Η οικογένειά μου ήτο θεοφιλής. Ο πατέρας μου επιθυμούσε ένα από τα τρία παιδιά του να γίνει κληρικός. Ήμουν ένδεκα ετών, όταν επισκέφθηκε το χωριό μας το Στεφανοβίκειο Βελεστίνου, ο αείμνηστος Γέροντας Θωμάς δια πνευματικούς λόγους. Ο πατέρας μου όταν τον συνάντησε του εκμυστηρεύτηκε την επιθυμία του. Ο πρώτος αδελφός μου ως μεγαλύτερος βοηθούσε τον πατέρα μου στις εργασίες του και δεν ήτο δυνατόν να λείψει. Ο δεύτερος αδελφός είχε κάποιο μικρό πρόβλημα στα πόδια του κι ο Γέροντας δεν δέχθηκε να τον πάρει, αν και το ήθελε ο αδελφός μου, διότι στο Άγιο Όρος και μάλιστα στην έρημο, έχει δύσκολους δρόμους και δύσβατα μονοπάτια. Ερώτησαν τέλος εμένα, αν θέλω να πάω με τον παππούλη στο Άγιον Όρος. Κι εγώ απάντησα με μια ερώτηση.
-Έχει άλλα παιδάκια στο Άγιον Όρος για να παίζουμε ποδόσφαιρο; ---Παιδί μου, εκεί είναι μοναστήρι, είναι έρημος και βράχια και δεν παίζουν παιχνίδια, απάντησε ο Γέροντας.
Τότε κι εγώ δεν έρχομαι, απάντησα. Γιατί θέλω να παίζω με τους φίλους μου. Ο σεβάσμιος Γέροντας μας χαιρέτισε και έφυγε. Εκείνη όμως τη νύχτα και ενώ κοιμόμασταν τα τρία αδέλφια μαζί, είδα μία θαυμάσια και παράδοξη οπτασία. Εμφανίσθηκε μία υψηλή και μεγαλόπρεπη γυναίκα, σεβάσμια, ιεροπρεπής και μου έδειξε ένα ωραίο παραδεισένιο περιβόλι. Ήτο ένας πραγματικός παράδεισος, δένδρα καρποφόρα, άνθη φανταχτερά, λουλούδια εύοσμα, ρυάκια δροσερά και κυρίως παιδάκια που έπαιζαν σ’ αυτή την πρασινάδα. Ενώ εγώ έβλεπα συγκλονισμένος και ενθουσιασμένος, η Παναγία, διότι πιστεύω ότι Αυτή ήτο, μου είπε:
-Παιδί μου τα βλέπεις όλα αυτά; Αν πας με τον παππούλη θα τα απολαύσεις όλα, αν δεν πας θα τα χάσεις. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα και αμέσως ξύπνησα τη μάνα μου. Μάνα πού είναι ο παππούλης; Θέλω να πάω μαζί του στο Μοναστήρι.
Μετά λίγες ημέρες, ο Γέροντας πέρασε απ’ το χωριό μας, μόλις τον είδα πέταξα την σχολική «σάκα» και τον έπιασα από το ράσο του παρακαλώντας τον να φύγουμε το ίδιο βράδυ, φοβόμουν μήπως τα άλλα παιδιά, οι φίλοι μου, με επηρεάσουν αρνητικά. Πράγματι, εκείνο το βράδυ φύγαμε, με τις ευχές των γονέων μου.
Όταν εφθάσαμε στον αρσανά της Αγίας Άννης και ανεβήκαμε λίγο είδα τις πηγές και τα πανύψηλα δένδρα κι αισθάνθηκα ότι εισέρχομαι στον παράδεισο, ότι άρχισα να απολαμβάνω την υπόσχεση της Κυρίας Θεοτόκου.
Νομίζω ότι η Θεοτόκος μου έδειξε μέσω της ωραίας και παραδόξου εικόνος την πνευματική διάσταση και ομορφιά του Αγίου Όρους, που οφείλω να αναζητώ, να ανακαλύπτω και να ζω καθ’ όλην την διάρκειαν της ζωής μου.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να προσθέσω, ότι όταν έφθασα στο Ησυχαστήριο των Θωμάδων, βρήκα έναν επίσης νέον μοναχόν, 18 περίπου ετών τον π. Κυπριανόν. Και τους δυό μας ανέλαβαν οι σοβαροί και πολύ σοφοί Γέροντες. Ο Γέρων Θωμάς και ο Γέρων Παύλος. Από αυτούς μάθαμε τα πάντα, ιδιαίτερα μας έδειξαν τις δύο τέχνες, την αργυροχρυσοχοίαν και την μουσική. Η πνευματική τους προστασία, η αγάπη, η στοργή ήσαν παροιμιώδεις. Δεν παύω να μνημονεύω ευγνωμόνως τα ονόματά τους, οι γονείς μας μάς χάρισαν το ζην, αλλά αυτοί μάς δώρισαν το ευ ζην.
Στην έρημο βρήκα αυτό που με εντυπωσιάζει πάντοτε, βρήκα καλωσύνη και αρετή στους ερημίτες Αγιορείτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου