Ό γέρο-Άναστάσης
Κατήγετο από τα
Δολιανά τής Εύρυτανίας, τα όποια εύρίσκοντο πίσω
από τό Μεγάλο Χωριό. Για να φθάσης εκεί,
έπρεπε να ξεκινήσεις από τό Μεγάλο
Χωριό, να ανηφορίσεις
τήν υψηλή κορυφή τής Τσούκας καί να
κατέβης στήν
πλαγιά του βουνού. Εκεί στα υψηλά πεζούλια
σκαρφάλωσαν οί
πρόγονοί μας γιά τον φόβο τού κατακτητού. Σήμερα μπορεί νά μήν ύπάρχη κανένας
κάτοικος. Σ’ αυτό τό ερημικό
λημέρι μπορεί καί νά μή πάτησε κατακτητής, άλλ’ ό διάβολος καί
πάτησε καί ενθρονίστηκε. Καθώς μου διηγείτο ό
μπαρμπ’-Άναστάσης:
- Μιά γυναίκα
καταγινότανε με τά μάγια. Ερχόντουσαν πολλοί από
μακριά νά καταστρέψουν τον συνάνθρωπό τους.
Τήν νύχτα, πού ασχολείτο
με τά δαιμονικά της έργα, ακούγονταν τόσο δυνατοί κρότοι, πού νομίζαμε πώς
κατρακυλούν τά βουνά καί θά πέσουνε νά μάς πλακώσουν. Δεν κοιμόμαστε εκείνο τό
βράδυ καί δεν μιλούσαμε ό ένας στον άλλον. Κι όταν έφυγε τό
’44 ανταρτόπληκτη από τό χωριό γιά τό Παναιτώλιο, δεν ήσύχασε ό τόπος. Οί
πειρασμοί έμειναν νά μας έκφοβίζουν, μέχρι πού παρακαλέσαμε τον μακαριστό μητροπολίτη
Ναυπάκτου καί Εύρυτανίας Χριστοφόρο Άλεξανδρόπουλο. Μάς διάβασε έξορκισμούς καί
έτσι ήσυχάσαμε. Ό τόπος μας είναι γιά άσκητήρι των μοναχών καί όχι γιά τέτοια
φοβερά πράγματα.
Τον γέρο-Άναστάση
τον γνώρισα τό ’75. Πλησίαζε τα ογδόντα. Ελαφρά
κυρτωμένος, άλλα τό πρόσωπο φωτεινό, γλυκύ,
χαριτωμένο καί καθαρό σαν του μικρού παιδιού. Τα μάτια γαλανά,
λαμπερά όπως οί φεγγίτες τής φωτισμένης εκκλησίας μέσα
στο βαθύ σκοτάδι τής νύχτας. Μόλις τον αντίκρισα, ένιωσα θεία έλξη. Είπα:
«Αυτός είναι αληθινή εκκλησιά!». Τό πρόσωπό του μου φάνηκε σαν φωτισμένος ναός
στο χωριό την νύχτα των Χριστουγέννων, όταν δεν υπήρχε ό πολιτισμός τού
ρεύματος. Άρχισα να βάνω λογισμό πώς θά τον έβλεπα ιδιαιτέρως. Δεν χρειάστηκε.
Μόνος του ήρθε καί ζήτησε εξομολόγηση. Δεν νομίζω πώς ή χαρά μου ήτανε λιγώτερη
από την δική του πού θά εξομολογείτο. Άν καί εκείνη την περίοδο μιά βαρειά ύπερκόπωση
δεν μού έπέτρεπε νά εξομολογώ, πασίχαρης δέχτηκα, γιατί πίστευα πώς άνώγαιο
έστρωμένο θά βρώ την ψυχή του. Σεβαστικά μού εξιστόρησε την ζωή του. Έβλεπε
έγγύς τό τέλος του καί επιθυμούσε γενική καί τελική εξομολόγηση νά κάνη.
- Πού
λές, Γέροντά μου, όταν προσήγγιζα τήν εφηβεία, πέρασε ένας
μοναχός από τό χωριό μας. Είχε ντορβά στην πλάτη καί
κρατούσε ραβδί στο χέρι. Θύμιζε πατρο-Κοσμά.
Τό βράδυ ό
πατέρας μου τον πήρε στο σπίτι. Τό δωμάτιό μου
από του Γέροντα
τό χώριζε ένας τσατμάς. Αφού γύρισε ή νύχτα, άκουσα ψαλμωδία καί ανάγνωση τής
εκκλησίας. Σηκώθηκα αθόρυβα. Έφθασα στην πόρτα του. Από μια σχισμή τού ξύλου είδα
τον μοναχό πότε να διαβάζη, πότε να μετανίζη καί άλλοτε να ψάλλη. Δέν μπορώ να σου
προσδιορίσω
πόση ώρα έμεινα
θεατής άθεάτων πραγμάτων μπορεί υπέρ
τάς δύο. Αφού
ξημέρωσε ο Θεός, ή μάννα στον σοφρά ετοίμασε πρωινό. Κάθισα δίπλα του.
- Πάτερ, πώς βρεθήκατε στο χωριό;
- Κηρύττω τον Χριστόν.
- Τήν νύχτα κάνατε μόνος Λειτουργία;
-’Όχι, καλό μου
παιδί- είναι ακολουθία τού ’Όρθρου καί ό προσωπικός
μου κανόνας.
- Αυτά μπορώ να τα κάνω κι εγώ πού είμαι
λαϊκός;
- Κάθε άνθρωπος, κληρικός καί λαϊκός.
- Βιβλία όμως δέν έχω.
- Θα σου αφήσω τα δικά μου.
Άνοιξε τον
ντορβά του. Έβγαλε πρώτα αντίδωρο καί αγιασμό.
- Αυτά θά τά παίρνης κάθε πρωί.Άν σου συμβή
ζημιά τήν νύχτα, τήν άλλη
μέρα.
Έπειτα έβγαλε
καί τά βιβλία. Πόση χαρά πήρα. Σάν νά έβλεπα τον
κόσμο ολόκληρο. Άνοιξε τό Ωρολόγιο καί μου έδειξε τό
Μεσονυκτικό καί τά υπόλοιπα βιβλία γιά τον ’Όρθρο καί τον
Εσπερινό. Έμεινε λίγες μέρες κοντά μας καί, αφού μου άφησε τά
πάντα, καί τον ίδιο τον ντορβά του, έφυγε χωρίς ποτέ νά τον
ματαδώ. Από τότε μέχρι αύτήν τήν ώρα ποτέ δέν
παρέλειψα τής
Εκκλησίας τά γράμματα. Θεόσταλτος ήταν ό καλόγερος.
'Όταν τον βάζω στον νου μου, πλημμυρίζει ή καρδιά μου ευχαριστία πρώτα για τον
Θεό και έπειτα για τον ευλογημένο
άνθρωπο. Οί άνθρωποι έλεγαν μεταξύ τους:
- Τί θέλει ό καλόγερος;
- Τον Χριστό κηρύττει.
Αληθινά σ’ εμένα
έδειξε τον δρόμο του Χριστού.
-'Όταν διάβαζες
την ακολουθία, ή γυναίκα σου παρευρίσκετο;
- ’Όχι πάντα. Σηκωνότανε μαζί μου, άλλα
πάντα με τίς
μικροδουλειές
(ν’ άνάψη φωτιά, να έτοιμάση φαγητό) έχανε τα περισσότερα γράμματα.
- Σου έφερνε δυσκολίες;
- Παραμικρά πράγματα.
- Πώς ένιωθες την ώρα τής ακολουθίας;
- Πάτερ Γρηγόριε, μέσα στήν απόλυτη σιγή
τής νύχτας δοκίμαζα τόση
γαλήνη καί ειρήνη σαν νά ’μουνα στον παράδεισο καί όλη την ημέρα στήν ερημιά
που καλλιεργούσα
τά κτήματά μου
είχα τήν αίσθηση πώς φρουροί με περιέβαλλαν. ’Άλλοτε, αν είχα βιαστή ή κάποια
γράμματα παραλείψει, ένιωθα μικρότερη τήν παρεμβολή.
Ήρθε ακόμη
μερικές φορές στο μοναστήρι. Αφού έμεινε μόνος του -ή συντρόφισσά του έκοιμήθη, οί δικοί του πήραν τον δρόμο τής
ξενιτειάς, τά γηρατειά κατέφθασαν βεβαρημένα- αποφάσισε τήν ζωή τού
γηροκομείου. Προτού φύγη για τό «μεγάλο
χωριό» τής Αττικής, τό μοναδικό πράγμα πού
τού είχε
άπομείνει από τήν ποιμενική του ζωή ήτανε μιά γίδα. Τήν πήρε από τά Δολιανά καί
τήν έφερε στο μοναστήρι. περπατώντας
τρεις περίπου μέρες. Κάθιδρος μού τήν παρέδωσε στήν πύλη τού μοναστηριού.
- Γέροντα, μικρά παρηγοριά στήν αρρώστια
τού ζαχάρου.
Δάγκωσα τήν
γλώσσα μου νά μή τού πώ πώς ποτέ δέν πίνω γάλα.
Χρόνια πέρασαν
από τότε. Άσπρισα. Καί ζω, χωρίς να
ξεχνώ τον
μπαρμπ’-Άναστάση με τήν γίδα του στην πύλη
τής Μονής. Τό
ιλαρό του πρόσωπο μου δίδαξε πολλά. Τότε
θυμήθηκα τα
λόγια τής γερόντισσας Εύσεβίας τής Άλαχούζαινας: «Ένα μάτι μου έμεινε από τις
επεμβάσεις, για να βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων καί να δοξάζω τον Θεόν».
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου