Όταν συνήλθα από αυτή την ψυχρολουσία, άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω για τη ζωή του Αγίου Σπυρίδωνα. Έφτασα στο σημείο που έλεγε ότι ο Άγιος πάντα είχε μεγάλη αγάπη και συμπάθεια στους αμαρτωλούς. Όταν κάποιοι κλέφτες πήγανε μία νύχτα να κλέψουνε πρόβατα απὸ τη μάνδρα του, που τη συντηρούσε για να βοηθά τους πεινασμένους, τυφλωθήκανε και δεν μπορούσανε να φύγουνε, και πιάσανε και φωνάζανε να τους ελεήσει και ο Άγιος, όχι μόνο τους ξανάδωσε το φως τους, αλλὰ τους χάρισε κ᾿ ένα κριάρι, γιατί, όπως τους είπε, είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύχτα. Και τελικά, αφού τους νουθέτησε νάναι καλοὶ άνθρωποι, τους έστειλε στα σπίτια τους, χωρὶς να μάθει τίποτα η εξουσία για την κλεψιὰ που θέλανε να κάνουνε.
"Αποκλείεται, δεν το πιστεύω", είπα. "Μα να τους χαρίσει και κριάρι, γιατί είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύκτα";
Άφησα το βιβλίο και ανέβηκα στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Εκεί μια σπουδαία μοναχή, η Βερονίκη,που για χρόνια είχε δουλέψει ως νοσοκόμα στην κλινική Αλεβιζάτου στην Ομόνοια, όπου εφημέριος ήταν ο Γέροντας Πορφύριος, μού πρότεινε να περπατήσουμε λίγο. Ήταν η εποχή που τα γύρω αμπέλια του μοναστηριού έγερναν γεμάτα ώριμα σταφύλια, έτοιμα για τρύγο.
“Σκύψε, Γεράσιμε, σκύψε, να μην αναστατώσουμε τους ανθρώπους", μου λέει.
Γυρίζω και βλέπω δύο χωρικούς να κλέβουν σταφύλια από το αμπέλι του μοναστηριού.
Η Βερονίκη δεν φώναξε, δεν πρόσβαλε, δεν έδιωξε τους κλέφτες, αλλά μου είπε να σκύψω να μην μας δουν και αναστατωθούν.
Από τη Βερονίκη μού ήρθε λοιπόν απάντηση πώς φέρονται οι άνθρωποι του Θεού. Πριν λήξει η μέρα, η αμφισβήτησή μου για ό,τι έπραξε ο Άγιος Σπυρίδωνας με τους κλέφτες, διαλύθηκε.
Από διήγηση του π. Γεράσιμου Φωκά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου