Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

Δεν βλέπεις πως όλοι οι άγιοι είναι ξυπόλητοι;


Ηταν πάντα ξυπόλητος. Εβρεχε, χιόνιζε, έκανε ζέστη, αυτός κατηφόριζε τα σκαλιά για να χωθεί στα απέναντι χωράφια, να χαιρετήσει τα περιστέρια σε έναν από τους περιστεριώνες που δεν έχουν γίνει ακόμα σπίτι. Και μετά να περιηγηθεί στον τόπο αυτόν που γεννήθηκε και πέθανε χωρίς ποτέ να τον εγκαταλείψει. Ολοι τον γνώριζαν.

Πολλοί τον χαιρετούσαν. Λιγότεροι τον σταματούσαν να του μιλήσουν. Κάποιον σαν αυτόν θα είχε στον νου του ο Χριστός όταν μιλούσε για τα πτηνά του ουρανού που δεν μεριμνούν για την αύριο. Δεν του ανήκε τίποτα. Δεν ήθελε να του ανήκει κάτι. Εκτός από τα στραγάλια. Τους είχε αδυναμία. Ηταν τα μόνα που αγόραζε. Ενα πιάτο φαγητό τού είχε εξασφαλίσει και μετά τον θάνατό της η μητέρα του κάνοντας τις σωστές κινήσεις με το έχει της. Πάντως ως πετεινό, ήταν επιλεκτικός στο φαγητό του.

Οταν δεν ήθελε αυτό που του έδιναν, πήγαινε σε αυτούς που είχε καβάτζα. Κι αν του άρεσε έτρωγε. Αν όχι, πήγαινε στον επόμενο. Ηταν πολλοί αυτοί που είχαν το σπίτι τους ανοιχτό για εκείνον. Μια φορά τον είδε μία που τον είχε σαν παιδί της. Την έλεγε Μα. Ενας γιος της που δούλευε στα καράβια είχε φέρει από το πρόσφατο ταξίδι του στην Αμερική πολλά πουκάμισα.

Με φανταχτερά σχέδια και χρώματα. Τα έπλυνε να τα φρεσκάρει, τα σιδέρωσε και βλέποντας το δικό του πουκάμισο σκισμένο στην πλάτη τον φώναξε να μπει. Επειτα έφερε τα σιδερωμένα πουκάμισα και τα άπλωσε σε ένα μπεντένι μπροστά του. Διάλεξε, του είπε. Πάρε όσα χρειάζεσαι. Εκείνος τα περιεργάστηκε για κάμποση ώρα και μετά της λέει, δεν τα θέλω. Γιατί, τον ρώτησε τότε εκείνη. Δεν μου αρέσουν τα χρώματά τους, της απάντησε.

Ενα από τα πράγματα που τον ευχαριστούσαν ήταν να πηγαίνει σε κάποιο από τα πάνω από 300 εκκλησάκια που φύτρωναν σαν λευκοί φάροι ανάμεσα στα βουνά και τα λαγκάδια του νησιού, σημάδια προσανατολισμού σώματος και ψυχής. Οι πατούσες του, μαυρισμένες από την απλυσιά, είχαν αποκτήσει μια μοναδική ανθεκτικότητα. Τίποτα δεν τον σταματούσε και ποτέ δεν πληγωνόταν. Βράχοι, τσουκνίδες, άσφαλτος, χώμα, χαλί για να περάσει. Γοργοπόδαρος έμπαινε στην εκκλησία και άναβε τα καντήλια.

Αλλοτε καθόταν σιωπηλός και παρατηρούσε τις εικόνες. Δεν προσευχόταν φανερά. Κάποιον σταυρό πού και πού τον έκανε. Αλλά ώς εκεί έφταναν τα θρησκευτικά του. Εκείνη τη φορά μέσα σε μια εκκλησία βρήκε τον παπά. Εκείνος τον καλημέρισε λέγοντάς του πατρικά: Γιατί δεν φοράς παπούτσια; Δεν θα ήταν τιμή για τον άγιο που έρχεσαι να προσκυνήσεις; Κι εκείνος αφού κοίταξε γύρω τις εικόνες τού απάντησε: Δεν βλέπεις πως όλοι οι άγιοι είναι ξυπόλητοι;

Ξυπόλητοι άγιοι
Πέπη Ρηγοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: