Κάποτε ήλθε στο
κελλί του οσίου Σεραφείμ ο ηγούμενος της μονής του Βισοκογκόρσκ ιερομόναχος
Αντώνιος με έναν έμπορο από την επαρχία του Βλαδιμίρ. Ο όσιος παρακάλεσε τον
ηγούμενο να περιμένει, ενώ με τον έμπορο άρχισε αμέσως να συνομιλεί. Με έλεος,
αγαθοσύνη και τρυφερότητα ήλεγχε τα ελαττώματά του και τον συμβούλευε: «Όλες
σου οι ταλαιπωρίες και οι θλίψεις», του έλεγε, «είναι αποτελέσματα της εμπαθούς
σου ζωής. Άφησε αυτή την ζωή, διόρθωσε την πορεία σου».
Ο εκτενής λόγος
του επάνω σ’ αυτό το θέμα ήταν διαποτισμένος από τόσο συγκινητική εγκαρδιότητα
και θέρμη, ώστε και ο έμπορος προς τον όποιον απευθυνόταν και ο παρευρισκόμενος
π. Αντώνιος είχαν συγκινηθεί μέχρι δακρύων. Και όταν ο έμπορος βγήκε από το
κελλί, ο π. Αντώνιος που γνώριζε και σεβόταν από πολλών ετών τον όσιο Σεραφείμ
τόλμησε να πει: «Πατερούλη, η ψυχή του ανθρώπου είναι μπροστά σας ανοικτή σαν
σε καθρέφτη. Εμπρός στα μάτια μου, ενώ ακόμη δεν είχατε ακούσει τις πνευματικές
ανάγκες και τις ταλαιπωρίες αυτού του προσκυνητή, του τα είπατε ήδη όλα εκ των
προτέρων. Τώρα βλέπω ότι ο νους σας είναι τόσο καθαρός, ώστε τίποτε δεν μένει
κρυφό σ’ αυτόν από την καρδιά του πλησίον».
Τότε ο όσιος
Σεραφείμ έβαλε στο στόμα του π. Αντωνίου την δεξιά του παλάμη ωσάν να ήθελε να
τον αποστομώσει, και είπε: «Δεν μιλάς όπως πρέπει, χαρά μου. Η καρδιά του
ανθρώπου είναι ανοικτή μόνο στον Κύριο και ο Θεός είναι ο μόνος καρδιογνώστης·
η δε καρδία του ανθρώπου είναι βαθεία» (Ψαλμ. 63:7).
Ο π. Αντώνιος
ξαναρώτησε: «Πώς εσείς, πατερούλη, ενώ ούτε μία λέξη δεν ερωτήσατε τον έμπορο,
του είπατε εντούτοις όλα όσα του ήσαν αναγκαία;»
Ο όσιος απάντησε
ταπεινά: «Αυτός ήλθε σε μένα όπως όλοι οι άλλοι, όπως και εσύ, επειδή με
θεωρούσε δούλο του Θεού· εγώ ο ταπεινός Σεραφείμ επίσης θεωρώ τον εαυτό μου ως
αμαρτωλό δούλο του Θεού, και ό,τι μου ορίζει ο Κύριος, αυτό και παραδίνω ως
ωφέλιμο σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Την πρώτη σκέψη που εμφανίζεται στην ψυχή
μου την θεωρώ ως υπόδειξη του Θεού, χωρίς να γνωρίζω τι υπάρχει στην ψυχή του
συνομιλητή μου, αλλά μόνο πιστεύοντας ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Όπως
το σίδερο στον σιδηρουργό, έτσι και εγώ έχω παραδώσει το θέλημά μου και
ολόκληρο τον εαυτό μου στον Κύριο. Ό,τι είναι αρεστό σε Εκείνον, αυτό και
πράττω. Δεν έχω δικό μου θέλημα, αλλά ό,τι είναι ευάρεστο στον Θεό, αυτό και
μεταδίδω.»
Και όμως η
χαρισματική αυτή διορατικότητα του οσίου Σεραφείμ ήταν όντως ασυνήθιστη. Όταν
έπαιρνε επιστολές, συχνά χωρίς να τις ανοίγει γνώριζε το περιεχόμενό τους και
απαντούσε: «Να, αυτό λέγει ο ελεεινός Σεραφείμ» κλπ. Μετά την μακάρια κοίμησή
του βρέθηκαν πολλές τέτοιες κλειστές επιστολές στις οποίες είχε απαντήσει ενώ
ακόμη ζούσε.
Επίσης ο όσιος
ήταν κατά πνεύμα ενωμένος με πολλούς ασκητές, τους οποίους ποτέ δεν είχε δει
και οι οποίοι ζούσαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά του. Όταν σε κάποιον έγκλειστο
της μονής της Θεοτόκου του Ζαντόνσκ ήλθε ο λογισμός να αλλάξει την κατοικία του
για να αποσυρθεί σε μεγαλύτερη μόνωση και πριν το φανερώσει σε κανένα, ήλθε
ξαφνικά κάποιος προσκυνητής (*) από την έρημο του Σαρώφ εκ μέρους του πατρός Σεραφείμ
και του είπε: «Ο π. Σεραφείμ με διέταξε να σου πω: Τόσα χρόνια αγωνίζεσαι στον
έγκλειστο βίο· θα ήταν ντροπή λοιπόν να σε κυριεύσουν διαβολικοί λογισμοί να
εγκαταλείψεις τον τόπο σου. Πουθενά μη πας! Η Υπεραγία Θεοτόκος σε προστάζει να
μείνεις όπου είσαι». Και όταν άρχισαν να αναζητούν τον προσκυνητή δεν μπορούσαν
να τον βρουν ούτε στο μοναστήρι ούτε γύρω απ’ αυτό.
(*) Προσκυνητής
(στράνικ) λεγόταν αυτός που ζούσε περιπλανώμενος, οδοιπορώντας από προσκύνημα
σε προσκύνημα.
Από το βιβλίο: Αρχιμ.
Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ Βίος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της
Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου