Τα λόγια και οι
πράξεις, αυτού του παράξενα ντυμένου και “διά Χριστόν σαλού” μοναχού, φαίνονταν
ακατανόητα στους ανθρώπους, ακόμη και τρομακτικά. Αλλά για την “μωρία” του,
έλαβε την ευλογία των πρεσβυτέρων και κάτω από την παράλογη συμπεριφορά του,
έκρυβε τα εκπληκτικά πνευματικά του δώρα — την ικανότητα να βοηθά τους
ανθρώπους με συμβουλές, να τους ενισχύει με πίστη, να παρήγορή και να
προειδοποιεί για μελλοντικές δοκιμασίες. Ένας πολύ έξυπνος και μορφωμένος
άνθρωπος για την εποχή του, ένας γέροντας, που πέρασε ένα τέταρτο του αιώνα
στην απομόνωση και διάβαζε χιλιάδες βιβλία όλα αυτά τα χρόνια. Ο Νεκτάριος δεν
γνώριζε μόνο τι θα συνέβαινε, αλλά, προέβλεπε για την επερχόμενη καταστροφή,
την επανάσταση, τον εμφύλιο πόλεμο, προειδοποιούσε με τα δικά του λόγια για το
μέλλον της Ρωσίας, την οποία αγαπούσε πάρα πολύ και για την οποία προσευχόταν
διαρκώς.
Μια φορά του
συνέβη η ακόλουθη ιστορία...
Στο μοναστήρι,
όλοι ήταν συνηθισμένοι στην “σαλότητα” του γέροντα. Μερικές φορές, έβαζε ένα
χρωματιστό πλεκτό σακάκι πάνω από το ράσο του — άβολο κι όχι στο μέγεθός του —
και περπατούσε γύρω από τη σκήτη. Ειδάλλως, θα έριχνε μια ρόμπα πάνω στο γυμνό
σώμα του, με ένα κόκκινο φιόγκο στο στήθος του, και καμαρώνοντας, θορυβούσε
μπροστά στους αδελφούς. Στο γεύμα ήταν άτακτος: αναμείγνυε το ξινό με το γλυκό
και το αλμυρό σε ένα μπολ, και τρώγοντας, καμάρωνε! Έπαιρνε ακόμη και ένα
γραμμόφωνο — ήθελε να βάλει τους δίσκους να γυρίσουν στη σκήτη, αλλά οι αρχές
της σκήτης, όταν τον πήραν μυρουδιά, δεν το επέτρεψαν. Έσερνε όλα τα σκουπίδια
στο κελλί — βότσαλα, γυαλιά, λάσπες, τα έβαζε σε ένα ντουλάπι και άρχισε να
καυχιέται μπροστά σε όλους: «Κοιτάξτε τι μουσείο έχω!»
Αλλά στη
δεκαετία του 1910, ο επίσκοπος Θεοφάνης της Καλούγκα, ήρθε στην Όπτινα. Ο
διακεκριμένος επισκέπτης, μπήκε στο κελλί του γέροντα Νεκταρίου με ειλικρινή
δυσπιστία. Ο Θεοφάνης δεν πίστευε στην ιερότητα του νέου προορατικού, ο οποίος
αναφέρθηκε επανειλημμένα στον επίσκοπο. Και δεν εξαπατήθηκε στις υποθέσεις του:
όταν ο επίσκοπος κοίταξε στο κελί, ο Νεκτάριος ήταν εκεί... παίζοντας με τα
παιχνίδια! Δεν σήκωσε ούτε καν το κεφάλι του στον Μητροπολίτη, σαν να μην
υπήρχε εκεί. Ολόκληρο το κελλί του Νεκταρίου, ήταν γεμάτο με παιδικά
μπιχλιμπίδια — αεροπλανάκια, αυτοκινητάκια, ατμομηχανές, ατμόπλοια... Ο μοναχός
αποθέτει τις κούκλες μπροστά του. Παίρνει μια. Άρχισε να μουρμουρίζει κάτι
θυμωμένα, όταν ο Θεοφάνης μόλις άρχισε να ξεχωρίζει τα εξής λόγια: «θα σε φυλακίσω!
Στο κελλί! Να, έτσι!» Πήρε μια άλλη: «Και σένα θα σε τιμωρήσω! Κακιά!» Την
τρίτη, άρχισε να την χτυπάει: «με αυτόν τον τρόπο θα συνετιστείς!..»
Μπορεί κανείς να
φανταστεί, τι σκεφτόταν ο επίσκοπος, όταν έφυγε από το κελλί του γέροντα. Τι
είδους ιερότητα υπήρχε εκεί! Γεροντική αναπηρία, και τίποτα περισσότερο.
Προφανώς, ο Νεκτάριος είχε χάσει το λογικό του...
Πέρασαν χρόνια.
Μετά την επανάσταση του 1917, η έννοιες των περίεργων ενεργειών του Νεκταρίου,
άρχισαν να ξετυλίγονται στους ανθρώπους. Το μοναστήρι μετατράπηκε σε Μουσείο
(«Κοιτάξτε, τι μουσείο έχω!»). Φοιτητές, σπουδάστριες και εργαζόμενοι, λόγω της
φτώχειας του Εμφυλίου πολέμου, άρχισαν να πηγαίνουν στη δουλειά ξυπόλητοι,
φορούσαν παλτά πάνω από τα σκισμένα εσώρουχα, αλλά ο καθένας είχε ένα κόκκινο
φιόγκο στο στήθος του (όπως και ο γέροντας). Αλλά, τι συνέβη με τον επίσκοπο
Θεοφάνη, ο οποίος ήταν τόσο έκπληκτος με τις κούκλες του Νεκταρίου; Εξορίστηκε.
Έζησε στο σπίτι ενός αυταρχικού ιδιοκτήτη με το όνομα Πλόχιν, υπέφερε πολύ από
την απάνθρωπη μεταχείριση του. Το 1937, ο Θεοφάνης συνελήφθη. Στο ειδικό σώμα
της φυλακής του Νίζνι Νόβγκοροντ, ο επίσκοπος βασανίστηκε βάναυσα —
ξυλοκοπήθηκε, τοποθετήθηκε σε υπόγειο κελί, το οποίο πλημμύρισε με νερό. Τότε ο
Θεοφάνης θυμήθηκε τον «σαλό» της Όπτινα: «είμαι αμαρτωλός ενώπιον του Θεού και
ενώπιον του γέροντα: όλα όσα είπα ήταν για μένα και νόμιζα ότι εκείνος ήταν
τρελός…». Τον Οκτώβριο του 1937, ο Μητροπολίτης Θεοφάνης πυροβολήθηκε.
Ναταλία
Χαρπαλιόβα
Μετάφραση για
την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης
foma.ru
9/26/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου