Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ......


.                                         ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ 1
Από τον Α. Μ.
  Της γιαγιάς μου ο πατέρας, ήρθε βράδυ από το πολύμηνο ταξίδι των σφουγγαριών, και άραξε στο Χαράνι (ο ένας από τους ταρσανάδες του νησιού της Σύμης, ο άλλος ο οποίος δεν υπάρχει πλέον, ήταν στον Κάμπο του Γιαλού), και αφού τελείωσαν τα σχετικά με το δέσιμο του καϊκιού και την τακτοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων, έφυγαν όλοι, και τελευταίος εκείνος ανηφόρισε για το σπίτι του.
  Η ειδικότητά του στο καΐκι των σφουγγαράδων, ήταν κυρίως του «κολαουτζέρη ή κουλαουτζέρη».
  Το πόσο σημαντικό ήταν αυτό που έκανε, το λέει και σε κάποιο τραγούδι των δυτών. 
«Η μηχανή είναι η μάνα μου, 
η ρόδα η αδελφή μου, 
και στον κουλαουτζέρη μου, 
κρέμεται η ζωή μου».
  Ο κολαουτζέρης, ήταν το μέσο επικοινωνίας με τον σφουγγαρά κάτω στα βάθη της θάλασσας, αφού, από το σχοινί που κρατούσε εκείνος στο καΐκι, και η άλλη άκρη του βρισκόταν στον δύτη, έπρεπε να περάσουν μέσω συνθηματικών τραβηγμάτων, τα μηνύματα μεταξύ τους.
  Για το πόσες οργιές είναι, να μην υπερβεί αυτό το βάθος, ότι είναι ώρα να ανεβεί, και κυρίως σε ώρα ανάγκης, κρατιόταν από τον κουλαουτζέρη, να ερμηνεύσει σωστά τα χτυπήματα.
  Ταυτόχρονα ο τιμονιέρης, τον κουλαουτζέρη κοιτούσε, για να του πει πού θα στρίψει το τιμόνι, προς τα πού τους οδηγούσε ο δύτης κ.λπ..
  Μόλις λοιπόν βγήκε από το καΐκι προχώρησε λίγο, και συνάντησε μια γνωστή του μαμή (μαία), που κρατώντας κάτω από τη μασχάλη της τα απαραίτητα για τη δουλειά της μαζί με κάποια ρούχα, πήγαινε κάπου βιαστική.
  Όταν έφτασε κοντά και συναντήθηκαν, τη χαιρέτισε, αλλά δεν του απάντησε.
  Εκείνος σκέφτηκε ότι μάλλον δεν άκουσε, και επανέλαβε για δεύτερη φορά τον χαιρετισμό του, αλλά πάλι δεν του μίλησε.
  Φαίνεται ότι είναι πολύ βιαστική, και τρέχει να ξεγεννήσει κάποια, σκέφτηκε.
  Έτσι, συνέχισε το δρόμο του και πήγε σπίτι. 
  Μετά τα καλωσορίσματα από τη σύζυγο, της είπε για τη μαμή που βρήκε στο δρόμο και δεν τον χαιρέτισε, παρ’ όλο που εκείνος την χαιρέτισε δύο φορές.
- Θα ήταν βιαστική, του απάντησε και εκείνη.
  Την άλλη μέρα το πρωί, η σύζυγος, του είπε κάτι που τον άφησε άφωνο. 
-  Για τη μαμή που μου είπες που συνάντησες χθες βράδυ και δεν σου μίλησε, θα σου πω κάτι που θα σε ξαφνιάσει, και δεν σου το φανέρωσα όταν μου ανέφερες το περιστατικό. Έχει πεθάνει, εδώ και ενάμιση μήνα.
.                                            ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ 2
Από τον Ι. Β.
  Εκείνο το χρόνο, είχε έρθει στο νησί μας, ένας αγροτικός γιατρός με τη γυναίκα του, και νοίκιασε ένα σπίτι στο Γιαλό. (Το κάτω μέρος της πόλης της Σύμης).
  Γνωριστήκαμε, μια και τύχαινε να μένω κοντά στο δικό του σπίτι, και μετά από κάμποσο χρονικό διάστημα, μου εκμυστηρεύτηκε κάτι περίεργο.
  Μου είπε πως αντιμετώπιζε κάποιο θέμα με το σπίτι, και ήταν προβληματισμένος.
  Όταν τον ρώτησα τι ακριβώς αντιμετώπιζε, τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει, ότι ακούνε να περπατάει κάποιος πάνω στα κεραμίδια της στέγης αυτός και η σύζυγός του κάθε βράδυ, και δεν ξέρουν τι να κάνουν. 
  Όπως μου είπε, αυτό δεν ξεκίνησε από την αρχή που νοίκιασε το σπίτι, αλλά πριν από τρεις περίπου ημέρες.
  Μάλιστα, σκεφτόταν να πάει στην αστυνομία, να μεριμνήσουν, να στείλουν κάποιον για να συλλάβει αυτόν που το έκανε, όπως και έγινε.
  Εγώ, προσφέρθηκα να τον βοηθήσω, συμμετέχοντας στην ομάδα φρούρησης, ώστε να αποκαλύψουμε, ποιος τελικά ήταν αυτός που τους ενοχλούσε.
  Εκείνο το βράδυ, φυλάγαμε σκοπιά, εγώ, ο γιατρός, ο αστυνόμος και ακόμα κάποιος άλλος, πιάνοντας εξωτερικά κάθε πρόσβαση προς το σπίτι.
  Θυμάμαι μάλιστα, ότι ο αστυνόμος οπλοφορούσε.
  Μέσα στο σπίτι, είχε μείνει η σύζυγος, να μας ειδοποιήσει σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι.
  Αλλά ήμουν σίγουρος, ότι δεν επρόκειτο να γίνει τίποτα, γιατί ήταν αδύνατον να ανέβει κάποιος πάνω στη στέγη, χωρίς να τον πάρουμε είδηση.
  Η ώρα περνούσε, και τίποτε δεν φαινόταν.
  Θα ήταν γύρω στις δώδεκα το βράδυ, όταν ξαφνικά βλέπουμε τη σύζυγο του γιατρού, να βγαίνει σε έξαλλη κατάσταση τρομοκρατημένη, και να λέει:
- Ήρθε!. Είναι πάνω στη στέγη!.
  Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, και ανεβήκαμε στη στέγη. Κανείς δεν ήταν εκεί.
- Εξακολουθεί να είναι; Ρώτησε ο γιατρός τη σύζυγο.
- Ναι απάντησε εκείνη. Ακούω τα βήματά του.
  Δεν ξέραμε τι να πούμε, ενώ μια ανατριχίλα διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη, και σίγουρα και των άλλων που ήταν εκεί.
  Μα πώς, αναρωτηθήκαμε.
- Παιδιά συγνώμη για την ταλαιπωρία, είπε ο γιατρός, μπορείτε να φύγετε.
  Κατάλαβα, ότι μάλλον είχε βρει κάποια εξήγηση για ότι συνέβαινε.
  Μου έκανε νόημα να καθίσω να συζητήσουμε, καθώς οι άλλοι μας καληνύχτιζαν.
- Κάτι υποψιάζομαι, και δεν ξέρω αν είναι σωστός ο συλλογισμός μου.
- Τι, τον ρώτησα.
- Πριν μια εβδομάδα, μου φώναξαν να πάω σε κάποιον γέρο άρρωστο, αλλά κάτι μου συνέβη, και δεν κατάφερα να πάω. Ο γέρος πέθανε την επόμενη μέρα, και τα έβαζα με τον εαυτό μου, που τελικά δεν πήγα.
  Λέω, μήπως... καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.
  Δεν το απέκλεισα.
  Δεν ξέρω πού να ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό το περιστατικό, αν και ήταν κάτι, που δεν έγινε σκόπιμα.
  Μετά από εκείνο το βράδυ, τα βαριά βήματα στα κεραμίδια της στέγης δεν ξανακούστηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: