Ζωή χωρίς γιορτή, άχαρη, είναι δρόμος χωρίς πανδοχείο ανάπαυσης. Κάποτε ανθούσε σε τούτον τον τόπο και η ευθυμογραφία, οι ευτράπελες γραφές.
Κάποτε ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά πήγε σε χορό στο παλάτι. Μια κυρία των Αθηνών, λεπτεπίλεπτη και με καθωσπρέπει τρόπους, του πρότεινε να καθίσει σε καρέκλα, αλλά επειδή ντρεπόταν, τάχα, να πει το πρώτο συνθετικό του ονόματός του, του λέει: καθίστε κύριε… Κοτρώνη. Απάντα ο θυμόσοφος και ευφυέστατος Γέρος. Πώς να καθίσω, μωρή, αφού μου έκοψες τον κώλο;
Έλεγαν ότι ένας Έλληνας δάνεισε σε έναν φίλο του κάποιο ποσό. Σαν έληξε η προθεσμία, ο οφειλέτης αρνήθηκε να επιστρέψει το χρέος. Κατέφυγε ο δανειστής στον Αλή πασά. Ο παραπονούμενος ορκιζόταν ότι όντως είχε δανείσει τον φίλο του, ενώ αυτός το αρνείτο. Ο Αλής πρόσταξε να τους ζυγίσουν και τους δυο και τους έδιωξε. Σε τρεις μήνες πρόσταξε να εμφανιστούν και πάλι μπροστά του και τους ξαναζύγισε. Εκείνος που είχε χάσει τα χρήματα είχε λιώσει από την στενοχώρια του. Ο άλλος είχε γίνει τετράπαχος. Και το πλήρωσε με την κεφαλή του.
Γράφει ο Τρικούπης στην Ιστορία του, τόμος ‘Α, σελ 353 (στις σημειώσεις), το εξής που συνέβη την εποχή που πολιορκείται από τους Έλληνες, η Τριπολιτσά. «Ακούσαντες οι εν Άργει τα περί της εισβολής του Κεχαγιάμπεη και θέλοντες να βεβαιωθώσιν αν ούτως είχαν, έστειλαν τινά συμπατριώτην των, έφιππον, εις κατασκοπήν, δώσαντές τω και γράμμα προς τον Δικαίον, αν τον απήντα. Ο σταλείς έτυχε να είναι οινοπότης και δεν έπαυσε πίνων, εν ω ώδευε προς την Κόρινθον, έως ου εμέθυσεν. Φθάσας δε την νύκτα έπεσεν εις την εχθρικήν φυλακήν.
-“Ποίος είσαι”; τον ηρώτησε ο φύλαξ Τουρκαλβανός.
“Εγώ είμαι, αδέλφια”, απεκρίθη, νομίζων ότι ήτο μεταξύ φίλων. “Χριστός ανέστη και του χρόνου τα κόκκινα αυγά». Τότε ο φύλαξ τον εξεπέζευσε και τον έφερεν ενώπιον του Κεχαγιάμπεη, τραυλίζοντα καθ’ οδόν εκ της μέθης τα εξής. “Δόξα σοι ο Θεός! Το κερδίσαμε, αδέλφια, το ρωμαίικο, το κερδίσαμε”. Ιδών δε την γενειάδα του Κεχαγιάμπεη τον υπέλαβεν ως αρχιερέα και τω είπε: “Προσκυνούμεν, αφέντη, δεσπότη”. Αλλά ο Κεχαγιάμπεης λαβών γνώσιν του γράμματος, τον εξέλαβεν ως υποκρινόμενον τον μεθυσμένον και διέταξε να σουβλισθή και να ψηθή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου