2 καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν.
Ανθρώπινη ἀναφορὰ αὐτή: σοῦ ζητάω νὰ μὲ κρίνεις ἐπειδὴ εἶσαι δικαιος, ἀλλὰ μὴ μὲ κρίνεις, ἐπειδὴ εἶσαι δίκαιος. Αὐτὸ θέλει νὰ τοῦ πεῖ
Ὅ,τι καὶ νὰ κάνω, μόνος μου νὰ δικαιωθῶ ἐνώπιόν σου δὲν μπορῶ. Ενωπιόν σου κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κυρίως στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ ποὺ αὐτὸ τὸ θέμα τὸ πραγματεύεται σε βάθος, θὰ φτάσει σὲ ἕνα σημεῖο λίγο ἀκραῖο, εἶναι ἀλήθεια, καὶ θὰ μᾶς πεῖ ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι καὶ ἂν κάνει, ὅσο καὶ ἂν τηρήσει τὸν Νόμο. Νὰ γίνει ἅγιος, νὰ γίνει σῶος, νὰ γίνει ἀκέραιος – αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ δικαιωθεῖ. Τὰ ἔργα τοῦ Νόμου δὲν σὲ δικαιώνουν, ὡς πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ποὺ ἔχει ὑπόψη του ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μιλώντας στοὺς συμπατριῶτες του, ποὺ καταλαβαίνουν ποιὰ εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Νόμου. Ἔχουμε ὅμως καὶ τὴν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ναὶ μὲν ἡ Ἐκκλησία μᾶς κατευθύνει σὲ μιὰ ἐλευθερία ἀπὸ τὸν Νόμο, εἰσάγοντας ὅμως Κανόνες. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴ μὲν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Νόμος εἶναι προϋπόθεση γιὰ νὰ ἔρθει τὸ ἀγαθὸν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἄσκηση. Εἶναι τεράστια ἡ διαφορά.
Τί σημαίνει ὅμως ὅτι ἡ τήρηση τοῦ Νόμου μπορεῖ νὰ εἶναι ἄσκηση; Αὐτὸ θὰ τὸ καταλάβουμε ἂν ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γεννιέται καὶ ἀναπτύσσεται στὸν τόπο τῆς σχέσης μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὄχι μὲ τὸν Θεὸ γενικῶς, τὸν ὅποιο Θεὸ τῆς θρησκείας ἢ τοῦ νόμου, ἀλλὰ μὲ τὸν Τριαδικό Θεό, δηλαδὴ μὲ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἀγάπη. Αγάπη σημαίνει διαρκὴ ἔρωτα πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ ἔκχυση αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὀνομάζεται χάρις, δηλαδὴ δωρεὰ ἀπροϋπόθετη. Στὸν ἄνθρωπο ἐναπόκειται ἂν θὰ ἀποδεχτεῖ αὐτὴ τὴ χάρη, αὐτὴ τὴν κοινωνία, τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπερβεῖ τὶς ροπὲς ποὺ τὸν καθηλώνουν στὴ θνητότητά του, χρειάζεται νὰ ἐπιδίδεται σὲ διαρκεῖς ἀσκήσεις, ἀσκήσεις τοῦ νοῦ, ἀσκήσεις τῆς ψυχῆς, ἀσκήσεις τοῦ σώματος. Τέτοιες ἀσκήσεις προβάλλει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Κανόνων της.
Στὸν Ἰσραὴλ ἀπέκτησε ἐν πολλοῖς ἕνα δικανικὸ στοιχεῖο ὁ Νόμος, έπαυσε νὰ ἔχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, ὅπως τὸν βλέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ αὐστηρὴ τήρησή του ἄρχισε νὰ θεωρεῖται προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν κοινότητα τῶν εὐσεβῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὴν κοινότητα τοῦ Ἰσραήλ. Μέχρι σήμερα, ὅσοι ἀκολουθοῦν μόνο τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀναπτύσσουν συνέχεια αὐτὴν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς τηρήσεως του Νόμου. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν Νόμο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος φτάνει νὰ τὸν πεῖ κατάρα, διατυπώνοντας τὴ θέση ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου. Ἄρα, μὲ τὴν ὑποταγὴ στὸν Νόμο δὲν πρόκειται νὰ δικαιωθῶ. Τὸ ἐπαναλαμβάνει αὐτό, τὸ λέει στοὺς Ρωμαίους, μὲ μιὰ ἀναπτυγμένη ἀνάλυση.
Στοὺς Γαλάτες εἶναι πιὸ συμπυκνωμένα. Ἐκεῖ λέει: εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Χριστοῦ (Γαλ. 2,16). Μόνο διὰ τῆς πίστεως μπορῶ νὰ δικαιωθῶ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Λοιπόν, μπορεῖ κανεὶς νὰ καταθέσει τὴν ἔνσταση πὼς ἡ Ἐκκλησία ποὺ μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸν νόμο δείχνει νὰ μᾶς φόρτωσε μὲ νόμους, στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν μᾶς φόρτωσε μὲ νόμους, ἀλλὰ μὲ ἀσκήσεις – παρακάτω θὰ τὸ ξαναδοῦμε σὲ ἄλλον στίχο.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι μία ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ἡ Πενθέκτη [λέγεται Πενθέκτη γιατὶ ἐξέδωσε μόνο Κανόνες (Νόμους τῆς Ἐκκλησίας) ἐπειδὴ ἡ Ε' καὶ ἡ Γ' ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ ἐξέδωσαν ὅρους δογματικούς· λέγεται καὶ ἐν Τρούλλῳ, πολυπληθέστατη σὲ ἀριθμὸ ἐπισκόπων, 600 περίπου], ἐξέδωσε 104 ἄρθρα, δηλαδὴ 104 Κανόνες, ἀλλὰ στὴν οὐσία ἐξέδωσε πάνω ἀπὸ 2.500 Κανόνες, διότι ἕνα ἄρθρο περιλαμβάνει ὁλόκληρη Συλλογή. Καὶ μὲ τὸ τελευταῖο ἄρθρο, τὸ 104, τοὺς «γκρεμίζει» ὅλους. Αὐτὸ δὲν τὸ προσέχουμε καὶ δὲν τὸ προσέχουν κυρίως οἱ πνευματικοὶ δάσκαλοι. Μᾶς λέει αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἄρθρο ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἡ τήρηση τῶν Κανόνων, ἑπομένως ἡ τήρηση τῶν Κανόνων καὶ ὁ ἔλεγχος ἐπαφίεται στὴ διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος φροντίζει νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν θὰ τοῦ βάλει βάρος μεγάλο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ σηκώσει, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ τοῦ ἀφαιρέσει κάποια βάρη ποὺ θὰ τὸν σωφρονίσουν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη διαφορά.
3 Ότι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· 4 καὶ ἠκηδίασεν ἐπ' ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ή καρδία μου.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ περισσότεροι ἑρμηνευτές ἀναφέρονται στὴν ἐμπερίστατη κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ Δαβίδ. Εἶναι φυλαγμένος γιατὶ τὸν καταδιώκει ο γιός του με στρατεύματα, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ἐχθρός του αὐτὴ τὴ στιγμή. Ὁ στίχος, λοιπόν, ἂν καὶ ἀναφέρεται στην εμπερίστατη κατάσταση ποὺ βρίσκεται ὁ ποιητής, κατ' ουσίαν ἔχει ἕναν τροπολογικὸ χαρακτήρα καὶ ἕνα τροπολογικό περιεχόμενο. Αὐτὸς ποὺ κατεδίωξε τὸν ἄνθρωπο, ὄχι τὸν ποιητὴ εἰδικά, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔριξε στὴ γῆ ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου– εἶναι ὁ ἀρχίκακος, ὁ ἐχθρός του, ὁ πνευματικός του ἐχθρός. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ὁ σατανᾶς. Στὴ γῆ ὁ ἄνθρωπος ἀντιπαλεύει οὐσιαστικὰ μὲ τὸν θάνατο, εἶναι νεκρὸς πρὶν πεθάνει – ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος. Τὸ «ὡς νεκροὺς αἰῶνος» γενικεύει τὸν θάνατο. Δὲν εἶναι ὁ θάνατος ἀτομικός, ὄχι. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὑφίστανται αὐτὸν τὸ θάνατο. Λοιπόν, αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸν Θεὸ φέρνει αὐτὸν τὸν ἐγγενὴ θάνατο μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση.
-
Σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὸ πνεῦμα μου ἀκηδιᾶ καὶ ἡ καρδιά μου ταράζεται, μᾶς λέει ὁ ποιητής (ἠκηδίασεν, ἀόριστος τοῦ ρήματος ἀκηδιῶ, ἀπὸ τὸ ἀ+κῆδος (φροντίδα), ἀκηδία, ἀκηδιῶ = εἶμαι ἄφροντις, εἶμαι καταπονημένος, εἶμαι ἐξαντλημένος, εἶμαι διαλυμένος). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴ νηπτικὴ παράδοση, ποὺ εἶναι κατ' ἐξοχὴν ἀσκητικὴ καὶ προσευχητικὴ παράδοση, μεγάλος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀκηδία, ἐνῶ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐγρήγορση. Ἡ ἀκηδία τὸν χαυνώνει, τὸν διαλύει ἐσωτερικὰ ἡ ἀφροντισιά.
Αφροντισιὰ ὡς πρὸς τί; ὡς πρὸς μία διαρκὴ ἐγρήγορση νὰ βρίσκομαι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, σὲ ἕναν διάλογο μὲ τὸν Κύριο. Ἡ ἀκηδία εἶναι μία μόνιμη παγίδα σ' αὐτὴ τὴν προοπτική, καὶ παράγει, ποιεῖ, τὴν ταραχή, δηλαδὴ τὴ σύγχυση. Αντίδοτό της ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐγρήγορση. Θυμηθεῖτε ὅτι στὶς ἐπιστολές του ὁ ἀπόστολος Παῦλος δίνει μεγάλη σημασία στὴν καταπολέμηση μιας τέτοιας ἀφροντισιᾶς, φτάνοντας στὸ ἄκρον ἄωτον, θὰ ἔλεγα, τῆς συνεχούς φροντίδας μὲ τὴ φράση: ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε.
5 Εμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων.
Ὡραῖα! Εχω ἐνώπιόν μου ἐσένα, τὸν δίκαιο καὶ τὸν ἀληθινό, ἔχω ἐνώπιόν σου τὰ κρίματά μου, τὰ λάθη μου, τὶς ἀστοχίες μου, ἐσωτερικά εἶμαι ταραγμένος, υπάρχει μία ἐσωτερικὴ σύγχυση, πρέπει κάτι νὰ κάνω. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχω νὰ κάνω εἶναι νὰ μνησθῶ, νὰ θυμηθῶ, καὶ τὸ ἑπόμενο βῆμα νὰ μελετήσω. Οἱ ἀρχαῖες ἡμέρες εἶναι ἡ Ἱερὰ Ἱστορία.
Θυμᾶμαι τί ἔκανε γιὰ μένα ὁ Θεός, γιὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ
εἶναι ἡ μνήμη. Μπορεῖ νὰ εἶναι μνήμη θανάτου, ἂν μέσα στὴν ἱστορία ὁ θάνατος κυριαρχεῖ. Μπορεῖ νὰ εἶναι μνήμη ζωῆς, ἂν μέσα στὴν ἱστορία παρεμβάλλεται συνέχεια τὸ φῶς τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ εἶναι μνήμη καὶ ἡ μνήμη αὐτὴ θέλει μελέτη. Η μελέτη αὐτὴ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὰ ποιήματά του, τὴν ποίησή του, αὐτὸ ποὺ ἔχει κάνει ὁ Θεὸς γιὰ μένα. Ἡ μνήμη λοιπὸν τῶν θείων εὐεργεσιῶν, τῆς θείας παρουσίας, ἀποτελεῖ τὴ βάση τῆς θεογνωσίας, ἀλλὰ καὶ τῆς αὐτογνωσίας.
Αὐτὴ ἡ μνήμη εἶναι στάση ζωῆς. Δηλαδή, μιὰ διαρκὴς μελέτη ποὺ τὴν ὀνομάζουμε «διαρκὴ προσευχή», αὐτὸ ποὺ στὴ βιβλικὴ γλώσσα ὀνομάζουμε ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε. Αδιαλείπτως προσεύχεσθε δὲν σημαίνει ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ ξυπνήσω μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ κοιμηθῶ νὰ κάνω προσευχή, ὄχι. Αδιαλείπτως προσεύχεσθε εἶναι μία διαρκής μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι καὶ ἂν κάνω, σιγὰ σιγὰ μὲ ἄσκηση μπορῶ νὰ τὸ πετύχω, βρίσκομαι μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς δύο ἐπιστολές του, τὴ δεύτερη, συγκεφαλαιώνει τὴ δυναμικὴ αὐτῆς τῆς μνήμης, ὅταν τονίζει ὅτι ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι σ᾽ ἐσᾶς τοὺς πιστοὺς γνωρίσαμε τὴ δύναμη καὶ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ δὲν τὰ κάναμε ἐπειδὴ ἀκολουθήσαμε σεσοφισμένους μύθους, διδασκαλίες ἢ ἀναπτύξεις, ὄχι.
Αὐτὰ τὰ κάναμε γιατὶ οἱ ἴδιοι τὰ ζήσαμε, ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος (οὐ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες έγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ θρωπο; Ἐδῶ μιλᾶμε πιὰ γιὰ ἕναν ἐσωτερικὸ φωτισμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πάνω σ᾽ αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ φωτισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀναπτύχθηκε ὅλη ἡ λεγόμενη μυστικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ μάθω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ παραδοθῶ χωρὶς ἀντιστάσεις, ή, ὅπως ἔλεγε ὁ Λορεντζάτος, σὰν τὸν νεκρὸ ποὺ παραδίδεται γιὰ νὰ τὸν πλύνουν, χωρίς καμιὰ ἀντίσταση. Ἐὰν παραδοθῶ σ' αὐτὴ τὴ διδασκαλία ποὺ μοῦ φέρνει το φῶς τοῦ Θεοῦ, τότε μπορῶ νὰ βρῶ καὶ τὴν ὁδό. Γιὰ τὴν ὁδὸ μιλάει πάλι ὁ ποιητής· ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ. Πῶς θὰ βρῶ καὶ θὰ δῶ αὐτὴν τὴν ὁδό, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς εὐθεία οδός; Μόνο ἂν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μοῦ διδάξει τὸ θέλημά του, δηλαδὴ μόνο ἂν ἐσωτερικὰ μὲ φωτίσει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μάθω τὸ θέλημά του.
Εἶναι, πιστεύω, γνωστὴ ἡ θεολογία ποὺ ἀναπτύχθηκε ὅσον ἀφορᾶ τὸν δυναμικὸ διάλογο ἀνάμεσα στο λεγόμενο φυσικό θέλημα καὶ στὸ λεγόμενο γνωμικὸ θέλημα. Δηλαδή, οὐσιαστικὰ ὅλο τὸ παιχνίδι θὰ παιχθεί στὸ νὰ μπορέσω νὰ ταυτίσω, ἂν γίνεται νὰ ταυτίσω, τὸ θέλημα τοῦ ἐγώ μου μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κατ᾽ οὐσίαν, ἂν τὸ καταφέρω αὐτό, βρίσκομαι σὲ ἄλλη κατάσταση ποὺ ὀνομάζεται «ἀγάπη». Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ νέκρωση τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ ἡ ἀνάδυση ἑνὸς ἄλλου θελήματος. Ὁ ἀγαπῶν δὲν εἶναι χωρὶς θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημά του ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν ἀγαπώμενο. Τὸ θέλημα, λοιπόν, τοῦ Θεοῦ εἶναι διδακτόν, ἀσφαλῶς εἶναι διδακτόν. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ θελήματοςβτοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐνεργὸς παρουσία αὐτοῦ τοῦ θελήματος στὴ ζωὴ τοῦ πι-στοῦ ἀποτελεῖ τὸν τόπο ὅπου ἀνθεῖ ἡ θεία Χάρις. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ γνωρίζουμε μόνον ἂν ἀνοίξουμε τὴν ὕπαρξή μας στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ποὺ θέλει νὰ γίνει γνωστός, ἤ, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ (Γαλ. 4,9). Γνωρίζω τὸν Θεὸ κατὰ τὸν τρόπο ποὺ αὐτὸς μοῦ γνωρίζεται. Στὴν Πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ ὑποστηρίξει ὅτι γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι τῆς κοινότητας τῆς Κορίνθου μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ τροφὴ ἀπὸ τὸ τραπέζι τῆς θείας Εὐχαριστίας, πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εντός τους. Ἐὰν δὲν ἀφήσουμε τὶς δυ-λνάμεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἰσέλθουν ἐντός μας, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸν Θεὸ «Πατέρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου