»Όταν έφτασε ή ώρα του θανάτου μου, είδα πρόσωπα πού ποτέ ώς τότε δεν είχα δει, άκουσα λόγια πού ποτέ ως τότε δεν είχα ακούσει. Τί να πω; Μεγάλες συμφορές μέ βρήκαν, εξαιτίας τών πράξεών μου, συμφορές γιά τίς οποίες δεν γνώριζα τίποτε. Αλλά μέ τίς προσευχές καί τή βοήθεια του κοινού πατέρα μας Βασιλείου απαλλάχτηκα άπ’ αυτές.
»Όταν τό τέλος μου πλησίαζε καί ή ώρα της μεταστάσεώς μου ήταν πια πολύ κοντά, είδα πλήθος δαιμόνων σάν Αιθίοπες να κυκλώνουν τό κρεβάτι μου. Τά πρόσωπά τους ήταν μαύρα σάν την καπνιά καί την πίσσα, τά μάτια τους σάν αναμμένα κάρβουνα καί ή όψη τους άγρια σάν την ίδια την πύρινη γέεννα. Άρχισαν να δημιουργούν ταραχή καί θόρυβο. Άλλοι μούγκριζαν σάν τά ζώα καί τά θηρία, άλλοι γάβγιζαν σάν τά σκυλιά καί άλλοι ούρλιαζαν σάν τούς λύκους. Βλέποντάς με, μάνιαζαν, απειλούσαν, ορμούσαν εναντίον μου, έτριζαν τά δόντια τους καί έδειχναν πώς ήθελαν να με καταβροχθίσουν. Στο μεταξύ, άνοιγαν περγαμηνές καί ξετύλιγαν κυλίνδρους, όπου ήταν γραμμένη κάθε κακή μου πράξη, λες καί περίμεναν κάποιον δικαστή.
»Ή φτωχή μου ψυχή κυριεύθηκε από μεγάλο φόβο καί τρόμο. Δεν ήταν μόνο ή θλίψη τού θανάτου πού μέ ταλαιπωρούσε, ήταν καί ή τρομερή θέα καί ή μανία των φοβερών εκείνων Αιθιόπων, πού αποτελούσαν γιά μένα έναν άλλο οδυνηρό θάνατο. Έπαιρνα τά μάτια μου από πάνω τους, προσπαθώντας ν’ αποφύγω τά φρικτά πρόσωπά τους, άλλά δεν μπορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτούς, γιατί κινούνταν συνεχώς ολόγυρά μου. Κανέναν δεν είχα να μέ βοηθήσει.
»Είχα πια αποκάμει, όταν είδα δύο φωτεινούς αγγέλους τού Θεού, μέ τίς μορφές πανέμορφων νέων, να έρχονται κοντά μου. Τά πρόσωπά τους έλαμπαν καί τό βλέμμα τους ξεχείλιζε από αγάπη. Τά μαλλιά τους ήταν λευκά σάν τό χιόνι μέ χρυσαφένιες ανταύγειες. Φορούσαν ρούχα αστραφτερά καί στη μέση τους είχαν φαρδιά ολόχρυσα ζωνάρια. Πλησιάζοντας στο κρεβάτι μου, στάθηκαν στη δεξιά πλευρά του καί άρχισαν να συνομιλούν χαμηλόφωνα. Τούς κοίταζα μέ χαρά καί ανακούφιση. Οι Αιθίοπες, βλέποντάς τους, ταράχθηκαν καί υποχώρησαν. Ό ένας από τούς φωτεινούς νέους γύρισε καί τούς είπε μέ οργή:
»— Αδιάντροποι, καταραμένοι, μαύροι καί μοχθηροί εχθροί τού ανθρωπίνου γένους! Γιατί πάντοτε τρέχετε σ’ εκείνους πού πεθαίνουν, καί γιατί σπέρνετε τόν τρόμο καί την ταραχή σε κάθε ψυχή πού χωρίζεται από τό σώμα; Μή χαίρεστε, όμως! Τώρα δεν πρόκειται να βρείτε τίποτα. Ό Θεός έχει ελεήσει αυτήν εδώ την ψυχή, καί δεν έχετε κανένα δικαίωμα πάνω της.
»— Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα πάνω της; Καί τά άμαρτήματα, πού έχουμε γραμμένα έδώ, ποιανού είναι; Αυτή δεν ήταν πού έκανε καί τούτο κι εκείνο...;
»0ι άγιοι άγγελοι είπαν στον θάνατο:
«Καθώς μέ κρατούσαν οι άγιοι άγγελοι, οι δαίμονες πλησίασαν, φωνάζοντας:
»— Αναρίθμητες αμαρτίες έχει αυτή ή ψυχή. "Ας απολογηθεί!
»— Άγγελοι τού Θεού, αυτή ή ψυχή μέ υπηρέτησε με αυταπάρνηση στα γηρατειά μου. Παρακάλεσα, λοιπόν, τόν Κύριο να μου τή χαρίσει, κι Εκείνος ικανοποίησε τό αίτημά μου.
»— Όταν θα περνάτε από τά τελωνεία τού αέρα, καί τά πονηρά πνεύματα θα πασχίζουν να κρατήσουν την ψυχή, μ’ αυτά να πληρώνετε τά χρέη τών αμαρτιών της. Μέ τή χάρη τού Θεού είμαι πλούσιος• μάζεψα μέ ιούς κόπους μου πολλούς θησαυρούς, από τούς οποίους προσφέρω τούτο τό πουγγί στήν ψυχή πού μέ υπηρέτησε.
»Αυτά είπε κι έφυγε. Τά πονηρά πνεύματα, αμήχανα, έμειναν γιά λίγο σιωπηλά. "Ύστερα εξαφανίστηκαν μέ θρηνητικές κραυγές.
Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο
Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου