Όταν πλησίαζαν
τα γενέθλιά μου, τότε που ήταν να κλείσω τα 18 μου, ζήτησα από τους γονείς να
το γιορτάσω με τους φίλους μου στο σπίτι μας. Τότε, δεν υπήρχαν πολλά καφέ και
μπαρ. Ήταν ακόμα η εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Και οι γονείς μου συμφώνησαν.
Ήμουν ήδη μεγάλος, 18 χρονών, με περίμενε όπου να’ ναι η θητεία μου στο στρατό.
Οι γονείς μου ετοίμασαν το τραπέζι, εγώ κάλεσα τους φίλους μου, τους συμμαθητές
μου, όλα ήταν πολύ καλά. Φυσικά, ζήτησα από τους γονείς μου να μας αφήσουν μόνους
κάποια στιγμή, ώστε να μπορούμε να νιώθουμε άνετα. Οι γονείς μου έκαναν αυτό
που τους ζήτησα. Η μάνα μου πήγε στην αδερφή της, αλλά για τον μπαμπά δεν ήξερα
ακριβώς πού θα πήγαινε για να μην έρθει σπίτι.
Εμείς τα παιδιά
κάναμε πολύ ωραίο πάρτι, περάσαμε υπέροχα, είχαμε διάφορα αστεία στιγμιότυπα,
όπως όταν κάποιος κάθισε πάνω στην τούρτα. Το πρωί, όταν συμμαζεύαμε το σπίτι
μαζί με τους γονείς μου, έμαθα τυχαία πού ήταν οι γονείς μου εκείνες τις ώρες,
όταν εμείς γλεντούσαμε και γιορτάζαμε τα γενέθλιά μου. Ο μπαμπάς μου, μετά τη
δουλειά του – δούλευε τότε ως πληροφορικός – πήγε στην εκκλησία, στην οποία
εκκλησιαζόμασταν οικογενειακώς. Έμεινε εκεί μέχρι να κλείσει και μετά πήρε το
μετρό. Έφτασε στη δική μας στάση του μετρό, τη στάση «Σούκινσκαγια», και όση
ώρα το μετρό παρέμενε ανοιχτό, καθόταν εκεί, σιωπηλά, σεμνά, ήρεμα, για αρκετές
ώρες, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο. Υπολογίζω ότι κάθισε εκεί περίπου τέσσερις
ώρες. Όταν ήταν να κλείσει το μετρό και τα λεωφορεία κυκλοφορούσαν πλέον όλο
και πιο αραιά, γύρισε σπίτι και νομίζω ότι ήταν ακριβώς στην ώρα του, γιατί
μόλις είχαν φύγει οι καλεσμένοι μου. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Ήμουν πολύ
ευγνώμων στους γονείς μου ότι συμφώνησαν να μου κάνουν τέτοια γιορτή, όταν τους
το ζήτησα. Αλλά, όταν έμαθα ότι ο μπαμπάς μου, που γνώριζε ότι στο σπίτι ο
τρελός νεαρός γιος του γιορτάζει τα γενέθλιά του με τους φίλους του, χρειάστηκε
ο ίδιος να κάθεται στο μετρό ήρεμα, σιωπηλά, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, ανέβηκε
πολύ στα μάτια μου. Η σεμνότητα του πατέρα μου, η ταπείνωσή του, η πραότητά
του, ήταν για μένα κάτι το εξωπραγματικό.
Μετά από εκείνα
τα γενέθλιά μου, δεν πέρασε πολύς καιρός και πήγα να υπηρετήσω τη θητεία μου
στο στρατό. Δύο χρόνια υπηρέτησα σε μονάδα τεθωρακισμένων, μακριά από το σπίτι
μου. Η θητεία μου δεν ήταν εύκολη, ας πούμε ότι ήταν πολύμορφη. Είχα και πολύ
όμορφες και πολύ δύσκολες στιγμές. Θα έλεγα ότι δίπλα μου πάντοτε πετούσαν κάτι
«βλήματα». Είναι αυτές οι δυσκολίες που συμβαίνουν συχνά στο στρατό. Αντρική
παρέα, μεγαλύτεροι, μικρότεροι, «στραβάδια», «παλαίουρες» κοκ. Αλλά, πάντοτε
για μένα όλα είχαν καλό τέλος. Όλοι οι καυγάδες και τα καθημερινά καψόνια
τελείωναν καλά για μένα. Οπότε, σε γενικές γραμμές πέρασα καλά στο στρατό, αφού
να φανταστείτε διάβασα όλα τα έργα του Λεσκόφ και του Ντοστογιέφσκι. Η μητέρα
μου είχε αντιγράψει με το χέρι της το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. Το φυλάω ακόμα και
τώρα στο σπίτι μου αυτό το χειρόγραφο Ευαγγέλιο. Ήταν πολύ ευχάριστο να σου
έρχονται τέτοια δέματα. Να σημειώσω ότι ήταν εποχή σοβιετικού καθεστώτος και
απαγορευόταν να φοράς σταυρό, απαγορευόταν να έχεις μαζί σου Ευαγγέλιο.
Όταν επέστρεψα
στο σπίτι και ήδη είχα εισαχθεί στην Ιερατική Σχολή, πάλι τυχαία, μέσα στη
συζήτηση έμαθα ότι ο πατέρας μου, όσο ήμουν στο στρατό, κάθε μέρα διάβαζε τους
Χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ανεξάρτητα από τις περιστάσεις, τις
δυσκολίες, είχε δεν είχε δυνάμεις, κάθε μέρα διάβαζε για μένα τους
Χαιρετισμούς. Τότε κατάλαβα γιατί ο Κύριος ήταν τόσο ελεήμων μαζί μου.
Φαίνεται, η Μητέρα του Θεού με κάλυπτε με τη σκέπη Της, με το ωμοφόριο Της, και
έτσι τα «βλήματα» πετούσαν δίπλα μου και δεν με έβλαπταν στα δύο χρόνια της
στρατιωτικής μου ζωής.
Πάντα θα θυμάμαι
την ημέρα του θανάτου του πατέρα μου. Ήταν ένας θάνατος δικαίου. Δε φοβόταν
καθόλου το θάνατο. Θυμάμαι, είχε έρθει στο σπίτι μας, ζούσαμε τότε έξω από την
πόλη, καθόμασταν στο τραπέζι, μιλούσαμε και κάποια στιγμή λέει: «Αχ, να ερχόταν
σύντομα η στιγμή του θανάτου μου!». Το είπε ήρεμα, σεμνά, χωρίς να είναι
κουρασμένος από τη ζωή, ούτε προσπαθούσε να δημιουργήσει εντυπώσεις. Το είπε
σαν κάτι απλό, καθημερινό και συνηθισμένο. Του σχολίασα: «τι είναι αυτά που
λες;». Και αυτός μου απάντησε: «Μη δίνεις σημασία». Φαίνεται ότι ήταν κάτι σαν
κραυγή της ψυχής. Πέθανε στο Ναό, στη διάρκεια της εσπερινής αναστάσιμης
ακολουθίας, στις 20 Ιανουαρίου. Ήταν Σάββατο μετά τη Βάπτιση του Κυρίου μας.
Εκείνη την ημέρα διαβάζονταν το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο που έχει τα εξής λόγια:
«Σίμων Ιωνά, αγαπάς Με;». Στο Ναό μας έχουμε την παράδοση, μετά το Ευαγγέλιο, ο
ιερέας που λειτουργεί να κάνει ένα μικρό κήρυγμα στο εωθινό Ευαγγέλιο. Ο
πατέρας βγήκε στον άμβωνα και έκανε το κήρυγμα με θέμα τα λόγια «Σίμων Ιωνά,
αγαπάς Με;». Μιλούσε για την αγάπη, για τη Θεία αγάπη, για την αγάπη προς τον
άνθρωπο, για την ανθρώπινη αγάπη. Και κάποια στιγμή έκανε δύο βήματα λίγο
παραπέρα και κρατήθηκε από ένα διαχωριστικό χώρου. Αυτό είχε ξανασυμβεί και
άλλη μια φορά που είχε ζαλιστεί. Τον πλησίασα και του λέω: «Μπαμπά, πάμε στο
ιερό να καθίσεις». Μου λέει: «Όχι, όχι, θα τελειώσω το κήρυγμα». Και έτσι,
εμπνευσμένος συνέχισε να μιλάει για την αγάπη, για τις σχέσεις Θεού και
ανθρώπων. Ξαφνικά, κάποια στιγμή πήρε βαθιά ανάσα και είπε «Ω, Κύριε!» και έτσι
όπως ήταν με τα άμφια, με ανοιχτή την Ωραία Πύλη, έπεσε και πέθανε ακαριαία.
Εμείς
προσπαθούσαμε να τον επαναφέρουμε. Επιπλήττω τον εαυτό μου για αυτό το πράγμα.
Ακόμα και την τελευταία στιγμή της ζωής του, κυριολεκτικά, δεν τον άφησα να
φύγει ήρεμα. Πάντα του προκαλούσα ανησυχίες, έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον.
Παρόλο που εκείνος με αγαπούσε απέραντα. Αυτό ήταν φανερό και αυτό ο μπαμπάς
μου το έλεγε πάντα και στους άλλους. Αλλά ακόμη και τώρα δεν μπορώ να συγχωρέσω
στον εαυτό μου που για ώρες προσπαθούσαμε να τον επαναφέρουμε στη ζωή. Είχαμε
καλέσει και ασθενοφόρο με εξοπλισμό ανάνηψης, όπου οι γιατροί προσπαθούσαν να
τον επαναφέρουν. Τελικά, τον βασάνισα ακόμα και την ώρα του θανάτου και δεν τον
άφησα να πάει στον Κύριο ήσυχα. Δεν τον άφησα να έχει ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και
ειρηνικά τα τέλη της ζωής του, όπως ζητάμε στις προσευχές μας. Ωστόσο, αυτές οι
προσπάθειες ανάνηψης δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Πρωτοπρεσβύτερος
Ίγκορ Φομίν
Απομαγνητοφώνηση,
διασκευή και μετάφραση: Αναστασία Νταβίντοβα
9/22/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου