Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Ἡ ἱστορία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πατήρ Νικόλαος Λουδοβίκος μια αποκάλυψη.



Ἡ ἱστορία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πατήρ Νικόλαος Λουδοβίκος μια αποκάλυψη.

Εἴπαμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἐλευθερία
ἀναλογικῆς σχέσης μὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἔξω Του. Ἔτσι
εἴπαμε λοιπὸν ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου βρίσκει τὸν
δρόμο της στὸ νὰ γίνει μία ἀναλογικὴ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους,
μεταφέροντας, μὲ τὸν τρόπο τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁμοούσιο στὸν
κόσμο. Ἡ ἔσχατη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ εἶναι τίποτε
ἄλλο ἀπὸ τὴν τελικὴ καθίδρυση τοῦ ὁμοουσίου μέσα στὴν
κτίση. Εἴπαμε, ἐπιπλέον, ὅτι τὸ θέλημα δὲν καταργεῖται,
ἀλλὰ ἔχει ἁπλῶς νὰ διαλέξει ἂν θὰ γίνει θέλημα —ἐξουσία,
κλείσιμο ἑπομένως στὸν ἑαυτό–, ἢ θὰ γίνει ἐλευθερία ὅπως
κάνει ὁ Θεός, ἀναλογικὴ δηλαδὴ σχέση.
Εἴπαμε ὅτι μέσα στὴν ἐλευθερία αὐτὴ ὡς κοινωνία ὁ ἄνθρωπος βρίσκει ἀκριβῶς τὸν ἑαυτό του, καὶ βρίσκει πραγματικὰ τὰ μέγιστα ἀγαθά, ἀκόμα καὶ θεοπτία. Τί εἶναι ὅμως
ἡ θεοπτία; Λέμε μερικὲς φορὲς «θεόπτης!», λέμε «εἶδε τὸ ἄκτιστο φῶς»! Κάποτε μοῦ συνέβη ἕνα γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο
θὰ κλείσω. Ημουν νεαρὸς πρεσβύτερος καὶ διακονοῦσα σὲ
κάποια χωριὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ταυτόχρονα
ἤμουν βοηθὸς ἑνὸς πολὺ μεγάλου θεολόγου στὴν Θεολογικὴ
Σχολή. Ζοῦσα τότε μία φοβερὴ ἀντίθεση. Ἀπὸ τὴ μία στὴν
Θεολογικὴ Σχολὴ εἶχα ἐπαφὴ μὲ τὰ μεγάλα τῆς θεολογίας
καὶ παράδοξα καὶ τὰ δυσνόητα καὶ τὰ βαθυνόητα καὶ ἀπὸτὴν ἄλλη πήγαινα σὲ δέκα χωριά, ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ
τότε ἐπίσκοπός μου, ὡς ἱεροκήρυκας. Ενιωθα φοβερὴ μοναξιά, διότι δὲν μὲ καταλαβαίνανε, ἢ μᾶλλον ἐγὼ εὐθυνόμουνα
ποὺ δὲν μὲ καταλαβαίνανε.
Ἔλεγα λοιπὸν πέντε πράγματα, ἔβλεπα ὅτι ὁ κόσμος
ἄκουγε ὅ,τι ἄκουγε, γύρναγε, ἔσκυβε τὸ κεφάλι καὶ συνέχιζε
κανονικὰ τὴν ζωή του, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτα. Ἡ μοναξιά αὐτὴ ἤτανε βαρὺ αἴσθημα. Ελεγα «μὰ τί κάνω ἐγὼ σὰν παπὰς αὐτὴ τὴν στιγμή, τί νόημα ἔχει νὰ ξαναπάω τὴν Κυριακή καὶ νὰ ξαναμιλήσω στὸ τάδε χωριὸ καὶ πάλι»; Λοιπόν,
κάποια στιγμὴ μοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός, μὲ τὸ
ὁποῖο ὁ Θεὸς μοῦ ἔμαθε μερικὰ πράγματα.
Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς Κυριακές, τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία
καὶ μοῦ λέει ὁ παπάς, ἕνας ἁπλὸς παπὰς καὶ δύο ἁπλοί, ἁπλούστατοι ἐπίτροποι, ἀγράμματοι ἄνθρωποι: «Πᾶμε νὰ
πιοῦμε, πάτερ, ἕναν καφέ, προτοῦ φύγεις». Τελειώνει ἡ Λειτουργία, ἐγὼ πάντα μέσα στὴν μοναξιὰ κ.λπ. Καὶ πᾶμε νὰ
πιοῦμε τὸν καφὲ στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ
πίναμε τὸν καφέ, ξαφνικὰ γυρίζει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, μὲ κοιτάζει καὶ μοῦ λέει: «Λοιπόν, πάτερ, ἐγὼ μὲ τὸν
κυρ-Γιάννη ἀπὸ ἐδῶ (κυρ-Γιάννης ἦταν ὁ ἄλλος ἐπίτροπος)
εἴχαμε μία ἀπορία. Ὁ ναός μας ἐδῶ δὲν ἦταν καθαγιασμένος
(δὲν εἶχαν γίνει ἐγκαίνια) καὶ εἴχαμε τὴν ἀπορία μήπως, μὴ
ὄντας καθαγιασμένος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, τὰ Μυστήρια καὶ
ἡ θεία Λειτουργία δὲν ἦταν κανονικά». Μία τέτοια ἀπορία
μοῦ ἔκανε πολλὴν ἐντύπωση. «Καί», συνέχισε ὁ ἄνθρωπος,«ξέρεις τί κάναμε; Εἴπαμε νὰ κάνουμε τρεῖς ἑβδομάδες νηστεία, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καὶ κάναμε, λέει, καὶ πραγματικὰ μιὰ Κυριακή, προτοῦ ἔλθει ὁ Δεσπότης, εἴδαμε τὴν
ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ξανὰ αὐτὸ τὸ φῶς». Ἐγὼ ἄρχισα
νὰ θορυβοῦμαι: «Ποιό φῶς, τί φῶς»; «Ἐκεῖνο τὸ φῶς τὸ ἀείφωτο, ποὺ βλέπεις μετὰ τὸν ἥλιο καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι σκοτάδι, ἕνα φῶς τὸ ὁποῖο κατεβαίνει καὶ βλέπεις πράγματα,
πολλὰ πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, τὸ μέλλον ἐχει μέσα κλπ.»,
Ἄρχισα νὰ συγκλονίζομαι, εἶχα νὰ κάνω μὲ ἀνθρώπους
ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
καὶ τοῦ ἁγίου Συμεώνος τοῦ Νέου Θεολόγου, καὶ βέβαια καὶ
ὁ ἁπλὸς ὁ παπὰς ἔλεγε κι αὐτὸς «ναί, ναί», καὶ φαίνονταν ὅλοι τους νὰ νομίζουν ὅτι εἶχα κι ἐγὼ πολλὲς παρόμοιες
ἐμπειρίες. Ἦταν συγκλονιστικὴ ἡ ἐμπειρία αὐτὴ γιὰ μένα
ἀλλὰ δὲν σταμάτησα ἐκεῖ καὶ ἄρχισα νὰ τὸν ψάχνω αὐτὸν
τὸν ἐπίτροπο, αὐτὸν τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο. «Πῶς ζεῖς ἐσύ»;
«Ε, πῶς ζῶ ἐγώ, φτωχά». «Τί κάνεις, πῶς ἀκριβῶς περνᾶς
τὴν μέρα σου, τί ἀκριβῶς κάνεις στὴν διάρκεια τῆς μέρας»;
«Δὲν κάνω ἀπολύτως τίποτα, ἀγαπῶ τὸν Θεό, ἀλλὰ λίγη
ὑπομονή, μοῦ λέει, κάνω». Λίγη ὑπομονὴ κάνω. Εἶχε ὑπομονὴ αὐτός. Καὶ τί θὰ πεῖ ὑπομονή; Ὑπομονὴ εἶναι αὐτὸς ὁ
σταυρὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ὁμοουσίου ποὺ ἀγκαλιάζει τοὺς
ἄλλους. Ἐκεῖ μέσα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλειῶδες δίδαγμα. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἡσυχασμὸς ὁ ἴδιος εἶναι βιωμένη ἐκκλησιολογία, μὴν νομίζετε
ὅτι ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι ἀτομικὴ ἐπίδοση ὑπέρβασης τῆς φύσης πρὸς ἀναζήτηση θεαμάτων καὶ ὁραμάτων. Εἶναι αὐτὸ
τὸ ἄνοιγμα στὸ ὁμοούσιο, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν γίνονται
μεγάλες ἀποκαλύψεις, τὶς ὁποῖες ἐγὼ φυσικά, ὡς ὑποψήφιος
τότε διδάκτωρ, δὲν ἀξιώθηκα, οὔτε ἀξιώθηκα ἔκτοτε. Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: