Ό Σεβασμιώτατος Επίσκοπος
Χρυσόστομος έκανε μία ομιλία μετά τήν κηδεία στήν όποια είπε:
“Τά μαρτύρια τής
Μητέρας μας, Μεγαλόσχημης Ηγουμένης Ευφημίας
έχουν τώρα τελειώσει. Ό Κύριος τήν κάλεσε κοντά Του, γιά νά βρει ή βασανισμένη
καί κουρασμένη ψυχή της τήν ανάπαυση της.
“ Οταν οί άνθρωποι
κρίνονται, τό Ιερό Εύαγγέλιο δίνει ένα μόνο κανόνα: Από τούς καρπούς τους,
γράφει, θά τους γνωρίσετε. Καί ή Ήγουμένη, Μητέρα Εύφημία, έχει φθάσει ενώπιον του
Κυρίου κατάκαρπη.
“Οί αγώνες της πάνω
στήν γή ήταν τεράστιοι και δύσκολοι. Ένώ ήταν άκόρη νεαρό κορίτσι, γνωστή τότε
μέ τό όνομα Μπόγκινια Μίτσιτς, περπατούσε ακούραστα άπό τό ένα χωριό στό άλλο
καί άπό τήν μία σύναξη στήν άλλη, κηρύττοντας τό Ευαγγέλιο του Χριστού. Μία
ομήγυρη ανθρώπων συγκεντρωμένοι γύρω της, τήν άκουγαν,
μετανοούσαν καί
άρχιζαν νά ζούν κατά Θεόν. Εκατοντάδες ψυχές επέστρεψαν στόν
Θεό,ανακουφίστηκαν, ένθαρρύνθηκαν καί ανυψώθηκαν πνευματικά και άκολούθησαν τόν
δρόμο τού Χριστού.
Αργότερα άναχώρησε
γιά τήν Μονή τής Ντιβλιάνα καί εκεί, μέ τήν καθοδήγηση μιας πασίγνωστης Ρωσίδας
μοναχής, τής άσκήτριας εκείνης καί γυναίκας της προσευχής, 'Ηγουμένης Μητέρας
Διοδώρας, εγκολπώθηκε τόν μοναχισμό καί έλαβε τήν μοναχική κουρά.
“Μαζί μέ τήν τότε
νεαρή Μητέρα Εύφημία, ήρθε στο μοναστήρι κάποια ομάδα άπό άδελφές, μέ τίς
όποιες σύντομα σχημάτισε μία νέα άδελφότητα, δεχόμενη την έπιμέλεια τής Μονής
Τέμσκα.
“ Οταν ό Επίσκοπος
τής Μπάτσκα, μακαριστός Ειρηναίος, θέλησε νά ιδρύσει ένα πρότυπο γυναικείο μοναστήρι,
προσκάλεσε τήν Μητέρα Εύφημία στήν Μονή Κόβιλ τής Μπάτσκα, όπου έκείνη
καλλιέργησε τίς άφθονες οργανωτικές της ικανότητες τίς όποιες τής είχε δώσει ό Κύριος.
“Απέκτησε μία μονή
πού είχε βαρύτατα χρέη. Όφειλε περίπου 400.000 προπολεμικά
δηνάρια. 'Η άκούραστη Ηγούμενη Εύφημία κατόρθωσε νά έξοφλήσει τό χρέος σε τέσσερα
χρόνια, νά συγκεντρώσει σαράντα άδελφές στον Ίδιο τόπο, νά άνεγείρει δύο νέα
κτίρια, νά αγοράσει τέσσερεις καμπάνες γιά τήν μονή, νά διευθύνει έναν αναγκαίο
κατάλογο καί νά ύψώσει τό μοναστήρι σέ ύψη πού ποτέ δέν είχε γνωρίσει. Ήταν ένα
μοναστήρι πρότυπο— στήν τάξη, στήν καθαριότητα, στήν ψαλμωδία, στίς Ιερές Ακολουθίες
καί στήν ζωή του.
“Καί έπειτα ήρθε τό
έτος Ι941 καί ό πόλεμος.
Έφθασαν οί Ούγγροι καί
έδωσαν τήν εντολή νά φύγουν όλες οί άδελφές άπό τό μοναστήρι καί άπό τήν
Μπάτσκα— “Ούγγρική περιφέρεια”—μέ τά άπαραίτητα μόνο είδη τους μέσα σέ μία μόνο
μαντήλα.
“Τότε άρχισε ή πλέον δύσκολη
έποχή τής περιπλάνησης, του μαρτυρίου καί τής πείνας. Στήν άρχή τίς τοποθέτησαν
στήν Μονή Φενέκ στό Σρέμ γιά κάποιο διάστημα, αλλά σύντομα τίς έβγαλαν καί άπό εκεί.
Τότε πέρασαν απέναντι στό Βελιγράδι.
“Θυμάμαι τούς δύσκολους
εκείνους καιρούς πολύ καλά. Κανένας δέν μπορούσε νά τούς ύπομείνει. Έμειναν αρκετές
ημέρες μέ κάποιον ιερέα, γνωστό τους, σέ ένα καί μοναδικό δωμάτιο. Επειτα πήγαν
στό πρεσβυτέριο τού Ναού του Άγ. Λαζάρου, καί εκεί ύπέφεραν γιά κάποιο
διάστημα.
Ακόμη μέχρι σήμερα δέν
μου είναι ξεκάθαρο τό πώς τα κατάφεραν οικονομικά νά επιβιώσουν. "Επειτα
ήρθαν στην Μονή τής Αγ. Παρασκευής.
“ Οταν έφυγαν άπό τό Κόβιλ
πού είχε μολυνθεί από την ελονοσία γιά ένα σαρωμένο από τόν άνεμο πολυάνθρωπο πέρασμα
ποταμού, όταν τό μόνο πού μπορούσε νά βρεθεί στό μοναστήρι ήταν λίγα κιλά
καλαμποκίσιο άλεύρι και όταν ένα κομμάτι καλαμποκίσιο ψωμί ήταν τό καθημερινό τους
γεύμα επί έβδομάδες καί μήνες, τότε ή άρρώστεια καί ό θάνατος ήταν άναπόφευκτα.
Είναι εύκολο νά διακονείς και να υμνείς τόν Θεό σέ καιρούς εύτυχισμένους. Αλλά
ή άδελφότητα τής Μητέρας Ευφημίας έχει δείξει ότι γνωρίζει πώς να τό πετύχει αυτό
καί μέσα στήν μεγαλύτερη δυστυχία. Ήταν άρρωστες, βασανίζονταν, πέθαιναν, άλλά
δέν έχαναν τήν ελπίδα τους ούτε λιποτακτούσαν.
Αργότερα πέρασαν
κάποιο διάστημα στήν Μονή Ρακοβίτσα κοντά στό
Βελιγράδι καί έν τέλει ήρθαν στην Ραβάνιτσα. ’Έκτοτε δίκαια τιμούσαν τήν Μονή
Ραβάνιτσα ως ένα από τά μοναστήρια μέ τήν καλύτερη τάξη στην Σερβία.
“ Άν καί ή ίδια ήταν
πολλά χρόνια άρρωστη, ή Μητέρα Ήγουμένη Εύφημία περιφρουρούσε τήν Ραβάνιτσα καί
την Άγ. Παρασκευή, τό Ιδρυμα γιά Ανάπηρα Παιδιά καί την ψυχή τής κάθε μιας από
τίς μοναχές της καί τίς δόκιμες, τού
κάθε εργάτη της καί άκόμη
καί των επισκεπτών καί τών περαστικών τής μονής.
“Πάντοτε θαύμαζα δύο
πλευρές τής Ηγουμένης Ευφημίας: πώς, μέ
όλους της τούς κόπους καί τίς φροντίδες, μπορούσε να
διαβάζει τόσο πολύ, να τά κρατά στήν μνήμη της καί να δίνει απάντηση στήν κάθε
ερώτηση πού της έκαναν, είτε με ένα παράδειγμα από τούς Βίους των Αγίων η με κάποιο
άπόσπασμα από τούς Αγίους Πατέρες.
Καί δεύτερον, πώς κατάφερνε
να σκέφτεται γιά όλα τα θέματα τήν ίδια στιγμή· να άφιερώνει τήν προσοχή της σέ
τόσες πολλές άδελφές, δραστηριότητες καί συμφορές να παίρνει τά πάντα στά χέρια
της καί να μήν εξαντλείται ούτε να παραιτείται, μέχρις ότου τήν βρήκε ή βαρεία ασθένεια.
“Τό δένδρο γνωρίζεται
από τούς καρπούς του, όπως είναι γραμμένο στό Ευαγγέλιο. 'Η Μητέρα Εύφημία
είναι γνωστή από όσα έκανε στό Τσουκόγιεβατς καί στήν γύρω από αυτό περιοχή·
στήν Τέμσκα, στό Κόβιλ, στην Ρακοβίτσα, στήν Αγ. Παρασκευή καί στήν Ραβάνιτσα.
Είναι γνωστή μέσα από
τίς άδελφές της, οί όποιες, όπως βλέπετε, ήσυχα καί διακριτικά εκτελούν τό έργο
τους σαν μέλισσες μέσα καί γύρω από τήν Ραβάνιτσα καί τήν Αγ. Παρασκευή καί ήσυχα
φέρνουν εις πέρας τό δύσκολο καθήκον τους τής συντήρησης δύο μοναστηριών καί της
φροντίδας εκείνων των άτυχων παιδιών. Αυτές οί αδελφές δέν έγιναν όπως είναι
τώρα μόνες τους. Κάποιος έπρεπε να τίς κατευθύνει καί να τίς διδάσκει μέσα στά
χρόνια αυτά για να γίνουν έτσι. Εκείνος ό κάποιος, ή γυναίκα πού έχει αναπαυτεί
καί βρίσκεται ένώπιόν μας, ήταν—πρέπει να τό παραδεχθούμε—ένας
μεγάλος καί Θεόσδοτος δάσκαλος.
“Γι’ αυτό ας έχει
δόξα μεταξύ τών άνθρώπων καί αιώνια άνάπαυση στόν Θεό, τόν όποιο τόσο άφοσιωμένα διακόνησε σέ όλη της
τήν ζωή. Αμήν”.
Στό τέλος ό Επίσκοπος
είπε: “Τέκνο μου, Μητέρα Εύφημία, σου ζητώ να μάς συγχωρήσεις όλους καί να συγχωρήσεις
καί έμενα έπίσης”.
Οί άδελφές έκλαψαν
πολύ στήν κηδεία, καί ακόμη περισσότερο στήν
ομιλία, διότι ήταν μάρτυρες όλων όσα αφηγήθηκε ό Επίσκοπος. Εκείνη τήν ώρα, δύο από
τούς εργάτες μας στό αγρόκτημα πού ζούσαν στό
μοναστήρι μας ώς πνευματικά τέκνα τής Μητέρας, υπηρετούσαν στον στρατό. "Ένας
από αύτούς έφθασε έγκαιρα, άλλά τόν άλλο τόν κράτησαν και εκείνος έστειλε ένα
τηλεγράφημα* παρόλα αυτά, κατόρθωσε να έρθει καί έφθασε γιά τόν “τελευταίο ασπασμό”.
'Η Μητέρα φρόντιζε πολύ γιά αύτούς, άλλά εκείνοι τής ήταν υπάκουοι καί έτσι
έγιναν καί οί δύο ιερομόναχοι μετά τον θάνατό της.
Στόν τελικό αποχωρισμό,
τοποθετήσαμε στά χέρια της Μητέρας τήν παρακάτω προσευχή, πού υπογράφαμε όλοι:
“Πρώτη μας πνευματική
Μητέρα, ώ Μεγαλόσχημη
'Ηγουμένη Ευφημία, αν
καί μάς εγκατέλειψες ξαφνικά καί αναχώρησες γιά τόν Κύριο, μήν ξεχνάς τά παιδιά
σου, τά όποια τόσα χρόνια ανέθρεφες
καί δίδαξες μέ τίς έντολές του Κυρίου. Να μάς έπισκέπτεσαι στό μέλλον καί μέ
τίς άγιες εύχές σου ένώπιον τού Κυρίου, προστάτευέ μας από τους πειρασμούς τού
διαβόλου καί από τό ολίσθημά μας στην άμαρτία, γιά να μήν πέσουμε καί χάσουμε
τήν αιώνια σωτηρία. Γι’ αυτό, Μητέρα, μήν μάς ξεχνάς στήν αιώνια δόξα πού έχεις
λάβει από τόν Κύριο, γιατί δέν έχουμε πια τέτοιο φύλακα των ψυχών μας σάν καί
έσένα. ’Άν καί συχνά σέ λυπούσαμε μέ τήν άνυπακοή μας, συγχώρησε μας για χάρη του
Κυρίου ’Άκουσε αύτά τα λόγια προσευχής των παιδιών σου, καί μήν χωρίζεσαι άπό εμάς
πνευματικά, παρόλο πού μάς άφησες σωματικά. ’Άς μείνει τό πνεύμα σου
άνάμεσά μας”. Τήν ήμερα του θανάτου τής Μητέρας ύπήρχαν τριάντα πέντε άδελφές στην
Ραβάνιτσα καί δεκαοκτώ στήν 'Αγ. Παρασκευή.
Τήν έθαψαν σέ ένα τμήμα
του νεκροταφείου τής μονής,όχι μακριά άπό τήν έκκλησία, μέσα σέ ένα μικρό κήπο.Ήταν
μεγάλη άνακούφιση γιά τίς άδελφές νά μπορεί ή κάθε μία ελεύθερα νά πηγαίνει
στόν τάφο καί νά ξεχύνει όλα της τά προβλήματα. "Όπως όταν ζούσε έκαιγε
στό κελί της συνεχώς ακοίμητη κανδήλα, έτσι καί στόν τάφο της
τοποθετήθηκε μία
κανδήλα νά καίει πάντα. Ή Μητέρα δεν χρειαζόταν νά ένδιαφέρεται ή ίδια γιά τήν
διατήρηση αυτής τής άκοίμητης κανδήλας, έφ’ όσον οί άδελφές φρόντιζαν για αύτό
ώς καθήκον τους πρός αύτήν. Καί καθώς ή κανδήλα έκαιγε μέρα καί νύχτα, τό ίδιο
ήταν καί ή παρουσία του πνεύματος τής Μητέρας καί ή άόρατη προστασία της.
Εμφανιζόταν σέ
πολλούς στόν ύπνο τους, άλλους παρηγορώντας καί άλλους έπιτιμώντας τους.
Έτσι ή δικαία Μητέρα
μας εύαρέστησε στόν Θεό και μέσα στήν μακρόχρονη καί δύσκολη άρρώστειά της, άγωνίσθηκε
μέ ύπομονή καί εύχαριστία νά εκπληρώσει το θέλημά Του. Ή αύστηρότητα τής
μοναστικής της ζωής και οί σχέσεις της μέ τίς άδελφές άπαλύνονταν άπό τήν αγάπη
της καί τό βαθύ της ένδιαφέρον γιά ολόκληρη την σωματική καί πνευματική μας
ζωή, γιά τά όποια τήν σεβόμασταν σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Μπορεί κανείς νά πει
γιά αυτήν ότι μπορούσε να άπομνημονεύει πολλά άπό όλα τά ιερά βιβλία καί ότι
είχε μία έτοιμη άπάντηση στήν κάθε έρώτηση. Είχε λόγο οξύ, άλλά ήταν ήπια άπό
τήν φύση της, άμεμπτη στήν ζωή της, αύστηρή στίς εντολές της, ικανή νά επιλέγει
τά λόγια της με σοφία καί μέ σοβαρότητα νά άνακουφίζει τόν μετανοούντα.
Κάθε λόγος της πρός
τούς φτωχούς ήταν εύσπλαχνικός, γενναιόδωρος καί αλάτι
ήρτυμένος.
Ηταν πλήρης Αγίου Πνεύματος καί ή χάρις έρρεε
άπό τά χείλη της σάν άπό πηγή. 'Ο νους της ήταν όλος βυθισμένος στά ούράνια μυστήρια,
έτσι ώστε οί λόγοι της νά έχουν μεγάλη ώφέλεια γιά εμάς καί νά φέρνουν μεγάλη χαρά
στίς ψυχές μας.
Τήν βλέπαμε έν σώματι,
άλλά έκείνη ζούσε ως άσώματη. "Άφησε τό σπίτι της καί όλα τά του κόσμου
καί διατήρησε τήν παρθενία της ως ανεκτίμητο θησαυρό. Ακόμη καί όταν ήταν νεαρή
κοπέλλα ήταν σοφή καί κανείς δεν μπορούσε νά
συγκριθεί μαζί της.
Ήταν πάντοτε δραστήρια,
καί ποιος μπορεί να απαριθμήσει όλες τίς καλές της πράξεις; Τί μπορούμε να πούμε,
πρώτα απ’ όλα, γιά τήν καλοσύνη τής ψυχής της;
Κανείς δέν τήν είδε
ποτέ νά θυμώνει, άλλά ό ζήλος πού είχε γιά τήν δικαιοσύνη ήταν σάν κοφτερό
ξίφος. Τά μάτια της έχυναν θερμά δάκρυα καί ή ίδια ή φύση της ταίριαζε με αύτό.
Όρισμένες φορές μάς έλεγε ότι τά μάτια της δεν άνοιγαν άν δέν είχε κλάψει γιά
λίγη ώρα τήν ώρα της προσευχής της, άτενίζοντας πάντοτε τόν Νυμφίο της Χριστό καί
ελπίζοντας σέ Αύτόν. Καί ό,τι έλπιζε τό αποκτούσε, διότι
τώρα χαίρεται μέσα
στην δόξα του άθάνατου Νυμφίου της.
"Οσο εκείνη
τελούσε άγαθά έργα γιά χάρη του Χριστού, τόσο Εκείνος μάς έδειξε τό έλεος Του
γιά χάρη της. Τήν ήμέρα μετά τήν ταφή της, ό Σεβασμιότατος Επίσκοπος
Χρυσόστομος έδωσε τήν εντολή να συγκεντρωθούν όλες οί άδελφές. Μεταξύ άλλων,
είπε:
“Σύμφωνα μέ τήν
έκπεφρασμένη επιθυμία τής Μητέρας μας μακαριστής Μεγαλόσχημης Ηγουμένης Ευφημίας,
διορίζω σήμερα τήν Μητέρα Γαβριέλα ώς προεστώσα αυτής τής μονής καθώς καί τής
Μονής τής Αγ. Παρασκευής.
“Ολες τίς φροντίδες
πού ήταν τοποθετημένες πάνω
στούς ώμους τής Ηγουμένης
πού άναπαύθηκε, σήμερα τις τοποθετώ στούς ώμους της. Ικετεύω τίς μεγαλύτερες άδελφές
νά μήν τήν ζηλεύουν, άλλά νά τήν βοηθούν, διότι γιά αυτήν είναι πολύ δύσκολο τό
έργο αύτήν τήν ώρα.
Ύπακούατε τήν Μητέρα έξ
αίτιας τής αύστηρότητάς της— άλλά υπακούστε τήν Μητέρα Γαβριέλα άπό άγάπη.
“Σάς ζητώ νά
διατηρήσετε τό "Ιδρυμα στήν Αγ. Παρασκευή όπως κάνατε
όταν ζούσε ή Μητέρα. Γνωρίζω ότι αύτή ή ύπακοή είναι ή πιό δύσκολη καί ότι κάθε
αδελφή τό έφερε βαρέως όταν έπαιρνε τήν εντολή νά πάει εκεί.
“Σάς ζητώ νά προσπαθήσετε
νά διατηρήσετε τά πάντα όπως τά άφησε ή Μητέρα, έτσι ώστε κάποια λόγια πού άκούστηκαν
νά μήν επαληθευτούν: ότι θά ύπάρχει ή τάξη στήν αδελφότητα μόνον έφ’ όσον ή
Μητέρα Εύφημία είναι
έν ζωη.
“Είθε ό Κύριος νά σάς
φυλάξει από αύτό, με τίς άγιες προσευχές της”.
Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ . Ο ΒΙΟΣ ΜΙΑΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου