειος Γερόντισσας Γαλακτίας Μοναχής

21/05/2021


ρχιμ. ντώνιος Φραγκάκης, εροκήρυκας ερς Μητροπόλεως Γορτύνης καί ρκαδίας : Επικήδειος Γερόντισσας Γαλακτίας Μοναχής

Τά ξημερώματα τς χθεσινς μέρας, μία μεγάλη σιακή μορφή τς Κρήτης καί συμπάσης τς ρθοδοξίας, πεξεδύθη το ραχνδες χοϊκό της περίβλημα, τό φθαρτό της πολύαθλο σμα, τό σμα πού σοβίως σταυρώθηκε πό τά λγεινά το βίου καί τά παλαίσματα τς έναης σκητικς πρακτικς καί φτερούγισε συχα καί νεπαίσθητα, πως ζησε, στήν γκαλιά το Κυρίου γιά νά λάβ πό τά κατάστικτα καί πανσθενουργά Του χέρια, τά πάμφωτα παθλα τς πνευματικς της σκυταλοδρομίας.  Στήν γκαλιά το Κυρίου πού μέ μανικό ρωτα παιδιόθεν γάπησε καί μέ ποστολική αταπάρνηση κολούθησε στόν ματωμένο βηματισμό τς φαρμοσμένης γάπης, 95 χρόνια πού λαμψε μορφή της πάνω στή γ.

Καί σως εναι πρώτη φορά πού δωκε «πνον τος κροτάφοις της καί τος βλεφάροις της νυσταγμόν» καταπόνητη ατή γυνακα, πο ζοσε, δροσε καί νέπνεε γιά τήν Βασιλεία το Θεο, τήν ποία συχαστικς στοχοθέτησε καί γιοπνευματικς προσοικειώθηκε, ς ναφαίρετο κτμα της, στά πόβαθρα τς καρδίας της.

πρξε σία, πρξε χαρισματική, πρξε σκήτρια.  ν τς προσδώσουμε καί μαρτυρικό φρόνημα δέν θά λαθέψουμε.  γάπησε, ξ’ παλν νύχων, μέ περιφλεγ ρωτα τόν Χριστό, μέ πιστότητα Μυροφόρων Τόν κολούθησε, φάρμοσε πακριβς τά σωτήρια ντάλματα τς διδασκαλίας Του, ποτίσθηκε κορέστως πό τά ζωοπάροχα νάματα τς γάπης Του, Τόν πηρέτησε μπνευσμένα στά πρόσωπα τν μπεριστάτων δελφν, κατέβηκε στόν δη τς μετανοίας ντονα καί οσιαστικά, βίωσε τήν γιοτριαδική Παρουσία προκάλυπτα καί ζωντανά, χτυπήθηκε λυσσαλέα πό τά μανιασμένα κύματα πού βύθιος δράκων ξεσήκωσε στήν πολυτάραχη θάλασσα τς πίγειας ποντοπορίας της, κλαψε πολύ, γάπησε περισσότερο, ψιλοδούλευσε τήν ρετή, δόθηκε νιδιοτελς στούς νθρώπους, προσέφερε μέ χαρά τόν δύνατο σκελετό της γιά νά κουμπήσουν τά βάρη τους λοι ο λλοι, σφούγγιξε δάκρυα, διόρθωσε λογισμούς, λάφρωσε συνειδήσεις, γαλήνευσε ψυχές, νέπνευσε ερές πιθυμίες, προσανατένισε ναργς τά κάλλη το Παραδείσου, ξεναγήθηκε μέ παρρησία καί στά φόβητρα τς κολάσεως, τροχιοδρόμησε πλειάδα ψυχν ες τήν αώνια ζωή, δικήθηκε καί συγχώρησε, συκοφαντήθηκε ς πλανεμένη καί δια ξεγέλασε τόν δολιοφθορέα τν νθρώπων καί ξεπέρασε τόν πλάνον τοτο αἰῶνα, γινε οράνια παρξη, δροσοσταλίδα το κήπου τς δέμ, τελευταία λαμπε, σάν μοσχοθυμίαμα εωδίαζε, μόνο χαμογελοσε, μητρικά εχόταν καί ποχαιρετοσε, σάν μπαρουτοκαπνισμένη θλήτρια δίδασκε, σάν πεπειραμένη δηγός νουθετοσε, καί σιγά σιγά, φεγγοβόλος λιος τς παρξής της γειρε στήν δύση τς πίκηρης τούτης βιοτς γιά νά κάν τήν κφαντορική νατολή του στό λλο μισφαίριο τς τελεύτητης ζως.

s

– «Τί κάνει γερόντισσα Γαλάτεια»; Μέ ρώτησε κάποτε θαυμαστός καί είμνηστος Γέροντας ναστάσιος Κουδουμιανός.

– «Γέρασε, γέροντα,» πάντησα.  «Κύρτωσε πολύ»…

«Τά κατάφορτα δέντρα ταν γεμίσουν καρπό γέρνουν τά κλαδιά τους», πάντησε κενος.  «Δίνουν στούς γύρω πό τό προϊόν τους καί τό πόλοιπο τς συγκομιδς, τό ναδεικνύει δικαιοκρισία το Θεο καί τό μοιράζει σέ λα τά λλα μέλη τς κκλησίας».

Κάτω πό μία γλυκιά, πέριττη καί γαλήνια πιφάνεια, κυλοσε καί πάφλαζε νας ποταμός γάπης καί Θείας ζως, πού τόν πρόδινε διεισδυτική καί στραφτερή ματιά της καί λοφώτεινη θωριά το προσώπου της. Τό νθηρότατο χαμόγελό της, γγελική της ψη καί το δροσιστικό κχύλισμα τς καρδις της, λειτουργοσαν σάν μαγνήτης, γι’ ατό, σο κείνη κρυβε τό φέγγος τς ψυχς της μέσα στήν φάνεια τς σημότητας, τόσο Θεός τό ψωνε στόν λυχνοστάτη τς προβολς.  πως μαγνήτης λκύει διάφορα μέταλλα, πως λιος ντάσσει στήν τροχιά τς πιρρος του διαφόρους δορυφόρους, τσι καί ναγεννημένη ψυχή τς Γερόντισσας, θελά της, λκυσε κοντά της ναρίθμητες ψυχές πού μπνεύσθηκαν πό τούς ρυθμούς τς δικς της ζως καί λλοιώθηκαν κοντά της.  γιότητά της ταν καλά κρυμμένη μέσα στήν πλότητα.  Τήν φοπλιστική παιδική πλότητα.  πως μέσα στά χυρα τς ταπεινς φάτνης τς Βηθλεέμ κρύφθηκε μεγαλοσύνη το νανθρωπήσαντος Θεο, τσι μέσα στήν πλή ατή ψυχή, τήν πέριττη καί ταπεινή, κατοίκησε ζωντανά Χριστός, καί τήν κανε νά λάμπει πό  σιότητα καί γιοπνευματική σοφία.  Εχε πνευματικό βάθος, τό γιο Πνεμα σάν κύμαντος ποταμός ρδευε τά κανάλια τς ψυχς της.  νας παφλασμός βαθύς καί πύθμενος δονοσε τά μύχια τς καρδις της, πρεπε νά προσηλώσεις καλά τ’ ατί σου γιά νά τόν κούσεις καί νά ’χεις ντλημα ψυχς γιά νά ποκομίσεις καί νά εφρανθες πό τά ρεθρα του πού μυστικά διαπότιζαν καί ζωογονοσαν τήν ραία καί ταπεινή ατή ψυχή.

κόμη καί τίς πιό ρωικές πράξεις τς ζως της, συνήθιζε νά τίς περιβάλλει μέ μία πλότητα καί φυσικότητα πού ταν, γι’ατό τόν λόγο συγκλονιστική.   Δέν ταν λίγες ο ποφάσεις τς ζως της, πού περιεχαν τό χρμα το Γολγοθ, τό ρωικό φρόνημα καί τό συγκλονιστικό στοιχεο.  λα, μως, Γερόντισσα Γαλακτία τά ντίκρυζε «ν πίστει» καί τά προσπερνοσε «ν σιγ».  Γιατί ταν πό τίς ψυχές πού προσήγγιζαν τόν Χριστό, χι «κράζουσα πισθεν Ατο» σάν τήν Χαναναία, λλά «λαθοσα», εγενικά, ρεμα, συνεσταλμένα σάν τήν αμορροοσα, πού τς φθανε καί τς ρκοσε νά κουμπήσει μόνο τά κράσπεδα τν ματίων Του.  τσι, μέ τήν δια συστολή προσήγγιζε πάντα Τόν Χριστό Γερόντισσα Γαλακτία καί πιτελοσε τά ργα Του.  Γι’ ατό πέτυχε, τήν δια πως γυνακα κείνη κατάκτηση.  Καί πράγματι Χριστός δέν τς χαλοσε χατρι (χατίρι).  προσευχή της, μετακινοσε ρη.  πόλυτη μπιστοσύνη της στήν πρόνοια Το Θεο, νεργοποιοσε μέσα της τήν Θεϊκή δύναμη καί πιτελοσε τό θαμα.

Γεννήθηκε στήν στορική και ρωοτόκο Πόμπια στίς 5 Μαρτίου 1926.  Ο οκογενειακές της καταβολές, λειτούργησαν σάν γονιμότατη φύτρα γιά νά κκολαφθε  προσκόπτως μετέπειτα πνευματική της ξέλιξη.  πατέρας της ατρός καί νθρωπος το Θεο.  Γαλάτεια λεγε: «ποτέ μου δέν καυχήθηκα πειδή πατέρας μου ταν γιατρός.  Χαίρομαι μως, νά λέγω τι ταν ντως νθρωπος καί Χριστιανός».  νάργυρος σχεδόν, δοτικός στόν νθρώπινο πόνο, νέπνευσε στήν πολυαγαπημένη του κόρη το θυσιαστικό θος καί τό νιδιοτελές φρόνημα.  παππούς της, πατέρας τς μητέρας της ταν ερεύς.  Καί τί ερεύς!  γιος!  Πνευματικό νάστημα τν σίων Γερόντων τς Μονς Κουδουμ Παρθενίου καί Εμενίου.  ζησε ν συζυγί δύο τη καί σέ σιότροπη χηρεία 66 τη.  Τόσο πολύ ξαγιάσθηκε νος πό τήν σκηση καί τήν προσευχή, πού λεγε μέ φελότητα καρδίας στά τέλη τς ζως του, τι θεωροσε τόν αυτό του γαμο, γιατί δέν τόν συνόδευε καμία νάμνηση το βραχύβιου γγάμου βίου.

ερά Μονή Κουδουμ, σιοι Παρθένιος καί Εμένιος, παπά Νικόλας Φουστανάκης, Γερόντισσα Γαλακτία.  λυσιδωτή μετάδοση το χαρίσματος τς συχαστικς βιοτς.  νάμεσα στίς τέσσερις κλεκτές θυγατέρες το θρυλικο γιατρο τς Πόμπιας Μιχαήλ Κανακάκη, ξεχώρισε μφανς τρίτη.  Γαλάτεια.  Γιά τήν σπάνια μορφιά της;  Γιά τήν λοπρόθυμη πακοή της; Γιά τήν κραυγάζουσα σεμνότητά της; Γιά τήν παρθενική κτινοβολία της; Γιά τήν δελφική πρός τούς ξένους συμπεριφορά της; Γιά τά λεήμονα σπλάχνα τς καρδις της; Γιά τό κατάκριτο στόμα της; Γιά τήν πανθομολογούμενη  ρετή της; Γιά τήν παστράπτουσα διαγωγή της; Τί πρτο καί τί δεύτερο νά ξεχωρίσεις;  λα ατά μαζί συναποτελοσαν τίς φλόγες μις εεργετικς γάπης πού διαρκς κτόξευε τό φαίστειο τς καρδις της, μέσα στό ποο κόχλαζε περιφλεγής της ρωτας, τό περίσσευμα τς λαχταριστς ναφορς της, πρός τόν ράσμιο Νυμφίο τς κκλησίας, Σωτρα Χριστό.  πνευματική της ξέλιξη χει μία στορία.  Δέν φείλονταν μόνο στήν οκογενειακή της παράδοση καί τίς πνευματικές της καταβολές.  Κυνήγησε μπρακτα πό τά παιδικά της χρόνια τόν Χριστό, γι’ ατό κι κενος μέ τό βέλος τς γάπης Του, τήν κατέκτησε λοσχερς καί τήν κατέστησε Νύμφη Του.

πό μικρή δόθηκε στήν προσευχή.  νεπιτήδευτα, κρυφά, ρες πολλές φιέρωνε στήν προσευχή λλά καί στήν διακονία το πλησίον.  Τό ατρεο το πατέρα της ταν νας δανικός τόπος γιά νά ξασκε τό θλημα τς προσφορς καί νά λοκαυτώνεται στόν βωμό τς θυσίας.  πιμελονταν τίς πληγές τν σθενν, συνέπασχε παρξιακά μαζί τους, τούς νθάρρυνε στήν πομονή, καί κρυφά λεοσε «κ τν παρχόντων ατ».  Τό διο ταν καί μέσα στό σπίτι, σέ λα πρώτη Γαλάτεια.  Στή νοικοκυροσύνη, στά γροτικά, στήν μεταφορά νερο, στήν διεκπεραίωση παραγγελιν.  γιατρός πατέρας, βλέποντάς τήν πάντα ταπεινή, σιωπηλή, πρόθυμη σ’ ποιαδήποτε ργασία καί διάφορη στήν διεκδίκηση δικαιωμάτων καί τιμς, τήν γκάλιαζε καί τς λεγε στοργικά: «Γαλαθιώ μου, ψωσε κι σύ τό νάστημά σου.  Μήν σέ κμεταλλεύονται ο λλοι.  Θέλω νά χεις τό βέτο σου».   πατέρας της τήν εχε ξεχωριστή.  Καί κείνη τόν περαγαποσε.  Κάποτε μως, σέ φηβική λικία κάτι το επε καί τόν στεναχώρησε. Τό ξομολογήθηκε Γαλάτεια στόν παππού ερέα καί κενος τήν μάλωσε.  νεαρή Γαλάτεια πιτίμησε σκληρά τόν αυτό της.  Ξάπλωνε μπρούμυτα στόν ξύλινο ντά το δωματίου, βρεχε μέ δάκρυα μετανοίας τόν χρο καί κέτευε σπαρακτικά τό γιο Πνεμα νά τήν συγχωρήσει.  Καί κάποια μέρα, ν βρισκόταν μέσα στόν δη τς μετανοίας, στραψε στά μάτια τς ψυχς της κτιστη λαμπηδόνα τς ναστάσεως.  Σέ νύποπτο χρόνο, ν σκυψε στήν ποθήκη κάτι νά πάρει, ρθε πρόσμενα πό τόν ορανό μία γαλαζόλευκη δροσιστική φλόγα καί διαπέρασε γλυκά καί ερηνικά τό κεφάλι της.  Προχώρησε πως λεγε στόν σωτερικό της χρο, διάνοιξε τούς νοητικούς της ρίζοντες καί πλάτυνε χαρισματικά τήν καρδιά της.  νιωσε νά φεύγουν ο μαρτίες της, πως τά ξερά φύλλα στό φύσημα το έρα καί πως σκορπ δυνατός νεμος τίς ξερές φλοδες πό τούς κορμούς τν μεγάλων δέντρων.  Εναι δική της, παραστατική ατή εκόνα καί περιγραφή.  Εναι ενόητο πό θεολογικς πλευρς τι καρδιά τς Γαλάτειας πού πόνεσε δυνατά πό τήν σωτήρια συντριβή τς μετανοίας, τράβηξε δυνατά πό τόν γκέφαλο το γεμόνα νο καί πυρπολήθηκε δυνατά πό τήν πυρκαϊά τς θείας γάπης.  κτοτε, νας θεος ρωτας γκαθιδρύθηκε μέσα της καί σηματοδότησε καταλυτικά τήν μετέπειτα πορεία της.  Ατό τό μεγάλο καί καθοριστικό γεγονός τς πρώιμης νεότητάς της, τό κράτησε μυστικό μέχρι τά 85 χρόνια τς ζως της, πότε καί μς τό φανέρωσε.  Εναι προφανές, τι Θεός τς στειλε τά γλυκάδια το Παραδείσου καί τήν καλοσε στή σταυρική δό, πού πολήγει θριαμβευτικά στήν πλατιά λεωφόρο τς ναστάσεως.  Πο νά κούσει Γαλάτεια γιά γάμο, πειτα πό τό συνταρακτικό ατό γεγονός!  Ατό πού ζησε ταν μία νυπόστατη λλαμψη, πρώτη θεωρία το Θεο πού μεσα πισφράγισε τήν ζωή της.  λεγε: «ταν κανείς φάγει τό παντεσπάνι, το φαίνονται μετά νοστα λα τά γλυκίσματα».  Καί κείνη γεύτηκε μπειρικά τόν Θεό, γι’ ατό καί ποποιήθηκε μετ’ αποστροφς καί βδελυγμίας τίς ασθησιακές πολαύσεις το κόσμου καί πάντα «τά το βίου τερπνά πρός χαμαιζηλίαν».  πέκτησε λλο μέτρο ξιολογήσεως τν νθρωπίνων πραγμάτων.  Καί ατό δέν εναι λλο πό τόν Σταυρό το Χριστο.  Γλυκάθηκε πό τά πρτα σημάδια τς μεσης θεϊκς παρουσίας καί τρεχε καταπαύστως νά βρε, τό νεξάντλητο ζαχαροπλαστεο τς Χάριτος.  Τά κοσμικά μεγαλεα, τά φανταχτερά φορέματα, τά μεγαλοπρεπ οκοδομήματα, τά ντυπωσιακά νδύματα, ο τίτλοι καί τά ξιώματα, προβολή καί φιλαρέσκεια, ο διασκεδάσεις καί ασθησιακή ζωή, τς ταν ποκρουστικά, στε πολλές φορές προσποιήθηκε τήν ρρωστη γιά νά τά ποφύγει μή χοντας λλο τρόπο νά πικαλύψει τόν πλοτο τς σωτερικς της πληρότητας.

νέπτυξε διαίτερη σχέση μέ τόν ρχάγγελο Μιχαήλ!  πισφαλής γεία τς γαπημένης της νιψις ντωνούλας, τήν δήγησε νά στείλει πωνύμως τό τάμα της στόν Πανορμίτη τς νήσου Σύμης.  Σφράγισε τά σχετικά μέσα σέ να μπουκάλι καί τό πέταξε στήν θάλασσα.  Τό τάμα της πγε νδοθαλασσίως στόν προορισμό του, λαβε τήν νημερωτική πάντηση πό τό προσκύνημα καί μικρή ντωνούλα τήν πόμενη μέρα μίλησε.  κτοτε, σχέση της μέ τόν ρχάγγελο ταν διά βίου ζωηρή, μεση, δυνατή καί τά θαύματα πού πιμαρτυρον ατή τήν διάθερμη γαπητική συναλληλία, σαν συνεχ καί προσμέτρητα.  Πέταξε καί να λλο μπουκάλι στό Λιβυκό Πέλαγος, πού βρέθηκε σ’ να ρημοκκλσι στήν νώπολη Σφακίων καί γινε ατία ατό τό θαμα, νά νακαινισθε καί νά ξαναλειτουργήσει πεπαλαιωμένος καί γκαταλελειμμένος ατός ναός.

ρχάγγελος, συνεχς δειχνε τήν ενοιά του στήν νεαρή κόρη μέ τήν σάγγελο πολιτεία.  Καί ταν κάποτε, πιέσθηκε πολύ γιά νά νδώσει στήν λοκλήρωση νός συνοικεσίου, πρε γκαλιά τήν εκόνα το ρχαγγέλου καί τόν καθικέτευε σπαρακτικά στό δωμάτιό της νά πέμβει δυναμικά καί νά ματαιώσει τήν ξύφανση τς θετικς προοπτικς.  παρουσία του καί πάλι, ταν μεση.  γινε σεισμός στό σπίτι, ξεμανταλώθηκαν ο πόρτες, νας θόρυβος τάραξε τούς προξενητές καί τούς νοίκους.  ελαβής ατρός πατέρας, πείσθηκε πλέον τι πόθεσις γάμος ταν γιά τήν Γαλάτεια τελείως τελέσφορο γεγονός καί κάθε λλη διαχείρισις το πράγματος, θά πέβαινε γι’ ατήν μαρτύριο.

γκαρπη φιέρωσίς της στόν Θεό, νοηματοδοτήθηκε καθοριστικότερα πό τήν συνοίκησή της 40 περίπου χρόνια μέ τήν νιψιά της ντωνία.  γάπησε ατό τό παιδί σο τίποτα στόν κόσμο.  Θυσιαστικά το δόθηκε.  διαιτερότητα τς καταστάσεως, εαισθητοποίησε τι περισσότερο τήν δη κλεπτυσμένη ψυχή τς Γαλάτειας.  γινε Φύλακας γγελός τς ντωνίας.  Σέ συνεπικουρία μέ τούς γονες το παιδιο, οκονομοσε τίς ποικίλες νάγκες του, φρυκτωροσε σάν γρυπνος φύλακας στίς πάλξεις τς κεραιότητός του καί διήνθιζε μέ ροδοπέταλα σύλληπτης γάπης καί προσφορς, τήν νέμελη καθημερινότητά του.

Πέρασε πολλά: πιθέσεις πό νθρώπους, βρεις, προσβολές, χλευασμούς, μφισβητήσεις.  Δέν εναι εκολο νά οκονομες να ρρωστο παιδί καί πολλοί τν νθρώπων εναι σκληροί καί νάλγητοι.  «Τόν σταυρό μου –λεγε– τόν γνωρίζω μόνο γώ καί παντεπόπτης Θεός».  μως, κανε περβάσεις γάπης καί λματα συγχωρητικότητος.  καλός κολυμβητής, γράφει σιος Διάδοχος Φωτικς, δέν πάει κόντρα στόν φρό το κύματος λλά περν πό κάτω.  Σέ κανέναν δέν κάκιωσε, δέν μνησικάκησε, δέν διατύπωσε παράπονο ρνητικό λόγο.  Προπάντων γιά κανένα δέν θυροστόμησε καί δέν κράτησε μέσα στήν ψυχή της χνη μπάθειας τάσεις κδικητικότητας.  Τό ποιοί τήν πίκραναν καί τήν πλήγωσαν, κανένας μας δέν τό πληροφορήθηκε ποτέ…

Παράλληλα μέ τήν ρση το βαρύτατου ατο σταυρο, καλλιέργησε πιμελς καί τήν σκηση γιά τήν πλήρη μεταμόρφωση τς καρδίας της.  διάλειπτη προσευχή, πειράριθμες γονυκλισίες, ποικοδομητική μελέτη, μπρακτη ξάσκηση λων τν ντολν το Χριστο, συνεχής κκλησιασμός καί μάλιστα λίαν πρωί πρίν τήν λευση το ερέως στόν ναό, ξονυχιστικός λεγχος τς συνειδήσεως, τακτική προσαγωγή στήν ξομολόγηση, συχνότατη μετάληψη τν χράντων Μυστηρίων, ξαντλητική νηστεία καί προπαντός πιμελημένη φαρμογή τς γκαρπης σιωπς.  νιψιός της Νκος επε κάποτε: «νήστεψε σο λες ο καλόγριες τς Κρήτης καί προσευχήθηκε σο προσευχήθηκαν λες ατές μαζί».

θεοειδής πολιτεία της καί γονιμότατη σκησή της, διαιτέρως, μως, πύρινη προσευχή της, τήν ξακόντισαν στά οράνια σκηνώματα καί νετύπωσαν τήν μορφή το Χριστο μέσα στήν καρδιά της.  Θεωροσε τήν προσευχή σάν τήν πιό σχυρή ρα τς νθρώπινης παρξης.  Ζοσε μέ τήν προσευχή τήν πιό δυνατή κοινωνία καί πικοινωνία.  Γι’ ατό, τό περίσσευμα τς ρωτικς ναφορς πού τρεφε πρός τόν Σωτρα Χριστό, τό διοχέτευε στό κανάλι τς διάλειπτης προσευχς.  προσευχή τς δινε δύναμη.  Μέ τήν προσευχή προσείλκυε τήν Χάρη καί προσαύξησε τίς ρετές τς γνότητας, τς ταπεινοφροσύνης, τς σιωπς καί τς γάπης.  Εχε τόσο σχυρή καί δυνατή προσευχή, στε κάποιες φορές, μικρά παιδιά, ν ρ Θείας Λειτουργίας, τήν βλεπαν φωτεινή καί μετάρσια, νά ξυψώνεται πό τήν γ καί οράνιες γγελικές ταξιαρχίες νά τήν περικυκλώνουν καί νά ψάλλουν μαζί της.

Ο Πομπιανοί καί ο κάτοικοι τν γύρω χωριν τήν γάπησαν καί τήν σεβάστηκαν πολύ.  Μο επε κάποτε είμνηστος πιφανής Πομπιανός Μανώλης Φουστανάκης: «Μέ πιστημονικό μικροσκόπιο ν διερευνήσουμε τήν ζωή τς Γαλάτειας, δέν θά μπορέσουμε νά βρομε κακό».  σφαλς σάν πόγονος το δάμ, θά εχε καί ατή τίς δυναμίες της καί κάποιες νθρώπινες πλευρές της.  μως, ταν τόσο θα καί παιδικά ατά, στε τά προσπερνοσες μέ θυμηδία, γιατί μόνο χαρά, πλατυχωρία καί νεση σο προκαλοσαν, τά λατήρια καί ο προθέσεις τς καρδις της.  λοι θαύμαζαν τήν ταπεινότατη καί νάρετη γιατροπούλα, πού καιγόταν σάν τό λιβάνι στήν νθρακιά γιά νά εωδιάσουν ο λλοι καί λιωνε σάν τό φλογισμένο μελισσοκέρι  γιά νά ποκομίσουν τό φς καί τήν λάμψη πού ξέπεμπε ο ναγκεμένοι συνάνθρωποί της.  λλά, ν θέλαμε νά αποδώσουμε τό μεγαλεο τς Γερόντισσας πιγραμματικά, θά ναφέραμε δύο λέξεις: ταν νσάρκωσις τς ταπεινοφροσύνης καί τς γάπης.

ταν ντως ταπεινή.  Κανένας μεγαλοϊδεατισμός, οτε κροθιγς δέν κκολάφθηκε στήν ψυχή της.  Δέν ταν ατό κομπλεξικότητα γιατί ταν λεύθερη πό συμπλεγματικές καταστάσεις, οτε ασθημα μειονεξίας γιατί διέθετε ψυχική πληρότητα.  ταν βαθειά καί γία ρετή πού τς πεκάλυπτε τήν χοϊκότητα καί τρεπτότητα το αυτο της καί τήν κανε νά γνωρίζει τά μέτρα της.  Εχε διαρκς τήν ασθηση τι εναι χειρότερη τν πάντων, φιλοσε τά χέρια λων καί ζητοσε συγχώρηση.  Δέν τό κανε πό ταπεινοσχημία λλά, μέ πλήρη πίγνωση μηδαμινότητος, φρονοσε τι εναι πολύ χαμηλά, στό μηδέν, τι τς λείπουν κόμη πολλά, τι δέν εναι ατή πού πρεπε καί μποροσε νά εναι.  Τήν χαρακτήριζαν καλός λογισμός γιά τόν πλησίον της καί νελέητη ατοκριτική γιά τόν αυτό της.  Καί γωνοθέτης Θεός, τήν ξακόντισε πό τά βάθη τς βιωματικς οδενίας, στά ψη τς περινόητης θεοπτίας, γιατί «πς ταπεινν αυτόν ψωθήσεται» κατά τόν ψευδ λόγο το Κυρίου μας.

γάπη της, παροιμιώδης καί σύγκριτη.  γαποσε τούς πάντες, προπαντός τούς φτωχούς καί τούς κατατρεγμένους, τούς χωλούς καί ναπήρους, τούς νδεες καί τούς πάσχοντες, τούς δοιπόρους καί πάροικους, τά μικρά παιδάκια καί τούς γέροντες καί λους τούς φόρτωνε διακριτικά μέ τά δρα τς γάπης της.  Καί πολλή γάπη γέννησε τήν διακριτικότατη λεημοσύνη της.  μολογ, μετά παρρησίας, τι εναι τό πιό λεήμων πρόσωπο πού γνώρισα στήν ζωή μου.  παιρνε τόν μισθό της καί τόν σκόρπιζε μέσως.  λεγε: «κανα συμφωνία μέ τήν Παναγία, γώ νά δειάζω τό σπίτι μου καί Ατή νά μο στέλνει ,τι χρειάζεται γιά νά περν τήν κάθε μέρα», «καμμιά φορά – λεγε – καθυστερε γιά νά μέ δοκιμάσει.  μως, γώ συχάζω καί γιατί ξέρω πώς πωσδήποτε θά λθει.  Καί πράγματι συνέχιζε- μετά πό λίγες μέρες, νά’ το καί φθάνει.  Δέν μέ βγάνει Παναγία πό τόν λόγο Της».

Μέχρι τά βαθειά της γεράματα, σκορποσε, διδε «τος πένησι».  ταν γερόντισσα πιά, χειρουργημένη καί στά δύο πόδια λλά στηνε μία μεγάλη κατσαρόλα φαγητό γιά νά μήν στερηθον ο μοναχικοί γέροντες καί νας ρρωστος λικιωμένος τς γειτονις.  Γι’ ατό, λίγο πρίν τό τέλος, τήν πισκέφθηκαν νάμεσα σέ λλους, ο πτά ρχάγγελοι πού μεταφέρουν τίς προσευχές τν γίων πό τήν γ στόν ορανό.  Τς συστήθηκαν μέ τά νόματά τους, δέν τά λησμόνησε λλά τά νέταξε στήν καρδιακή μνήμη της: Μιχαήλ, Γαβριήλ, Οριήλ, Ραφαήλ, Φαναήλ, Θαναήλ.  Οριήλ τς επε τι φυλάει τήν βυσσο.  Σήκωσαν ψηλά τίς ρομφαες καί τς καναν «ρεκάπιτο» πως επε, γιά νά περάσει.  Τήν δήγησαν σέ να πάγχρυσο παλάτι.  Εναι τόπος τς κατοικίας σου, τς επαν.  Στή μέση ξεχείλιζε να λόχρυσο δοχεο πού νέβλυζε κρυστάλλινο νερό.  Ρώτησε: «τί εναι ατό;» «εναι τό δοχεο τς καρδις σου» πάντησαν.  «Καί ξεχειλίζει γνότητά σου, σιωπή σου, ταπεινοφροσύνη σου καί ο λεημονιές σου».

πρόωρη κοίμηση τς ντωνούλας, τς κόστισε πολύ.  κλαιγε συνεχς λλά παρηγορετο πό τήν λπιδοφόρα προσδοκία τς πανασυνάντησης στήν αωνιότητα.  ταν τό 1998 ταν ρχισαν καί τά προβλήματα γείας τς Γερόντισσας.  Δέν θά μποροσε, λόγ σωματικς δυναμίας, νά οκονομε μέ τήν δια φροντίδα τό παιδί.  κείνη τήν χρονιά διορίσθηκε καί ετέλειά μου φημέριος στήν Πόμπια.  Δεθήκαμε πολύ, σάν μάνα μέ παιδί, εκοσι λόκληρα χρόνια.  Τς δωσε πληροφορία Θεός στήν προσευχή: «Σο πρα τήν ντωνία λλά σο στειλα τόν ντώνιο».  Καί πράγματι! Τήν γάπησα σο καί τούς φυσικούς μου γονες σως, κόμη καί περισσότερο.  πήλαυσα κοντά της, τήν κένωτη μητρική στοργή καί τήν νύστακτη φροντίδα της.  Εθε δέ, νά διαποτίσει καί τό γονο δαφος τς δικς μου ψυχς, τό ζωηφόρο νμα πού εδα τόσα χρόνια νά ναβλύζει νθεη βιωτή της καί σάγγελος πολιτεία της…

Ποτέ δέν περιαυτολόγησε.  Εχε ασθηση, χι πλς μηδαμινότητας, λλά πόλυτης οδενίας.  Τήν βρήκαμε πολλές φορές νά χει πιδοθε σέ θρνο μετανοίας, νά χτυπ τό πρόσωπό της καί νά ατοαποκαλεται «πόρνη, ληστίνα, κτρωμα, λεεινή».  Λυπόταν ταν τήν παινοσαν γιατί νόμιζε τι δικοσαν κατά πολύ τήν πραγματικότητα καί πήγαινε κόντρα, προσέκρουε βάναυσα, στήν δίκαιη ποτίμηση το Θεο.  Χαιρόταν στίς κατηγορίες γιατί τίς κλάμβανε πως λεγε – ς εκαιρίες γιά διόρθωση, μετάνοια καί σωτήριο παναπροσδιορισμό λόκληρης τς πάρξεώς της.  Εχε γκαθιδρύσει μέσα της να σπάνιο καί μπλοκάριστο ργοστάσιο καλν λογισμν.  Γιά λους εχε ναν καλό λόγο.  Καί τά πιό δύσκολα καί σκανδαλώδη νεργήματα, δέν τά μνήστευε μέν, λλά σιωποσε καί προσευχόταν γιά τούς πεύθυνους, ταν τά πληροφορετο.  «γώ εμαι μεγαλύτερη πόδικη νώπιον το Θεο λεγε– καί δέν χω δικαίωμα νά κρίνω κανέναν».  Σέ λους ερισκε κάτι καλό καί ατό προέβαλε.  Τήν νδιέφερε νά βασιλεύει τό καλό στήν νίληψη τν λλων καί στήν φή τς κοινωνίας.  Γι’ ατό τελευταία, τς ξέφυγε καί επε: «Εμαι φορτωμένη πό μαρτίες καί λπίζω μόνο στό λεος το Θεο, γιατί γέρασα πρακτη πό ργα μετανοίας.  Γιά κατάκριση μως, νομίζω, πώς δέν θά δώσω λόγο στόν δικαιοκρίτη Θεό…»!

Τά τελευταα 20 χρόνια τς ζως της, τά πέρασε μέσα στήν καρποφόρο ξάσκηση τς ερς συχίας καί στήν πολύφερνη λοποίηση τν ργων τς γάπης.  Ζοσε στό κλμα τς διάλειπτης προσευχς.  λάχιστος πνος της, πολύ λαχιστοτέρα τροφή της.  Διανυκτέρευε προσευχόμενη.  νος της, τελείως ξαγιασμένος, βρκε τόν ρχέγονο τόπο του, πγε στόν φυσικό προορισμό του.  νεργοποιήθηκε μέσα στό πύθμενο  πηγάδι τς βαθείας καρδίας, πως περιέγραφε δια Γερόντισσαπό κε ξακοντίσθηκε ατός θεοειδέστατος νος της στά πουράνια.  Διείσδυσε παρκς στά φατα καί συγκλονιστικά μυστήρια το Θεο.  βλεπε καί πολάμβανε τό πλετο καί γαλαζόλευκο Φς το Θεο, τήν φατη δόξα τς γίας Τριάδος πού εναι σχημάτιστο καί μοιογενές -πως λεγε- καί δέν χει ρχή καί τέλος.  λιος εναι λυχναράκι μπροστά Του.  Διέκρινε μέσα στό νιαο κενο μήχανο Φς, τρία φτα, τίς ποστάσεις τς γίας Τριάδος καί κανε μοναδικές μπειρικές περιγραφές, πού μόνον μεγάλοι Πατέρες τς κκλησίας τίς πετόλμησαν.  βλεπε σαρκο Φς, τόν ναρχο Πατέρα τήν πηγαία Θεότητα.  βλεπε σεσαρκωμένο Φς, τόν νανθρωπήσαντα Λόγο καί περιέγραφε μέ κπληκτική εκρίνεια τά νθρώπινα χαρακτηριστικά Του.  βλεπε καί τό τρίτο Φς, τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεμα νά συνέχει τήν κκλησία, νά προχέεται στίς καρδιές πό τά μοφόρια τν πισκόπων καί τά πιτραχήλια τν ερέων καί νά σηκώνει παρκς μέσα στά δάκρυα τς προσευχς καί τούς στεναγμούς τς μετανοίας.  ρθε -λεγε- τήν μέρα τς Πεντηκοστς λλά δέν φυγε.  Κινεται στόν κόσμο μέ μεγάλο κρότο, «ς χος φερομένης, βιαίας πνος» λλά δέν τόν κούει κανείς, μόνο σοι χουν νεργοποιήσει τόν κρυφό μηχανισμό τς καρδίας.

Μέ τήν διόπτρα το νο, τήν λεπτοτάτη προσοχή, τά «κιάλια» τς καρδις, πως τά νόμαζε, νίχνευε τά πουράνια καί τά καταχθόνια λλά καί τά κρυπτά τς καρδίας τν λλων νθρώπων.  Εχε βιωματική γνώση τν διαβαθμίσεων το ορανο.  «χει λεγε-  ορανός πολλές καταστάσεις Χάριτος πού πεκτείνονται ς τό πειρο καί δέν τελειώνουν ποτέ…».  Ατό σημαίνει τι βλεπε τίς ναλλαγές τν αώνων.  φηνε, μως, τόν  νο της νά κατέρχεται καί στά φλογισμένα και φεγγ βασίλεια τς κολάσεως.  Εδε πολλούς, λλά οδέποτε μαρτύρησε κανέναν.  «νάβω κεράκια -λεγε- κάνω πολλή προσευχή καί τούς βάζω σέ κίνηση βελτιώσεως, γιατί εναι μαρμαρωμένοι ο καημένοι».

Ταυτίστηκε χαρισματικά μέ λο τόν κόσμο.  Εχε προσλάβει μέσα της «παγγεν» τόν δάμ.  Θεωροσε τόν αυτό της παίτιο γιά ,τι κακό συμβαίνει στήν οκουμένη.  Γι’ ατό τίς πρτες πρωινές ρες, κανε μία μακροσκελ ατοσχέδια, συγκλονιστική προσευχή, πού περιελάμβανε λη τήν κτίση καί κάθε γένος νθρώπων «τν πό τόν ορανόν».

κτινοβολία το προσώπου της καί γλυκασμός πού ξέπεμπε καρδιά της, προσέλκυσαν πλησίον της να μεγάλο πλθος νθρώπων, διαίτερα νέων, πού προσέτρεχαν κοντά της, γιατί βλεπαν τήν ειθαλ καί θάνατη ζωτικότητα μέσα σέ μία εθραυστη καί ποκαμωμένη χοϊκότητα.  Μία πνευματοφόρο καί ν-χριστωμένη ψυχή μέσα σ’ να λιπόσαρκο καί γηραιό σμα.  κείνη ασθανόταν ς μητέρα.  γκάλιαζε διαίτερα τούς πολύ μαρτωλούς, ναπτέρωνε λπίδες, σχυροποιοσε τό φρόνημα τς πνευματικς μετάλλαξης, τόνιζε τίς τέρμονες διαστάσεις το Θείου λέους καί τήν περαντοσύνη τς γάπης το Θεο, τούς προσλάμβανε μέσα στήν θαλπωρή τς καρδις της, γιά νά ζεστάνει πό τήν παγωνιά τς δαιμονικς κυριαρχίας, κόμη καί βαρυποινίτες φυλάκιζε στοργικά μέσα στά κελιά τν νδομυχίων της, γιά νά τούς παλλάξει πό τίς λυσίδες τν παθν τους καί νά τούς χαρίσει τήν σωτερική λευθερία.  Δέν φηνε μως, καί κανέναν νά ξεθαρρεύει.  παναλάμβανε μέ δικό της τρόπο, τήν πωδό το σίου Νίκωνος το μετανοετε, «Μετά τήν νθέδε κδημίαν, μετανοίας σχύς οδεμία».

Ο παρακαταθκες της πλές καί πρακτικές λλά ποστάγματα γιοπνευματικς σοφίας καί χάριτος.

« γλσσα λεγε– εναι καλύτερη φιλενάδα το σαταν».

«Νά χετε τέσσερα πράγματα: γάπη, ταπεινοφροσύνη, σιωπή καί λεημοσύνη ν κρυπτ».

«Νά ξομολογεσθε πως πρέπει, γιά νά μήν χει οτε πατημασιές διάβολος μέσα σας».

«Νά μήν κακολογομε τούς λλους, γιατί πειτα θά μς κακολογήσει κι μς Θεός ταν ξανάρθει στόν κόσμο».

«Νά προσεύχεσθε μέ τήν εχή <Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με>, λλά καί Τριαδολογικά.  γώ λέγω»:

«Πατέρα πουράνιε συγχώρεσέ με,

Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με,

Πνεμα γιον φώτισέ με».

«ποιος φοβται, δέν φοβται». Δηλαδή, ποιος φοβται τήν μαρτία δέν φοβται τίποτα.

διαρκής μέθεξις τς κτίστου δόξης το Θεο πού Γερόντισσα εχε σέ βαθμό Θεώσεως δραίωσαν μέσα της τήν ασθηση τς οδενίας καί τήν ποστροφή στόν αυτό της, μέχρι ατομίσους.  Ταυτόχρονα γιγάντωνε τήν χαρισματική κατάσταση τς μετανοίας ς μυστήριο καί βίωμα διαρκείας.  λεγε: «Μέσα πό τήν καρδιά βλέπω τί εναι Θεός καί τί εμαι γώ.  Θεός εναι τό πν καί γώ να μηδέν.  Τόν εχαριστ, μως, πού μο δείχνει τά χάλια μου καί μο δίνει παράταση μετανοίας.  Ζ καθημερινά τό μυστήριο τς γάπης Του,τι το ζητήσω μο τό δίνει.  Χατρι δέν μο χαλ κι ς εμαι τό πιό τακτο παιδί Του.  Εναι σάν να κοπέλι πού τό πέμπω στίς μαντατοφοριές.  Μέ φροντίζει καί μέ στηρίζει σέ βαθμό πού δέν ντέχω, ν πρεπε νά μο δίνει νερό νά πίνω πό τούς βόθρους τς Νέας όρκης, γιατί ο ποχετεύσεις το χωριο μου εναι καθαρές».

σο πλησίαζε τόν Θεό καί σπούδαζε μπειρικά τό περινόητο τς ϊδιότητός Του, τόσο χαμήλωνε στήν διόπτρα τς ψυχς της δέα γιά τόν αυτό της καί μέ ποταμούς δακρύων ζητοσε τό λεος το Θεο.  Καί γενναιόδωρος Χρεώστης τήν προίκισε πό τίς ποθκες τς γάπης Του μέ σπάνια χαρίσματα: τήν προόραση, τήν δυνατή διόραση καί τήν προφητεία.

λα ατά τά θεωροσε φυσικά γιά λους, γιατί διέθετε προπτωτική καθαρότητα καί παιδική πλότητα.  Σ’ ατά δέν θά ναφερθ λεπτομερς.  Δέν εναι ατό τό μεζον, οτε τό ζητούμενο τς στιγμς ατς.  λων τν χαρισμάτων της, περεχε περφυσική της γάπη της καί σύγκριτη γιά τά σημερινά δεδομένα ταπεινοφροσύνη της.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου ερόθεος πού τήν συναναστράφηκε καί εχε πικοινωνία μαζί της, λέγει τι που βαθιά ταπείνωσις καί διαρκής μετάνοια δέν ναπτύσσεται καμία πλάνη, γιατί δέν ντέχει νά νεργήσει σατανς.

Καί Γερόντισσα εχε σπάνιο χάρισμα διακρίσεως τν πνευμάτων, πού ποτελε τό προσδιοριστικό δίωμα τς πλανος Θεολογίας.  ταν προφήτιδα τς Καινς Διαθήκης, γιατί ταν μία ληθινή συχάστρια.  Ξεχώριζε ριστα τό ψυχολογικό πό τό πνευματικό, καί τό κτιστό πό τό κτιστο.  λεγε: «ρχονται, εδικά τήν νύχτα πού προσεύχομαι ο δαίμονες μέ ποικίλες μορφές.  λλοτε γίνονται τέρατα φρικιαστικά καί πασχίζουν νά μέ τρομάξουν καί λλοτε εδικά στίς ρχές, μεταμφιέζονται σέ πνεύματα γαθά καί προσπαθον νά μέ ξεγελάσουν.  Τούς προδίδει, μως, βρμα τους.  Μία λλη ασθηση δυσοσμίας πνευματικς, πού δέν γίνεται ντιληπτή πό τήν σωματική σφρηση καί εναι χειρότερη πό τά σκουληκιασμένα ζωικά σπλάχνα καί τό σάπιο κρέας τν 16 μερν.  Τά θεϊκά λεγε- δυναμώνουν τά δάκρυα τς μετανοίας καί τήν ταπείνωση, ερηνεύουν καί νισχύουν τήν ψυχή.  Τά δαιμονικά, σο καμουφλαρισμένα καί νά ‘ναι, δημιουργον ταραχή, φόβο, περηφάνεια, σέ πιάνει πό τήν βρμα τάση ναυτίας, μεταταράσσονται τά σπλάχνα σου».

Πολλές φορές τήν εδα γιά παραδειγματισμό μου σέ κατάσταση Θείας ρπαγς, βυθισμένη μέσα στήν καρδιά καί πό κε ξακοντισμένη στούς ορανίους κόσμους, φωτεινή καί «χάμπαρη» γιά τό τί συνέβαινε γύρω της.  Τό φς το Θεο -λεγε- τό βλεπε μέσα πό τό χάος τς καρδις πού τς ταν πάμφωτο, τραβιόταν μως καί τά σαρκικά της μάτια καί τά ασθανόταν νά λλοιώνονται, τό βλεπε -πως διηγετο- «πό τίς τρίχες τς κεφαλς ως τά κράνυχα τν ποδιν», λες ο ασθήσεις γινόταν μία.  Παντο βασίλευε Χριστός καί δέν ξερε πό πο τελικά ζοσε λες ατές τίς περφυες δωρεές το Παρακλήτου Πνεύματος.  λεγε ποφατικά: «Ατά γλσσα δέν τά διηγεται καί νθρώπινος νος δέν τά χωρε.  Οτε γγελικός νος δέν τά χωρε λα.  πορ πς πάρχουν νθρωποι πού λέγουν πώς δέν πιστεύουν».

βρώμα πού ασθανόταν νώπιον τν πονηρν πνευμάτων, φείλεται στό τι δια εχε νοερά καρδιακή προσευχή.  Ασθανόταν -πως λεγε- τήν καρδιά της νά μουρμουρίζει καί εδικά τίς νύχτες, ζοσε «ντονα πνευματικά γλέντια».  ταν ζωομύριστη καί μυρίπνοη πό τά μρα το Πνεύματος, γι’ ατό διέκρινε τήν νεκροποιό σμή καί τήν ηδιαστική ποφορά τν καθάρτων πνευμάτων. νεργοποίησε συχαστικς τό γιο Χρσμα μέσα στήν καρδιά της.  Ατό ννοε πόστολος καί Εαγγελιστής ωάννης ταν γράφει: «μες λάβομεν χρσμα κ το γίου καί γινώσκομεν ατόν».  Τό Χρσμα εναι νεργοποίηση το γίου Μύρου μέσα στήν καρδιά, νοερά προσευχή, φωτισμός το νοός, καταστάσεις πού ταν πουσιάζουν, πανεύκολα μπορε νά εσέλθει τό μικρόβιο τς οησης μέσα στόν σωτερικό χρο καί νθρωπος, ντί νά ριμάζει σάν εγευστο φροτο χάριτος, νά ποσαθρώνεται, πό τό σκουλκι τς πλάνης, σάν κούφιο νούσιο καρπολόγημα, καί ν τέλει νά πωλεσθε.

Ο μεγάλοι σύγχρονοι συχαστές τν στερουσίων, σιοι Γέροντες ναστάσιος Κουδουμιανός καί Νελος γιοφαραγγίτης τήν κτιμοσαν καί τήν σέβοντο περιόριστα.  Καί ο δύο σκυβαν καί σπαζόταν τό χέρι της.  «Εδα τήν προσευχή της καί τρόμαξα» μο επε Γέρων ναστάσιος, μία πό τίς δύο φορές πού τήν πισκέφθηκε στό σπίτι της.  Καί ταν Γερόντισσα τόν πισκέφθηκε στό Βενιζέλειο Νοσοκομεο το ρακλείου, πάλιν Μέγας κενος Γέρων, ν καί σέ καταστολή δυνάμεων, βρκε τό σθένος, νασηκώθηκε, ρπαξε τό χέρι της καί τό καταφιλοσε.

«Γιατί μο τό κάνουν ατό ο Δεσποτάδες καί σκητές» ρωτοσε μέ παιδική φέλεια Γαλάτεια.  «Γιατί –τς παντοσα- φαίνεσαι κατόν τν, πειδή εσαι κυρτωμένη πολύ καί σέβονται τό γρας σου».

«Μπρέ, μπρέ ταπείνωση –παναλάμβανε κπληκτη κείνη-.  Θά εμαι ναπολόγητη στόν Θεό ν δέν μετανοήσω, φο τέτοιοι νθρωποι σέβονται τά γεράματα καί τόν κακοποδομό μου».

«Γιατί, Γέροντα, νέβηκε Γαλάτεια τόσο ψηλά;» ρώτησα κάποτε τόν Μεγάλο ναστάσιο.

«Γιατί παιδί μου –πάντησε κενος- σκαψε βαθειά τό χωράφι τς καρδις της μέ τό Ξύλο το Σταυρο μια λόκληρη ζωή.  Καί συχαστικός σπόρος βρκε γόνιμο δαφος καί εδοκίμησε πολύ, πλωσε ρίζες καί νυψώθηκε ταχέως μέχρι τίς σφαρες τς ναστάσεως».

γαποσε πολύ, σάν παιδί της, πως λεγε, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ.κ. ερόθεο.  Τόν ξομοίωνε μέ τούς εράρχες πού εναι κολλημένοι στόν τοχο, ννοώντας τίς τοιχογραφίες τν κκλησιν.  Τόν κτιμοσε περισσότερο πό λους.  βλεπε, πως λεγε, τήν σωτερική του συχία καί τήν θεολογική του πληρότητα.  Τόν παρακολουθοσε μέ τήν διόπτρα τς καρδις, καί χαιρόταν γιά τήν ταραξία του στούς πειρασμούς καί τό διάκοπο «γλυκομουρμούρισμα» τς καρδις του εδικά τίς νυκτερινές ρες.  Λυπόταν πολύ πού ο λλοι δέν τό καταλαβαίνουν καί φίσταται τόσες δικες πιθέσεις καί μφισβητήσεις.  κενος εναι καί ποδέκτης τς πλειονότητος τν διοχείρων πιστολν της.  πέρ-γαποσε, μως, καί τόν εροκήρυκα καί Πρωτοσύγκελλό του, π. Καλλίνικο Γεωργτο.  κραδάντως πιστεύω τι θά εναι προστάτιδά του.  λεγε: «Π, π! Ατός <Διάκος> του!»   (Διάκος χι μέ ννοια ερατική λλά μέ τή σημασία, το οκνου συνεργάτη, το Διακονητ). «Τί ελογημένο, τί καθαρό παιδί!  γγελος εναι!  Τόν βλέπεις στά γραφεα, στήν κουζίνα, στά μηχανήματα (πολογιστές), στά πόγεια μέσα στά χαρτιά καί στίς σκόνες!  Ποτέ δέν βάζει κακό λογισμό!  γαπ τόν δεσπότη καί λυώνει (θυσιάζεται) μέ χαρά».

γαποσε πισης σάν γιό της καί τρεφε μεγάλη δυναμία στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Τριφυλίας καί λυμπίας κ.κ. Χρυσόστομο.  Γιά δύο περίπου δεκαετίες εχαν καθημερινή πικοινωνία.  Τόν εχε γνοια γιά τήν εαισθησία του καί τήν σκητικότητά του καί νοερς μεριμνοσε γι’ ατόν στοργικά.

γαποσε πίσης, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραις κ.κ. Σεραφείμ.  Τόν θεωροσε λεοντόκαρδο καί μολογητή τς ρθοδοξίας.  Χαιρόταν πού λέγχει μέ ελικρίνεια καί παρρησία τά παρά φύσιν μαρτήματα λλά καί τήν φρικώδη αρεση το παπισμο.  «Τόν σκεπάζουν –λεγε- οράνιες δυνάμεις καί τόν δυναμώνουν ο προσευχές τν μοναστηριν».

γαποσε πολύ καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη δέσσης κ.κ. ωήλ γιά τήν ταπείνωση τήν καλοκαγαθία καί τόν σίγαστο εραποστολικό του ζλο. λεγε περί ατο: «Δέν ξιπάστηκε παιδί μου πού γινε Δεσπότης.  μεινε πως ταν.  νας παπς μέ τό στρογγυλό στή μέση (γκόλπιο).  Παιδί στήν ψυχή, γιος νθρωπος».

Τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ.κ. Νεόφυτο τόν ποκαλοσε «θεμελιακό» λόγ σωματικς διάπλασης καί πνευματικο διαμετρήματος.  Χαιρόταν -λεγε- πού χτυπ τά κοσμικά καί προβάλλει τά «γιωτικά», δηλαδή τούς καρπούς τς λαϊκς εσέβειας καί τούς σύγχρονους γίους τς κκλησίας.  Χαιρόταν πού χει παρρησιασμένο καί πλουστευμένο θεολογικό λόγο καί δηγε μέ τό φλογερό του περί μετανοίας κήρυγμα, πολλά χαμένα πρόβατα στήν μάνδρα τς κκλησίας.

Ο ερες τς Μητροπόλεώς μας, σοι τουλάχιστον διαθέτουν πνευματικό ασθητήριο, τήν γάπησαν σάν μητέρα τους.  Καί κείνη, τούς εχε σάν παιδιά της.  Τά θαύματα πό τήν προσευχή της, ναρίθμητα, λλά δέν εναι το παρόντος.  ς μιλήσουν κενοι πού εεργετήθηκαν π’ ατήν.  Δέν θέλω νά θεωρηθε δικός μου λόγος, ποκειμενική λλοίωση τς πραγματικότητας καί συναισθηματική ξαρση τς στιγμς.

Κάποιος διακρίτως φερόμενος, τώρα τελευταία τς επε: «Κρίμα Γερόντισσα πού δέν σέ γνώρισα πό παλαιότερα.  μως τάδε καλόγηρος σέ μία σύναξη μς επε τι εσαι πλανεμένη καί ν σο μιλομε θά μαγαρίσουμε»!!!  Καί ταπεινή καί νεξίκακη Γερόντισσα μέ κπληξη καί αθορμητισμό, χωρίς χνος ταραχς καί ναβρασμο, πάντησε: «πορ παιδί μου, γιατί πρεπε νά μέ χεις γνωρίσει νωρίτερα.  Δέν περέχω πό τούς λλους, λλά μλλον στερ σέ πολλά.  Ατό πού σς επε πάτερ πού μο νέφερες σχύει.  Ξέρει ατός, εναι μπειρος νθρωπος.  μως νά ‘ρχεσαι νά μο συγχωρς, μήπως ξεμαγαρίσω κι γώ πό τίς μαρτίες μου».  κε, θαύμασα, τήν τερογένεση το πνευματικο πιπέδου τν δύο.  Τήν μεγίστη διαφορά νάμεσα στήν ερωσύνη αρών καί στήν ερωσύνη Μελχισεδέκ.  Τήν χαώδη πόσταση πού ξεχωρίζει τήν λαζονική ξουσία τς σφραγίδος, πό τα ματωμένα παράσημα πού χουν «ο τραυματίες το Θείου Νυμφίου».

Καί τώρα, λοκληρώνω τήν πενιχρή ναφορά μου στό γιγαντιαο πνευματικό διαμέτρημα τς Γερόντισσας, μέ σύντομη ξεικόνιση το πυρωμένου δειλινο τς πίγειας ζως της.  Τό διάστημα ατό ταν τελείως διαφορετικό, πό τά προηγούμενα τη τς γκόσμιας διαδρομς της.  Μέ πεσμένες τίς σωματικές της δυνάμεις, κμαιότατες τίς πνευματικές, μοιαζε μέ πανώριμο φροτο πού εωδιάζει.  σχυε μφανς καί σ’ ατήν λόγος το ποστόλου: «Ε καί ξωθεν νθρωπος διαφθείρεται λλ’ σωθεν νακαινοται μέρ τ μέρ».

Ασθητοποιοσε τήν πλήρη μογενοποίηση το σωτερικο της κόσμου.  Εχε τελείως «παιδιοποιηθε» μέ τήν πνευματική ννοια το ρου.  Χαιρόταν μέ τά μικρά παιδάκια, μέ τήν παρουσία κείνων πού τήν γαποσαν, περιεργαζόταν τήν φύση, τά μικρά τς γειτονις, τό κελάηδημα τν πουλιν, τόν χο τς βροχς, τό θρόισμα το έρα, κόμη καί τούς κλάδους τν δένδρων ταν φυσοσε νεμος.  λη τήν κτίση τήν ασθανόταν ναρμονισμένη μέ τήν καρδιά της, νά ναφαίρεται στόν Θεό.  Εναι προφανές τι εχε κούσει «τούς λόγους τν ντων» πού ναφέρει σιος Μάξιμος μολογητής.  καρδιά -λεγε- χει πολλές ασθητήριες δυνάμεις, πού νθρωπος γνοε, γιατί εναι πό τήν μαρτία μπλοκαρισμένες.  ταν νεργοποιήσει Χάρις το Θεο, ατούς τούς μυστηριώδεις σώψυχους μηχανισμούς, ρται ναργς Θεϊκή παρουσία μέσα σέ λο τόν περιβάλλοντα φυσικό χρο.  Τότε, διαπιστώνει, τι καί τά ψυχα το κόσμου τούτου, εναι μεσότατα στραμμένα πρός τόν Δημιουργό, Τόν δοξολογον καί Τόν μνολογον, πως κλεπτυσμένη πό τήν Χάρη καρδιά, γι’ ατό καί καταπαύστως συντονίζονται λειτουργικά μαζί της.

Τήν τελευταία χρονική περίοδο, φάνηκε ναργέστερα οκουμενική της μητρότητα, τό γεγονός τι συνέλαβε γιοπνευματικς καί γέννησε νοερς, πολλούς συγχρόνους χριστιανούς.  Παρά τό βαθύ γρας, εχε ναπεπταμένες τίς πνευματικές κεραες καί νεργοσε μέ τεράστια διάκριση, σύνεση καί χιομορ.  λεγε ψηλές λήθειες ς πόσταγμα τς ζως της, λλά μέ πολύ ξυπνο καί χαριτωμένο τρόπο, προκειμένου νά συντρίψει σωτήρια, χωρίς νά τόν ξουθενώσει ψυχικά καί νά χει τό καλύτερο δυνατό ποτέλεσμα τό μητρικό της φύπνισμα καί τό χειρουργικό της γχείρημα.  Δέν κανε ποτέ τήν δασκάλα, τήν μοναχή, ν ταν στήν πραγματικότητα καί ριστος παιδαγωγός καί σάγγελος νθρωπος, πού δίδασκε μέ πλά παραδείγματα νοηματισμένα μέ βαθύ περιεχόμενο, μέ προσευχή καί σιωπή, λεπτότητα καί χιομορ, ατομεμψία καί διακριτική συμβουλή: «Βλέπω –λεγε- τούς λογισμούς λων.  ρχονται καί μερικοί γκάθετοι γιά νά μέ διερευνήσουν καί νά δημιουργήσουν προβλήματα σέ λλους, γιατί μένα δέν μέ νοιάζει.  σο εναι δ, δέν μιλάω, προσεύχομαι κοιτάζοντάς τους στήν καρδιά καί τούς γκαλιάζω μυστικά μέ τήν γάπη μου.  Φεύγουν μέ καλούς λογισμούς καί ο περισσότεροι ξανάρχονται λλαγμένοι».

ταν τς ζητοσαν εχή στερεότυπα σχεδόν λεγε: «Νά χετε τήν εχή το νάρχου Πατρός, το Συνάναρχου Λόγου καί το Συναΐδιου καί Ζωοποιο Πνεύματος.  Τς Παναγίας, το Προδρόμου καί Βαπτιστο πού εναι ψηλότερος στό νάστημα γιος λλά καί αστηρός πισκέπτης, τν ποστόλων καί Πάντων τν γίων.  Νά εστε κάτω πό τήν σκέπη τν Ορανίων Δυνάμεων.  Καί ν χω καί γώ εχή, χαλάλι σας».

Τό πέρασμα στήν αωνιότητα τό κουβέντιαζε.  Μπορ νά π τό γλεντοσε καί τό προσδοκοσε.  Δέν δειξε νά φοβται καθόλου τήν φρικτή ρα το θανάτου.  Εχε καθηλωμένο τό βλέμμα στήν μεγάλη πύλη καί πορευόταν σταθερά στή Βασιλεία το «ρνίου».  Μιλοσε γελώντας γιά τό τέρμα τς πίγειας πορείας της.  τοίμαζε ντατικότερα τόν αυτό της, γιά νά στηθε «επρόσδεκτα» -πως λεγε- στό κριτήριο τς δικαιοσύνης το Θεο.

ρρωστη, σχεδόν κίνητη καί μιπαράλυτη, ξακολουθοσε νά μεριμν καί νά προσεύχεται.  Γιά τήν κκλησία το Χριστο.  Γιά τούς πιστούς, πίστους καί τεροδόξους πού εναι «κλελυμένοι καί ρριμμένοι ς πρόβατα μή χοντα ποιμένα» (Ματθ. θ΄ 36).  Γιά τά κουρασμένα γηρατειά, γιά τούς ναγώνιους οκογενειάρχες καί γιά τήν προβληματισμένη νεότητα.  Τό καλοκαίρι το 2016 λεγε: «Θέλω νά κάθομαι στόν δρόμο γιά νά ποχαιρετήσω τό χωριό μου.  λίγος χρόνος μο πέμεινε νά μείνω μαζί σας.  λλά Θεός πού μς νώνει εναι Αώνιος».

Πολλά νέα παιδιά, τς λεγαν, ταν τήν κουγαν νά ποχαιρετ: «Δέν θέλουμε νά φύγεις.  λλά κόμη κι ν φύγεις, μή μς ξεχάσεις».  Καί κείνη μέ πορία παντοσε: «Ατό, παιδιά μου, συμβαίνει μόνο μέ τούς γίους.  γώ εμαι μαρτωλή καί χρειάζομαι τίς δικές σας προσευχές.  Στοχεύω σ’ να μικρό τοπαλάκι.  Τό τελευταο, ν ξετσουρίξω καί μπ κε μέ τήν βοήθεια τς Παναγίας, δέν θά ξεχάσω κανένα σας».

Ο θεοπτίες, σωματική της μυροβλυσία καί γιοφάνειες πλήθυναν πολύ εδικά μετά τόν Αγουστο το 2016. Ο 4 καβαλάρηδες γιοι Μηνς, Γεώργιος, Δημήτριος καί Νικήτας ταν σχεδόν μόνιμη συντροφιά της.  Τούς περιέγραφε μέ φελότητα καρδις καί κπληκτική κρίβεια.  Νόμιζε τι νόραση εναι φυσικό δίωμα λων τν νθρώπων καί ρα λοι μπορομε νά χουμε τίς διες προσλαμβάνουσες παραστάσεις.  λεγε: « Μηνς παιδί μου εναι θηρίο στό μπόι.  νδρας θεμελιακός, γεμτος, πλαταρς καί σκορος λίγο στήν δερμάτινη μφάνιση.  Πιό μεγάλος λικιακά πό τούς λλους, λευκός περίπου στό τρίχωμα τς κεφαλς καί εναι γετική μορφή.  Εναι ρχηγός τς παρέας.  Γεώργιος καί Δημήτριος εναι πανέμορφα παλληκαράκια.  Μέτριοι στό νάστημα καί εκοσιπεντάρηδες στήν λικία.  Νικήτας εναι πρός τό ψηλός στό νάστημά του καί λόξανθος.  Τά μαλλιά του μοιάζουν μέ τά γένια το παππο μου πού ταν ξανθά σάν τό λινάρι».

Περιέγραφε τό εσωμο τν λόγων μέ τίς χρυσές σέλες, τόν θόρυβο το χλιμιντρίσματος καί τό ζωηρό χτύπημα τν ποδιν τους.  Στίς 16 Δεκεμβρίου το 2016 τήν πισκέφθηκαν ο γιοι καί τό σπίτι μοσχοβόλησε.  Τς παρουσίασαν τά τετράδιά της.  Τά ψυχοχάρτια της: «Νά σς τά φέρω νά τά δετε λεγε μέ παιδική φελότητα-. Λάμπουνε…».

πό τίς 16 Δεκεμβρίου μέχρι σήμερα, τί δέν εδαμε, τί δέν κούσαμε, τί δέν ζήσαμε. Στίς 13 ανουαρίου 2017, διαγνώσθηκε μέ βαριά πνευμονική λοίμωξη.  εδήμων γιατρός πού τήν ξέτασε, τς δωσε περιθώριο ζως τήν διάρκεια μις νύκτας καί ξονόμασε τήν κατάσταση πνευμονικό οδημα.  Γερόντισσα στό κρεβάτι χωρίς ασθήσεις.  Κάπου κάπου φυπνίζονταν καί διηγετο σχνόφωνα κάποιες περφυες μπειρίες της.  ννέα ερες τέλεσαν μεσότατα τό μυστήριο το Εχελαίου.  Τήν ρα κείνη, πλημμύρισε μέ παράδοξη εωδία τό δωμάτιό της.  Δέν εχαμε νάψει θυμίαμα, γιά νά μήν πιβαρύνουμε τήν ναπνευστική δυσλειτουργία.  Γερόντισσα περιχαρής ποκάλυψε στήν πρωτανηψιά τς Ακατερίνη Ρεθυμνιωτάκη πού τήν πρόσεχε, τι δέχθηκε τήν πίσκεψη τς Κυρίας Θεοτόκου!  Συνοδευόταν πό τήν γία Παρασκευή.

Τς επε Παναγία μας: « βαλίτσα σου εναι τοιμη καί τά τετράδιά σου στράφτουν.  πίκειται ναχώρησή σου».

«Πάρε με Παναγία μου, φο εμαι τοιμη» παρακάλεσε ταπεινή Γερόντισσα.  Χαμογέλασε Θεοτόκος καί τς πάντησε: «λαβες μικρή παράταση.  Σύντομα θά δρομολογήσω τό θέμα γώ».

Καί ν ατρικς ταν ξοφλημένη, μετά τήν Μεγαλοσχημία της, σταμάτησε πιθανάτιος ρόγχος καί πόλυτα ζωντάνευσε.  νακάθισε στό κρεβάτι μέ τά Μοναχικά της νδύματα καί μπεπλησμένη Πνεύματος γίου, δίδασκε, νουθετοσε, νίσχυε καί προφήτευε σέ καθένα πό τούς παρόντες.  Καί ταν ρκετοί!  Πρωτύτερα, ταν φυπνίζονταν γιά λίγο πό τόν λήθαργό της, λεγε γιά να δρο πού θά τς κανε Μέγας ντώνιος στόν σπερινό τς ορτς του!  Καλοσε κάποιους, νά παραβρεθον σ’ κείνη τήν μεγαλειώδη στιγμή τς ζως της!  Τότε «πού θά βαζε ριστικά τό νυφικό της καί νας Δεσπότης θά τς τοποθετοσε κάτι στήν κεφαλή».

Προσωπικά τό συνέδεσα μέ τήν κοίμησή της, πειδή περαγαποσε τόν γιο ντώνιο λλά καί γιά τόν λόγο, τι πιστημονικς δέν εχε πλέον, παρά λίγες ρες ζως.  Θεωροσα τήν παράταση πού νέφερε Κυρία Θεοτόκος, τριν εκοσιτετραώρων!  Μέχρι τόν σπερινό το γίου ντωνίου…

Ατό πού θά λάμβανε στό κεφάλι, τό συνέδεσα μέ τό μαράντινο τς Δόξης Στέφανο, πό τά χραντα Χέρια το γωνοθέτου Δεσπότη Χριστο!  Καί νυφικό ρμήνευσα τό νεκρικό σάβανό της.  νας παρών γιορείτης, ντιλήφθηκε τι ννοοσε, μέ σα λεγε, τήν Μοναχική της κουρά!  ντως, γινε παραδόξως καί σπευσμένως κατά τήν διάρκεια το σπερινο τς ορτς το Μεγάλου ντωνίου, κατόπιν λόθυμης ελογίας το Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Μακαρίου.  κτοτε, πρε δύναμη τό φθαρμένο γεροντικό σμα της καί ζησε πέντε περίπου τη.  Τοποθέτησα παγορευτική πινακίδα στήν αλειο πόρτα τς οκίας της, γιά νά τήν προστατεύσω πό τήν κοσμοσυρροή, διότι λόγ τν πολλν θαυμαστν σημείων πού ξεδήλωνε, πλώθηκε, τάχιστα, στά πέρατα τς φηλίου χαρισματική φήμη της…

κείνη, ν καί δέν λειτουργοσε πλέον καθόλου γκεφαλικά καί δέν εχε περιθώριο κος καί δυνατότητα διεξαγωγς διαλόγου, πληροφορήθηκε προφανς μέ περφυσικό τρόπο τό γεγονός καί ζήτησε πιμόνως νά φαιρεθε πινακίδα, «διότι», πως τό ατιολόγησε, «χει μεγάλη νάγκη κόσμος καί θελε νά χει πικοινωνία μαζί του»!  πακούσαμε μεσα στήν ντολή της, πού εχε σάν ποτέλεσμα νά γίνει πανορθόδοξο σημεο ναφορς το σπιτάκι της καί χρος ασθητοποιήσεως θαυμαστν γεγονότων καί παραδόξων σημείων τς παντοδυναμίας το Θεο!  Εχε βέβαια, καί τήν δυνηρότατη συνέπεια, νά ποστ προσωπικά ρυμαγδό πυρακτωμένων βελν «γιά», δθεν, «κμετάλλευση» καί «ατοπροβολή» μέσ το ερωτάτου προσώπου τς Γερόντισσας!  Καί λα ατά, κπορεύονταν πό πρόσωπα τς κκλησίας, πό ντόπιους καί ξένους…  ναμενόμενο ως καί κατανοητό σέ να βαθμό!  Τούς μέν καλοπροαίρετους δικαιολογ, τούς δέ μοχθηρούς καί πίβουλους, ελικρινά, κ μέσης καρδίας συγχωρ.  «Καί ατομαι τήν φεσιν τς μαρτίας ταύτης, παρά το τάζοντος νεφρούς καί καρδίας Παντεπόπτου καί Δικαιοκρίτου Σωτρος Χριστο».

λα τά σχατα χρόνια τς ζως της, εδικά τήν περίοδο πού ταν πολύτως νήμπορη  καί κλινήρης, πέδειξε στόν ναργέστερο βαθμό τίς πλούσιες δωρεές πού τήν γέμισε Θεός καί τήν Θεοποιό νέργεια πού βίωνε καί ντανακλοσε.  Ο περβολικές καί πέρμετρες γιά τά νθρώπινα δεδομένα θυσίες γιά τήν γάπη το Χριστο, πιφέρουν σέ πολλαπλάσιο βαθμό τήν οράνια ντιμισθία, καθ’ τι εναι πιστός στήν παγγελία Του χορηγός τν γαθν τι «τούς δοξάζοντάς με ντιδοξάσω»!  τσι, Γερόντισσά μας, φοδιασμένη πλέον καί μέ τό χάρισμα τν αμάτων, θεράπευε τίς πνευματικές καί σωματικές σθένειες τν νθρώπων, κανε θαύματα πολλά καί μεγάλα, προξενοσε σωτερικές λλοιώσεις στούς πισκέπτες της, δηγετο πό τήν κατανίκητη πνοή το Παναγίου Πνεύματος!  Δέν διέθετε ξειδικευμένη γνώση, λλά πειδή καθάρισε τό νοερό τς ψυχς της, λαβε γιοπνευματική σοφία, νέπτυξε τήν δεκτική δύναμη το Λόγου, πέκτησε τήν παρξιακή γνώση, κατόπτευσε τήν εκόνα τν μελλόντων καί τν ποκρύφων, γινε κάτοχος τς «βεβαίας πίστεως», γι’ ατό καί ναλώθηκε φιλανθρωπικά καί εεργετικά γιά τόν ποιοδήποτε συνάνθρωπό της!  κενος πού θά κατορθώσει νά νωθε μέ τόν Χριστό, σκορπ φειδώλευτα τό περιεχόμενο τς περφυος ατς μετοχς στόν πόλοιπο κόσμο…  τοι, κδαπανται καθημερινς πέρ τν δελφν τς οκογένειας το δάμ καί γίνεται θελουσίως «κατάρα» γιά νά ποκτήσουν ο λλοι ελογία…

μεγάλη της γάπη πρός ζντες καί κεκοιμημένους, ρχικά κδηλωνόταν μέ τήν διάπυρη συνεχ προσευχή καί τήν θυσιαστική μαρτυρική διακονία.  πνευματική της, μως, λοκλήρωση, μεταποίησε ατήν τήν ξουθενωτικά φιλάνθρωπη θελοθυσία καί τήν κατέστησε λοένα παυξανόμενη χαρισματική θαυματουργία…  Στά πάμπολλα θαυμαστά πού συνέβησαν σέ γνωστούς καί τό πλεστον σέ γνώστους συνανθρώπους μας, προσωπικά δέν θά ναφερθ πισήμως ποτέ.  Δέν πιτρέπεται νά συνεχισθε κατάσχετη συκοφαντική καταφορά περί ποκειμενικς ψηλώσεως καί νθουσιώδους καί διοτελος μυθοποιήσεως το προσώπου της.  Βεβαίως καί δέν ταν λάνθαστη!  νθρωπος το Θεο δέν σημαίνει λάνθαστος.  Εναι διαρκς γωνιζόμενος καί σοβίως μετανον!  Δέν εναι λλωστε τυχαο, τι μετάνοια ταν διαρκής διδαχή της καί πεμπτουσία τς Θεοφιλος πορείας της!  Στά νεργήματα το γίου Πνεύματος πού πεκαλύφθησαν δι’ ατς, ς ναφερθον, ν τό κρίνουν ποικοδομητικς σκόπιμο, ο πολυάριθμοι ποδέκτες τν πολλν εεργεσιν της.  Εναι θέμα πού πέρκειται τς ποιας νασχολήσεώς μου μέ τήν σιακή προσωπικότητά της.

Νομίζω αωνόβια νθεη βιωτή της, περικλείεται στό παρακάτω πλό διάγραμμα:

-Σέ λη τή ζωή της εχε κκλησιαστικό φρόνημα, σεβόταν καί πάκουε στά θεσμικά πρόσωπα τς κκλησίας, εχε καλά παραδείγματα πό τόν ερέα παππού της καί τούς γονες της.  κανε μεγάλη πομονή μέ τήν νεψιά της καί τήν ελόγησε Θεός.  Τς δωσε πολλά χαρίσματα.  Τό βασικό χάρισμα πού εχε ταν ατομεμψία πό τήν ποία προλθε προσευχή τς μετανοίας καί σωτερική καρδιακή προσευχή.  ζησε στήν φάνεια τά περισσότερα χρόνια.  πό τήν ατομεμψία καί τήν προσευχή χωρίς νά τό καταλαβαίνει χωρίστηκε νος πό τήν διάνοια.  Ατό αξήθηκε στά χρόνια τς σθενείας της.  Καί τσι μέ φυσικό τρόπο τς δόθηκαν πό τόν Θεό τά χαρίσματα τς διοράσεως καί τς προοράσεως καί λλες γιοπνευματικές χορηγίες.

πειδή ζοσε ταπεινά στήν κκλησία γι’ αύτό κκλησία θά ξιοποιήσει λην τήν θεοφιλ ζωή της.  Δέν χρειάζεται νά προβε σέ καμμία τέτοια νέργεια δική μου λαχιστότητα.  Βλέπετε, στεγανοποιημένη ντίληψη καί μπαθής προκατάληψη, μπορον νά εσηγηθον νετα, τι εναι δυνατόν νας νθρωπος, πως ν προκειμέν ετέλειά μου, νά ξεγελάσει καί νά παρασύρει στήν νθουσιώδη ποτίμηση, γιατί χι καί στήν δαιμονική πλάνη, ναφορικά μέ τήν Γερόντισσα, λόκληρο τό σμα τς παγκοσμίου ρθοδοξίας!!!

ν μως πιβάλλεται νά σιωπήσω γιά τήν κπληκτική θαυματουργία της δέν μπορ νά κρατήσω τό στόμα μου κλειστό γιά τήν μβιωμένη θεολογία της.  Σάν διήγημα, μς ξέφραζε, πλά λλά δυνατά, τήν μεσότητα τς σχέσεώς της μέ τόν Θεό.  λα ατά, περικλείονται στό παρακάτω συνοπτικό διάγραμμα:

Ξαφνικά καί συχα βρέθηκα πολλές φορές σέ κενο τό πέραντο γαλαζόλευκο Φς, τά πάντα γύρω μου ταν λοφώτεινα, Φς μακάριο, Φς φαεινό»!  Χρησιμοποι κατά τό δυνατόν λέξεις, πού στό κουσμά τους νόμιζες, ναί νόμιζες, τι μιλοσε τό γλυκύλαλο στόμα το σίου Συμεών το Νέου Θεολόγου, το γίου Γρηγορίου το Παλαμ καί τόσων λλων Πατέρων τς κκλησίας μας.

«Ζοσα μέσα στήν τρισήλιο δόξα το Θεο, ζοσα ντυμένη μέ τήν θεοΰφαντη στολή τς κτίστου Δόξης καί τς Θείας λλάμψεως το ν Τριάδι Θεο, ζοσα μέσα στό νέσπερο καί διάδοχο Φς καί δέν ξέρω πς γινόμουν λόκληρη Φς, λλά Φς νέσπερο, Φς πασχάλιο, Φς πλετο χωρίς ρχή καί τέλος.  ταν λόλαμπρες καί ερηνόδωρες ο κτνες το κτίστου ποστατικο Φωτός, μία νέκφαστη καθαρότητα καί ϋλη θεία γνώση κατελάμπρυνε τήν ψυχή μου, στε κατανοοσα ρρήτως τά πόρρητα μυστήρια το Θεο καί τίς γλυκόφθογγες μνωδίες τν μυριάδων γγέλων.  Ζοσα συνέχιζε– στόν τόπο το Θεο καί καρδιά μου καλλωπίζετο πό τό διο νέσπερο Φς τό ναρχο καί παναΐδιο τό τριφεγγές καί τό τρισυπόστατο, πό τό ποο διακοσμονται καί συνευφραίνονται ο γγελικές δυνάμεις πού εναι πειρα μικρά φτα μέσα στό μέγα Φς λειτουργοντα καί περιχορεύοντα…».

Ατές ο ψηλές θεολογικές περιγραφές, πς λήθεια βρέθηκαν στά παραστατικά λεκτικά σχήματα μίας πλς καί σχετης μέ τήν καδημαϊκή θεολογία γυναίκας;  λαμπρότητα τν ορανίων δυνάμεων, τς μεταβίβαζε συνεχς σάν διάκοπη ροή, τό πρόσιτο κάλλος το κτίστου θείου Φωτός μέσα στό κτιστό εναι της.  Καί ατό τό Φς, τό φοροσε σάν θεο νδυμα, γινόταν λη Φς «πό τήν κορυφή μέχρι τά δάκτυλα τν ποδν» σύμφωνα μέ δική της μολογία!  Ζοσε πό τό Φς, πινε π’ ατό, τό ννοιωθε σάν τήν δροσιά το καθαρο νερο, χόρταινε πό τήν περφυ παρουσία του, τό νέπνεε σάν ξυγόνο το ορανο!

«Ζοσα, συνέχιζε, μέσα στό φατο πέλαγος τς θείας χρηστότητος, τς θείας εσπλαχνίας, τς θείας γάπης, πού λάκερη γιά μένα ταν καί περίγραπτη καί κατάλυτη.  Λίγα μονάχα μπορομε νά πομε.  λιος εναι λυχναράκι μπροστά Του»!

λα ατά καί πολλά λλα, πού κούσαμε, χογραφήσαμε πού μς φησε ς γραπτή παρακαταθήκη, τήν καθιερώνουν νεπιφύλακτα ν μέσ πολλν ελογημένων προσώπων τς ποχς μας, ς μπειρική θεολόγο καί Γερόντισσα το φωτός!  ς τήν Γερόντισσα πού δίδαξε τήν κροτάτη ατομεμψία καί πέτυχε τήν δυνατότερη πνευματική ριμότητα, φο σύγκρινε διαρκς τόν χοϊκό αυτό της μέ τό ψος τν ρρήτων ποκαλύψεων πού ξιώθηκε νά ζήσει καί νά δε, γι’ ατό γραφε καί συμπεριφερόταν μέ τήν πιό βαθειά ταπείνωση πού συνάντησα ποτέ.  πλότητα το λόγου της, μαρτυροσε γιά τήν ριστη πίτευξη το σκοπο της.  Το στόχου τς Χριστοζως πού θεσε σοβίως στόν αυτό της.

Εδε πλειάδα γίων, τήν χορεία τν γίων Πατέρων, τόν Μέγα ντώνιο καί τήν παρέα του, τόν πουράνιο Ναό μέ τίς περινόητες -πως επε- φωταψίες καί μουσικές του.  ρχάγγελος Μιχαήλ, πολυαγαπημένος της, μφανιζόταν συνεχς στή γιαγιά, καί τήν νίσχυε στό τελευταο στάδιο το γνα της.  Τό παράδοξο εναι τι μφανίσθηκε καί σέ μία πό τίς οκονόμους τς Γερόντισσας, ζωντανά γιά νά δυναμώσει τήν πίστη της.  πιστατοσε διος στήν διαδικασία ξόδου καί λάμβανε πρωτοβουλίες.

Καί χθές ερηνικά καί γαλήνια, κλεισε τούς φθαλμούς της στήν πίκυρη τούτη σκηνή, γιά νά τούς ξανανοίξει λαμπροτέρους καί εκρινέστερους στήν βασίλευτη παντοχή.

είμνηστη, ν-Χριστωμένη πολυσέβαστη καί πολύκλαυστη Γερόντισσά μας.

πό μικρή ρούφηξες λαίμαργα τό λογικόν καί δολον γάλα τς πίστεώς μας πό τόν ζωηρότατο μαστό τς κκλησίας καί αξήθηκες τόσο πνευματικά στε ναδείχθηκες τν «πάλαι σίων» μότροπη καί τν συγχρόνων γίων σοστάσια.  Μέθυσες πό τό νηφάλιο νάμα πού μεταγγίζει κρατρας τς λαϊκς εσέβειας, τς ζωοδότρας ατς μάνας τς συχαστικς τελειώσεως.  Τυλιγμένη στόν μανδύα μις διατάρακτης γαλήνης πού ταν ντίδωρο τς ερς πληρότητας πού βίωνε καρδιά σου, φησες χνη διαβάσεως, πρότυπο σιότητας λλά καί να δυσαναπλήρωτο κενό.  Πορεύθηκες, εδικά τούς σχατους μνες τς πί γς βιοτς σου, λεπτή λίαν, κατάφορτη ρετές, βιώνοντας ριακές καταστάσεις.  Μς φηνες τήν ασθηση πώς εχες χάσει τήν βαρύτητα καί δέν πρχες κν στή γ.  λη σου παρουσία πέπνεε τήν γγελικότητά σου.  Βλέπαμε ατό πού λεγες: τι «ο ορανοί εχαν νοίξει» λλά καί πάλι δέν τό πιστεύαμε.

Ο τελευταες μέρες σου κύλισαν σέ μία διακριτική γαπητική κατάφαση πρός λους.  ντονότερη πό λλες φορές.  φηνες παραγγελίες καί εχές εχαριστίες καί εγνωμοσύνες, παροχές καί ατήσεις συγγνώμης.  ποιος εσερχόταν στό γαλήνιο νδιαίτημά σου, ασθανόταν ντονα τήν νάγκη νά κάνει τόν Σταυρό του.  Σέ νοιωθε μεταξύ ορανο καί γς.  Διψοσε τόν λόγον σου, πολάμβανε τήν γλυκύτατη μορφή σου πού ντιφέγγιζε τήν σβεστη λαμπηδόνα τς ναστάσεως καί τήν μήχανη μορφιά τν ορανίων θαλάμων.

ζησες τήν πείρα τν Προφητν, ποστόλων, Μαρτύρων καί σίων σέ ντονότατο βαθμό, φο εχες τό θάρρος καί τήν τόλμη νά ρμς μέ λιγγιώδη ταχύτητα πρός τόν Θεό, νά πολαμβάνεις σπάνιες καταστάσεις καί νά διακατέχεσαι πό μία θανατηφόρα δίψα γιά τόν Χριστό.  νοιωθες ς τό μηδέν το κόσμου, πού μως στήν περίπτωσή σου σοδυναμε μέ τό πν το κόσμου, μέ τό περάνω το κόσμου, μέ τόν ντως κόσμο.

Τώρα, μες, στω καί κροθιγς, μέ τά μάτια τς ψυχς μας, θαμπωνόμαστε πό τό θριαμβευτικό σου νέβασμα.  Μέ ταχύτητα πυραύλου κινεσαι πρός τό ΐδιον Φς, πού δέν σο εναι γνωστο γιατί πακριβς τό βίωσες πό τήν παροσα ζωή, καί μες βλέποντας τίς φωτεινές νταύγειες πού φήνει πίσω της, μπυρισμένη πό τήν Χάρη ψυχή σου, δοξάζουμε τόν Θεό που σέ γνωρίσαμε καί ξιωθήκαμε νά πολαύσουμε τό κάλλος τς ναγεννημένης καρδις σου.  Ταυτόχρονα, κομε τίς χαρμόσυνες αχές τν γονέων σου, τς ντωνούλας, τν συγγενν σου, τν φίλων σου γγέλων καί γίων πού κροτον νθουσιωδς τά σήμαντρα το ορανο, σέ ποδέχονται γιοπρεπς καί συμπανηγυρίζουν μαζί σου.

«Τούς βλέπεις ατούς;» μο λεγες δείχνοντάς μου τά εκονάκια πού εχες πάνω στό τραπέζι σου.  «λοι ατοί εναι <καμαράντ>» δηλαδή φίλοι μου.

Προσωπικά νοιώθω τόν νελέητο παρφανισμό, τόν φρικτό ποχωρισμό γιατί σουν μανούλα μου.  λπίζω, μως στήν πανασυνάντηση καί τι δέν θά μέ φήσεις.  Θά δρομολογες ξελίξεις γιά τήν σωτηρία μου καί στήν στατη στιγμή μου μέ λαχτάρα θά μέ παντήσεις…  Καί πειδή δέν μπορ νά σο τραγουδήσω, τώρα πού σέ βλέπω στατη φορά στήν πρόσκαιρη ατή ζωή, θέλω λυρικά καί πάξια νά σέ μακαρίσω:

·        Χαρε Γερόντισσα Γαλακτία στούς λειμνες το Παραδείσου καί στούς κόλπους τν γίων Πατριαρχν.

·        Χαρε πολύτεκνη μάνα, εγονη γ στό γεώργιον το Κυρίου, γονιμότατη φύτρα κκολάψεως χαρισμάτων, γνότατη νύμφη στήν παστάδα το Παμβασιλέως, στοργική μητέρα τν μετανοούντων καί πιδέξια προπονήτρια τν γωνιζομένων, χαρε καταφύγιο τν δοκιμαζομένων καί τυφη τροφοδότρια τν στερημένων, χαρε μιμησαμένη «τάς φρονίμους παρθένας» καί ποποιησαμένη «τάς δονοπλέκτους χλαίνας», χαρε καί πάλιν ρ χαρε, μετά τν φιλτάτων σου γγελικν στρατευμάτων καί πάντων τν γίων Μητέρων τς κκλησίας μας.

·        Χαρε σταυρωμένη γάπη, διάτρητη καί τρωτη καρδιά, μετά πάντων «τν περιβεβλημένων στολάς λευκάς καί εσαχθέντων κ τς θλίψεως τς μεγάλης» (ποκ. 9, 14) ες τήν πανευφρόσυνον πανδαισίαν τς νω ερουσαλήμ.

·        Χαρε ναστημένη καρδιά πό τήν σταυρική δύναμη τς νοερς ργασίας καί τά «καί τά ντάφια σπάργανα» τς σοπεδωτικς ταπεινώσεως.

·        Χαρε μπνευσμένε σκυταλοδρόμε το Πνεύματος καί θησαυροφυλάκιο τν ρημάτων το Θείου φθέγματος, τι τόν πλνο το αώνα περέβης καί τόν δόλιο δράκοντα νέπαιξες.

Προσκυν τά χέρια σου, πού δέν παραμορφώθηκαν πό χημικούς χρωματισμούς, λλά ψώνονταν διαρκς σέ πανύχιες στάσεις κεσίας, σκόρπισαν ροδοπέταλα γάπης, μεταστοιχειώθηκαν πό τήν νιδιοτελ προσφορά.

Προσκυν τά πόδια σου, πού δέν βημάτισαν ποτέ στήν δό τς ματαιότητας λλά τρεχαν γιά τήν νακούφιση το νθρώπινου πόνου καί τήν φαρμογή το νόμου το Θεο.

Προσκυν τά μάτια σου, πού βλεπαν πλά καί γνά, πού νακάλυπταν τήν δυστυχία το λλου, πού χυσαν ποταμούς δακρύων καί πού νατένισαν ζωντανά τήν δόξα το Θεο.

Προσκυν τό εωδιαστό πρόσωπό σου, γιατί στήν κφρασή του, ποτυπώθηκε μακαριότητα το Παραδείσου, γιατί ντικατόπτριζε νδογενς τήν θαλερότητα τς ψυχς σου, γιατί τό γγελικό χαμόγελο πού τό στόλιζε, ταν να νοιχτό παράθυρο π’ που φανέρωνε στόν κόσμο, τήν Παρουσία Του Χριστός.

Προσκυν τέλος τήν γία ψυχή σου, γιατί γινε εκονοστάσι τς ρθόδοξης Παράδοσης, ζωντανό κατοικητήριο το Θεο, παράρτημα λοφάνερο τς Βασιλείας τν Ορανν, νάμεσά μας.

Ο διάδοχες γενιές, νά εσαι σίγουρη τι θά καθηλώσουν τό βλέμμα πάνω σου.  Θά σέ νοιώσουν μητέρα. Θά σκύψουν μαθητικά στήν συχαστική παρακαταθήκη σου.  Καί θά καυχηθον «ν Κυρί» γιατί στήν δύση το εκοστο αώνα λαμψε καί πάλι στήν γιοτόκο Μεσσαρά να μεγάλο στέρι, κανό νά φωτίσει μέ τήν λάμψη του τήν πνευματική μας διαδρομή στήν τρίτη χιλιετία.

 

Αωνία σου μνήμη καί καλή ντάμωση!!!


https://e-mesara.gr/p-antonios-fragkakis-epikideios-gerontissas-galaktias-monachis/

Δεν υπάρχουν σχόλια: