Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Ιστορίες τής Μονής τής Όπτινα. Μέρος Β.

 

 



 

Ιστορίες περί τού Στάρετς

Στο ίδιο μήκος κύματος

Επέστρεψα στην Όπτινα. Πίσω στο σπίτι μου, στα Ουράλια, χιονίζει. Και εδώ υγρασία, λασπουριό. Ο χειμώνας δεν έχει έρθει ακόμη στην Όπτινα. Οι γάτες τής Όπτινα περπατούν αργά στο βρεγμένο γρασίδι, δεν κρυώνουν. Τα σμήνη πουλιών δεν βιάζονται να πετάξουν σε ζεστές περιοχές. Οι καμπάνες τής Όπτινα ακούγονται δυνατά και αντηχούν μέσα στην φθινοπωρινή κακοκαιρία. Η σπάνια νεροποντή τις σιγοντάρει με ένα θλιβερό τραγούδι τού Νοέμβρη,

Σε αυτήν την επίσκεψη στην Όπτινα, η νέα μου υπακοή είναι να διαμένω στο κελλί μιας ηλικιωμένης καλόγριας και να την φροντίζω. Η μητέρα Σαλώμη είναι το πνευματικό παιδί τού πατρός Ηλία, Στάρετς (ΣτΜ: Γέροντας, ελληνιστί) τής Όπτινα. Αυτός ήταν που την έκειρε Μοναχή. Πάνω από το κρεβάτι της βρίσκεται μια φωτογραφία τού πνευματικού της. Και το πρώτο βλέμμα που συναντά το πρωί είναι αυτό τού Γέροντα. Κοιτάζω προσεκτικά την φωτογραφία: ευγενικά, σοφά μάτια. Κοιτάζω τον Μεγαλόσχημο Ηγούμενο Ηλία, και αυτός με κοιτάζει προσεκτικά και διεισδυτικά. Και διόλου δεν με ξαφνιάζει που τα γεγονότα της ζωής μου ξαφνικά άρχισαν σαν να συνυπάρχουν, με έναν θαυμαστό τρόπο, με την εικόνα του Γέροντα.

Mερικές φορές ακούμε έναν ήχο και προσπαθούμε να φέρουμε στην μνήμη μας ένα παλιό, οικείο τραγούδι. Μα ποιο είναι αυτό; Και να κι ένας άλλος ήχος - λυπημένος, σαν τεντωμένη χορδή. Και μετά από λίγο ακούμε μια τόσο οικεία μελωδία που ραγίζει η καρδιά μας. Ή περπατάμε στον δρόμο και αναρωτιόμαστε που αυτός ο ξένος που συναντάμε μοιάζει με κάποιον φίλο από τα παλιά. Και στην μνήμη - η εικόνα του. Γλυκού και αγαπητού. Και το απόγευμα έρχεται να σε επισκεφτεί και φωνάζει χαρωπά από την πόρτα: «Δεν ξέρω τι με έφερε εδώ! Από δουλειές άλλο τίποτε Αλλά για κάποιο λόγο σε θυμήθηκα όλη μέρα και το πήρα απόφαση ότι, ναι, πρέπει να σε επισκεφτώ! »

Έτσι είναι και με μένα. Νιώθω ότι ο Γέροντας με κάποιο τρόπο διεισδύει στην ζωή μου. Πώς, όμως, λαμβάνει αυτό χώρα άραγες;

... Ωστόσο, ήρθε η ώρα να πάω από την Όπτινα στην Μόσχα, σε έναν εκδοτικό οίκο, συγκεκριμένα. Όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα γιατί δεν μπορώ να αφήσω την Μοναχή μόνη της για μεγάλο χρονικό διάστημα - χρειάζεται φροντίδα. Μία από τις αδελφές τού μοναστηριού συμφωνεί να μείνει μαζί της για μια μέρα, και να που πάω στη Μόσχα, ναι, στην Μόσχα!

Δεν προφταίνω το λεωφορείο, χρειάζομαι κάποιον να με πετάξει μέχρι εκεί. Και δεν με εκπλήσσει καθόλου που ο αρχιδιάκονος πάτερ Ηλιόδωρος, το αγαπημένο παιδί τού Στάρετς Μεγαλόσχημου Ηγούμενου Ηλία, μού δίνει ένα χέρι - δεν κάνουν ο ένας χωρίς τον άλλον, σύμφωνα με τούς ανθρώπους τής Όπτινα, και ακόμη κι αν μένουν μακριά, τότε τουλάχιστον μία φορά την ημέρα, θα καλέσει ο ένας τον άλλον.

... Ακούω μίαν εσωτερική μουσική, που φαίνεται να ακούγεται εκεί κάπου - στα βάθη τής ψυχής μου. Ναι, να ακόμη ένας αληθινός ήχος! Κι η μελωδία θα ηχήσει σύντομα! Πώς λέγεται; Προαίσθημα; Προαίσθηση;

Το αυτοκίνητο πηγαίνει γρήγορα, κι όμως δεν αισθάνεσαι την ταχύτητα. Έξω από το παράθυρο, μια γκρίζα υγρή ημέρα τού Νοέμβρη, και μέσα στο αυτοκίνητο, ζεστά και άνετα. Διόλου δεν με εκπλήσσει το πλήθος των εικόνων. Στην ερώτησή μου στον φιλικό οδηγό έρχεται η απάντηση – ήμασταν στο ίδιο μήκος κύματος. Ναι σωστά καταλάβατε! Ο πάτερ Βλαντίμιρ είναι Μοσχοβίτης διάκονος, πνευματικός φίλος τού πάτερ Ηλιόδωρου, πνευματικό παιδί τού Γέροντα Μεγαλόσχημου Ηλία. Για πέντε χρόνια ο Βολόντια ήταν αρχάριος τής Όπτινα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Μονή ήταν γι΄αυτόν ένα καλό σχολείο, που τον εφοδίασε με μια εσωτερική «πυξίδα» για όλη του την μελλοντική ζωή.

Τού ζητώ να μού εξιστορήσει κάτι για τον Γέροντα και ακούγεται ήδη μια οικεία μελωδία. Ξέρω ότι θα ακούσω κάτι το ενδιαφέρον. Και ο πάτερ Βλαντίμιρ, πράγματι, μού διηγείται ιστορίες για τον Γέροντα, τις οποίες, με την άδειά του, παραθέτω στην συνέχεια.

"Πού θα βρω τον Στάρετς;"

Αυτή η ιστορία συνέβη εδώ και πολύ καιρό. Ο πάτερ Βλαντίμιρ δεν ήταν ακόμη διάκονος εκείνη την εποχή. Και ήταν μακριά από τα τής Εκκλησίας. Ήταν ένας νεαρός επιχειρηματίας που ασχολούνταν με τις κατασκευές. Και σε κάποια στιγμή οι δουλειές άρχισαν να χαλάνε. Μαζεύονταν πάνω του ένα σωρό λύπες και δοκιμασίες. Τα πράγματα γίναν τόσο δύσκολα που δεν ήξερε πλέον πώς να επιβιώσει σε τόσο δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Σε εκείνη την φάση τής ζωής του, ένας από τους πιστούς του φίλους τον συμβούλεψε: «Πρέπει να πάς στον Στάρετς. Να ακολουθήσεις τις συμβουλές του, κι ολόκληρη η ζωή σου θα καλυτερέψει. Κι από πάνω, θα προσεύχεται για σένα ο Στάρετς. Έτσι θα είσαι εντάξει, θα αρχίσεις να ζεις καλύτερα από πριν».

Μα καλά, πώς θα γίνονταν αυτό - καλύτερα από πριν – ο Βολόντια δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο τότε. Τι δηλαδή, οι δουλειές θα πάνε καλύτερα; Θα εξαφανιστούν οι ανταγωνιστές; Δεν θα υπάρχουν πλέον προβλήματα;

Τώρα, ο πάτερ διακονος οδηγεί και το κύριο πράγμα για αυτόν είναι η πνευματική ζωή, η ζωή σύμφωνα με τις Εντολές. Εκείνη την εποχή, όμως, δεν ήξερε πώς να βγει από το αδιέξοδο τής ζωής. Αλλά τα λόγια περί τού Στάρετς μπήκαν στα βάθη τής ψυχής του. Πού να ψάξει για αυτόν τον γέρο, ο Βλαντίμιρ, ιδέα δεν είχε. Οι θλίψεις συνέχισαν να συσσωρεύονται, και από καιρό σε καιρό αναστέναζε: "Δεν αντέχω άλλο ... Ω, πρέπει να βρω τον Στάρετς ..."

Ένα βράδυ ο Βολόντια οδηγούσε στην πόλη με το αυτοκίνητο, και ξαφνικά ένιωσε βάρος στην ψυχή του, τόσο που έφερε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, έβαλε το κεφάλι του στο τιμόνι και παρέμεινε έτσι. Ξαφνικά ακούει κάποιον να χτυπάει στο παράθυρο. Σηκώνει το κεφάλι του και τι βλέπει: ένας ιερέας στέκεται σε ράσα και με έναν σταυρό στο στήθος του και ζητάει να τον πετάξει κάπου με το αυτοκίνητο.

Ο Βολόντια πετάγεται επάνω: "Πάτερ!"

– Ναί! Εγώ είμαι!

– Πάτερ, φυσικά να σάς πάω εκεί που θέλετε! Έχω και προβλήματα, ξέρετε. Ψάχνω έναν Στάρετς ...

– Στάρετς, είπες; Ε, τότε, τότε πρέπει να πάς στη Όπτινα. Με πετάς, τώρα, σε παρακαλώ, μέχρι το Γιάσενεβο; Εκεί είναι το Μετόχι τής Όπτινα. Και αύριο, αν θέλεις, πάμε μαζί στην Όπτινα. Τι λες;

Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για τον πάτερ Συμεών. Τώρα είναι ήδη ηγούμενος, αλλά τότε ήταν ένας νεαρός ιερομόναχος τής Όπτινα. Όντως πήγαν εκεί την επόμενη μέρα.

Φτάσαν με το καλό στην Όπτινα. Για τον Βολόντια, αυτή ήταν η πρώτη του επίσκεψη στην Μονή. Φτάσανε αργά το βράδυ. Ήρθανε στην σκήτη, μπήκαν σε ένα μεγάλο κελλί. Kουκέτες, πολλοί άνθρωποι. Κάποιος προσεύχεται, κάποιος άλλος κοιμάται, ακούγονται και κάποια ροχαλητά. "Αμάν-αμάν, μα καλά πού είμαι;" - σκέφτεται ο Βολόντα. Είναι πολύ κουρασμένος από τον δρόμο. Ζήτησε από τους γείτονες να τον ξυπνήσουν νωρίς - και έπεσε ξερός να κοιμηθεί.

Ξυπνά, ανοίγει τα μάτια του και δεν μπορεί να καταλάβει πού είναι. Κάνει ήδη φως. Γύρω του άδειες κουκέτες και όλοι έχουν φύγει. Κοιτάζει το ρολόι του – έντεκα! Καθυστέρησε για την Θεία Λειτουργία! Ηταν πολυ αναστατωμένος. Είχε παρακοιμηθεί...

Ο Βολόντια πήρε το μονοπάτι για το μοναστήρι. Περπατά χωρίς να σηκώνει το κεφάλι. Ακούει, το χιόνι τρίζει κάτω από τα πόδια του - κάποιος έρχεται προς το μέρος του. Με δυσκολία, Σηκώνει με δυσκολία το στεναχωρημένο μικρό του κεφάλι και βλέπει έναν γέρο μοναχό να περπατά με ένα μπαστούνι. Κοντοστέκεται και λέει στον Βολόντια: «Χρόνια Πολλά! Καλή Κυριακή! Γιατί δείχνεις τόσο λυπημένος; »

Μεγαλόσχημος Μοναχός ΗλίαςΚαι ο Βολόντια απαντά με δυσκολία. Τόσο πολύ έχει αποθαρρυνθεί ..:

– Γεια σου πάτερ. Μην ξέρεις πού μπορώ να βρω τον Στάρετς

– Τον Στάρετς; Οχι, δεν ξέρω. Τι σού συμβαίνει;

Ο Βολόντια αναθάρρυνε λίγο. Χαίρονταν που βρέθηκε και κάποιος να ενδιαφερθεί για τα προβλήματά του. Σκέφτεται: «Τι καλά που συνάντησα έναν γέρο μοναχό! Αν και δεν είναι Στάρετς, έχουν σίγουρα δει πολλά τα μάτια του. Ίσως ο Κύριος να τον έστειλε. Ίσως να μου δώσει κάποιες καλές συμβουλές ... »

Άρχισε να τού εξιστορεί. Και ο μοναχός τον ακούει, και με προσοχή, μάλιστα. Κουνάει το κεφάλι. Που σημαίνει ότι δίνει σημασία σε αυτά που τού λες. Δεν ξέρουν όλοι να ακούνε αυτά που τούς λέει ο άλλος. Μερικές φορές μιλάς και καταλαβαίνεις ότι αυτός που είναι απέναντί σου προσποιείται ότι σε ακούει μόνο και μόνο από ευγένεια. Και δεκάρα δεν δίνει για τα προβλήματά σου, αρκετά είναι τα δικά του. Ή, γίνεται κι αυτό, ακούει και περιμένει να κλείσεις το στόμα σου για να σού εκθέσει τις πανέξυπνες σκέψεις του. Και αυτός ο γέρος μοναχός τον άκουγε λες και ήταν ο Βολόντια γιός του. Και όλα τα προβλήματα τού Βολόντια προκαλούσαν πόνο και σε αυτόν. Αυτό έκανε τον Βολόντια να θέλει να εκμυστηρευτεί σε αυτόν τον μοναχό ό,τι βάραινε την ψυχή του, Και τού τα είπε όλα. Όλα του τα προβλήματα. Η ζωή του είχε γίνει ανυπόφορη πλεόν. Ούτε ήξερε πώς να συνεχίσει να ζεί έτσι. Και ο μοναχός τον άκουγε προσεκτικά και στο τέλος τού λέει: "Καλά, έβαλες τίποτε στο στόμα σου σήμερα;"

– Τι φαγητό μού λες τώρα, πάτερ! Δεν με ξύπνησαν! Άργησα και για την Θεία Λειτουργία. Και ούτε και συνάντησα κάποιον Στάρετς! Πού είναι τους αυτοί οι Στάρετς, δεν τούς βλέπω πουθενά!

– Καταλαβαίνω, δεν υπάρχουν Στάρετς παρά μόνον ηλικιωμένοι. Ας πάμε μαζί στην Τράπεζα.

Οι προσκυνητές ακολουθούν πάντα τον Γέροντα ΗλίαΈτσι και πάνε. Ο Βολόντια πιστεύει τώρα ότι η διάθεσή του έχει αλλάξει δραματικά. Σηκώνει το κεφάλι του, κοιτάζει γύρω του – μα τι ομορφιά είναι αυτή! Το χιόνι έχει συσσωρευτεί! Οι σωροί χιονιού είναι λευκοί, το χιόνι ασπρόμαυρο, κάτι που δεν το συναντάς στην Μόσχα. Κι αυτά τα σπινθηρίσματα τού ήλιου! Καθαρός αέρας, ελαφρύς ο παγετός. Κι ο ήλιος με φόντο τον γαλάζιο ουρανό .. Μα τι καλά όλα αυτά! Κάπου ηχούν οι καμπάνες, και στον αέρα διαχύεται μια τέτοια χάρη που το κάνει αδύνατο να μην απολαύσεις την ζωή, άσε που θέλεις να κυλιστείς στο χιόνι. Ο γέρος μοναχός περπατά μαζί του με το μπαστούνι του, χαμογελά πεταχτά. Δεν προλάβαν καλά-καλά να περπατήσουν πενήντα μέτρα, και ένα πλήθος ανθρώπων τούς συναντά. Ο Βολόντια κοιτάζει - όλοι τρέχουν στον γέρο μοναχό για να πάρουν την ευλογία του. Όλοι τους είναι τόσο χαρούμενοι. "Πάτερ, πάτερ!" – μουρμουρίζουν. Ο Βολόντια έχει ήδη παραμεριστεί. Όλοι θέλουν να ρωτήσουν τον μοναχό κάτι.

– Μα καλά, όλους τούς γέρους μοναχούς εδώ έτσι τούς συναντά ο κόσμος;

– Μα τι τσαμπουνάς τώρα; Ποιοι γέροι μοναχοί κι όλα αυτά; Μα δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός ο γέρος μοναχός; Είναι ο Στάρετς!

– Τι Στάρετς; Δεν κατάλαβα!

– Ναι, μα στο λέω ότι αυτός εδώ είναι ένας πασίγνωστος Στάρετς τής Όπτινα, ο ηγούμενος Ηλίας. Μα τι ανόητος που είσαι!

Ο Βολόντια κοίταγε σαν στήλη άλατος:

– Τι πράμα – αυτός είναι Στάρετς;! Και μού ΄λεγε ότι δεν υπήρχαν Στάρετς, παρά μόνο γέροι μοναχοί! Και δεν τού έθεσα καν τις ερωτήσεις μου. Είχα μια ευκαιρία και την έχασα κι αυτήν!

Μέσα από όλο αυτό το πλήθος των προσκυνητών, αυτός ο ίδιος μοναχός που αποδείχθηκε ότι ήταν Στάρετς, βγαίνει και κουνάει το χέρι του στον Βολόντια – τού κάνει νόημα να πάει κοντά του. Αυτή η κίνηση έγινε αμέσως αντιληπτή από το πλήθος και άρχισαν να τον σπρώχνουν:

– Πήγαινε γρήγορα, ο πάτερ σε καλεί!

Ήρθαν με τον Στάρετς στην Τράπεζα. Έβαλαν τον Βολόντια μαζί με τούς δόκιμους μοναχούς. Αλλά που να φάει αυτός, τόσο ανήσυχος ήταν. Επιπλέον, έψαξε στο σακάκι του, στην τσέπη στο στήθος, για το τηλέφωνό του, αλλά η τσάντα στην οποία συνήθιζε να βάζει την άδεια οδήγησης δεν ήταν εκεί. Να την έχασε;!

Μετά το γεύμα, ένας δόκιμος μοναχός έρχεται στον Βολόντια και τού λέει:

– Ο πάτερ Ηλίας σε καλεί.

Κι οδηγεί τον Βολόντια στον Στάρετς. Όλες οι ερωτήσεις που είχε ετοιμάσει ο Βόλοντα το «σκάσαν» από το μυαλό του, τόση ήταν η αγωνία του. Το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν:

– Πάτερ, πώς μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μου;!

Και έμεινε σιωπηλός. Και περί τής άδειας οδήγησης τι να κάτσει να λέει τώρα: την έχασε, να έπεσε πουθενά; Να είναι στην κουκέτα στο κελλί; Και ο Μεγαλόσχημος ηγούμενος Ηλίας τού λέει:

– Μα καλά, τι κάθεσαι και χωλοσκάς για την άδεια οδήγησης; Τίποτε δεν έγινε, θα την βρείς. Την άφησες στο σπίτι, είναι σε μιά τσέπη από ένα άλλο κοστούμι. Και όσο για το να πας σπίτι, δεν φτάνεις με τίποτε. Φέρε το αυτοκίνητό σου στο συνεργείο για επισκευή, άφησε το να τού ρίξουν μια καλή ματιά. Και κάτι ακόμη. Πρέπει να επιστρέψεις στην Όπτινα, να ζήσεις εδώ – να δουλέψεις σκληρά, να προσευχηθείς. Ας σε ευλογήσω τώρα για τον δρόμο. Ο φύλακας άγγελος να είναι μαζί σου!

Ο Βολόντια βγήκε από την τράπεζα με μια τέτοια ελαφρότητα στην ψυχή του! Και όλες οι ερωτήσεις του τού φαίνονταν τώρα τόσο μηδαμινές και περιττές. Και το πιο σημαντικό - ήθελε να ζήσει στην Όπτινα!

Κι όταν εξέτασαν το αυτοκίνητο του στο εργαστήριο, διαπιστώσαν ότι όντως είχε σοβαρό πρόβλημα. Και θα μπορούσε ακόμη και να συμβεί ατύχημα.

O Βολόντια γυρίζει στο σπίτι χωρίς τα έγγραφα, και καθ΄οδόν πέφτει σε έλεγχο τής Τροχαίας. Χαμηλώνει την ταχύτητα. Ο δρόμος είναι ερημικός και κοιτάζει - ένας αστυνομικός έρχεται προς αυτόν στριφογυρίζοντας ένα ραβδί στα χέρια του. Κοιτάζει τον Βολόντια τόσο χαρούμενα, σχεδόν τού κλείνει το μάτι. Ο Βολόντια επιβραδύνει ακόμη πιο πολύ και σκέφτεται: "Τώρα την έκανα". Την στιγμή που ο αστυνομικός ήταν έτοιμος να σηκώσει το ραβδί του, το κινητό του χτύπησε στην τσέπη του. Αμέσως γυρίζει προς άλλη κατεύθυνση, βγάζει το τηλέφωνό του και κάθεται και μιλάει. Ο Βολόντια προσπερνά.

Και γύρισε τόσο γρήγορα λες και άγγελοι τραβούσαν το αυτοκίνητο μαζί με τον οδηγό. Και τα έγγραφα τα βρήκε στο σπίτι, ακριβώς όπως τού τα είπε ο Στάρετς. Ήταν στην τσέπη ενός άλλου κοστουμιού.

Τα δε προβλήματα τού Βολόντια λύθηκαν από μόνα τους. Ή μάλλον, όχι και τόσο από μόνα τους. Αν και ο Στάρετς δεν τού είπε τίποτε το ιδιαίτερο, ούτε καμιά πλύση εγκεφάλου τού έκανε, κι όμως τον βοήθησε. Απλά προσευχήθηκε για τoν Βoλόντια. "πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη" (ΣτΜ: Επιστολή Ιακώβου κ.5, εδ.16).

Η ζωή του Βλαντιμίρ έχει αλλάξει ριζικά. Έχει πίσω του πέντε χρόνια υπακοής στην Όπτινα και τώρα υπηρετεί ως διάκονος. Προφανώς, με τη βοήθεια τού Θεού, σύντομα θα χειροτονηθεί στην ιεροσύνη. Κάπως έτσι τελείωσε κι η αναζήτηση τού Βολόντια για τον Στάρετς.

* * *

Ακούω αυτήν την απλοϊκή ιστορία και θυμάμαι τα λόγια των Αγίων Πατέρων περί προνοίας τού Θεού, λόγια που έχουν φωλιάσει στα βάθη τής ψυχής μου. Βγάζω το παχύ, και σε κάκιστη κατάσταση, σημειωματάριό μου και στο μισο-σκόταδο τού αυτοκινήτου διαβάζω δυνατά λόγια που τα έχω μάθει σχεδόν απ΄έξω:

«Ο Κύριος, στον Οποίον όλα είναι δυνατά, μπορεί να διαμορφώσει τις τυχόν εξωτερικές περιστάσεις τών Εκλεκτών Του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την κατάλληλη στιγμή, αυτόν που αναζητά την σωτηρία θα τον οδηγήσει στο σωστό μέρος και θα δημιουργήσει τις κατάλληκες συνθήκες γι΄αυτόν».

Ο πάτερ Βλαντίμιρ κάνει σήμα και στρίβει στο βενζινάδικο. Βάζουμε βενζίνη, πίνουμε καφέ και συνεχίζουμε. Το λυκόφως τού Νοεμβρίου πέφτει γρήγορα. Και ο πάτερ διάκονος, έχοντας ξεκουραστεί, μού διηγείται ακόμη μια ιστορία

Αύριο

Ο πάτερ Βλαντίμιρ ξέρει πολλά πνευματικά παιδιά τού Μεγαλόσχημου ηγούμενου Ηλία. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στούς γνωστούς του είναι κι ένας επιχειρηματίας και ο οδηγός του, στους οποίους αναφέρεται κι η ιστορία που ακολουθεί.

Η επιχείρηση αυτού τού επιχειρηματία δεν πήγαινε καλά. Με κάποιον τρόπο, προφανώς με τη χάρη του Θεού, κατάφερε να στραφεί για βοήθεια στην Όπτινα, στον Στάρετς. Μέσα από τις προσευχές τού πάτερ Ηλία, τα πράγματα βελτιώθηκαν. Η βελτίωση των οικονομικών ήταν εμφανής. Για να το γιορτάσει, ο επιχειρηματίας έρχεται στον ιερέα:

– Πάτερ, τα πράγματα φτιάξαν! Θέλω να ευχαριστήσω τον Κύριο! Θέλω να κάνω κάποια φιλανθρωπία! Τι θα με συμβουλέυατε να κάνω; Πατερούλη, πάτερ Ηλία, ίσως θα μπορούσα να σάς δωρίσω κάτι;

– Δεν χρειάζομαι τίποτα. Και αν θέλεις να κάνεις μια καλή πράξη, για να ευχαριστήσεις τον Κύριο, τότε βοήθησε αυτόν εδώ τον ναό που δεν έχει πόρους. Δεν είναι βέβαια στην Όπτινα, αλλά θα σού δώσω την διεύθυνση.

– Μα τι συζητάμε τώρα, αγαπητέ πάτερ; Φυσικά και θα βοηθήσω! Δώστε μου την διεύθυνση κι αύριο κιόλας θα κάνω την δωρεά!

Περνάει ένας μήνας, μετά ακόμη ένας, και τώρα δεν έχει χρόνο, είναι απρόθυμος να πάει κάπου, φαίνεται να λυπάται και τα χρήματα. Παρ΄ όλα αυτά συνεχίζει να πηγαίνει στην Όπτινα. Παρευρίσκεται στην Θεία Λειτουργία, εξομολογείται και κοινωνεί. Και πάλι η φλόγα θα ανάψει στην καρδιά του. Οι δουλειές πάνε καλά. Έρχεται στον Στάρετς για να πάρει ευλογία:

– Πατερούλη, θέλω απλά να κάνω κάποια δωρεά, να κάνω μια καλή πράξη! Ποιόν μπορώ να βοηθήσω;

– Λοιπόν, αν θέλεις να κάνεις μια καλή πράξη, βοήθησε το ορφανοτροφείο. Χρειάζονται βοήθεια πραγματικά.

– Ναι, θα πάω σε αυτό το ορφανοτροφείο αύριο! Ναι, θα τους βοηθήσω! Μπορώ να αγοράσω πνευματικά βιβλία! Παιχνίδια! Φρούτα! Και μετά θα δωρίσω εικόνες!

Περνάει ένας μήνας, κι ακόμη ένας – πάει, το ξέχασε το ορφανοτροφείο. Κι όσο για το χαρτί με την διεύθυνση, μάλλον κάπου θα τού έπεσε.

Αυτό το πράμα επαναλήφθηκε περισσότερες από μία φορές. Μέχρι που ο Στάρετς τού απάντησε κάποτε με περίεργο τρόπο. Λέει στον Στάρετς:

– Τι καλή πράξη μπορώ να κάνω; Θα δωρίσω εικόνες σε κάποιον! Αύριο κιόλας! Και πολλές εικόνες, μάλιστα!

Και το Μεγαλόσχημος ηγούμενος Ηλίας, αντί, όπως συνήθως, να τού δώσει κάποια διεύθυνση τού λέει:

– Ναι, εντάξει, αλλά τώρα αγόρασε και δώσε μόνο μια εικόνα.

– Μα γιατί; Αύριο κιόλας θα αγοράσω και θα δωρίσω πολλές εικόνες!

– Όχι, όχι. Μία πάρε τώρα.

Ο επιχειρηματίας βγήκε από την εκκλησία, μπήκε στο αυτοκίνητο και λέει στον οδηγό:

– Σαν κάπως παράξενος ήταν σήμερα ο πάτερ. Τού λέω ότι θέλω να αγοράσω και να δωρίσω πολλές εικόνες. Και αυτός μού μιλά για μια και μόνο εικόνα. Άντε να καταφέρω να δωρίσω τουλάχιστον μία. Πολύ παράξενο. Εντάξει, λοιπόν, θα αγοράσω μία. Πρέπει να την αγοράσω τώρα; Ας είναι, πήγαινε στο κατάστημα και αγόρασε μια εικόνα.

Και ο οδηγός, πιστός ο ίδιος, μπορεί να ήταν συνήθως πάντα αδύναμος, αλλά σε αυτήν τη περίπτωση διαφώνησε αμέσως:

– Δεν θα πάω, εσάς ευλόγησε ο Στάρετς να την αγοράσετε, εσείς ο ίδιος θα πρέπει, λοιπόν, να την αγοράσετε.

– Ανοησίες! Μα τι πράμα είναι αυτό σήμερα, βαλτοί είστε όλοι και διαφωνείτε μαζί μου;

Βγήκε από το αυτοκίνητο, και πήγε κι αγόρασε μια εικόνα και κατευθύνθηκαν μετά στο σπίτι. Περνούν έξω από έναν ναό. Ο ναός φαινόταν να χρειάζεται ανακαίνιση.

– Ρε συ, είναι φως φανάρι ότι αυτός ο ναός είναι φτωχός. Άντε, θα κάνω μια δωρεά.

Ο επιχειρηματίας παίρνει την εικόνα από το αυτοκίνητο και την φέρνει στον ναό. Γυρίζει πίσω. Συνεχίζουν. Δεν έχουν κάνει ένα χιλιόμετρο, και λέει στον οδηγό:

– Είμαι κάπως κουρασμένος σήμερα. Σταμάτα το αυτοκίνητο, θέλω να ξεκουραστώ.

Βγαίνει από το αυτοκίνητο και ξαπλώνει στο γρασίδι. Κι πεθαίνει επί τόπου ..

... Ακούω αυτήν τη διήγηση και παραμένω σιωπηλή. Και λέω: «Μα, ο Στάρετς δεν τον εγκατέλειψε, δεν τού γύρισε την πλάτη. Προσευχήθηκε γι' αυτόν. Έτσι κι έκανε μια καλή πράξη πριν από το θάνατό του. Ακόμη κι ο ληστής, μόλις και κατάφερε να ψελλίσει: μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου »

Ο πάτερ διάκονος κουνάει το κεφάλι του και απαντά λυπημένα: «Ναι, και βέβαια έτσι είναι. Οι κρίσεις του Θεού είναι πολλές. Αλλά πρέπει πάντα να θυμόμαστε: όλοι λαμβάνουν την υπόσχεση περί συγχώρεσης των ομολογημένων αμαρτιών. Κι όμως, σε κανένας από εμάς δεν έχει υποσχεθεί ότι θα υπάρξει ένα αύριο».

Mένουμε σιωπηλοί για πολλή ώρα. Και το λυκόφως βαθαίνει, και η μέρα σβήνει.

Όλγα Ροζνιόβα
Μετάφραση για το gr.pravoslavie.ru: Γρηγόριος Μάμαλης

Pravoslavie.ru

 https://gr.pravoslavie.ru/134733.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: