~ Τώρα θά σοῦ εἰπῶ
πῶς η Γερόντισσα Πελαγία ἔλαβε πλουσίως τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι, ὅταν
ἔμπαινα στό κελλί της πάντα εὐωδίαζε. Καταλάβαινα ἐγώ ὅτι αὐτή ἡ εὐωδία
προερχόταν ἀπό τήν ἴδια, ἀλλά δέν τολμοῦσα νά τῆς τό εἰπῶ. Εἶχα πλέον γνωριμία
μαζί της πάνω ἀπό ἕξι χρόνια. Ἐκείνη ξεθάρρεψε, μ᾿ ἐμπιστεύθηκε καί ἄρχισε νά
μοῦ λέγη τά μυστικά μεγαλεῖα της. Ἐπήγαινα στήν Μονή ἀπό τήν Θεσσαλονίκη
τέσσερεις φορές τόν χρόνο. Μέ ἔνοιωθε σάν παιδί της καί ἐγώ τήν ἀποκαλοῦσα
μητέρα μου.
-Τί εἶναι αὐτό πού
εὐωδιάζει μέσα στό κελλί σου, Γερόντισσα; Τήν ἐρώτησα.
-Νά, βρέ παιδί
μου, ἔχω τό θυμιατό ἐδῶ.
Τό θυμιατό ὅμως
δέν ἔκαιγε καί δέν ὑπῆρχε μέσα οὔτε σκόνη, οὔτε θυμίαμα.
Τῆς εἶπα:
-Γερόντισσα, εἶμαι τόσα χρόνια μαζί σου καί σ᾿ ἀγαπῶ σάν μητέρα μου. Λοιπόν,
τώρα λαμβάνω τό θάρρος σάν υἱός σου πνευματικός νά σέ παρακαλέσω νά μή μοῦ
κρύψης τίποτε. Πόθεν προέρχεται αὐτή ἡ εὐωδία; Καί πῶς τήν ἀπέκτησες;
Χαμογέλασε, ἐδίστασε,
σκεπάσθηκε μέ τό τσεμπέρι της καί μοῦ εἶπε:
-Ἄχ, δέν θέλω νά
τά εἰπῶ, γιατί φοβᾶμαι μή τά χάσω.
Ἦτο πολύ ταπεινή
μοναχή. Ἦτο καί ἡγουμένη διότι εἶχε καί 13 ὑποτακτικές τόν καιρόν ἐκεῖνον.
Μπροστά τήν ἐπιμονή καί ὑπομονή μου ἐκάμφθη.
-Ἄκουσε παιδί
μου, μοῦ εἶπε. Ἀπό παλιά περνοῦσε ἀπό ἐδῶ ἕνας θεολόγος καί ἐκήρυττε. Μᾶς ἔλεγε:
«Ἄν δέν ἀποκτήσουμε τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν κάναμε τίποτε».
-Τότε κι ἐγώ ἄρχισα
νά παρακαλῶ τήν Παναγία νά μοῦ στείλη αἰθητῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα, χωρίς διακυμάνσεις
καί μεταπτώσεις. Μία ἡμέρα, μοῦ εἶπε, μετά τήν θεία Λειτουργία, μπῆκα μέσα στό Ἱερό
(ἦτο διαβασμένη ἀπό τόν ἀρχιερέα) γιά νά τακτοποιήσω μερικές μικροδουλειές.
Τότε μέσα εἶδα ἕνα Πουλί. Ποῦ βρέθηκε τό Πουλί αὐτό ἐδῶ μέσα; Θά μᾶς κάνη
καμμιά ζημιά…Σκέφθηκα. Ἔτσι σκεπτόμουν καί προσπαθοῦσα μέ τά χέρια μου νά τό ἀπομακρύνω
πρός τά ἔξω. Σέ λίγο τό Πουλί πάει καί στέκεται ἐπάνω στό Ἅγιο Ποτήριο καί σέ
λίγο μπῆκε μέσα…Κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Κι αὐτό τό ὑπερφυές γεγονός μοῦ ἔδωσε
μία τέτοια χαρά, πού μόνο ἐγώ ἠμποροῦσα νά τήν γνωρίσω σ᾿ ὅλο τό μεγαλεῖο της.
Σέ λίγο τό Πουλί βγῆκε ἀπό τό Ἅγιο Ποτήρι καί κάθισε ἐπάνω στόν ὦμο μου. Μετά
μοῦ φάνηκε ὅτι τό Πουλί αὐτό μπῆκε στό στόμα μου, κατέβηκε μέσα στήν καρδιά μου
καί ἔμεινε ἐκεῖ.
Τήν ἐρώτησα: -Καί
τώρα μιλᾶς μέ τόν Θεό, ὅ,τι ὥρα θέλεις;
-Ναί, ὅπως μιλῶ
μαζί σου, μοῦ εἶπε, ἔτσι μιλάω καί μέ τόν Θεό. Τοῦ λέγω καί τοῦ ζητῶ ὅ,τι θέλω
καί ἀνάλογα μέ τό συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὁ Κύριος μέ ἀκούει καί κάνει τό
θέλημά μου.
Τό τί πόλεμο τῆς
ἐκαναν καθημερινά οἱ δαίμονες δέν περιγράφεται. Τῆς τραβοῦσαν καί πετοῦσαν τό
κομποσχοίνι της μακριά. Τήν κτυποῦσαν ἀλύπητα. Τήν ἐμπόδιζαν στήν καρδιακή της
προσευχή. Ἄλλοτε τῆς εἶπαν οἱ δαίμονες ἀγριεμένοι: «Μᾶς ἔσπασες τά μυαλά
μας….».
από το βιβλίο:
«ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ» – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ
ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου