Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Η ΜΟΝΑΧΗ ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΕΝΤΖΑΦΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΗ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ. ΛΟΥΤΡΑΚΙ. "Σταύρωνε τά χεράκια της, έσκυβε ταπεινά τό κεφάλι της και μονολογούσε: «υπομονή Ίσιδωρίτσα, μάζευε και ας ειν’ και ρώγες» και έτρεχε ξωπίσω μας σαν παιδούλα να μάς αγκαλιάσει, να μάς παρηγορήση, σάν να μην ήξερε τίποτα «ίνα μη τη λύπη καταποθώμεν ».







Η ΜΟΝΑΧΗ ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΕΝΤΖΑΦΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΗ.

Μετά την αναφορά μας στον Γέροντα Νεκτάριο Μαρμάρινο, πού είναι από τούς Γέροντες του βιβλίου πού βρίσκεται στην ζωή, θα γράψουμε και δύο φτωχικά λόγια για την Γερόντισσα της Μονής του Όσιου Παταπίου πού βρίσκεται «στάς δυσμάς» του βίου της, καθηλωμένη στο κρεβάτι τού πόνου από μακροχρόνια ασθένεια και αδυναμία των γηρατειών. Χαράσσουμε αυτές τις γραμμές για τον Γέροντα και την Γερόντισσα γνωρίζοντας ότι δεν τούς προσθέτουμε ούτε τούς αφαιρούμε κάτι. Δεν επαινούμε, απλώς φωτίζουμε κάποιες αξιομίμητες πλευρές της ζωής τους. ’Αν σήμερα αναφερόμαστε σε κάποια σημεία της μοναχικής τους πολιτείας στα όποια αποκαλύπτεται ή αρετή τους, γνωρίζουμε ότι αυτό προϋποθέτει μία ζωή σταυρωμένη...



Ή μοναχή Ισιδώρα, κατά κόσμο Κυριακή Μεντζαφού, γεννήθηκε στις 27 Φεβρουάριου 1924 στην Πετρούπολη Αττικής από γονείς πληγωμένους από τον πόνο της προσφυγιάς, μα ευσεβείς και καλόγνωμους.
Από μικρή ή Κυριακή έδειξε την κλίση της προς τον δρόμο της αφιερώσεως. "Ήταν παιδί καλό και υπάκουο στους γονείς του και αγαπούσε την προσευχή, την μελέτη, τον εκκλησιασμό. Ήταν συνετή, εσωστρεφής και φρόντιζε να στολίζει την ψυχή της μέ τις ευαγγελικές αρετές. Μετά την αποφοίτησή της από το Γυμνάσιο στον καιρό της Κατοχής, άκολούθησε το εκλεκτό παιδί του Αγίου Νεκταρίου, τον ευλαβή ιερέα, πρωτοπόρο κοινωνικό εργάτη και σπουδαίο ιεροκήρυκα, τον πατέρα Άγγελο Νησιώτη.




Τον άκολούθησε μέ αυταπάρνηση καταρτίζοντας το πνεύμα της μέ τις σωτήριες διδαχές του. ’Έξυπνη, φιλομαθής και εύστροφη καθώς ήταν δεν άργησε να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην Ο.Χ.Ε.Κ. ’Έγινε ένα από τά σπουδαία στελέχη της συνοδείας του κάνοντας κατηχητικά και κύκλους. Μιλούσε σε ναούς και σπίτια της Αθήνας, όπου έκανε κύκλους μελέτης Αγίας Γραφής σε γυναίκες και κορίτσια.

Όμως όλα αυτά γέμιζαν εν μέρει μόνο την ψυχή της. Κατά βάθος λαχταρούσε διακαώς να αφιερωθεί ακόμη περισσότερο στον Χριστό, την Εκκλησία και προσευχή. Τό 1961 ήλθε ή από Θεού κατάλληλη στιγμή για να προχωρήσει στην πραγματοποίηση τού σκοπού της.
Υπακούοντας πήγε στην Ιερά Μονή τού Όσιου Παταπίου στα Γεράνεια Όρη, όπου μόναζαν και άλλες πνευματικές κόρες τού πατρός Αγγέλου.



Μετά τό τέλος της θητείας της αδελφής Παταπίας ως Ηγουμένης τό 1968, την ηγουμενική ευθύνη ανέλαβε ή Κυριακή, πού κατά την κουρά της είχε πάρει τό μοναχικό όνομα «Ισιδώρα». Ή απόφαση αυτή πάρθηκε μέ την συμβουλή τού πνευματικού της Μονής πατρός Νεκταρίου, και μέ τη σύμφωνη γνώμη της αδελφότητας. Και αυτό διότι ή αδελφή Ισιδώρα ήταν υποδειγματική κατά την συμπεριφορά της μέσα στο ιερό κοινόβιο. Ή Μονή ήταν ό στίβος της αθλήσεως της, στον όποιο μέ ταπείνωση, αφάνεια, σιωπή, και κυρίως πολλή προσευχή, ακολουθούσε την εσταυρωμένη οδό τού Κυρίου.


Ως Ηγουμένη εργάστηκε μέ όπλο τό κομβοσχοίνι της και τά ιερά μυστήρια για την ωφέλεια των μοναζουσών και έγινε ή ίδια παράδειγμα υπακοής και ταπεινώσεως. Στις μοναχές της συνοδείας της έδειξε αγάπη και πολλή ανοχή. Αφιέρωνε τον χρόνο της για να ακούσει και να αναπαύσει ψυχικά την καθεμιά. Για να οικονομήσει και την τελευταία αδελφή. δεν δίσταζε να βάλει μετάνοια και να ζητήσει συγγνώμη για τις δικές της ελλείψεις. 



Ονομαστή θα μείνει για την ταπείνωση και την ανεξικακία της.
Από την καθαρή της καρδία και τον πλούτο των γνώσεων της συνήθιζε να μιλάει στην Τράπεζα και να κάνει ψυχωφελείς διδαχές σε συνάξεις της αδελφότητας κατά τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Ή ποιμαντική της τέχνη την ανέδειξε σε αξιοσέβαστη και στοργική μητέρα των αδελφών. Την ίδια αγάπη και μητρικότητα έδειχνε στα πνευματικά παιδιά της Μονής και τούς προσκυνητές, χωρίς να επιδεικνύει ή να προβάλλει τον εαυτό της και την θέση της. Ό λόγος της ήταν πάντοτε «αλάτι ήρτυμένος», διανθισμένος από την σοφία της Αγίας Γραφής και την πείρα τών Πατέρων και Ασκητών της Εκκλησίας μας. Μέ τό καλοσυνάτο χαμόγελο που πρόδιδε την ευγένεια της ψυχής της έδινε όλοκάρδιες ευχές λέγοντας τό ψαλμικό: «Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι! ».
  


Ή υπομονή της σε όλη την ζωή της υπήρξε παροιμιώδης. Ή εν προσευχή σιωπή της κοσμούσε όλη την ζωή της. Μαζί με την διαποίμανση των αδελφών, σήκωσε και τον Σταυρό των ασθενειών τις όποιες αντιμετώπιζε προσευχόμενη και με ακατάβλητη ψυχική δύναμη.
Την Κυριακή 28 Ιουλίου 2007 έγινε με μεγαλοπρέπεια και κατάνυξη ή ενθρόνιση της ως επίσημης Καθηγούμενης. Την τελετή έκανε ό Μητροπολίτης Κορίνθου, συμπροσευχομένων τού Γέροντος Νεκταρίου και πολλών μοναζουσών από τις μονές της περιφέρειας. Ή Γερόντισσα έλαμπε από χάρη Θεού και τό γεγονός αυτό ήλθε να δώσει χαρά στην αδελφότητα λίγο προτού καθηλωθεί στο κρεβάτι τού πόνου τό 2008. Ή γνώμη τού Μητροπολίτη Κορίνθου και τού Γέροντα Νεκταρίου ήταν να μείνει στην θέση της Ηγουμένης ως την κοίμησή της. Συγχρόνως όμως αποκατέστησαν μέ ψηφοφορία τό διοικητικό κενό μέ κατάλληλες αδελφές. ’Έτσι ή ευχή της, ασπίδα προστασίας για την Μονή, διοχετεύει πλούσια την ευλογία τού Θεού στην αδελφότητα της.


Μέ τον προσευχόμενο νου, την Ιώβεια υπομονή και τά αστείρευτα δάκρυά της διοικείται και ευσταθεί τό Μοναστήρι. Εύχόμεθα και εμείς ταπεινώς να έχει όσιακά και ειρηνικά τέλη, γνωρίζοντας
ότι «ή δύναμίς της εν άσθενεία τελειοΰται».



Ή Γερόντισσα Ισιδώρα κοιμήθηκε εν Κυρίω την Δευτέρα 27η Οκτωβρίου 2014. στις 06:30 π.μ. Ή αδελφότητα της Μονής υπό την νέα Ηγουμένη Χρυσοβαλάντη Μοναχή (έξελέγη στις 10 Νοεμβρίου 2014) συνέταξε μία υπέροχη επιστολή εις μνήμην της μακαριστής Γερόντισσας την όποια παραθέτουμε αυτούσια και αυτό διότι εκφράζει τό πνεύμα και την ψυχή της Μονής για την πνευματική μητέρα των αδελφών.

«Ήμερες, μήνες, χρόνοι, αιώνες, παρόν και μέλλον και ανάμεσα τους καθημερινότητες ποικιλόμορφες φορτωμένες αρετή και πάθος και λάθος και γη και ουρανό και αγιότητα και ματαιότητα. Αυτό είναι τό ξημέρωμα και τό νύκτωμα κάθε ανθρώπου στην γη των ανθρώπων- και ή ψυχή και τό σώμα τών υπάρξεων μας Αγωνίζεται εν γνώσει ή εν άγνοια, να ισορρόπηση ανάμεσα σε όλα αυτά τον χρόνο της ζωής μας.



Και ό Θεός «ός τά πάνθ’ όρά» διευθετεί και συντονίζει τη άγαθότητι Αυτού τό πέρασμά μας, από τον αιώνα τού πάθους προς την αιωνιότητα της σωτηρίας μας.



Μάς χαιρέτησε -δεν έφυγε- στις 27 Όκτωβρίου τού χρόνου πού διανύουμε (2014) ή σεβαστή, πολυαγαπημένη, Ανεπανάληπτη Γερόντισσά μας, ή Γερόντισσα Ισιδώρα «άκούσασα της φωνής Αύτού» για να συνάντηση ή ψυχή της «ον ήγάπησε» -σ’ αυτό τό ταξίδι πού όλοι μας θα πορευθούμε όταν στο πλήρωμα τού χρόνου ό Θεός μάς προστάξει να κάνουμε.
Πώς να περιγράψεις έναν άνθρωπο πού για 45 ολόκληρα χρόνια μέσα από την διακονία της πνευματικής μητρότητας Αγωνίζονταν και μοχθούσε για τις ψυχές μας και τά σώματά μας, πού ποθούσε και λαχταρούσε «ίνα Χριστόν κερδίσωμεν;». Τι να πής γι’ αυτήν που δάκρυσε, πόνεσε πάνω άπ’ τις πληγές μας, που σκορπούσε χαμόγελα και άγαθότητα. και απέραντη αγάπη και καλωσύνη και συμπάθεια και ανοχή στις χαρές και τις λύπες μας; Πώς να περιγράφης την απέραντη ταπείνωσή της όταν την πλήγωναν οι μικρότητες και οι αδυναμίες του δικού μας πάθους;


Σταύρωνε τά χεράκια της, έσκυβε ταπεινά τό κεφάλι της και μονολογούσε: «υπομονή Ίσιδωρίτσα, μάζευε και ας ειν’ και ρώγες» και έτρεχε ξωπίσω μας σαν παιδούλα να μάς αγκαλιάσει, να μάς παρηγορήση, σάν να μην ήξερε τίποτα «ίνα μη τη λύπη καταποθώμεν ».


Ή Γερόντισσά μας δεν υπήρξε «φανταχτερή» Ηγουμένη. Δεν την ήξερε ίσως ούτε ή αυλή τού Μοναστηριού. Δεν φορούσε μανδύες, δεν μοίραζε δημόσιες σχέσεις και χειροφιλήματα, δεν την προσκυνούσαν για τό ηγουμενικό της αξίωμα οι επιφανείς, δεν κρατούσε σχέσεις προβολής, ήταν «άφαντη» και «αδιάφορη» από τις τιμές και τά χειροκροτήματα. Την γνώριζε όμως ό Θεός μέσα από την μεγάλη της ταπείνωση, την απλότητα της, την αγαθότητα της, την πανέμορφη πλούσια ελεημοσύνη της, την πτωχεία της, την αστείρευτη αγάπη της προς πάντας, την ανεπανάληπτη υπομονή της.
Στόλισε για χρόνους μάκρους έκτος από τον ηγουμενικό θρόνο και τό αναλόγιο της Μονής. Τό δεξιό ψαλτήρι φέρει τη σφραγίδα και την παρουσία της. Τά δάκρυά της, καθώς από καρδίας έψελνε τά μεγαλεία τού Θεού, νότιζαν τό φτωχικό της στασίδι στο χώρο τού Ναού. Τά πάντα στη ζωή της ήταν «εν πόθω θερμώ».


Γεννήθηκε εν Χριστώ, άναγεννήθηκε εν Χριστώ, τελείωσε εν Χριστώ.
Αυτή ήταν σε μια μικρότατη περίληψη ή άλησμόνητη Γερόντισά μας. Μεγάλη μέσα στην ταπείνωσή της, φωτεινή μέσα από την άπουσία των άπολαύσεων του παρόντος αίώνος του άπατεώνος. Ή καλημέρα της και ή καληνύχτα της δοξολογία Θεού. Εκκένωσε έαυτήν ίνα τούς πάντας κερδίση.
Απούσα και παρούσα πλέον στη ζωή της Αδελφότητος.
Ας της χαρίση ό Θεός τον Παράδεισο ον από παιδός έπόθησε και ή ευχή της να συνοδεύη τα πτωχά βήματά μας στον αγώνα για την σωτηρία και την Αγάπη Του.


Με απέραντο σεβασμό στη μνήμη της και την προσφορά της Αδελφότης Ιεράς Μονής Όσιου Παταπίου».
Στον τάφο της μεταξύ των άλλων γράφτηκε:
«Ανάστα, έλθέ πλησίον μου,
καλή μου, περιστερά μου, ότι
ιδού ό χειμών παρήλθεν»
(Ασμα ασμάτων, β',10-11)

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: