Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΖΉΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΕΡΗΜΙΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΜΑΡΚΙΔΗ. ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ.





«Ένας ψυχολόγος θα έλεγε ότι αυτό είναι μια μορφή ψευδαίσθησης, μια πρακτική αυθυποβολής και αυτοδημιούργητη εξαρτημένων ανακλαστικών», είπε η'Εμιλι.

«Κοίτα, καθώς λέμε επανειλημμένα την Ευχή, όντως εθιζόμαστε και επηρεαζόμαστε από αυτή. Σίγουρα θα μπορούσε κανείς να προβάλει αυτό το επιχείρημα. Προσκολλάμε θα στα λόγια της προσευχής, τα οποία εκτοπίζουν όλους τους άλλους λογισμούς και τις σκέψεις που μας αποσπούν την προσοχή. Πιστέψτε με, η Προσευχή του Ιησού έχει τεράστια πνευματική δύναμη γιατί είναι εμποτισμένη με θεϊκή ενέργεια. Σαν τέτοια, καθαγιάζει την ύπαρξή μας. Καθαγιάζει την καρδιά και το νου μας και όλο μας το είναι. Βαθμιαία η ψυχή μας κολλάει στην Ευχή και γίνεται υπάκουη στο νόημά της».



«Πάτερ Μάξιμε, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι στην αρχή της προσπάθειάς μας ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι όσα μας αποσπούν την προσοχή», επεσήμανε ο Στέφανος. «Είναι δύσκολο να παραμείνουμε εστιασμένοι στην Ευχή». Ο Στέφανος και η Ερατώ εφάρμοζαν την Ευχή για πολλά χρόνια και είχαν γίνει πνευματικοί οδηγοί οι ίδιοι.

«Ακριβώς. Ο νους, όπως λέει ο Αβάς Ισαάκ, είναι ένα “ατίθασο αρπακτικό” που πετάει παντού, ιδιαίτερα σε μέρη όπου υπάρχουν πτώματα και βρομιά. Μοιάζει αδύνατον να τον ελέγξεις».

«Λόγω αυτής της τάσης, πολλοί αρχάριοι αποθαρρύνονται και τελικά εγκαταλείπουν», σημείωσε ο Στέφανος.



«Ναι, αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα», συμφώνησε ο πατήρ Μάξιμος. «Πολλοί μου λένε “Προσεύχομαι ξανά και ξανά, αλλά ο νους μου τρέχει εδώ κι εκεί. Δεν μπορώ να τον ηρεμήσω. Τη στιγμή που αρχίζω να απαγγέλλω την Ευχή, ο χρόνος φεύγει αμέσως και νιώθω χαμένος. Τελικά, δεν θυμάμαι καν αν προσευχόμουν ή όχι”.

Τους καθησυχάζω ότι στην αρχή αυτή η κατάσταση είναι αναπόφευκτη. Δεν πρέπει να απογοητευόμαστε ή να αποθαρρυνόμαστε. Αυτό που μας συμβαίνει δεν συμβαίνει μόνο σε εμάς. Είναι σημαντικό να επιμείνουμε και να μην τα παρατήσουμε ποτέ. Εκείνο που έχει σημασία είναι να βρισκόμαστε σε κατάσταση συνεχούς προσπάθειας. Πρέπει να λέμε συνέχεια την Ευχή και όταν αντιληφθούμε ότι ο νους μας περιπλανιέται, να τον επαναφέρουμε μαλακά στην Ευχή. Αναπόφευκτα θα αρχίσει να περιπλανιέται πάλι. Και πάλι θα τον επαναφέρουμε σε αυτό που κάνουμε. Με αυτό τον τρόπο ο νους μας δυναμώνει βαθμιαία και θα μπορεί να παραμείνει εστιασμένος στην Ευχή.




Δεν είναι εύκολη προσπάθεια, αλλά είναι πραγματική αγαλλίαση. Ένας άνθρωπος σαν το γέροντα Σεραφείμ, τον οποίο γνώρισαν η’Εμιλι και ο Κυριάκος, έχει αφιερώσει όλη 

τη ζωή του σε αυτή τη δραστηριότητα και είναι σαν ένα., αετός που άνοιξε τα φτερά του και πέταξε προς τον ορίζοντα. Έχει δει τα μυστήρια του Θεού και έχει γευτεί τη γλυκύτητα της αγάπης του Χριστού».

«Τι είναι προτιμότερο, να προσευχόμαστε σιωπηλά ή να λέμε την Ευχή μεγαλόφωνα;» ρώτησε η Έμιλι.

«Οι Πατέρες συμβουλεύουν ότι, στο αρχικό στάδιο, θα μας βοηθήσει περισσότερο αν τη λέμε μεγαλόφωνα», απάντησε ο πατήρ Μάξιμος.

«Αυτό είναι δύσκολο», επενέβη ο Αντώνης. «Ζούμε και εργαζόμαστε μαζί με άλλους. 

Θα ήταν δύσκολο να απαγγέλλουμε μεγαλόφωνα προσευχές. Φαντάσου να είσαι σε μια επαγγελματική σύσκεψη και να αρχίσεις να προσεύχεσαι μεγαλόφωνα». Ακολούθησε ένα ξέσπασμα γέλιου.

Ο πατήρ Μάξιμος κατένευσε. «Αντιλαμβάνομαι αυτή τη δυσκολία. Σε τέτοιες καταστάσεις μπορούμε να λέμε την Ευχή σιωπηλά, χωρίς να το προσέξει κανείς. Ο νους μας εξακολουθεί να είναι συνεχώς απασχολημένος με τον Θεό. Σε τελική ανάλυση, αυτό έχει σημασία. Όταν, όμως, το επιτρέπουν οι συνθήκες, είναι προτιμότερο να τη λέμε δυνατά».

«Γιατί;» ρώτησε η Γιασεμίνα.



«Γιατί έτσι είναι πιο εύκολο να εστιάσουμε το νου μας στην Ευχή στα αρχικά στάδια», απάντησε ο πατήρ Μάξιμος. Και συνέχισε: «Θα πρέπει να προσθέσω πως, όταν προσευχόμαστε, πρέπει να εστιάζουμε επακριβώς στα λόγια της Ευχής, ώστε ο νους μας να ξεπεράσει την τάση να περιπλανιέται. Δεν πρέπει καν να φανταζόμαστε εικόνες και επεισόδια από τη ζωή του Χριστού. Αυτά τα πράγματα και οι φαντασιώσεις μπορεί, μάλιστα, να είναι αντιπαραγωγικά ή και επιβλαβή για την πνευματική μας ζωή. Αντί γι’ αυτό, θα πρέπει με μεγάλη ταπεινοφροσύνη να εστιάσουμε στο νόημα των ίδιων των λέξεων και να απαγγείλουμε την Ευχή όσο πιο πολλές φορές μπορούμε.



Σας βεβαιώνω ότι ο άνθρωπος που ασκεί αυτή τη μορφή προσευχής και καθοδηγεί τη συνείδησή του τηρώντας τις εντολές του Θεού μπορεί να γίνει μαραθωνοδρόμος της πνευματικής ζωής. Τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει».

«Είναι η προσευχή μόνο αρκετή για την πνευματική ζωή;» ρώτησε η Γιασεμίνα.

«Παίζει κεντρικό ρόλο, φυσικά. Όμως, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η προσευχή μας θα είναι ανώφελη αν ταυτόχρονα δεν έχουμε φιλευσπλαχνία και έλεος. Η προσευχή μας θα είναι άχρηστη αν ταυτόχρονα κατηγορούμε και επικρίνουμε συνέχεια τους άλλους. Δεν γίνεται να προσευχόμαστε και ταυτόχρονα να παραδινόμαστε στα πάθη που υπονομεύουν τα πνευματικά θεμέλια της ζωής μας».

«Έτσι, παράλληλα με την προσευχή πρέπει να δουλεύουμε για να ξεπεράσουμε τον εγωισμό μας μέσα από διάφορες δραστηριότητες και πνευματικές ασκήσεις», είπε η Γιασεμίνα.



«Φυσικά! Το έχουμε συζητήσει αυτό πολλές φορές. Πρέπει να δουλέψουμε το στάδιο της Κάθαρσης για να απελευθερώσουμε την ψυχή μας από τα εγωιστικά πάθη. Αυτό είναι απαραίτητο πριν μπορέσουμε να γευτούμε τους καρπούς του Πνεύματος που θα μας οδηγήσουν στη Φώτιση και μετά στη Θέωση, την τελική μας ένωση με τον Θεό».

Ο πατήρ Μάξιμος συνέχισε επισημαίνοντας ότι, για την ορθοδοξία, τα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως η εξομολόγηση και η Θεία Κοινωνία, είναι πάντα διαθέσιμα για να βοηθήσουν τον άνθρωπο που αγωνίζεται πνευματικά.

«Μπορεί κάποιος να πει, τι γίνεται αν δεν μπορώ να εκπληρώσω αυτές τις τόσο υψηλές πνευματικές προσδοκίες;» είπε ο Λαύρος. «Δυστυχώς, υποκύπτουμε στους πειρασμούς συνεχώς».

«Αυτό είναι δεδομένο», απάντησε ο πατήρ Μάξιμος «Όμως, αυτό που μας επανασυνδέει με την ενέργεια της Ευχής είναι η μετάνοια. Ο άνθρωπος μαθαίνει πώς να μετανοεί και με αυτό τον τρόπο ζητά από τον Θεό έλεος και συγχώρηση. Τότε, η Θεία Χάρη επιστρέφει στην καρδιά του μέσα από την πρακτική της Ευχής».



«Για άλλη μια φορά, όμως», είπε ο Λαύρος, «πολλοί γνωστοί μου αναρωτιούνται πώς μπορείς να το κάνεις αυτό αποτελεσματικά ενώ ζεις στον κόσμο. Δεν είμαστε ούτε ερημίτες ούτε καλόγριες».


«Αν το θέλουμε πραγματικά, μπορούμε να βρούμε πολλές ευκαιρίες για να εφαρμόσουμε την Ευχή ενώ ζούμε τη ζωή ενός απλού ανθρώπου. Ασχολούμαστε καθημερινά με κάθε είδους δραστηριότητες που δεν απαιτούν ειδική αυτοσυγκέντρωση, όπως όταν πηγαίνουμε στη δουλειά ή μαγειρεύουμε ή καθαρίζουμε το σπίτι ή κάνουμε έναν περίπατο. Γιατί να μη γεμίσουμε αυτό το χρόνο με την επίκληση του Αγίου Ονόματος; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένας άνθρωπος που το κάνει αυτό σε τακτική βάση, δεν χρειάζεται άλλη μορφή προσευχής. Αυτή η συνήθεια μπορεί να είναι αρκετή για να κάνει την καρδιά να λειτουργήσει με τον τρόπο της αδιάλειπτης προσευχής».

«Είναι όμως πραγματικά αρκετό;» ρώτησε η Έλενα.



«Κοίτα, υπάρχουν δύο συνθήκες που μπορούν να βοηθήσουν σε τεράστιο βαθμό για να ενεργοποιηθεί η Ευχή στην καρδιά του ανθρώπου που προσεύχεται. Πρώτον, καλό είναι να εφαρμόζεις ένα σύντομο πνευματικό πρόγραμμα. Μπορεί κάποιος να αφιερώσει μερικά λεπτά σε ένα ήσυχο μέρος κάθε πρωί και κάθε βράδυ για να εστιάσει αποκλειστικά στην Ευχή. Στην αρχή δεν χρειάζονται πολλές ώρες γι’ αυτή την πρακτική. Μερικά λεπτά κάθε μέρα για την Ευχή θα είναι αρκετά. Δεύτερον, για να βοηθήσουμε την Ευχή να διεισδύσει στην καρδιά και να μείνει εκεί στη διάρκεια της μέρας, είναι σημαντικό να κάνουμε αυτό που οι Πατέρες ονομάζουν “πρωτόνοια”. Αυτό σημαίνει ότι μόλις ξυπνήσουμε και μέσα σε δευτερόλεπτα αφού ανοίξουμε τα μάτια μας, κάνουμε το σημείο του σταυρού και αρχίζουμε να επικαλούμαστε το Άγιο Όνομα. Είναι σαν να γεμίζουμε το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου μας για να μας φτάσει για τη διαδρομή της μέρας».




Ο πατήρ Μάξιμος συνέχισε λέγοντας ότι είναι σημαντικό να αρχίζεις την Ευχή αμέσως μόλις ξυπνήσεις, για να μην μπαίνουν στο νου άλλοι λογισμοί. Με αυτό τον τρόπο ο νους προσκολλάται στην επίκληση του Αγίου Ονόματος από την αρχή της μέρας σου.

«Όταν λέμε την Προσευχή του Ιησού», συνέχισε ο πατήρ Μάξιμος, «είναι επίσης σημαντικό να μην αφήνουμε να περνά χρόνος ανάμεσα στη μια προσευχή και την επόμενη. Η μια επίκληση πρέπει να ακολουθεί αμέσως την άλλη, ώστε να μη βρίσκουν είσοδο οι αρνητικοί λογισμοί για να εισέλθουν στο νου μας ανάμεσα στις δύο προσευχές. Με αυτό τον τρόπο, ο κύκλος της προσευχής δεν διακόπτεται.

Περιττό να πούμε ότι σε αυτό το έργο είναι πάντα παρών ο Θεός για να μας δώσει ένα χέρι.

 Επιπλέον, ως μέλη της Εκκλησίας, μπορούμε να ωφεληθούμε από τα μυστήριό της: οι πλούσιες προσευχές, οι ψαλμοί και όλες οι άλλες πνευματικές πρακτικές της λειτουργούν σε συνέργεια και μας βοηθούν στη συνεχή μας προσπάθεια να μάθουμε την υπέρτατη επιστήμη της πνευματικής ζωής. Με τέτοια συστηματική προσπάθεια από μέρους μας, μπορεί τότε να ευλογηθούμε από τη φώτιση της ψυχής μας μέσα από την εμπειρία του Άκτιστου Φωτός, όπως συμβαίνει ανά τους αιώνες στους βίους των αγίων και των γερόντων όπως ο Παίσιος και ο Σεραφείμ».

«Φαντάζομαι ότι με μια τέτοια φώτιση η ύπαρξή μας δεν θα είναι πια πρόβλημα», σχολίασε ο Λαύρος.



«Ακριβώς! Η Ευχή μπορεί να ξεκλειδώσει το μυστήριο της ζωής μας σε αυτό τον κόσμο», απάντησε ο πατήρ Μάξιμος. «Είναι σαν ένα κλειδί που θα μας οδηγήσει πίσω στον Παράδεισο, το μέρος όπου πρέπει να είμαστε. Όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να επιστρέφουν εκεί. Αυτή είναι η επιθυμία του Θεού για όλους μας.

Ενεργοποιώντας το νου μέσα από την επανάληψη της Ευχής, εμφανίζεται βαθμιαία η Θεία Χάρη και ωθεί τον άνθρωπο από το πρώτο στάδιο της λεκτικής προσευχής στη λεγάμενη “Καρδιακή Προσευχή”, όπως την ονομάζουν οι Πατέρες. Δηλαδή, η Ευχή γίνεται μια αυτοενεργοποιούμενη, αβίαστη και φυσική δραστηριότητα του νου και της ψυχής μας, όπως η αναπνοή».



«Φαντάζομαι», είπα, «ότι είναι σαν να μαθαίνεις να κολυμπάς ή να κάνεις ποδήλατο ή να οδηγείς αυτοκίνητο. Στην αρχή είναι πολύ δύσκολο, αλλά αφού το μάθεις, γίνεται κάτι αυτόματο και αβίαστο».



«Νομίζω ότι μπορεί να ισχύει μια τέτοια αναλογία», είπε ο πατήρ Μάξιμος. «Ο άνθρωπος προσεύχεται αρμονικά με όλες τις δυνάμεις του. Δεν υπάρχει τίποτα που να αποσπά την προσοχή του και την καρδιά του. Αυτή η δραστηριότητα δεν είναι πια κουραστική γι’ αυτόν που προσεύχεται. Η προσευχή γίνεται φυσική για την ψυχή, την τρέφει με κατάγλυκο μέλι. Η προσευχή δεν σταματά ποτέ, είτε ο άνθρωπος κοιμάται είτε είναι ξύπνιος».

«Θα πρέπει κανείς να λέει την Ευχή στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας;» ρώτησε ο Αντώνης.

«Σίγουρα. Είναι ένας χώρος ιδιαίτερα κατάλληλος για την Ευχή».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ Ο ΜΕΣΑ ΠΟΤΑΜΟΣ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: