Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παραμύθι για τη γιορτή των Φώτων | Κώστας Γανωτής

 




Ο Κώστας Γανωτής, φιλόλογος και συγγραφέας, μας διηγείται την ιστορία του φούρναρη, της φουρνάρισσας και των τεσσάρων ορφανών παιδιών

Ένα παραμύθι για τα ΦΩΤΑ μας φωτίζει τον παράδεισο

 

    Η φουρνάρισσά και τα ορφανά

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας φούρναρης και ζύμωνε και έψηνε τα ψωμιά του κάθε μέρα και ύστερα τα ξεφούρνιζε και τα πουλούσε ζεστά ζεστά. Μόλις έβγαζε τα ψωμιά, φούρνιζε τα γιουβέτσια γιατί εκείνον τον καιρό δεν είχαν ηλεκτρικούς φούρνους τα σπίτια και λίγα σπίτια είχαν φούρνους με τα ξύλα. Από τα γιουβέτσια δεν έπαιρνε λεφτά, αλλά όλοι όταν έρχονταν να πάρουν το γιουβέτσι τους έβγαζαν κάνα δυο πατάτες, κάνα κοψίδι, καμιά ντομάτα γεμιστή και τα έριχναν σε ένα κουβαδάκι, σ’ ένα νταβαδάκι όπως το λέγαν που είχε πάντα εκεί δίπλα στην μπούκα του φούρνου ο φούρναρης. Μόλις έριχναν την μερίδα τους το σκέπαζαν αμέσως με το καπάκι του για να μην πέσει τίποτα μέσα. Όταν έδινε και το τελευταίο ψηστικό ο φούρναρης, έπαιρνε τον νταβά και ανέβαινε στο σπίτι του που ήταν από πάνω από τον φούρνο και τρώγανε μαζί με την φουρνάρισσα. Κάθε μέρα περίσσευαν πολλά φαγιά και η φουρνάρισσα τα πετούσε στους σκύλους και στις γάτες γιατί παιδιά δεν είχαν οι καημένοι. Η φουρνάρισσα είχε μια αρρώστια από μικρή και γι’ αυτό δεν μπορούσε να κάνει παιδί και έκανε κάθε Σάββατο πρόσφορο και το πήγαινε στον άγιο Παντελεήμονα τον άγιο προστάτη των φουρναραίων και στην γιορτή του κάθε χρόνο στις 27 Ιουλίου του αγίου Παντελεήμονσ πήγαινε στην εκκλησία ένα πανέρι με άρτους καλοζυμωμένους και καλοψημένους. Ο άγιος όμως φαίνεται πως δεν άκουγε τις προσευχές της και περνούσαν τα χρόνια έτσι χωρίς να κάνει παιδί και όχι μόνο αυτό αλλά κάθε χρόνο στο δωδεκαήμερο γέμιζε το φουρνάρικο καρκατζέλια και τους πειράζανε. Μια μέρα παραμονή των Φώτων άκουγε γέλια και χαχανητά ο φούρναρης κάτω από τον πάγκο. Σκύβοντας είδε πολλά σιχαμερά καρκατζέλια και κάνα δυο του λέγανε “Μπάρμπα , άνοιξέ μας τον νταβά.” Ο φούρναρης ήξερε γιατί ζητούσαν να ανοίξει τον νταβά και παίρνει ένα ξύλο και αρχίζει να τα χτυπάει και να φωνάζει “Όξω τρισκατάρατα από τον φούρνο μου.” Αυτά όμως δεν έδειχναν να αισθάνονται τα χτυπήματα και φώναζαν περισσότερο και προχωρούσαν πάνω του. Ο φούρναρης φοβήθηκε και έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι του. Τον βλέπει η φουρνάρισσα και τον ρώτησε τι έχει. Αφού της είπε τι έγινε, η φουρνάρισσα δεν ταράχτηκε όσο περίμενε ο άντρας της, μόνο κατεβάζει τον αγιασμό από το εικονοστάσι , κατεβαίνει στον φούρνο και ραντίζει τον πάγκο από κάτω ψέλνοντας “Σώσον κύριε τον λαό σου…” και τότε τα καρκατζέλια μαζεύτηκαν τρέμοντας και φώναζαν όλα μαζί “Μπάρμπα άνοιξέ μας τον φούρνο.” “Ωχ ,θέλουν να μου μαγαρίσουν τον φούρνο” σκέφτηκε ο φούρναρης και ανοίγει την πόρτα του φουρνάρικου για να φύγουν. “Δεν βγαίνουμε από την πόρτα!” φώναζαν αυτά. Ο φούρναρης δεν καταλάβαινε την αιτία και κρατούσε την πόρτα ανοιχτή και τότε ένα καρκατζέλι βγαίνει και του λέει : “Πώς να περάσουμε κάτω από αυτή τη μουτζούρα που έχετε καπνίσει το ανώφλι;”. Τότε κατάλαβε ο φούρναρης ότι τα καρκατζέλια φοβόντουσαν να περάσουν κάτω από τον σταυρό που είχε κάνει με την λαμπάδα της Λαμπρής στο ανώφλι γι’ αυτό ανοίγει τον φούρνο και εκείνα όρμησαν στην μπούκα και τσιρίζοντας έφυγαν από το μπουρί. Η φουρνάρισσα το βράδυ στην προσευχή της ήταν ταραγμένη και έλεγε με παράπονο : “Παιδιά δεν ακούγονται στο σπίτι μας, μόνο καρκατζέλια χασκογελούνε”. Εκείνο το βράδυ όμως είδε στο ύπνο της τον άγιο Παντελεήμονα που της έλεγε “Επειδή πετάτε τα φαγιά σας στα σκυλιά γι’ αυτό έρχονται τα κακά πνεύματα στο σπίτι σας. Αύριο όμως θα σου στείλω ένα δώρο στο φούρνο σου.”

 

(Όταν δεν εκπληρώνει ο Θεός κάποιο αίτημά μας, ετοιμάζει να μας δώσει κάτι ανώτερο από αυτό που ζητάμε!)

 

Το πρωί η φουρνάρισσα σηκώθηκε χαρούμενη και συλλογισμένη. “Άντρα να πεις στα ψηστικά να μη μας αφήνουν τόσα φαγιά και τα πετάμε στους σκύλους. Ο Άγιός μου ονείρεψε ότι είναι αμαρτία.” Ο φούρναρης σαν το άκουσε έλεγε στον κόσμο να αφήνουν λιγότερα, αυτοί όμως από φιλότιμο άφηναν περισσότερα και χρειάστηκε να βάλει και δεύτερο νταβά. Εκεί λίγο πριν να κλείσει το φούρνο ακούει από έξω φωνούλες παιδικές και κλάματα. Ανοίγει και βλέπει μπροστά του 4 παιδάκια μικρά, απεριποίητα, ξυπόλητα να κλαίνε. “Τι έχετε παιδιά μου;” ρωτάει ο φούρναρης. “Πεινάμε, λίγο φαγάκι” είπαν εκείνα και ο φούρναρης τα έβαλε μέσα και τα κάθισε στο πάγκο και τους έβαλε μπροστά τους τον νταβά τον μεγαλύτερο. Εκείνα με τα χέρια τους φάγαν τα φαγιά και ευχαριστήθηκαν. Ώσπου να φάνε τα παιδιά ο φούρναρης ανέβηκε στο σπίτι με το δεύτερο νταβά για να φάνε με την γυναίκα του και να της πει τα καθέκαστα με τα παιδάκια. “Το δώρο που μου ονείρεψε ο Άγιος” είπε αμέσως η φουρνάρισσα και παίρνει ένα κανάτι νερό και κατεβαίνει κάτω, ποτίζει τα παιδιά και τα παίρνει πάνω. Έπιασε και τα έπλυνε, ήταν 3 αγόρια και ένα κορίτσι, το μικρότερο. Ζήτησε ρούχα από τις γειτόνισσες, τα έντυσε και τα έβαλε και τα 4 στο σοφά να ησυχάσουν. “Τώρα άντρα μου δεν θα ξανάρθουν τα καρκατζέλια στο φούρνο μας” λέει η φουρνάρισσα. “Πώς το ξέρεις;” ρωτάει ο φούρναρης. “Ε, δεν θα μας περισσεύουν φαγιά να πετάμε στα ζώα γιατί θα μας φτάνουν να τρώμε και εμείς και τα παιδιά. Δεν είδες πως σήμερα γίνανε δυο οι νταβάδες;” απάντησε η φουρνάρισσα και τότε μόνο, ο φούρναρης θυμήθηκε ότι για πρώτη φορά χρειάστηκε και δεύτερο νταβά.

Όταν συνήλθαν τα παιδιά, τους ρώτησαν πώς βρέθηκαν μοναχά τους και είπαν ότι πέθαναν οι γονείς τους και βρέθηκαν χωρίς συγγενείς και κόντεψαν να πεθάνουν από την πείνα. “Δεν τα άφησε ο Άγιος Παντελεήμονας όμως!” είπε η φουρνάρισσα : “Εμένα μου ονείρεψε ότι θα μου τα στείλει, άρα τα είχε στην προστασία του από νωρίτερα.” Τα παιδιά άρχισαν να βοηθούν στον φούρνο και ο φούρναρης επίτηδες τα απασχολούσε για να γίνουν φιλότιμα. Το ένα έβρεχε τα καρβέλια με ένα πανί όταν τα βγάζανε, το άλλο χάραζε τα ζυμωμένα με ένα σουγιά, έκανε το σημείο του σταυρού στη μέση.

Όταν άνοιξαν τα σχολειά τα δυο μικρότερα πρωτοπήγαν στο σχολείο να μάθουν γράμματα. Τα μεγαλύτερα πήγαν και αυτά στο νυχτερινό και την ημέρα βοηθούσαν στον φούρνο. Όταν μεγάλωσαν, ο μεγάλος που τον έλεγαν Παντελή έγινε ιατρός και ύστερα έγινε και παπάς και γιάτρευε τον κόσμο δωρεάν σαν τον Άγιο Παντελεήμονα και κάθε μεσημέρι πήγαινε στο φούρνο και έτρωγε από τον νταβά μαζί με τα αδέρφια του. Ο δεύτερος λεγόταν Παναγιώτης, ο τρίτος Νικόλας και η κοπελίτσα η τέταρτη Παρασκευούλα.

Κάποια μέρα σκέφτηκαν ο φούρναρης και η φουρνάρισσα πως αν είχαν κάνει δικά τους παιδιά θα είχαν ακριβώς αυτά τα ονόματα. “Κοίτα γυναίκα πώς ήρθαν τα πράγματα, αν είχες γεννήσει εσύ αυτά τα παιδιά, πάλι θα ήταν αυτά τα ονόματά τους. Σαν να είναι δικά μας δηλαδή κατάλαβες;”. “Άντρα μου, ο παπάς που ευλογεί τα στέφανα δεν μνημονεύει τους γονείς που γέννησαν το αντρόγυνο, το πρόσεξες;”.

“Και ποιους μνημονεύει γυναίκα;” ρωτάει ο φούρναρης. “Αυτούς που τα ανάθρεψαν σαν γονείς.” Έτσι μεγάλωσαν και τα άλλα ορφανά και νοικοκυρεύτηκαν και δώσαν χαρές πολλές στον φούρναρη και την φουρνάρισσα και έζησαν και αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.»

* * *

Γιατί άραγε ο κ. Γανωτής δημιούργησε ένα παραμύθι που στην αρχή του τοποθετεί τον Θεό να μην απαντά στο αίτημα της ηρωΐδας του, της φουρνάρισσας να κάνει παιδί; Μας απαντά:

«Όταν δεν μας εκπληρώνει ο Θεός κάποιο αίτημά μας, ετοιμάζει να μας δώσει κάτι ανώτερο από αυτό που ζητάμε και γι’ αυτό δεν μας το δίνει. Η φουρνάρισσα ζητούσε να κάνει ένα παιδί και ο Θεός τής έδωσε 4 ξένα που τα ανάστησε. Κάθε ξένο παιδί που υιοθετείς είναι σαν δέκα δικά σου γιατί δεν σε βοηθάει η φύση, δεν είναι αίμα σου, και είναι όλο καλωσύνη η περιποίηση που τους κάνεις.»

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, την Τετάρτη, 08.01.2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: