Εργάτες έφτιαχναν ένα από τα δύο μονοπάτια, πού θα οδηγού-
σαν στο Μοναστήρι για να διευκολύνονταν οι προσκυνητές.
Ήταν Καλοκαίρι, ο Όσιος Παρθένιος επέβλεπε προσωπικά την
εργασία τους, όχι τόσο για να δίνει εντολές, αλλά για να τους συντροφεύει προσευχόμενος, φιλοτιμώντας τους στο κοπιαστικό έργο τους, δουλεύοντας όσο μπορούσε και ο ίδιος. Σε κάποια στιγμή ένας από τους εργάτες είπε:
– Τί καλά που θα ήταν, Γέροντα, να είχαμε δύο σύκα να γλυ-
καθεί το στόμα μας.
καί αποσύρθηκε σε κάποιο μέρος για να είναι αθέατος. Βλέποντας να παίρνει το άδειο καλάθι μαζί του, παραξενεύτηκαν. Ίσως και να γέλασαν... Η απορία τους όμως λύθηκε όταν γύρισε σε λίγο με το καλάθι γεμάτο σύκα ὡραιότατα και νοστιμότατα.
Όπως και στην περίπτωση του νερού, την άλλη μέρα έψαξαν σ’
όλη τη γύρω περιοχή, αλλά πουθενά δεν υπήρχε συκιά. Κατάλαβαν και πάλι το θαύμα. Αυτά τα σύκα που έφαγαν ήταν καρπός προσευχής, θείο δώρο, μιά ανακούφιση για τους κόπους που γίνονταν μέσα στον καύσωνα του θέρους. Η παρρησία του Οσίου είχε κάμει κι αυτό το θαύμα. Η προσευχή του είχε εισακουσθεί, διότι το έργο ήταν ιερό. Κατασκευαζόταν το μονοπάτι που εκατομμύρια φορές θα το βάδιζαν τα πόδια των αναρίθμητων προσκυνητών, που θα έρχονταν στη Μονή «εις ίασιν ψυχής και σώματος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου