Δεν είναι τυχαίο
που κάθε χρόνο η Ελληνική Γλώσσα τιμάται σε παγκόσμια κλίμακα στις 9
Φεβρουαρίου – ημέρα θανάτου του εθνικού ποιητή Διον. Σολωμού. Δεν είναι τυχαίο
που μια τέτοια μέρα παγκόσμιας τιμής δεν υπάρχει για πολλές γλώσσες – ένδειξη
της σημασίας της Ελληνικής Γλώσσας, η οποία υπερβαίνει τα στενά εθνικά πλαίσια.
Δεν θα πούμε τίποτε καινούργιο ή αξιοσημείωτο αν επισημάνουμε την επίδραση που
άσκησε η Ελληνική Γλώσσα από την αρχαιότητα ως σήμερα. Όλα αυτά τα ξέρουμε.
Όλοι.
Κι όμως.
Βαυκαλιζόμαστε για τα “8 εκατομμύρια λήμματα” που αριθμεί ιστορικά η γλώσσα μας
– αλλά αδυνατούμε να μάθουμε σωστά μερικές βασικές χρήσεις και τύπους.
Περηφανευόμαστε για “τα φώτα που δώσαμε στον κόσμο” – αλλά τα δικά μας τα
“φώτα” δεν αρκούν να φωτίσουν ούτε το σπίτι μας… Ετυμολογούμε τις λέξεις άλλων
γλωσσών καυχώμενοι και παρρησιαζόμενοι – αλλά τη βαθύτερη διάσταση λέξεων και
εννοιών αδυνατούμε έστω και να την προσεγγίσουμε…
Μια πρώτη
ανάγνωση του γνωστού αυτού φαινομένου αφορά τη γλωσσική μας παιδεία: το σχολείο
έχει αποτύχει, η εκπαίδευση βγάζει πια αμόρφωτους, το γλωσσικό αισθητήριο των
παιδιών χάλασε από τη στιγμή που αποδυναμώθηκαν τα Αρχαία, η παγκοσμιοποίηση
και η κυριαρχία των Αγγλικών θα μας καταστρέψουν, και πάει λέγοντας. Έχει μια βάση:
το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν είναι και το πλέον αξιόπιστο και, βέβαια, σε
εποχές παγκοσμιοποίησης, όλες οι μεσαίες και μικρές σε αριθμό ομιλητών γλώσσες
υφίστανται πίεση.
Τίποτε όμως από
αυτά δεν είναι πρωτοφανές: η Ελληνική γλώσσα επιβίωσε (και άνθισε, ακόμη) ως
μειοψηφική γλώσσα σε πολυεθνικές αυτοκρατορίες: ρωμαϊκή, οθωμανική, παροικιακός
ελληνισμός… Μια δεύτερη ματιά μας φέρνει μπροστά σε μια βαθύτερη διάσταση του
προβλήματος: όταν ακόμη και βρετανοί γλωσσολόγοι ανησυχούν για τη φθορά της
δικής τους γλώσσας, μήπως ζούμε σε μια εποχή όπου οι γλώσσες γενικά δεν
ακμάζουν; Και τι μπορεί να σημαίνει “ακμή” μιας γλώσσας; Μήπως όλη αυτή η
“απαξίωση” των (ζωντανών) γλωσσών
σχετίζεται και με τη βαθμιαία περιθωριοποίηση των “νεκρών” γλωσσών –
αφού οι έδρες Ελληνικών και Λατινικών παγκοσμίως πιέζονται και συρρικνώνονται
μέχρις εξαφανίσεως; Τι σημαίνει κάτι τέτοιο και για τη δική μας γλώσσα;
Ίσως εδώ είναι
που πρέπει να μπούμε και σε ένα άλλο επίπεδο της συζήτησης: τη λειτουργία της
γλώσσας ως φορέα πολιτισμού – και όχι μόνο ως επικοινωνιακού εργαλείου. Η
γλώσσα, κάθε γλώσσα, κι ακόμη περισσότερο οι γλώσσες με βάθος χρόνου και
ιστορίας στις πλάτες τους, δεν αποτελούν μόνο ένα μέσο αντιμετώπισης της
ανάγκης των ανθρώπων να επικοινωνούν μεταξύ τους. Πολύ περισσότερο, φέρουν
αποτυπωμένο “γενετικά” το στίγμα των πολιτιστικών αναφορών μέσα από τις οποίες
ξεπήδησαν, ζυμώθηκαν και ανδρώθηκαν: είναι ταυτισμένες με τις ανάγκες και τις
φωνές των ανθρώπων που τις μίλησαν, με τις αγωνίες και τις αξίες τους, με τις
ιστορικές περιπέτειες και τον πολιτισμό τους. Είναι, τελικά, η ίδια η ιστορία
του λαού που τις μίλησε και τις μιλά, αφού μια γλώσσα δεν κάνει τίποτε άλλο από
το να ανταποκρίνεται στα διλήμματα που θέτει η ζωή των ανθρώπων αυτών.
Φτάνουμε, έτσι,
στο πιο σημαντικό στοιχείο καταξίωσης της Ελληνικής γλώσσας: ακόμη κι αν πολλές
γλώσσες έχουν βάθος και ιστορία, ακόμη κι αν όλες οι γλώσσες μπορούν να
ταυτιστούν με ιστορικές αγωνίες και επιτεύγματα, η Ελληνική είναι μια από τις
λίγες που μπόρεσε να αποτυπώσει το σύνθετο πολιτισμικό βίωμα ενός απαιτητικού,
ατίθασου, ανήσυχου λαού στις δύσκολες όσο και μαγευτικές ακτές της ανατολικής
Μεσογείου – σε ένα περιβάλλον γεμάτο εναλλαγές και προκλήσεις. Είναι μια γλώσσα που εννοιολόγησε
αξίες και ιδέες, που κατέγραψε μοναδικά και πρωτότυπα τον κοινωνικό και
φιλοσοφικό πολιτισμό της Αρχαίας, της Βυζαντινής, της Νεότερης Ελλάδας. Και γι’
αυτό, προσέφερε μοναδικά εργαλεία σκέψης και κατανόησης του κόσμου και του
ανθρώπου όχι μόνο στους χρήστες της, αλλά και σε όσους άντλησαν λεξιλογικό και
εννοιολογικό πλούτο από αυτήν.
Ίσως ήρθε η ώρα
της, όπως υποδεικνύει ο αδυσώπητος νόμος της φθοράς, να παραχωρήσει τη θέση της
σε άλλες, πιο επίκαιρες γλώσσες; Αν θεωρήσουμε ότι ο πολιτισμός του μέλλοντος
θα είναι μόνο τεχνικός – τεχνολογικός, ναι: άλλες γλώσσες πλέον μπορούν να τον
εκφράσουν με πιο αποδοτικό τρόπο. Αν, όμως, πιστεύουμε ότι ο πολιτισμός οφείλει
να παραμείνει (και) ανθρωποκεντρικός, τότε η Ελληνική Γλώσσα – η γλώσσα της
τραγωδίας, της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, η γλώσσα των πιο ανθρώπινων και
μύχιων στιγμών της ιστορίας δηλαδή – έχει ακόμη πολλά να δώσει. Όχι ως
απολίθωμα· ως ζώσα και λειτουργική παράδοση.
Εδώ έρχεται και
η δική μας ευθύνη: είμαστε οι συνεχιστές αυτής της μακράς πορείας μιας γλώσσας
που μιλιέται ακόμη “στις ακτές του Ομήρου”, αυτοί που, ανεπίγνωστα μάλλον,
κρατάμε στα χέρια μας τον πολύτιμο θησαυρό ενός πολιτισμού που, ακόμη κι αν δεν
τον αντιλαμβανόμαστε απλώς ως “φολκλόρ”, τον υιοθετούμε συνήθως αμήχανα σαν την
πατρική κληρονομιά που δυσκολευόμαστε να συντηρήσουμε. Εκεί όμως είναι η
πρόκληση: να μη μείνουμε στην αυταρέσκεια του κληρονόμου, αλλά να περάσουμε
στην αυτογνωσία του συνεχιστή, αυτού που εκτιμά το δώρο, αγαπά την ευθύνη,
αναλαμβάνει το βάρος της συνέχειας. Τότε, πέρα από τον στενόμυαλο εγκλεισμό μας
σε “εθνικά υπερήφανες” μεγαλοστομίες, θα ανακτήσουμε την “κοσμοπολίτικη”
υπερηφάνεια μας, αυτή που μας επέτρεπε στο παρελθόν να επιβαλλόμαστε
πολιτισμικά και γλωσσικά στα πιο αφιλόξενα περιβάλλοντα. Και θα μετατρέψουμε τη
γλωσσική παγκοσμιοποίηση σε ευκαιρία για την Ελληνική γλώσσα. Όχι επειδή μας το
χρωστάνε· αλλά επειδή την αγαπάμε, την τιμούμε, την σεβόμαστε και την
εξελίσσουμε: όχι ως βαρύ φορτίο, αλλά ως χαρά και καύχημα που έχουμε τη
δυνατότητα να επικοινωνούμε, να κατανοούμε και να στοχαζόμαστε μέσα από ένα
τέτοιο “εργαλείο” πολιτισμού και αυτογνωσίας.
Πότε ακμάζει μια
γλώσσα; Ίσως είναι θέμα τύχης και συγκυριών. Αλλά ίσως να είναι και θέμα
παιδείας, καλλιέργειας και αγάπης των ομιλητών της. Διότι, τι γίνεται με τρόπο
ουσιαστικό στον κόσμο μας χωρίς παιδεία, αξίες και αγάπη;
Δ.
Πάνος-Φιλόλογος
Για το Λύκειο
Ηρακλείου
“Η Ελληνική Παιδεία”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου