Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Η ΜΟΝΑΧΗ ΣΥΓKΛΗΤΙΚΗ ΣΤΕΡΓΙΟΥ. Α ΟΙΚΗΤΟΡΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ. "Μετά από πολύ καιρό έντονης προσευχής, είδε στον ύπνο της ότι είχε στο στήθος της ένα δικέφαλο αετό, πού οι κεφαλές του την κοίταζαν καί της είπαν αυστηρά: «Γιατί δεν μάς πιστεύεις; Είμαστε δύο». Τότε εκείνη απάντησε ευλαβικά: «' Όχι Άγιοι Άγγελοι και συνοδοί μου, σάς πιστεύω, σάς πιστεύω»...







Η Γερόντισσα Συγκλητική καταγόταν από την Θεσσαλία. Γεννήθηκε στην Λάρισα στις 20 Οκτωβρίου 1920, ήμερα μνήμης των Αγίων Γερασίμου Κεφαλληνίας, Ματρώνας της Χιοπολίτιδος καί Μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου, Αγίους που τιμούσε καί ευλαβούνταν σε όλη της την ζωή. Όταν τό τέταρτο παιδί της οικογένειας καί βαπτίσθηκε Ειρήνη. Οι γονείς της ήταν πολύ σπουδαίοι καί ευσεβείς. Ό πατέρας της Ιωάννης Στεργίου ήταν μεγαλοδικηγόρος της Λάρισας, άνθρωπος απλός. ευγενής. γεμάτος καλοσύνη, ελεήμονας, όπως καί ή ευσεβής μητέρα της Μαρία που ήταν εγγράμματη -πράγμα σπάνιο για τις γυναίκες εκείνης της εποχής- καί καταγόταν από τις ένδοξες καί ιστορικές οικογένειες των Κουντουριωτών καί των Παπαστρατέων. Καί οι δύο τους φρόντισαν να δώσουν στα παιδιά τους καλή ανατροφή καί μόρφωση. Ή μικρή Ειρήνη στην πιο τρυφερή της ηλικία δοκίμασε την ορφάνια από πατέρα. Μεγάλωσε μέ τον πόνο της απουσίας του πατέρα καί μέ τον πόνο μιας μητέρας χήρας μέ τέσσερα παιδιά. Αποκορύφωμα εκείνης της δοκιμασίας της ήταν ή περίοδος της κατοχής πού την βρήκε 20χρονη.



Μεγάλωσε «εν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου» Ή οικογένεια της, της μετέδωσε την αγάπη για την Εκκλησία καί την πνευματική ζωή. Ήταν ευγενική, γλυκεία καί γεμάτη καλοσύνη καί αγάπη πού κληρονόμησε από τό οικογενειακό της περιβάλλον. Όταν μετακόμισαν μέ την μητέρα καί τα αδέλφια της στην Αθήνα, έπεσε στην αγκαλιά της Ο.Χ.Ε.Κ., δηλαδή της Ορθοδόξου Χριστιανικής Ενώσεως Κορασίδων, που βρισκόταν υπό την πνευματική καθοδήγηση του μακαριστού πατέρα Αγγέλου Νησιώτη. Ή καρδιά της απαλή όπως ήταν ρούφηξε σαν σφουγγάρι τις πνευματικές διδαχές καί μέσα της αναπτύχτηκαν συναισθήματα θείου έρωτα για μεγαλύτερη αφιέρωση στον γλυκύτατο Ιησού.



Σε κάποιο προσκύνημα στον 'Άγιο Νεκτάριο της Αίγινας μαζί μέ τον πατέρα Άγγελο καί τά μέλη της Ενώσεως επισκέφτηκαν τον Ησυχαστή της Αίγινας, τον μακαριστό, αγιασμένο Γέροντα Ιερώνυμο Αποστολίδη. Όταν ήρθε ή σειρά της να πάρει ευχή, εκείνος την κοίταξε διερευνητικά καί της είπε: «Εσύ του χρόνου τέτοιο καιρό θα είσαι μοναχή».
Καί θα έλεγε κανείς πώς οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί, γιατί πραγματικά τον Νοέμβριο της επόμενης χρονιάς, δηλαδή στις 21 Νοεμβρίου 1949, έφυγε από τον κόσμο καί κατατάχθηκε ως δόκιμη μοναχή στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Χιλιομοδίου Κορινθίας. Στην Μονή τότε ήγουμένευε ή οσιότατη μοναχή Άννα Λέπουρα, ή όποια ήταν πολύ διακριτική, ένας δυνατός πνευματικά άνθρωπος πού σήμερα συνευφραίνεται στον Παράδεισο μαζί με την Γερόντισσα Συγκλητική.


Παρά τις φοβερές άντιδράσεις των οικείων καί συγγενών της έμενε πιστή στο ιδανικό της, την ολοκληρωτική δηλαδή αφιέρωση της στον Νυμφίο της ψυχής της, τον Δεσπότη Χριστό. Από τό ξεκίνημά της ήταν ή τέλεια Νύμφη Του πού πολιτεύθηκε στην ζωή της ως τέκνο υπακοής καί δεν ξεστράτισε ποτέ στο παραμικρό από τό πρόγραμμα της Μονής.
Ή γλυκύτητα καί ή λεπτότητα των τρόπων της, όπως καί ή ωραιότητα καί ή γαλήνη της μορφής της, ήταν εκείνα πού την έκαναν σαν μαγνήτη πού τραβούσε τό ενδιαφέρον καί τον θαυμασμό των πολυάριθμων προσκυνητών της Μονής.


Ό Θεός την προόριζε για άλλου. Μέ έγγραφο τού τότε Μητροπολίτη Κορινθίας Προκοπίου στάλθηκε μόνη στα Γεράνεια όρη. Στόχος τού Μητροπολίτη ήταν να δημιουργηθεί εκεί πυρήνας για μια νέα αδελφότητα κοντά στο σκήνωμα τού Όσιου Παταπίου τον όποιο λάτρευε. Όταν τότε 31 Ιουλίου τού 1952.



Τό δέχθηκε μέ υποδειγματική αυταπάρνηση. Όταν μια νέα μόνη κοπέλα, χωρίς ανθρώπινη προστασία, χωρίς μάνδρα, χωρίς εξώπορτα σε ξέφραγο αμπέλι. Μοναδικό της όπλο ήταν τό κομβοσχοίνι, ή πίστη στον Θεό καί ή υπακοή στον Γέροντά της, τον πατέρα Νεκτάριο Μαρμάρινο, κτήτορα της Μονής τού Όσιου καί τότε πρωτοσύγκελο της Ιεράς Μητροπόλεως. Ζούσε σαν ασκήτρια. Για κρεβάτι είχε μια σανίδα πόρτας επάνω σε δύο τρίποδα στηριγμένη, για στρώμα μια κουρελού καί για ασφάλεια στο πρωτόγονο κελί, ένα στραβόκαρφο πίσω από την πόρτα.



Ή ημέρα της περνούσε μέ προσευχή καί μελέτη. Είχε αποκομίσει συγκλονιστικές εμπειρίες από τις αγρυπνίες πού έκανε μόνη της μέσα στο Σπήλαιο τού Αγίου όπως εκμυστηρευόταν ή ίδια. « Τις νύχτες πού αγρυπνούσα προσευχόμενη στο Ιερό Σπήλαιο άκουγα την ανάσα του Αγίου και αυτό γέμιζε την ψυχή μου μέ θεία παρηγοριά.



Άλλοτε άκουγα τό χτύπο από τό ράσο του καθώς έκανε και Εκείνος ρυθμικά μετάνοιες πλάι μου! Ήταν φανερό ότι ό Άγιος μέ αγαπούσε και ήθελε να δημιουργηθεί το μοναστήρι Του!». Τό νερό εκεί ήταν λιγοστό. Από μια πηγούλα πάνω στο βουνό έσταζε λίγο-λίγο και τό μάζευε για τις ανάγκες της σε μια πήλινη λεκάνη. Κάποτε ανέβηκαν 25 προσκυνητές στην Μονή. Αφού προσκύνησαν στο Σπήλαιο, είδαν   την φτώχεια της νεαρής καλόγριας και κουρασμένοι καθώς ήταν από την ανάβαση στο βουνό, τό μόνο πού της ζήτησαν ήταν νερό. Εκείνη, αφού τους σύστησε οικονομία, διαπίστωσε έκπληκτη όταν έφυγαν ότι περίσσεψε αρκετό νερό για τις ανάγκες της, γεγονός που ό Γέροντας τό απέδωσε σε θαύμα του Αγίου.
Κάθε βράδυ ανέβαινε στην πλαγιά καί άναβε φωτιά. Αυτό ήταν τό «σινιάλο» για τό Απόδειπνο. Καθώς άναβε την φωτιά, την έβλεπε ό Γέροντας από τό Λουτράκι καί έβαζε «Ευλογητός» για τό Απόδειπνο. ’Έτσι της κρατούσε «συντροφιά» κι έκαναν μαζί μέ τον Γέροντα την βραδινή προσευχή.



Μετά από τρεις μήνες μοναξιάς, τό 1952, ήλθε ή τότε Ηγουμένη Στυλιανή Γουσσοπούλου μαζί μέ άλλες δύο μοναχές καί έτσι ή αδελφότητα μεγάλωσε. Αμέσως συστήθηκε Ηγουμενοσυμβούλιο μέ πρώτο μέλος την Γερόντισσα Συγκλητική, ή οποία ήταν καί Γραμματέας καί Οικονόμος της Μονής ως κάτοχος απολυτηρίου τού όκταταξίου Γυμνασίου.
’Έτσι διαδόθηκε τό νέο ότι συστήθηκε Μονή στον Όσιο Πατάπιο καί δεδομένου ότι ό 'Άγιος έκανε πολλά θαύματα, άρχισαν να συρρέουν πολλοί προσκυνητές από την γύρω περιοχή και αργότερα από διάφορα μέρη της Ελλάδος.



Ή απροσποίητη καλοσύνη και ή αγάπη της μακαριστής Γερόντισσας έγιναν αφορμή να έλθουν και άλλες ψυχές και να μονάσουν στο νεοσύστατο Μοναστήρι τού Όσιου στα Γεράνεια Όρη. Άνθισε ή Μονή, βούιξαν τα Γεράνεια από τις κατανυκτικές αγρυπνίες και τις ψαλμωδίες των μοναζουσών. Ή Γερόντισσα Συγκλητική, πού ήταν καλλίφωνη, διακόνησε καί ως πρωτοψάλτρια στο αναλόγιο του Σπηλαίου.
Μετά από όλη αυτή την δυστυχία (κατοχή, εμφύλιος. πείνα, ορφάνια. προσφυγιά) αποτελούσε άθλο για νέες κοπέλες να στήσουν Μοναστήρι. Ό κόσμος όλος ήταν φτωχός, τό προσκύνημα ανύπαρκτο, οι ελλείψεις πολλές.
Ή ζωή τα πρώτα χρόνια κύλησε μέ πολλές δυσκολίες και στερήσεις. Τό νερό ήταν λίγο. Φύλαγαν τά νερά από την μπουγάδα για να χτίζουν. Δρόμος δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο ένα μικρό μονοπάτι και αυτό μακριά από την Μονή.



Όμως ό Άγιος ενεργούσε θαυματουργικά. Κάποτε δεν είχαν να βάλουν ντομάτα στο φαγητό τους καί έτρωγαν όλα τά φαγητά άσπρα. Μια μέρα όμως πού χαλούσε ό κόσμος από την βροχή καί τον αέρα, χτύπησε ή πόρτα. Βγήκαν έξω καί είδαν ένα παιδάκι μούσκεμα από την βροχή πού κρατούσε στα χέρια του ένα δεματάκι τυλιγμένο, βρεγμένο καί αυτό. Όταν τό ρώτησαν τί είναι, εκείνο είπε: «Μου τό ’δωσε ό μπάρμπα-Χαράλαμπος να σάς τό φέρω». Καί τί ήταν; Όταν λίγη ντομάτα για τό φαγητό. Αυτό τό παιδάκι είναι σήμερα ό Μητροπολίτης Γουμενίσσης, Άξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος, ό οποίος θυμάται τό συμβάν μέ συγκίνηση. Αφού δοκιμάστηκε σκληρά, έγινε ρασοφόρος μοναχή στις 5 Ιανουάριου 1953 με τό όνομα Συγκλητική για να τιμηθεί ή καθηγήτρια του γυναικείου μοναχισμού. Όσια Συγκλητική. 



Ύστερα από λίγα χρόνια αποφασίστηκε να την κάνουν μεγαλόσχημη στις 23 Αυγούστου. στα εννιάμερα της Παναγίας, χωρίς όμως να της το ανακοινώσουν. Της το φύλαγαν ως έκπληξη. Όμως κάποια μέρα πού την έστειλαν στην Αθήνα για ψώνια, φιλοξενήθηκε τό μεσημέρι σε συγγενικό σπίτι, όπου καθώς την πήρε για λίγο ό ύπνος, βλέπει έναν λευκοντυμένο νέο να της λέει: «Λοιπόν στις 23, ε;». Κατάλαβε πώς κάτι της απεκάλυπτε ό Θεός, καθώς ή ψυχή της γέμισε θεϊκή ευφροσύνη. Ανεβαίνοντας στο μοναστήρι την περίμεναν οι αδελφές οι όποιες μόλις την είδαν άρχισαν χαρούμενες να της λένε: «Τάξτε μας, τάξτε μας!». Εκείνη σεμνά καί λιτά τούς απήντησε: «Στις 23!». Όλες θαύμασαν για την απάντησή της, γιατί κανείς δεν της το είχε αποκαλύψει, ούτε τηλέφωνο υπήρχε ακόμη στην Μονή. Για την μεγαλοσχημία της ένα μόνο πράγμα ζήτησε: «Τό ράσο μου θέλω να μου τό φέρει ό Άγιος». Καί ώ τού θαύματος! Ό αείμνηστος πατήρ Άγγελος Νησιώτης οραματίστηκε τον Άγιο Πατάπιο καί τον άκουσε να τού λέγει: «Θέλω να μου φέρεις δύο ράσα, ένα για μένα και ένα ακόμη». Ανεβαίνοντας ό πατήρ Άγγελος στην Μονή είπε τα όσα τού συνέβησαν στον ύπνο καί τούς παρέδωσε τά ράσα. Τό ένα με τό όποιο έντυσαν τό άγιο λείψανο καί τό άλλο για την κουρά της Γερόντισσας. ’Έτσι χαρούμενη ή αδελφή Συγκλητική πείσθηκε ότι εισακούστηκε από τον Άγιο ή προσευχή της καί όλοι θαύμασαν το γεγονός. ’Έγινε λοιπόν μεγαλόσχημη στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου 1958.




Όταν πληροφορήθηκε ότι ή Μεγαλόσχημη μοναχή έχει δύο Αγγέλους (τους φύλακες της ψυχής και τού σχήματος), παρακαλούσε τον Κύριο να της αποκαλύψει το γεγονός. Μετά από πολύ καιρό έντονης προσευχής, είδε στον ύπνο της ότι είχε στο στήθος της ένα δικέφαλο αετό, πού οι κεφαλές του την κοίταζαν καί της είπαν αυστηρά: «Γιατί δεν μάς πιστεύεις; Είμαστε δύο». Τότε εκείνη απάντησε ευλαβικά: «' Όχι Άγιοι Άγγελοι και συνοδοί μου, σάς πιστεύω, σάς πιστεύω»...

Στην Μονή τού Όσιου πέρασε δώδεκα περίπου χρόνια, γεμάτα στερήσεις καί δοκιμασίες αλλά καί πνευματική δημιουργία. Τον Ιανουάριο τού 1963,
κατ’ οικονομία Θεού αναχώρησε μαζί με την Ηγουμένη Στυλιανή καί άλλες οκτώ αδελφές για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Νταοϋ Πεντέλης πάνω από την Ραφήνα Αττικής. Ένα ερειπωμένο Βυζαντινό Μοναστήρι πού χρειαζόταν γενική ανακαίνιση για να μπορέσει κάποιος να εγκατασταθεί εκεί. Στην Μονή αυτή παρέμεινε για 3χρόνια μέσα σε πρωτόγονες πάλι συνθήκες, αρχίζοντας πάλι από την αρχή για μια νέα δημιουργία.




Τον Μάρτιο όμως τού 1966 μέ υπόδειξη πνευματικών πήγε υπακούοντας στην Μονή του Αγίου Δημητρίου Καρακαλά στο Ναύπλιο ως Ηγουμένη. Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια στην ιστορική αυτή Μονή εργάστηκε άοκνα για υλικά καί πνευματικά πράγματα. Ξεκίνησε μέ άλλες τρεις μοναχές καί μέσα σε λίγα χρόνια ή Μονή αριθμούσε δώδεκα μοναχές. Κέρδισε την αγάπη καί την εκτίμηση τού κόσμου της περιοχής καί όχι μόνο, γιατί σκόρπισε την καλοσύνη, την αγάπη και την ελεημοσύνη μέ την ευρύτερη έννοιά της.



Μέ κακουχίες στα νιάτα της από διάφορες ασκήσεις, έχοντας ζήσει μέσα στην φτώχεια και την στέρηση, αγωνιζόμενη μέσα στο κρύο καί την υγρασία, φορτωμένη μέ θλίψεις, συκοφαντίες, αντιζηλίες, χτυπήθηκε νωρίς από πολλές αρρώστιες πού την ανάγκασαν να βρεθεί πολλές φορές στο χειρουργικό κρεβάτι. Καί σα να μην έφταναν αυτά, απέκτησε σάκχαρο καί στηθάγχη ή όποια την βασάνιζε πολύ καί είχε ως αποτέλεσμα να προσβάλλεται από βρογχοπνευμονίες σε σημείο που ή δύσπνοια καί ό πυρετός ήταν μόνιμα συμπτώματα, διότι είχε υποστεί καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια καί αργότερα αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
Στις αρχές της δεκαετίας τού 1980, ενώ βρισκόταν στον 'Άγιο Δημήτριο, είδε τό έξης αποκαλυπτικό όνειρο: "Ήταν μόνη γονατιστή στην αυλή μιας Μονής. Ξαφνικά σηκώνεται καί βαδίζει. Βρίσκει μπροστά της μια πόρτα κλειστή. 




Την ανοίγει καί βρίσκει άλλη. Καί ξανά τό ίδιο. Πέντε πόρτες άνοιξε καί βλέπει μπροστά της την αυλή τού Όσιου Παταπίου. Τό πρωί είπε στις αδελφές: «Παιδιά μου. απόψε είδα στον ύπνο μου αυτό κι αυτό. Πέντε θύρες της ζωής μου ήταν οι εξής: Ή Παναγία ή Φανερωμένη στο Χιλιομόδι πού ντύθηκα τα μαύρα της δοκίμου μοναχής ή μία, ή Μονή τού Όσιου μας πού πήρα τό Σχήμα ή άλλη, ό Παντοκράτορας στην Νταού Πεντέλης πού άρρώστησα ή άλλη, ό 'Άγιος Δημήτριος εδώ πού έγινα Ηγουμένη, ή τέταρτη καί ή τελευταία πού είδα καί την αυλή τού Όσιου είναι ή Μονή τού Όσιου Παταπίου, όπου ό Όσιος νιώθω πολύ καλά ότι μέ προσκαλεί καί πάλι να πάω». Μέ κλονισμένη την υγεία της από τά βάσανα καί τις στενοχώριες έφυγε καί εγκαταστάθηκε στην Μονή της Αγίας Μαρίνας Λουτρακιού, που ήταν μετόχι της Μονής τού Όσιου Παταπίου. Έτσι, λοιπόν ή Γερόντισσα άνοιξε την 5η πόρτα στην ζωή της καί βρέθηκε ξανά στην αυλή τού Όσιου εκεί, από όπου ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια. Όταν τότε Σάββατο της Τυρινής 28 Φεβρουάριου 1982.



Ή Γερόντισσα ζούσε κατ’ οικονομία Θεού καί ξεπερνούσε ανυπέρβλητα εμπόδια. Τά μάτια της ποτέ δεν στέγνωσαν από τά δάκρυα. Ό μεγάλος της φόβος ήταν, μήπως χάσει τον Παράδεισο. Αγώνας διαρκής από την αρχή ως τό τέλος. Καί στην Αγία Μαρίνα αρχικά υπήρχαν προβλήματα. Όμως οι φροντίδες τού πνευματικού πατέρα Νεκταρίου Μαρμάρινου καί ή αγάπη του να βοηθάει την αδελφότητα της έδιναν κουράγιο. "Ύστερα από λίγα χρόνια καί μέ τις απαραίτητες νομικές διαδικασίες καί την βοήθεια τού Μητροπολίτη Παντελεήμονα (Καρανικόλα), τό μετόχι μετατράπηκε σε ανεξάρτητη γυναικεία κοινοβιακή Μονή.




Επίσης υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή σχετικό προεδρικό διάταγμα τό όποιο εκδόθηκε στις 16 Ιουλίου 1990. παραμονή της γιορτής της Αγίας Μαρίνας. Ή Γερόντισσα Συγκλητική έκανε σα μικρό παιδί. ήταν απερίγραπτη ή χαρά της. Έκανε καί ξαναέκανε τον Σταυρό της συνέχεια. ’Έψαλλε τα απολυτίκια του Όσιου Παταπίου καί της Αγίας Μαρίνας με δάκρυα στα μάτια. Παρά την κλονισμένη υγεία της, δεν σταμάτησε τα έργα κοινωνικής εύποίίας καί προσφοράς. Αναδέχθηκε σε παρηγορήτρια για τούς πονεμένους καταταλαιπωρημένους από τα προβλήματα της ζωής καί ελεήμων στους οικονομικά τσακισμένους. Όλοι την λάτρευαν καί ό καθένας είχε να πει ένα καλό λόγο γι’ αυτήν.






Καί οι τέσσερις αδελφές που την άκολούθησαν καί την συντρόφευσαν ήταν οι Άγγελοι φύλακές της. Πολλά διδάχθηκαν από την συμβίωση μαζί της. Σχετικά μάς είπαν: «Όσα χρόνια ζήσαμε κοντά της -μεταξύ άλλων- μάς έκανε εντύπωση και τό έξης: Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, έπαιρνε ένα ξύλινο Σταυρό και «έσταύρωνε» επί 2 ώρες όσους ανθρώπους έθυμάτο απ’ αυτούς πού είχε γνωρίσει και όπου έμεναν. Τέλος, πριν κατακλιθεί έκανε αρκετούς μεγάλους σταυρούς στον Ουρανό και όταν την ρωτούσαμε, πού σταυρώνει, απαντούσε: «Σταυρώνω όλη την Γη να μην έχει εξουσία ό διάβολος στον κόσμο!». Τί μεγάλη ψυχή αυτή ή Γερόντισσα!
Το κομβοσχοίνι δεν έφευγε ποτέ από τά χέρια της. όπως καί ή Αγία Γραφή. Πάντοτε διάβαζε, σημείωνε, αντέγραφε. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε την υπομονή καί την καλοσύνη πού έδειχνε στις αδελφές. Με πραότητα καί δάκρυα τις νουθετούσε. Τους έλεγε μεταξύ των άλλων ότι «Πρέπει να παίρνετε πάντοτε τον αγαθό λογισμό και να μην κρίνετε». Τροφή της ψυχής της ήταν ή μελέτη, ή ακολουθία καί ή συχνή θεία Κοινωνία.




Μεταλάμβανε συχνά «εις ϊασιν ψυχής και σώματος». Λάτρευε τον Ιησού 
τόσο, πού ζητούσε να κοινωνεί καθημερινά! Διψούσε για το Ιερό Μυστήριο καί την δίψα αυτή προσπαθούσε να την μεταδώσει καί στην αδελφότητα της.


Ζούσε για να κοινωνεί καί έτσι διατηρούσε τις φυσικές καί πνευματικές της δυνάμεις. Κατά τά άλλα ή ζωή της ήταν ένα συνεχές μαρτύριο από τις πολλές αρρώστιες. Ένα χρόνο μετά από τότε πού έβαλε βηματοδότη, στις 2 Φεβρουάριου, μετά την Θεία Λειτουργία της Υπαπαντής μπήκε στο Νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ. όπου βρέθηκε ξαφνικά στην εντατική μονάδα λόγω αναπνευστικής δυσκολίας, απ' όπου μετά από 24 ημέρες έφυγε για τον ουρανό. στις 28 Φεβρουάριο 1997. Ήταν Σάββατο Τυρινής, ακριβώς μετά από 16 χρόνια από τότε που ήλθε στην Μονή της Αγίας Μαρίνας (28/2/1982 - 28/2/1997).



Προσευχόταν καί παρακαλούσε τον Θεό καί τούς Αγίους να φύγει από την ζωή ημέρα Ψυχοσάββατο, όπως καί έγινε. Στο διάστημα της νοσηλείας της ζήτησε καί κοινώνησε των Άχράντων Μυστηρίων πολλές φορές. Την ημέρα πού έφυγε, κοινώνησε στις 7 παρά τέταρτο τό απόγευμα καί ζήτησε αμέσως αγιασμό για να ξεπλύνει τό στόμα της! Τόση ευλάβεια είχε! "Ως τό τέλος! Ειρηνική καί γαλήνια παρέδωσε τό πνεύμα μετά από 2 ώρες, στις 9 παρά τέταρτο τό βράδυ.


Ή μορφή τού λειψάνου της ήταν όσιακή. ’Ήρεμη καί γλυκεία σαν να κοιμόταν. Ζεστή καί ευλύγιστη ως τον τάφο. Πολύς κόσμος έκλαψε γι’ αυτήν την ημέρα της ταφής καί πολλοί από αυτούς ομολογούσαν για τά σημεία αυτά της σωτηρίας της καθώς καί για τη λεπτή ευωδία πού έβγαινε από τον τάφο της.


Ή ίδια προ καιρού ζήτησε από τις αδελφές να ετοιμάσουν ένα χαμηλό ξύλινο τραπέζι σαν σχάρα ξύλινη για να τοποθετήσουν τό λείψανό της την ημέρα της εκδημίας της. Δεν ήθελε να τό βάλουν σε φέρετρο μέ πολυτέλεια καί τιμή. Ή μνήμη θανάτου ήταν ό αχώριστος σύντροφός της καί μιλούσε για τό τέλος της χωρίς αγωνία. Ένα την ένοιαζε: να μην χάσει τον Παράδεισο.
 Όλη ή ζωή της, ή αγάπη της, τά λόγια της θα μείνουν βαθειά ριζωμένα μέσα στις καρδιές τών αδελφών της συνοδείας της. Οι εύεργετηθέντες από αυτήν έδειξαν έμπρακτα την ευγνωμοσύνη τους την ημέρα της ταφής. Τίμησαν την μητέρα της υπομονής καί του πόνου ό Γέροντας Νεκτάριος, ιερείς, ή αδελφότητα της, 90 ακόμη μοναχές από διάφορα μοναστήρια της Ελλάδος καί πλήθος κόσμου.


Πολλές φορές την οραματίστηκαν οι αδελφές, καθώς καί αδελφοί λαϊκοί, καί τούς έδωσε παρηγοριά καί πληροφορία συνάμα για την σωτηρία της ψυχής της.


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: