Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

ΣΧΌΛΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΆ ΙΩΆΝΝΗ ΕΥΑΓΓΈΛΙΟ .Ἡ ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. ΓΙΓΝΩΣΚΩ

Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν.

 Ετούτη εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος, νὰ γνωρίζουσιν ἐσένα τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, καὶ ἐκεῖνον ὁποῦ ἔστειλες τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.


Τὸ ρῆμα «γιγνώσκω» (= γνωρίζω) δείχνει νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν
ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ νὰ παραπέμπει σὲ ὅ,τι σημαίνει σ᾿ αὐτὴ τὴ γλώσσα: μαθαίνω, ἀντιλαμβάνομαι, κατανοῶ, ἀποδέχομαι κ.ἄ. Ὡστόσο, στὴ βιβλικὴ γλώσσα ἡ σημασία τῆς λέξης ἔχει βαθύτερο περιεχόμενο, ἰδιαίτερα μάλιστα στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος παραλαμβάνει τὴ
σημασία της ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ παράδοση. Σημαίνει κυρίως μία σχέση
ὑπαρξιακή, κυρίως τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Μάλιστα, στὴν περίπτωση
τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό, προηγεῖται ἡ γνωριμία τοῦ Θεοῦ καὶ ἕπεται ὡς
ἀπάντηση ἡ γνωριμία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόσο εὔστοχα διατυπώνεται
ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ (Γαλ. 4,9). Μὲ τὴ λέξη λοιπὸν αὐτὴ ἐκφράζεται ἡ οἰκογενειακὴ
συνοχή (βλ. Δευτ. 33,9: ... ὁ λέγων τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί· οὐχ ἑώρακά
σε, καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ οὐκ ἐπέγνω καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἀπέγνω),
μὲ τὴν ἴδια λέξη ἐκφράζονται οἱ συζυγικές σχέσεις (βλ. Γέν. 4,1: Ἀδὰμ
δὲ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Κάϊν,
ἀλλὰ καὶ τὴν ἔνσταση τῆς παρθένου Μαρίας πρὸς τὸν ἄγγελο: πῶς
ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω – Λουκ. 1,34). Αὐτὴ τὴ στενότατη σχέση, ποὺ εἶναι ἐνέργημα τῆς φύσεως στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα ἐνέργημα ποὺ ἐπηρεάζει τὴ φύση, διαμορφώνει διαφορετικὰ τὶς δυνάμεις τῆς φύσης, ἀφοῦ ἔχουμε τὴ γέννηση ἑνὸς παι-
διοῦ, αὐτὴ τὴ γνώση καλεῖ ὁ Ἰωάννης νὰ ἀποκτήσουμε κατὰ ἀναλογία
σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό. Τὸ ρῆμα «γνωρίζω» βρίσκεται στὴ μετάφραση
τῶν Ο' καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ἀντλεῖ ὁ εὐαγγελιστής. Σύμφωνα μὲ τὴν προφη-
τικὴ θεολογία, τὸ ρῆμα αὐτὸ προσδιορίζει τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία
θὰ εἰκονιστεῖ ὡς γάμος καὶ γιὰ τὴν ὁποία θὰ χρησιμοποιηθεῖ ἐρωτικὴ ὁρολογία, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν προφήτη Ωσηέ, γιὰ νὰ μαρτυρηθεῖ πόσο
στενὴ πρέπει νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Τὸ "γινώσκουσι» ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ τὸ δοῦμε μ᾽ αὐτὸ τὸ βαθύτατο περιεχόμενο, μιᾶς βαθύτατης σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, μιᾶς ὑπαρξιακῆς σχέσης, ποὺ στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση εἰκονίζεται ὡς σχέση Νύμφης μὲ Νυμφίο.

[Οταν ἀναφερόμαστε στὸ βιβλίο Ἀποκάλυψις, δὲν μποροῦμε νὰ
κατανοήσουμε τὸ κείμενο ἂν δὲν ἔχουμε κατανοήσει τὸ κείμενο τοῦ
βιβλίου Άσμα Ασμάτων. Ἡ Ἀποκάλυψις προϋποθέτει τὸ Ἄσμα
Ἀσμάτων, εἶναι ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτό. Τὸ Ἄσμα Ασμάτων, ὅπως
γνωρίζουμε, εἶναι ἕνα ἐρωτικὸ τραγούδι, στὸ ὁποῖο ἕνας νέος καὶ μία
νέα τραγουδοῦν τὴν ἀγάπη τους. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν φτάνει
σὲ τελικὴ ἕνωση ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ἱστορία, ὑπάρχουν οἱ συνθῆκες οἱ
ἐπίγειες, οἱ φύλακες δὲν ἀφήνουν τὴν κοπέλα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πόλη,
οἱ γονεῖς δὲν ἀφήνουν, οἱ φίλοι ἐμποδίζουν, δὲν φτάνει σὲ γάμο αὐτὸς
ὁ ἔρωτας. Τὸ τραγούδι ὅμως παραμένει καὶ τὸ τραγούδι αὐτὸ εἰκονολογεῖ τὸν «μανικὸν ἔρωτα», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ πατερικὴ ἔκφραση, τὴ λαχτάρα τοῦ λαοῦ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Γιαχβέ. Ἡ Ἀποκάλυψη εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ Ἄσμα Ασμάτων. Καὶ ἐκεῖ ἔχουμε
ἕνα τραγούδι. Μιὰ Γυναίκα, ἡ Ἐκκλησία, τραγουδάει τὴν ἀγάπη
της γιὰ ἕναν ἄνδρα, τὸν Χριστό. Πάλι ὑπάρχουν δυνάμεις ποὺ ἐμποδίζουν τὸν γάμο, ὁ δράκοντας διώκει τὴ Γυναίκα, δὲν τὴν ἀφήνει νὰ φτάσει στὶς ἀγκάλες τοῦ Νυμφίου της. Ἀλλὰ τελικὰ ὁ γάμος συντελεῖται. Ἡ Γυναίκα φτάνει στὸν γάμο γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Νυμφίο,
ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι ὁ σταυρωμένος Νυμφίος, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται
«ἐσφαγμένον Αρνίον», ἀλλὰ φτάνει καὶ ἀποκτάει τὸ λευκὸ φῶς τῆς
δόξας ὡς νύμφη τοῦ Χριστοῦ.]


 Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς
ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον
πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί.

4 Ἐγώ σε ἐδόξασα εἰς τὴν γῆν· τὸ ἔργον ὁποῦ μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ κάμω,
τὸ ἐτελείωσα. » Καὶ τῶρα, ὦ Πάτερ, ἐσὺ δόξασέ με σημά σου τὴν δόξαν,
ὁποῦ εἶχα εἰς ἐσένα προτίτερα παρὰ νὰ γένῃ ὁ κόσμος.

Ὁ Υἱὸς καταθέτει τὴ μαρτυρία ὅτι ὁ ἴδιος μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του
δοξάζει τὸν Πατέρα. Γιὰ νὰ τὸν δοξάσει πρέπει νὰ τὸν φανερώσει (εἴπαμε
παραπάνω ὅτι δόξα σημαίνει φανέρωση), πρέπει νὰ φανερώσει ποιὸς
εἶναι ὁ Πατέρας. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ, ἔρχεται ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ γιὰ νὰ μᾶς γνωρίσει ποιὸς εἶναι ὁ Πατέρας. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς
ἀποκαλύπτει γιὰ πρώτη φορὰ μέσα στὴν ἱστορία τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
καὶ τὸ ὄνομα ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει βρίσκεται στὴ διατύπωση «ὁ Πατήρ
μου». Ὄχι ὁ πατὴρ γενικῶς, μία ἠθικὴ ἔννοια, π.χ. ὁ Ζεὺς πατήρ, ὄχι
αὐτό, ἀλλὰ «ὁ Πατήρ μου». Ὁ Πατὴρ ἔχει Υἱό· Υἱὸς τοῦ Πατρὸς εἶμαι
ἐγώ, λέει ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸ ἦρθε νὰ μᾶς πεῖ. Καὶ νὰ μᾶς πεῖ ἐπίσης:
«ἐγώ, ὡς Υἱὸς τοῦ Πατρός, ἀνάγω ὅσους ἑνώνονται μαζί μου στὸν
Πατέρα». Αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη, αὐτὸ τὸ ἔργο ἔρχεται νὰ φανερώσει
μέσα στὴν ἱστορία, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Πατρός. Ὁ Πατὴρ δοξάζεται ἐπειδὴ φανερώνεται ὁ Υἱός, καὶ φανερώνεται, ὅπως ἐπισημαίνεται
στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς γεννηθείς, σταυρωθείς, ἀναστάς. Ἔτσι
φανερώνεται ἡ δόξα τοῦ Πατρὸς ὡς δόξα τοῦ Υἱοῦ. Γι' αὐτὸ ὑπογραμίζεται ὅτι ἡ δόξα τοῦ Πατρὸς ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι τὸ τέλος τοῦ ἔργου ποὺ ἀνέλαβε νὰ κάνει ὁ Υἱός. Ὁ Υἱὸς ἀνέλαβε μία ἀποστολὴ ἀπὸ τὸν Πατέρα,
τὴν ἀποστολὴ αὐτὴ τὴν τελείωσε. Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ τελειώνει μὲ τὴν
ἐνανθρώπηση κατ᾽ ἀρχήν. Στὴν ἐνανθρώπηση ὑπάρχει ἡ Ἀνάσταση.
Θὰ φανερωθεῖ ἀργότερα, ἀλλὰ ὑπάρχει ἐν δυνάμει ἡ Ἀνάσταση ἐξαρχῆς.
Στὴν ἐνανθρώπηση ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἡ Ἀνάληψη, δηλαδὴ ἡ πλήρης
ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεϊκὴ δόξα, τὴ δόξα τῆς θεότητας.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ὡς μία ταπείνωση ἀπὸ τὴ θεϊκή του δόξα, μία «κένωση», μία συνθήκη ποὺ διατυπώ-
νεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: ... ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς
ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου»
(Φιλιπ. 2,7-8). Αὐτὴ ἡ συνθήκη, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ λογισθεῖ καὶ ὡς
μείωση, ἀποδεικνύεται μεγαλειώδης, ἀφοῦ μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν
Ἀνάληψη ἔχουμε πλήρη ἀναίρεση τῆς ρήξης ἀνάμεσα στὴ θεότητα καὶ
τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ Ανάληψη ἀποδεικνύει ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ
συντρέχουν ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συνδέονται
ὑποστατικά, δὲν πρόκειται περὶ ἀπομειώσεως τῆς θεότητας ἀλλὰ περὶ
ἀποκαταστάσεως μιᾶς ἁρμονίας ποὺ ἀπ᾽ ἀρχῆς κατατίθεται ὡς οὐσιώδης
ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου: ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐν κοινωνίᾳ.
Αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Χριστὸς εἶναι μὲν μία «ἐπιστροφὴ»
στὴ θεϊκὴ δόξα του, ἀλλὰ ὡς ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ. Ὁ «καταβὰς
ἐκ τῶν οὐρανῶν» εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ «ἀναβὰς εἰς
τοὺς οὐρανοὺς» εἶναι ὁ δοξασμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Επομένως τὸ μέγα θαῦμα δὲν εἶναι ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ
Πατρός, ἀφοῦ αἰωνίως ὁ Υἱὸς ὑπάρχει μετὰ τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου στὸν τόπο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ὁποῖο
ἑνώθηκε ὁ Υἱὸς διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ παρουσία τοῦ
ἀνθρώπου εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ
τὸ μέγα μυστήριο τῆς θείας υἱοθεσίας ποὺ ἐνεργεῖται σὲ καθέναν πιστὸ
διὰ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Χριστό.
...
Τὴν ἀνύψωση τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ στὴ θεία δόξα εἶχε ἤδη
προαναγγείλει ὁ ἴδιος ὡς ἀποτέλεσμα τῆς παρουσίας του, ὅταν ἀπαντάει
στὸν ἀρχιερέα τῶν Ἰουδαίων κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δίκης του ἐνώπιον
τοῦ Συνεδρίου: πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ
ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν
νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ (Ματθ. 26,64). Τὸ τονίζουν ἐπίσης οἱ μαθητές
του ὅταν περιγράφουν τὴν Ἀνάληψη: Ο μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι
αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ
(Μάρκ. 16,19). Ιδιαίτερα τονίζεται στὸ ὅραμα τοῦ πρωτομάρτυρα Στέ-
φανου: Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν
οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ
(Πράξ. 7,55). Εἶναι μάλιστα κεντρικὸ θέμα στὴ θεολογία τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, ὁ ὁποῖος ἀναπτύσσει τις συνέπειες αὐτῆς τῆς δόξας: Χριστὸς
ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς
καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν (Ρωμ. 8,34), ἤ: ἣν [δύναμιν ὁ Θεὸς] ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις (Ἐφεσ. 1,20). Γιὰ τὸν Παῦλο, ἡ δόξα τοῦ
Χριστοῦ σημαίνει σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου: ... ὃς ὢν ἀπαύγασμα τῆς
δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ [τοῦ Θεοῦ], φέρων τε τὰ
πάντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δι᾿ ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς (Ἑβρ. 1,3), δηλαδὴ διὰ τοῦ Σταυροῦ ἀποκατέστησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀρχαία του δόξα: ... αὐτὸς δὲ μίαν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας
θυσίαν εἰς τὸ διηνεκὲς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ ( Ἑβρ. 10,12).
Στὸν στίχο 5 ὁ Χριστὸς ἐπισημαίνει τὴν προαιώνια δόξα, τὴ δόξα
ποὺ εἶχε αἰωνίως πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Στὴ διατύπωση
αὐτὴ ὑποκρύπτεται μία προαιώνια σχέση τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος, ὡς λόγος τῶν ὄντων, προϋπάρχει στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὸν Υἱό. Ὁ κόσμος δημιουργεῖται ἀσφαλῶς
ἐν χρόνῳ (ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν), ἀλλὰ ἡ
δημιουργία εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν Υἱό (βλ. τὴν ἐπισήμανση στὸ Προοίμιο τοῦ εὐαγγελίου: Πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν – Ἰωάν. 1,3).

Δημήτρης Μαυρόπουλος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: