Τό θαύμα πού έγινε στόν άγιο Σωφρόνιο, όπως τό αφηγείται ό ίδιος
«Ηταν τόσο μεγάλη ή εύγνωμοσύνη, πού ένιωθε ό πρώην δαιμονιζόμενος τού Εύαγγελίου, όταν άπαλλάχθηκε από τα βάσανά του, πού αν καί ό Κύριος τού έδωσε έντολή μόνο στούς δικούς του να πάει καί να τούς άναγγείλει τή σωτήρια έλεημοσύνη πού άνέλπιστα έλαβε, αύτός, έπιστρέφοντας στή πόλη του, έγινε διαπρύσιος καί άκούραστος κήρυκας τού Σωτήρα σέ όλη τή Δεκάπολη γι αυτό μή μάς κατακρίνει κανείς πού καί εμείς θελήσαμε να γίνουμε μιμητές του καί να διακηρύξουμε, άλλά καί να άποτυπώσουμε με γραφίδα τις εύεργεσίες, πού λάβαμε από τόν Κύρο καί τόν Ιωάννη.
Τό όνομα τού συγγραφέα είναι Σωφρόνιος καί ή γενέτειρά του είναι ή Δαμασκός, πατρίδα του δέ ή Φοινίκη, όχι όμως ή παραλιακή, άλλά αυτή πού είναι πάνω στό όρος τού Λιβάνου. Είχε πάει στήν Αλεξάνδρεια ό Σωφρόνιος και εκεί αρρώστησε καί στά δυό του μάτια, κι όχι γιά λίγες μέρες, άλλά έπί πολλούς μήνες καταταλαιπωρούνταν και κατατρύχονταν, έπειδή δέ δέν μπορούσε να υποφέρει το πέλαγος τής οδύνης, πήγε στούς καλύτερους γιατρούς τής πόλης καί μάλιστα σ’ αύτούς πού θεωρούνταν ότι ήξεραν κάτι περισσότερο από τούς άλλους καί οί όποιοι τον έβγαζαν συχνά έξω καί έξετάζοντας τίς κόρες τών ματιών του ύπό τό φώς τού ήλιου, άποφθέγγονταν πώς αιτία της νόσου ήταν ή άλλαγή τού κλίματος.
Καθώς όμως επέμενε τό νόσημα, τούς φάνηκε σάν ξηροφθαλμία, ή όποια αυτή τή φορά δέν είχε αιτία τήν άλλαγή κλίματος, άλλά τή δυσκρασία τού σώματος, γι αυτό καί διέταξαν μία γενική δίαιτα, γιατί θεωρείται ότι, όσοι πάσχουν από αυτήν την ασθένεια καί άδυνατίσουν, θεραπεύονται, άλλά έπειδή και πάλι δέν μπόρεσαν καί μ’ αυτό να φέρουν κάποιο άποτέλεσμα, άν καί ό άσθενής ύπάκουσε κατ’ ανάγκη σε όλα, κατέφυγαν στη διάγνωση ότι δήθεν πρόκειται γιά έπίχυση, καταρράκτη καί πλατυκορία, πού είναι άσθένειες άθεράπευτες. Οί μέν ύποστήριζαν τή μία άποψη οί δέ τήν άλλη κι Ενώ στήν άρχή διαφωνούσαν άναμεταξύ τους, τελικά άρχισαν να μάχονται γιά τήν ονομασία τής άσθένειας, συμφωνώντας μόνο σ’ αυτό, στό ότι ή άρρώστια αυτή είναι άνίατος.
Βλέποντας τούτο ό Σωφρόνιος καί άντιλαμβανόμενος ότι δέν θά μπορούσε να έχει καμία βοήθεια από άνθρώπους, από τήν άλλη δέ μαθαίνοντας όλες τίς δωρεές καί τίς εύεργεσίες πού έκαναν οί άγιοι Κύρος καί Ιωάννης καί πόσα και τί είδους θαύματα έπιτελούν άκόμη καί στίς πιό άπίθανες από τίς άσθένειες, προστρέχει σ’ έκείνους μέ πίστη, μέ την οποία όσοι προσέρχονται βρίσκουν πάντα αυτό πού ποθούν. Οί όποιοι άγιοι βλέποντας τόν Σωφρόνιο να έχει έρθει μέ μεγάλη πίστη, αφού πρώτα άνέτρεψαν τίς φλύαρες καί άνόητες διαγνώσεις τών γιατρών καί αφού τόν έπεισαν οτι δέν πρόκειται ποτέ να θεραπευτεί μέ βάση τά όσα εκείνοι τού έλεγαν, μετά άπ’ όλα αυτά τού χάρισαν τή ύγεία, πού οι άλλοι άδυνατούσαν να τού τήν προσφέρουν καί να πώς:
Φανερωθήκανε στόν ύπνο του τήν τρίτη μέρα άπ’ όταν ήρθε στό τέμενος καί τόν έπεισαν ότι θά γίνει καλά μέ τον εξής τρόπο:
Ό δέ μακάριος Ιωάννης, ό έτερος των δυο άγιων μαρτύρων, έμοιαζε με τόν Πέτρο τόν Αλεξανδρινό, τόν έπαρχο των Πρατωρίων ό όποιος φορώντας μιά χλαμύδα, πού άστραπτε από τή λαμπρότητα, ρώτησε τόν Κύρο πού έμοιαζε μέ τό διδάσκαλο τού Σωφρονίου «Έχεις κάποιον μαθητή πού ονομάζεται Όμηρος;».
Γνωρίζουν δέ ακόμη καί αυτοί πού πάτησαν μόνο τό κατώφλι τής παιδείας ότι ό Όμηρος ήταν τυφλός από έπίχυση, πού τού έφεραν τα γηρατειά κι αυτό υπονοούσε ό αινιγματικός λόγος των αγίων.
Εκείνος όμως τούς διαβεβαίωνε μέ όρκους ότι είχε μεν μαθητή, άλλά δέν τόν έλεγαν Όμηρο, προσθέτοντας μάλιστα ότι ούτε καν ένα στίχο τού Όμήρου δέν είχε διαβάσει αύτός ό μαθητής, θέλοντας μέ αυτό να τονίσει ότι ήταν και μακριά από τήν άχλή καί τή θολούρα τού Όμήρου. Τότε ό άγιος Ιωάννης μιλώντας πρός τόν πατέρα του άποκρίθηκε
«Εμείς έπειδή πειστήκαμε γι’ αυτό έχουμε έρθει να τόν συνδράμουμε, όμως άν δέν λέγεται Όμηρος, τότε άς δοξάσουμε τόν Θεό, πού τόν λύτρωσε από μιά τέτοια προσωνυμία καί από ένα τέτοιο νόσημα!» καί αφού τού εμφανίστηκαν κατ’ αυτόν τρόπο καί αφού τόν διαβεβαίωσαν ότι ποτέ δεν θά πάθει τήν ασθένεια τού Όμήρου, ήτοι τήν τύφλωση, χάθηκαν από τό όνειρο του.
Μετά από λίγες μέρες τού φανερώνονται καί πάλι μέ τη μορφή μοναστών καί τόν προστάζουν να πάρει κερί από τη λαμπάδα καί λάδι από τή κανδήλα, πού έκαιγαν πάνω από τό μνήμα τους καί μέ αυτά να έπαλείψει τά μάτια του, καθώς δέ τό έκαμε αυτό, άνέλαβε μέρος όμως θέλησαν από φιλευσπλαχνία να τόν θεραπεύσουν έντελώς, τότε του έμφανίστηκαν σε όραμα ώς έξης:
Ήταν νύκτα καί ένώ ό Σωφρόνιος κοιμόταν στό στρώμα του, του φάνηκε ότι ό διδάσκαλός του ό Ιωάννης έκανε τραπέζι σέ όλους τους άδελφούς, πού ήταν μαζεμένοι στο τέμενος. Ήταν μιά κυκλοτερής τράπεζα, πού έκτείνονταν σε όλο τό μήκος τής στοάς του ναού, πού είχε καί αυτή κυκλικό σχήμα. Στήν κορυφή τής τράπεζας κάθονταν ό άγιος Θεόδωρος, πού τόν ευλαβούνταν πολύ ό άσθενής, μετά δε από κείνον ήταν ό Κύρος, ένώ είχε στά δεξιά του τόν Ιωάννη, δηλαδή ήταν ό μάρτυρας Θεόδωρος μεταξύ τών δύο άγιων μαρτύρων. Αυτή δέ τή φορά δέν χρησιμοποίησαν άλλα σχήματα, ούτε διαφορετικές μορφές, άλλά φαινόταν όπως ήταν στήν πραγματικότητα καί όπως ακριβώς ακονίζονται! Μετά από αύτούς κάθονταν όλος ό όμιλος των άσθενών άδελφών. Όλους αύτούς τούς διακονούσε ό Σωφρόνιος, ένώ ό δάσκαλός του Ιωάννης, σέ γειτονικό κελί, παρασκεύαζε τά φαγητά.
Όταν δέ τέλειωσε ή συνεστίαση καί σηκώθηκαν οί τρεις άγιοι, ό Θεόδωρος λέγει πρός τόν Σωφρόνιο: «Πήγαινε, κάλεσε τόν διδάσκαλό σου Ιωάννη, γιά να του έπιδώσει ό Κύρος ό,τι του οφείλει» κι εκείνος έτρεξε εκτελώντας την εντολή. Όταν δέ ήρθε ό Ιωάννης, του είπε ό μάρτυς Θεόδωρος: «Τί σου οφείλει ό μάρτυρας Κύρος, γιά να σου το αποδώσει πάραυτα;» κι εκείνος, πέφτοντας κατά πρόσωπο, είπε ότι δέν του χρωστάει τίποτε άπολύτως. Ό μάρτυρας όμως Θεόδωρος του είπε «Καί όμως θά τό πεις!» Άλλά και πάλι ό πατέρας τήν ίδια άπάντηση έδωσε, αφού δέ αυτό επαναλήφτηκε πολλές φορές καί έβλεπε ότι δέν υποχωρούσε ό άγιος «Σέ μένα βέβαια δέν οφείλει τίποτα» άπάντησε «αυτό όμως παρακαλώ καί δέομαι μέ όλη μου τή ψυχή, να έλθει στό ταπεινό κελάκι μας καί εκεί να μάς επισκέπτεται συχνά καί να μάς ευλογεί όταν υγιαίνουμε, να μάς θεραπεύει δέ όταν αρρωσταίνουμε». Ακούγοντας αυτά ό άγιος Κύρος, αμέσως απάντησε «Όντως έρχομαι! Όντως έρχομαι! Όντως έρχομαι!», μέ την τριπλή επανάληψη έπιβεβαιώνοντας την ιερή του άφιξη. Καί αυτό τό έκανε καθότι έπισκέπτεται τόκελί τους πολύ συχνά.
Καί ό μεν διδάσκαλος Ιωάννης μ’ αυτά τά λόγια παρηγορήθηκε, αφού έλαβε ένορκη υπόσχεση γιά τά αίτηθέντα,
Ό δέ στρατηλάτης Θεόδωρος αποδεχτείς τήν ικεσία καί απευθυνόμενος πρός τον Κύρο «Γιά τό Θεό, παρηγόρησε καί τούτον τόν δούλο σου!», τού είπε κι εκείνος τού αποκρίθηκε: «Ναί!», διατάζοντας συγχρόνως να τόν σηκώσουν από τό έδαφος. Τόν περιέφραξε μέ τό σημείο τού σταυρού, σφραγίζοντάς τον μέ το λιχανό τού δεξιού χεριού πολύ κοντά στό μάτι του, λέγοντας σέ κάθε σφράγισμα «Εύλογητός Κύριος!», τό όποιο ήταν προμήνυμα της έπακολουθούσης ίασης.
Μετά από λίγες μέρες έμφανίζονται οί μάρτυρες καί πάλι στόν Σωφρόνιο, σέ όραμα ένώ κοιμόνταν, γιά να έκπληρώσουν τίς ύποσχέσεις, πού είχαν δοθεί από αύτούς. Κοιμόντανε λοιπόν αύτός πού τώρα τά διηγείται καί έβλεπε τον εαυτό του να μπαίνει σέ κάποιο παρεκκλήσι τής μονής.
Αύτός ό Απόστολος κάνει πολλά θαύματα καί σημεία παράδοξα στή Δαμασκό καί τόν άδελφό τού Σωφρονίου, πού ήταν παράλυτος, μέσα σέ έξι μήνες τόν σήκωσε όρθιο γι` αυτό τιμάται ύπερβολικά ό Απόστολος μεταξύ των κατοικων τής Δαμασκού, έπειδή δρέπουν συνεχώς τά ίάματα καί τίς θεραπείες καί τρυγούν τά χαρίσματα, πού επιδαψιλεύει προς αύτούς, τόν όποιον, βρίσκοντας ό Σωφρόνιος, άπ’ τόν μεγάλο καί αμέτρητο πόθο, οπού τού είχε, τόν
Ικέτευε γιά τά μάτια του, είτε όντας στήν πραγματικότητα μάρτυρας Κύρος μέ τή μορφή τού Αποστόλου, είτε ήταν ο ίδιος ό Απόστολος καί ό Κύρος ήταν μέ τήν συνάθροιση των μαρτύρων, γιατί ακολουθούσε τόν Απόστολο μέγα πλήθος μοναχών καί άλλων άγιων, πού φορούσαν λαμπρά αστραφτερά ρούχα.
Ό δέ μάρτυρας καί μαθητής καί Απόστολος σηκώνοντας
Το δεξί του χέρι, καί πάλι μέ τό λιχανό αγγίζοντας τά βλέφαρο τού αριστερού του ματιού, τά σφράγισε τρεις φορές, σχηματίζοντας τό σημείο τού σταυρού. Κι ένώ έλεγε του γραφόντα «απόλυσε με» αυτός τόν ικέτευε να σφραγίσει και το δεξί του μάτι. Εκείνος όμως τού είπε ότι εκείνο δέν έχει τίποτε καί λέγοντας αυτό έφυγε καί βγήκε άπ’ τό όραμα.
Κι αυτός είπε γιά την επίσκεψη τών άγιων καί ότι τό δεξί του μάτι δέν σφραγίστηκε καί γι αυτό τό λόγο είναι πολύ λυπημένος, επειδή δέν θεραπεύτηκε έξ ολοκλήρου. Κι ό μάρτυρας τόν παρηγόρησε, λέγοντας του ότι «Δέν θα πάθουν πλέον κάτι κακό τά μάτια ούτε τό σφραγισμένο ούτε τό ασφράγιστο, αφού ό άγιος σου είπε ότι τό μάτι πού φοβάσαι δέ νοσεί» κι αφού τά επιβεβαίωσε μέ όρκο, γιά περισσότερη πληροφορία του ασθενούς καταφίλησε τρεις φορές τό μάτι πού δέν είχε σφραγιστεί καί αφού μέ αυτό τού χάρισε την τέλεια υγεία και τη χάρη του, μέ αίσιο τρόπο τελείωσε καί τό ενύπνιο.
Γιατί δέν είναι δυνατόν αυτοί πού μιμούνται τόν Θεό πού δίνει τέλεια αγαθά καί δωρήματα, να είναι διανομείς ατελούς χαράς καί ελαττωματικής δωρεάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου