Ό
τραχύς στην γλώσσα καί τρυφερός στους τρόπους
Τό
1967, με τις ευλογίες του γέροντα Άμφιλοχίου του Πατμίου, τρεις αδελφοί
έπισκεφθήκαμε το Αγιον ’Όρος. Μια παλιά γνωριμία μάς έφερε στην κέλλα του μοναχού
Παϊσίου. Του ζητήσαμε να μάς υπόδειξη κάποιους πνευματικούς ανθρώπους να ακροασθούμε
λόγον αγαθόν. Αποκρίθηκε:
-
Ό λόγος πού βρισκόμαστε σ’ αυτήν την έρημο είναι ή ησυχία
καί ή αφάνεια.
Αλήθεια
είναι πώς δεν είχε αρχίσει ακόμη ό αλληλοθαυμασμός μεταξύ των Γεροντάδων, πού
είναι καθαρό προϊόν ευσεβισμού:
«Εκεί υπάρχει λύκος· μη περάσεις. Πιο ’κει βόσκουν πρόβατα· πλησίασε άφοβα».
Έτσι, έμπασαν οί κελλιώτες Γεροντάδες μοναχούς σε μοναστήρια πού δεν πλησίαζε άνθρωπος.
Άπό
άλλον νεώτερο μοναχό πληροφορηθήκαμε πώς στα Κατουνάκια
υπάρχει ιερομόναχος πού κάνει τον αγώνα του, χωρίς
να γίνεται καθόλου λόγος για προορατικά, προφητικά καί
θαυματουργικά χαρίσματα. Καλογερικές κουβέντες:
«Αγωνίζεται».
Ψάχνοντας
τον Έφραίμ, βρεθήκαμε στά Κατουνάκια. Ή αδελφότητα
των Δανιηλαίων είναι άπό παλιά ένα καλό στέκι, γιά νά φέρη κανείς γυροβολιά τήν
«έρημο», όπως χαρακτηρίζονται εκείνα τα βραχώδη τόπια του ’Άθωνα. Στην συνοδία
αυτήν ό μετά τον Γέροντα πατήρ Μόδεστος ξεχώριζε
για
τό ιλαρόν του προσώπου, τήν ακακία του τρόπου του καί
τήν
απλότητα τής καρδιάς. Αργότερα, πού έγινε Γέροντας
του
Κελιού, αυτά έγιναν εμφανή και επίσημα στολίδια στο
πρόσωπο
του πατρός Μοδέστου. Ήταν καί αυτός γνήσιο παιδί τής αθωνικής πολιτείας. Ό απλός
καί ανεπιτήδευτος λόγος του ήτανε νάμα Χάριτος. Τό χέρι του τό ασπαζόσουν όπως
του Χριστού καί τής Παναγίας στις άγιες εικόνες. Έφερνε καί αυτός σεβαστικά τό
ψωμί στο στόμα του σαν τούς
παλιούς
ανθρώπους. Μειδιούσε σαν παιδί καί σοβαρευότανε
σαν
μεγάλος μέσα στήν ελαχιστότατα του. Μιλούσε όχι από
καθέδρας,
άλλ’ από τον σκίμποδα του αγιορείτου μαθητού.
Σπάνιες
χάρες σήμερα. Που «γεροντισμός» στον γέροντα Μόδεστο καί «σοβαρότητα» ικανού
διδασκάλου; Μιλούσε, καί ρόδιζε
τό πρόσωπό του σαν ντροπαλή παιδίσκη.
«Κύριε,
μη μάς στερήσεις από τήν παρουσία τους. Δίνε μας
πάντα
τέτοια “κάντρα”».
Κι
άλλη μια συνοδεία μάς εγκαρδίωσε: του γέροντα Χριστόδουλου. Τό Κελί βρισκότανε
κάτω από τούς Δανιηλαίους προς τα Καρούλια. Ό Γέροντας κι ό υποτακτικός μάς
υποδέχθηκαν στήν αληθινή άετοφωλιά τους σαν παλιούς γνώριμους. Εκείνο πού
άβίαστα διέκρινες ήταν ό αλληλοσεβασμός
μεταξύ τους· ήταν άλλωστε καί οί δύο ήλικιωμένοι.
Ό καθένας κοίταζε να κρυφτή πίσω από τον άλλον,
γι’ αύτό φαίνονταν καί οί δύο. Μόνον ό Γέροντας, χωρίς
να τον διορθώνη ό υποτακτικός, συνομιλούσε, να μη χαλάση
τήν ήσυχία του τόπου. Είχαμε ένα κοινό σημείο
επαφής.
Αυτό ήταν ό θαυμασμός μας στον όσιο Χριστόδουλο τον Λατρινό.
Μιλούσε ό Γέροντας
για τον Όσιο, από τήν
Λίμνη τής Εύβοιας πού καταγότανε. Καί εμείς πάλι για τον
'Όσιο συνδιαλεγόμεθα, από τήν Πάτμο πού προερχόμαστε. Όμορφες ανοιξιάτικες
συναντήσεις, πετροκότσυφες
καί αηδόνια, στις βραχώδεις παρυφές του
’Άθωνα.
Τον
ρωτήσαμε για τους «ζηλωτές». Απήντησε ευθέως:
- Εμείς, παιδί μου, είμαστε αγράμματοι
άνθρωποι. Τό
έργο
τής ζωής μας είναι ή προσευχή καί ή λατρεία. Ή ευθύνη είναι των κρατούντων στην
Εκκλησία καί των μορφωμένων κληρικών καί λαϊκών. Εμείς ακολουθούμε την Εκκλησία.
Ακούμε πολλά. Σφίγγεται ή καρδιά μας. Ό Θεός νά μάς
έλεήση.
Αύτή
ήταν ή μία πλευρά τών Κατουνακίων. Στην άλλη φθάσαμε,
όταν οί καυτές ακτίνες του ήλιου -ήταν τέλος του μήνα
θεριστή- έγλειφαν τις τελευταίες νοστιμιές τών βράχων. Προχωρημένο απόβραδο
φθάσαμε στήν καλύβα του Όσιου Έφραίμ. Μέσα σέ θαμπό φώς διεκρίνετο ή φιγούρα του
Γέροντα.
Υψίκορμος καί δεμένος όπως ήτανε φάνταζε σαν
γερασμένος
κορμός πλατάνου. Αργότερα μου διηγείτο:
- Καί τις τέσσερις πεζούλες του κήπου μας
τις έσκαβα μόνος μου μέ τό δικέλλι. Τώρα προτείνω στους υποτακτικούς να
πιάση ό καθένας από μιά πεζούλα να σκάψη καί μου καμώνονται πώς δέν μπορούνε
(άλλος έχει τήν μέση του, άλλος τά
χέρια του) καί ζητάνε φρέζα.
- Παιδιά μου, ή μηχανή θά καταστρέψη τήν
ήσυχία του τόπου.
- ’Όχι, Γέροντα· να πάρουμε φρέζα.
- Έ, πάρτε καί χέζα να ήσυχάσετε.
Ό
παπα-Έφραίμ εκείνα τά χρόνια δέν ήταν όνομα μεγάλο στον ’Άθωνα. Κάποιοι
δειλά-δειλά σιγοψιθύριζαν γιά
τήν
αξία του λόγου του. Μέχρι καί τό ’78, πού ζητήσαμε από
γείτονά
του να μάς δείξη τό μονοπάτι πού οδηγεί στήν κέλλα του, μάς είπε:
- Έχω ακούσει πώς έχει καλή διδαχή καί
έχω λογισμό
να
τον έπισκεφθώ.
Ό
Γέρων εκείνο τό ευλογημένο βράδυ μάς υποδέθηκε μέ περισσή καταδεκτικότητα. Μάς οδήγησε
στην εκκλησία καί
ξοπίσω του ακολουθούσε γέροντας ξυπόλυτος, πού φαινόταν τα γηρατειά να του σκόρπισαν
τον νου καί είχε απόλυτη εξάρτηση από τον παπα-Έφραίμ. 'Όταν του συστηθήκαμε
πώς είμαστε θεολόγοι, μάς κοίταξε μ’ ένα μειδίαμα συμπάθειας πού μάς προσγείωσε
αμέσως. Βρε τί μάθαμε στο σχολειό καί τί πάθαμε στην έρημο! Ήταν φοβερό: εμείς
τα είκοσιπεντάχρονα παιδαρέλια να συστηνώμαστε θεολόγοι σ’ ένα λευκασμένο
Γέροντα τής έρημου! Πήραμε μάθημα δυνατό καί τό κρατώ ακόμη:
- Καλά μου παιδιά, θεολόγος είναι αυτός
πού όμιλεί μέ τον
Θεό καί όχι αύτός πού σπουδάζει θεολογία.
Ό
γέρος μάς άφησε να επιστρέφουμε στούς Δανιηλαίους καταγοητευμένοι.
Φορτίσαμε τό είναι μας από την σκηνή τής έρημου
καί ήταν αλήθεια, γιατί καί αργότερα, οσάκις τον απαντήσαμε,
φορτωμένοι φύγαμε από τον παπα-Έφραίμ.
Είχε
μια άληθινότητα καί στον τρόπο καί στον λόγο του.
Κάθε
φορά πού βρισκόμουν στο Κελλί του ακουμπούσε τό ξεροδερμάτινο μάγουλό του στο
δικό μου καί έλεγα καθ’ εαυτόν: «Μη παραδοξής· παίρνεις Χάρη καί δίνεις
αμαρτία». Θυμόμουνα πώς ό αββάς Ζωσιμάς φίλησε την όσια Μαρία στο κατάξερο
στόμα της, για να πάρη Χάρη.
'Όταν
πνευματικός του αδελφός του έμπιστεύθηκε: «Θά υπάγω
στο νησί μου να αφυπνίσω τον μοναχισμό· αν δεν τό πετύχω,
θά πετάξω τά ράσα», γιά χρόνια δεν μπορούσε να τό
διασκεδάση.
- Επιτέλους ποιοι είμαστε, ακόμα καί τον
Θεόν να απειλούμε; Είναι ασέβεια, άγιε καθηγούμενε, καί μόνον πού τό συλλογισθήκαμε,
όχι να τό λέμε κιόλας.
Καί
αργότερα έλεγε:
- Μέ την άξιωσύνη πού του έδωσε ό Θεός
κάτι πέτυχε.
Αλλά
καί ό διάβολος μερίδα μεγάλη κράτησε γιά τον έαυτό του. Ακούστηκαν πολλά καί
έφυγε διωγμένος.
'Όταν
τον ρώτησα για θέματα έξομολογήσεως, μου ομολόγησε πώς εκείνος ποτέ δεν
μελέτησε Κανόνες, γι’ αύτό δεν εξομολογεί.
- Τό έργο που καλλιέργησα εδώ που κάθομαι
είναι ή προσυεχή.
Ρώτησα:
- Να διαλεχθώ με άλλους ήγουμένους καί
Γεροντάδες;
Καί
μου άποκρίθηκε:
- Ούδαμώς. Να κράτησης ότι παρέλαβες από
τους γέροντες Φιλόθεο καί Άμφιλόχιο. Καί εγώ αύτά θά κρατήσω.
Ένώ
ήταν άνθρωπος τής προσευχής, δίδασκε την ύπακοή:
-
Γίνου πτυελοδοχείο, καθίκι του Γέροντά σου.
Άναφερόμενος
στον εαυτό του, έλεγε:
-
Τριάντα δύο χρόνια έκανα υποτακτικός στον γέροντα Νικηφόρο, ό όποιος «έχανε».
Τον παρακαλούσα να φέρουμε με λίγες σωλήνες τό νερό στο Κελλί, γιατί «τα χρόνια
πέρασαν καί δεν μπορώ να τό κουβαλώ από τόσο μακριά».
-
Οχι -ο Γεροντας- αυτή είναι ή καλογερική.
Τό
τρίπτυχο τής διδαχής του ήταν: « από τήν ύπακοή ή προσευχή καί άπό τήν προσευχή
ή θεολογία».
-
Κάποτε έργοχειροϋσα, σκάλιζα σφραγίδες, καί συγχρόνως μαγείρευα. Πέρασε ό αδελφός
καί μου λέγει:
«Κοίταξε τό φαγητό». Κι ένώ βρισκόμουνα σέ ώρα
Χάριτος,
δεν
υπάκουσα τον αδελφό. Καί την προσευχή έχασα καί τό
φαγητό
έκαψα.
Στην
ύπακοή στεκόταν ό γέροντας Έφραίμ, ώς την βάση
του
μονήρους βίου.
- Στον μοναχισμό τα πάντα στήν ύπακοή
στηρίζονται.
Άπό
’κει αρχίζει ή πνευματική ζωή καί εκεί τελειώνει.
Οί
Γεροντάδες του ήταν απλοί άνθρωποι. Είχαν εργόχειρο τήν ψαρική. Παρ’ όλο πού
δεν διέθεταν αυτά πού ζητούσε ό παπα-Έφραίμ, παρέμεινε στήν ύποταγή καί διακονία
των Γεροντάδων, έχοντας σύμβουλο στα πνευματικά καί τον
πατέρα Ιωσήφ, τον επιλεγόμενο σπηλαιώτη.
Κάποτε
λογισμοί φυγής καί άπελπισίας τον κατέλαβαν. Βγήκε
έξω καί κάθισε στο πίσω μέρος τού Κελιού με εμφανή τήν
θλίψη στο πρόσωπο. Περαστικός μοναχός τού ρίχνει τό πεπυρωμένο
βέλος τής αμφιβολίας:
- Έφραίμ, μη νομίζης πώς μόνον τό τζάκι
τής καλύβας τού Όσιου
Έφραίμ καπνίζει. Έχει καί άλλα τζάκια πιο φωτεινά.
Αμέσως
συνήλθε άπό τον χαλασμένο λογισμό καί έπεστρεψε στήν καλύβα των πατέρων του.
Ό
λόγος του ήταν πάντοτε μέσα άπό τήν προσευχή βγαλμένος καί όχι άπό ακούσματα καί
άναγνώσεις. Γι’ αυτό ήταν πάντα καθαρός καί οίκοδομητικός. Ήταν λαλιά πού λάμβανε
από τήν προσευχή καί όχι από τις ανεύθυνες κουβέντες των περίεργων. Κάποια φορά
τον ρώτησε καθηγητής, πού έπαιρνε μέρος στούς θεολογικούς διαλόγους με τούς
ετεροδόξους,
αν
πρέπη να συμμετέχη. Ό παπα-Έφραίμ ασυζητητί τον
προέτρεψε
να μη παύση να συμμετέχη, άλλα ό λόγος του να
είναι
σαφής καί ζωντανός, γιατί με τα μεσοβέζικα καί αυτοί
μπερδεύονται
καί εμείς σύγχυση λαμβάνουμε.
Τούς
προσερχομένους ήκουε με πολλή προσοχή. Γιά τον
παπα-Έφραίμ
εκείνη τήν ώρα ύπήρχε μόνον ό συνομιλητής
του στον κόσμο καί κανένας άλλος. Συνεσταλμένα
του έλεγε
κάποια
πράγματα, γι’ αυτό εν κατακλείδι συνιστούσε παράκληση στην Παναγία την
Γοργοϋπήκοο:
-’Άς
αφήσουμε καί την Παναγία να μιλήσει.
Έτσι,
κάθε μέρα, επιστρέφοντας τό καράβι από την Δάφνη, αποβίβαζε προσκυνητές για
παράκληση στην Παναγία.
Πέθανε
ό παπα-Έφραίμ, τελείωσε αυτός ό τρόπος ευαγγελισμού του κόσμου. Οί σημερινοί
Γεροντάδες είναι τόσο αύτάρκεις, που δεν χρειάζεται ή Παναγία! Τα γνωρίζουν όλα
καί τα μπορούν όλα!
Οταν
του ζήτησαν να ήγουμενεύση στην Μεγίστη Λαύρα, μετά την κοινοβιοποίηση τής
Μονής, αγχώθηκε πολύ. Πίστευε βαθιά πώς οί ηγούμενοι κρατούν τό ’Όρος, είναι ή
αρχή του
τόπου. Οταν έβλεπε ήγούμενο, από μακριά μετάνιζε.
Θεώρησε
τον εαυτό του ανάξιο καί πολύ λίγο γιά μιά τέτοια
θέση.
Προσευχήθηκε θερμά στην Παναγία καί πήρε πληροφορία να μείνη στην καλύβα του.
Τον ρώτησα πώς εννοεί την πληροφορία καί μου απήντησε:
- Ευθύς πού είπα «όχι», ξελάφρωσα έφυγε
μεγάλο βάρος
από
την καρδιά μου.
Ό
παπα-Έφραίμ δεν παραμύθιαζε κανένα. Ούτε «είδα» ούτε
«άκουσα την Παναγία».
Είχε
χαρίσματα ό γέρος, χωρίς να τά κάνη σημαιάκια. Τό
’78 ζητήσαμε την μονή Δοχειαρίου. Ήταν αρνητικοί από τον
Πρώτο του ’Όρους μέχρι τον πολιτικό διοικητή καί την πατριαρχική
Εξαρχία. Μόνον ό παπα-Έφραίμ έλεγε:
- Ή Παναγία έσάς θέλει. Θά άργήση, αλλά
θά άνοιξη ή πόρτα.
- Γέροντα, επτά αδελφότητες ζητούνε την
Δοχειαρίου εμένα
θά προτιμήσουνε;
- Εσένα θέλει ή Παναγία. Τό ’80
κοινοβιάσαμε στο μοναστήρι.
Οταν
τα Χριστούγεννα τού ’78 συνείκασε τήν ανέχεια τού
μοναστηριού αδελφός, έδειλίασε καί, πνιγμένος στους λογισμούς τής φτώχειας, έπισκέφθηκε
τον παπα-Έφραίμ. Ευθύς ώς άντίκρυσε τον Γέροντα, εκείνος τον έπέπληξε:
- Όχι χρήματα, πάτερ Γαβριήλ. Τό
μοναστήρι έχει τήν Παναγία.
Αύτή τα καλύπτει όλα.
Σε
κάποια άλλη συνάντηση είχα μαζί μου δύο δοκίμους.
Σε
μια στιγμή φώναξε:
- Αυτός είναι δικός σου.
Γιά
τον άλλον σιώπησε. Έτσι κι έγινε. Ό ένας είναι σήμερα παπάς στο μοναστήρι κι ό
άλλος έγγαμος στον κόσμο.
Πειρακτικά
τού είπα:
- Γιατί χτυπάτε πόρτες πού δεν ανοίγουν
στ’ αλήθεια;
Μου
άποκρίθηκε:
- Και ό γείτονας να άκούση κέρδος τό
έχουμε. Ποτέ
δεν ζητούσε υπερβολές. ’Ήθελε όμως αύτό τό λίγο πού
κάνεις να τό ενεργής κάθε μέρα. Ποτέ να μη μένης ατείχιστος από προσευχή.
Επίσης,
είχε σαν πληροφορία τήν εύωδία ή τήν δυσωδία. Κάποια
περίοδο άσθενείας του προθυμοποιήθηκε ίερεύς να τού
λειτουργή. Στο κλείσιμο τής έβδομάδος είσήλθε στο άγιο Βήμα
καί ώσφράνθηκε βρώμα αφόρητη. «Κύριε, τί έγινε; Εμένα τό Ιερό μου μοσχομύριζε».
Κάλεσε τον παπά στο πετραχήλι.
-’Άν
έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί βεβηλώνεις καί μαγαρίζεις τό Θυσιαστήριο;
Καί
άλλη μαρτυρία: Τον ρώτησαν τί είναι ή μασονία.
- Τί να πούμε εμείς; Πάρτε τό κομποσχοίνι
να μιλήσει ό
Θεός. Μετά
τούς πρώτους κόμπους έξήλθε βρώμα.
Καί
άλλοτε σέ άλλη ερώτηση ώσφράνθηκαν εύωδία Χάριτος.
Είχε
νουν Χριστου ό Γέροντας. Κάποτε πήγε στο χωριό του.
Στήν γωνιά τής εκκλησιάς βρήκε πεταμένη την παλιά κολυμβήθρα,
στήν οποία είχε βαπτισθή. Τήν αγκάλιασε και την
τραγούδησε σάν τήν μάννα πού έσωσε από τήν απώλεια τό
παιδί της. Ποιος σκέφθηκε ποτέ να τό κάνη αυτό: να άσπασθή τήν κολυμβήθρα του; Δεν
ήθελε επ’ ούδενί να φεύγη ό μοναχός από τό μοναστήρι του:
-'Όπως
καί να έχουν τά πράγματα, περιχαρακώνεται με
τήν
έπίβλεψη του Γέροντα καί των αδελφών. Έκανε κάποιες
προσευχές·
μόνος του τίποτα. Ό άνθρωπος είναι όπως τά ζωντανά. Θέλει αγελαδάρη γιά να προχωρήση.
Οί
κουβέντες του ήταν ωμές καί αληθινές σάν τό χωριάτικο ψωμί. Έλεγε τά πράγματα
μέ τό όνομά τους, χωρίς να φοβάται
να χρησιμοποιήση λέξεις πού θεωρούνται κακές.
Ήταν
πολύ τίμιος μέ τον εαυτό του καί μέ ό,τι έπαγγέλλετο.
- Κάνεις πανηγύρι στο Κελλί σου, πάτερ
Έφραίμ;
- Τά δικά μας τά Κελλιά λέγονται
ξεροκάλυβα. Τό πρόγραμμα είναι ήσυχαστικό. Ούτε γιορτάζουμε ούτε σέ πανηγύρια
πηγαίνουμε.
Δέν
έβαζε μέριμνα στις γιορτές γιά ψάρια, ψάλτες καί δεσποτάδες· ούτε γιά κειμήλια
καί θησαυρούς. Τό απέριττο, τό φτωχό,
τό άπλό ήταν ό πλούτος τής καλύβης τού Όσιου Έφραίμ.
- Καμιά φορά στούς γείτονες Δανιηλαίους
πηγαίνουμε, γιατί
σ’ όλους εδώ γύρω στις δυσκολίες μάς συμπαραστέκονται.
Στήν
παράκληση:
- Πές, άββά, λόγον αγαθόν.
Πάντοτε
ξεκινούσε:
- ’Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο άπελέκητο.
Τό
«αγράμματος» τό ώμιλούσε μέ έμφαση, γιά να άκουστη καλύτερα. Τα ολίγα πού έλεγε
ήταν ευαγγελικά, πατερικά.
Έμοιαζαν
με την ρητίνη πού βγαίνει από τον κορμό του δένδρου Οταν τό τραυματίσης. Τίποτε
δεν ήταν φερτό. Ολα ήταν
πηγαία,
βγαλμένα από τα βράχια των Κατουνακίων. Στούς
μικρούς
μοίραζε ανεμώνες, άλλα στούς μεγάλους καί έπηρμένους προσέφερε κάτι αγκάθια, πού
τρυπούσαν καί τις πιο σκληρές καρδιές. Καί τό αγκάθι τό πετούσε εντελώς
απρόοπτα, για να είναι αφυπνιστικό. Τήν ώρα πού θαύμαζες τον λόγο του κι έκανες
σκέψεις υψηλές για τό πρόσωπό του, σου πέταγε τ’ ακόντια καί τα βέλη. Περιέφερες
ερευνητικά τα μάτια, για να δεις από που έρχονται. Καί αναρωτιόσουνα: «Από τον Έφραίμ
εξακοντίζονται, τον άγιο, πού εγώ τον ευλαβούμαι;».
Τον
κούραζε τό ήθος τών νέων μοναχών. Μέ σκυμμένο τό
κεφάλι
εξομολογείτο:
-
Οί Γεροντάδες στήν σκεπή έχουν κρεμασμένα τα ψαρικά τους. Τριάντα χρόνια ποτέ
δέν σκέφθηκα ούτε να τα κοιτάξω ούτε να τα ξεκρεμάσω. Σήμερα όλα τα έψαξαν, όλα
τα κατέκτησαν.
Δέν μ’ αρέσει, άλλα σιωπώ.
Ό
Γέροντας είχε καί τις «επισκέψεις» τού Θεού. Οσο καί να
τού στοίχιζαν, τις ύπέμενε καρτερικά. Τον γιατρό τον άκουγε
όπως τό μικρό παιδί καί πειθαρχούσε στις υποδείξεις του.
Ήταν καλός άσθενής. Οταν έπεσε στήν στρωμνή τής κακώσεως, δέν τον έπισκέφθηκα.
Δέν άντεχα να βλέπω άετό του ’Άθωνα τυλιγμένο στήν κουβέρτα. Θέλω να πιστεύω
πώς ζή, σκαλίζει σφραγίδες, λειτουργεί, προσεύχεται. Μετά τήν όσιακή του
κοίμηση, άδειασαν τά Κατουνάκια...
Ό
Θεός να μάς λυπηθεί, να βλαστήση ή έρημος Έφραίμ,
Μόδεστο,
Χριστόδουλο. Αμήν.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου