Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Η ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΜΙΣΑΗΛ. ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟ ΖΑΧΑΡΩΦ.




Ή διορατικότητα του ηγουμένου Μισαήλ.


Σήμερα, σκέφτομαι να ασχοληθώ και πάλι με την ιδέα πού σάς είπα την τελευταία φορά. Αύτή ή ιδέα δεν είναι δική μου. Εγώ... -μου είναι δύσκολο να το πω- έχω εμπειρία όλων όσων σάς περιγράφω, αλλά αυτό πού θά σάς πω δεν είναι δικός μου λόγος, είναι των Πατέρων. Τήν τελευταία φορά, σάς μίλησα σχετικά με το πώς γεννιέται μέσα στήν καρδιά μας ό λόγος από το Πνεύμα το Άγιο. Άν θυμάστε, σάς είπα ότι με τον πνευματικό αγώνα της υπακοής, της προσευχής και της μετάνοιας ή καρδιά μας γίνεται σιγά- σιγά ευαίσθητη σε ό,τι προέρχεται από τον ’Ίδιο τον Θεό.


Κατά τήν τελευταία μας συνάντηση, σκεφτόμουν το ταξίδι του πατρός ηγουμένου, καθώς και αυτό τού πατρός Σ. στη Ρωσία. Τη στιγμή αύτή το πρώτο ζητούμενο, δηλαδή το ταξίδι τού ηγουμένου πού είναι τόσο απαραίτητος για το μοναστήρι μας, ήταν να λάβουμε τήν υπόσχεση από τον Θεό ότι θά τον κρατήσει σώο και άβλαβή. Ό Παναγιώτατος Πατριάρχης μας έστειλε στον πατέρα Κύριλλο ένα αίτημα, σχεδόν παράκληση, με τήν όποια τον προσκαλούσε να πάει στήν Αυστραλία. Τήν εποχή εκείνη δεν είχε αρχίσει ακόμη ό πόλεμος στή Μέση Ανατολή. Παρ’ όλη τη διάθεσή μας να κάνουμε αυτό πού ζητούσε ό Πατριάρχης, ρωτήσαμε εντούτοις με τήν προσευχή τον Θεό ποιές επιπτώσεις θά είχε αυτό το ταξίδι γιά τον πατέρα Κύριλλο• αν θά τον εξέθετε ενδεχομένως σε κινδύνους... 'Η απάντηση ήρθε στήν καρδιά, ήρεμα, ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Και έτσι, με προσευχή και με τήν ελπίδα μας στον Θεό, ετοιμαστήκαμε να αφήσουμε τον ηγούμενο μας να πάει στήν Αυστραλία. Αυτό το ταξίδι γινόταν όλο και πιο επικίνδυνο εξαιτίας της απειλής τού πολέμου στή Μέση Ανατολή.

 Προσευχηθήκαμε, λοιπόν, περισσότερο γιά τήν προστασία τού ηγουμένου μας και πάλι ή απάντηση ήρθε στήν καρδιά: «Δεν υπάρχει κίνδυνος. Θά κουραστεί, θά έχει κάποιες ψυχολογικές και φυσικές δυσκολίες, αλλά θά επανέλθει σώος». Κάνουμε το ίδιο κάθε φορά γιά τον καθένα από σάς. Και ασφαλώς, ό πρώτος πού προσεύχεται είναι ό ίδιος ό ηγούμενος.



Όλη ή ζωή μας βασίζεται στήν προσευχή. Γι’ αυτό σάς συνέστησα να καλλιεργείτε τήν καρδιά σας. Ή καλλιέργεια αύτή επιτρέπει στήν καρδιά να γίνει πιο ικανή να δέχεται με συναίσθηση τις αποκαλύψεις των εννοιών επιτρέπει να γνωρίζουμε άν ένας κίνδυνος ή κάτι παρόμοιο πλησιάζει. Στο άρθρο μου Περί των βάσεων της ορθοδόξου ασκήσεως μιλώ γιά τη σπουδαιότητα της υπακοής στή ζωή μας. Σάς επαναλαμβάνω σήμερα κάποιες άρχές σχετικά με τήν υπακοή. Είναι απολύτως απαραίτητο να έχετε πάντοτε αύτή τη φροντίδα, άν θέλετε πραγματικά να προοδεύσετε στήν πνευματική οδό προς τη σωτηρία.



Όταν προσευχόμαστε με τον τρόπο αυτό, είναι πολύ πιθανόν στήν αρχή να μη λαμβάνουμε απάντηση. Ακόμη και όταν δεν έχουμε απάντηση, ή προσευχή πρέπει να ενεργεί μέσα στήν καρδιά. Άν έχουμε θετική απάντηση από το Άγιο Πνεύμα, μπορούμε να οδηγηθούμε από αύτή τήν καρδιακή αίσθηση, αλλά όσο δεν είμαστε ελεύθεροι από τα αμαρτωλά πάθη, πρέπει να είμαστε πολύ συνετοί. Άν είμαστε ακόμη υπό τήν επήρεια των παθών, ή εμπιστοσύνη μας στήν διαίσθηση αύτή οφείλει να είναι μετρημένη, ταπεινή. Μπορεί να συμβεί ή απάντηση τού Θεού να είναι πολύ θετική, σε τέτοιο σημείο πού να μην αμφιβάλλουμε. Αλλά μόνο αυτοί πού έχουν καθαρθεί από τα πάθη μπορούν να «καυχώνται» γι’ αυτό. Εμείς πρέπει να μάθουμε τα πρώτα βασικά στοιχεία, τις εντολές. Και έπειτα θά μπορέσουμε να πλησιάσουμε σε αυτό πού αρμόζει στους τελείους.



Αυτό είναι το πρόβλημα πού έθεσε ό Σιλουανός στον Στρατόνικο: «Πώς μιλούν οι τέλειοι»; Ό Στρατόνικος ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη θέληση, εξαιρετικά χαρισματούχος, προικισμένος με σπάνιες δωρεές της χάριτος. Αλλά τη στιγμή πού ό Γέροντας τού έθεσε τήν ερώτηση, δεν μπορούσε να απαντήσει, διότι αυτό το πρόβλημα δεν τον άπα- σχόλησε ποτέ. Ρώτησε τότε τον Σιλουανό να του πει εκείνος πώς μιλούν. Ό Σιλουανός δεν είχε πολλές ιδέες (σκέψεις) γιά να τού το εξηγήσει και του έδωσε μια πολύ σύντομη απάντηση. «Οι τέλειοι δεν μιλούν από το νου τους, λένε μόνο ότι ό Θεός, το Πνεύμα, τούς δώσει». Αύτή ή εξήγηση ήταν αρκετή για τον πατέρα Στρατόνικο.


Με φόβο Θεού άλλα και με μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντι στον Θεό, θά σάς πω ότι, τη στιγμή πού ό Σιλουανός μου διηγιόταν αυτό το επεισόδιο με τον Στρατόνικο, και εγώ επίσης έλαβα με τήν προσευχή του τη γνώση τού τρόπου με τον όποιο το Πνεύμα ενεργεί στήν καρδιά. Ή προσευχή μου δεν είναι τόσο δυνατή όπως αύτή τού Σιλουανού, αλλά παρ’ όλα αυτά προσεύχομαι, αύτή ή ικανότητα, αύτή ή διαίσθηση να γεννηθεί στις καρδιές σας. Όλοι εσείς, αδελφοί μου, φυλάξτε αυτό τον λόγο.


Ή ζωή είναι ακόμη πολύ φτωχική έδώ. Είμαστε ένα μοναστήρι πολύ φτωχό. Αλλά, τολμώ να πω, υπάρχει κάτι στο μοναστήρι μας πού δεν υπάρχει στα άλλα. Ποιό είναι αυτό το πλεονέκτημα του μοναστηριού μας; Έχουμε έναν ηγούμενο πού πρώτος αύτός έχει τον φόβο τού Θεού, πού -πώς να το πω;- φοβάται στή σκέψη ότι μπορεί να πει κάτι πού δεν είναι σωστό. Έχοντας έναν τέτοιο ηγούμενο, μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να εγκαταλείψει το θέλημά του και να τον εμπιστευτεί.
Στήν Κυριακή προσευχή, «Πάτερ ημών...», λέμε: «Γενηθήτω το θέλημά Σου ως έν ούρανώ και έπί της γης». Ό λόγος του Χριστού αφορά τήν αιώνια ζωή. Πώς μπορούμε να προετοιμαστούμε γιά να ζήσουμε αιώνια με τον Θεό


Πατέρα; Ασφαλώς πρέπει να αφομοιώσουμε τήν αγιότητα τού Ουρανίου Πατρός, τού Δημιουργού μας• όμως, μετά τήν Πτώση, μετά τον εκφυλισμό της ανθρωπότητας, οφείλουμε να αρχίσουμε από τήν αρχή, να αρχίσουμε, όπως λέμε, από τήν αλφάβητο.


Πρέπει στήν αρχή να συνειδητοποιήσουμε ότι ή μοναχική μας ζωή έχει ως σκοπό τη συμφωνία της καρδιάς μας με τις διαθέσεις του Ουρανίου Πατρός. Όπως ό απόστολος Παύλος το λέει, στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι Ουρανοί θά έχουν μόνο ένα θέλημα . Ποιό θέλημα; Αυτό τού Ίδιου του Θεού, διότι δεν υπάρχει τίποτε πού να μην προέρχεται από Εκείνον, δεν υπάρχει τίποτε άλλο έκτος από Αυτόν. Αυτό πού λέει είναι ένας υπαινιγμός. ’Ίσως με τήν επανάληψη θά μπορέσουμε να καταλάβουμε πραγματικά και πιο βαθιά ότι αφορά αύτή τήν αρχή, πώς μπορούμε δηλαδή να μπούμε μέσα στο ρεύμα τού Θείου θελήματος. Και όσο περισσότερο ζούμε, τόσο ευρύτερος γίνεται ό ωκεανός της ζωής του ίδιου τού Θεού πού διανοίγεται μπροστά μας. Δεν νομίζω ότι θά είναι δυνατόν να τα παρουσιάσουμε όλα αυτά όπως μέσα στα βιβλία των τεχνικών, της μηχανικής κλπ. Όχι, αύτός ό λόγος θίγει το ουσιώδες, αλλά δεν είναι ακόμη επαρκής γιά να καταλάβουμε γιά τί πράγμα μιλούμε. [.••]
Έλαβα ένα γράμμα στο όποιο κάποιος μου γράφει:


«Ό Μέγας Βαρσανούφιος γράφει στο βιβλίο του: “Ξέρεις καλά πώς, όταν έμενες μαζί μου, σου έλεγα: Αν με ακούς σε ένα πράγμα και μου αντιλέγεις σε κάποιο άλλο, ακόμη και στο σημείο πού με ακούς το θέλημά σου εκπληρώνεις, και έπ’ αυτού ούτε θά σε κατακρίνω ούτε θά σε δικαιώσω”». Ή ερώτηση τού προσώπου πού μου έγραψε ήταν ή ακόλουθη:


«Πώς να καταλάβω αυτό τον λόγο τού Βαρσανουφίου;».
Θά σάς μιλήσω συγκεκριμένα από τη ζωή μου: Όταν ήμουν στη Γαλλία, κατοικούσα με κάποιον ιερομόναχο, νεότερο από εμένα πού τον γνώριζα από πολλά χρόνια.



Ήταν πολύ έξυπνος, πολύ σοβαρός κλπ., αλλά δεν κα-ταλάβαινε τήν υπακοή χωρίς να κάνει παρατηρήσεις. Έλεγε στους άλλους: «Να υπακούσω χωρίς να καταλαβαίνω, είναι ανόητο. Ποιος είναι ό Γέροντας; Δεν λέει “χρησμούς”, δεν είναι “αλάθητος”, όπως ό Πάπας! Είναι απαραίτητο να καταλαβαίνουμε, άν πρέπει να άκολουθήσουμε τον λόγο του ή όχι». Αυτό πού έλεγε στους άλλους έφθασε κάποτε μέχρις εμένα, και τότε αναγκάστηκε να με ρωτήσει: «Είστε αλάθητος;». Τού απάντησα: 


«Με τήν ερώτηση αύτή τα ανατρέπετε όλα, δεν κάνετε παρά το δικό σας θέλημα, και βάζετε εσείς τον εαυτό σας πάνω από μένα». Άν ό πνευματικός πατέρας ζητά με τήν προσευχή απάντηση από τον Θεό, αύτή ή απάντηση δεν είναι πάντοτε σύμφωνη με τη λογική της καθημερινής ζωής. Ένα πρόσωπο όπως αυτό γιά το όποιο σάς είπα δεν μπορεί να άκολουθήσει αυτό τον λόγο, τού φαίνεται ανόητος και δεν θά τον ακούσει. «Όταν παίρνουμε πάνω μας το δικαίωμα να κρίνουμε άν ό λόγος τού Γέροντα είναι σωστός ή όχι, όπως σάς εξήγησα, στήν περίπτωση αύτή, εσείς είστε ό κριτής• ακόμη και όταν συμφωνείτε με τον λόγο μου, κατά βάθος δεν ακολουθείτε   παρά τη δική σας αντίληψη, το ίδιον θέλημά σας». Ό άγιος Βαρσανούφιος λέει ότι σε παρόμοιες περιστάσεις δεν θέλει ούτε να καταδικάσει ούτε να δικαιώσει, αλλά δεν φέρει καμιά ευθύνη γι’ αυτούς πού υπακούουν μόνο στήν περίπτωση όπου βλέπουν στον λόγο τού Γέροντά τους ένα νόημα πού τούς φαίνεται σωστό και αρνούνται να τον άκολουθήσουν, όταν δεν καταλαβαίνουν τί λέει.



Είναι εύκολο να καταλάβετε αυτό πού θέλω να πω, ότι πρέπει να ακολουθούμε τον λόγο τού ηγουμένου ή τού πνευματικού χωρίς να τον κρίνουμε; Τί σημαίνει «χωρίς να τον κρίνουμε;». Είναι δυνατόν κάποιο λογικό πρόσωπο να ενεργεί έτσι; Αλλά ακριβώς ό μοναχισμός είναι το σχολείο όπου μπορούμε να πραγματοποιήσουμε το έργο τού άνακαινισμού μας με τη μετάνοια, ως το σημείο πού να μπορούμε να ακούσουμε με άμεσο τρόπο τον λόγο τού Ίδιου τού Θεού.


Σε τί πράγμα αναφερόμαστε όταν μιλούμε γιά τη σωτηρία; Ακριβώς γιά το ότι το θέλημα τού Θεού, αυτό πού είναι ίδιον σε Αυτόν, γίνεται επίσης θέλημα δικό μας, διότι δεν υπάρχει άλλο «είναι» από τον Ίδιο τον Θεό. Δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε τον δικό μας κόσμο πού θά είναι αιώνιος. Μέσα στή ζωή τού κόσμου, όλη ή οργάνωση της ζωής στρέφεται ενάντια στο θέλημα τού Θεού. Οι άνθρωποι πάντα οδηγούνται από το θέλημά τους. Θά ήταν άτοπο να ζητήσουμε από έναν διευθυντή τραπέζης ή από έναν κρατικό υπάλληλο να μάς πει ποιό είναι το θέλημα τού Θεού. 



Μόνο στο μοναστήρι μπορεί κανείς να το κάνει. Και θά σάς πω όχι σε όλα τα μοναστήρια. Προφέρω αυτά τα λόγια με φόβο. Πρέπει οι προεστώτες, ό ηγούμενος και οι πνευματικοί να γνωρίζουν τις ευθύνες τους και να λένε μόνο τον λόγο του Θεού.


Μου δόθηκε να δώ πώς ό Θεός μπορεί να ενεργεί με τον ηγούμενο, βλέποντας τον τρόπο με τον όποιο ενεργούσε στο Μοναστήρι τού Άγιου Παντελεήμονος μέσω του ηγουμένου Μισαήλ. Στο βιβλίο «Ό άγιος Σιλουανός», περιγράφω ότι ό Σιλουανός κάποτε τον ρώτησε: «Πώς ένας μοναχός μπορεί να γνωρίσει το θέλημα του Θεού;». Ό Μισαήλ απάντησε: «Δέχεται τον πρώτο μου λόγο ως να προέρχεται από το Πνεύμα το Άγιο. 


Άν όμως ό μοναχός μου αντιμιλήσει, τότε εγώ αποσύρομαι, τον αφήνω να κάνει όπως θέλει». Σε μένα είχε πει: «Πάτερ Σωφρόνιε, μάθετε τα ελληνικά• το μοναστήρι έχει ανάγκη από ανθρώπους πού να μιλάνε καλά ελληνικά». Και μετά πρόσθεσε: «Άν κάνετε αυτό πού σάς λέω, εγώ, ό Μισαήλ, θά δώσω λόγο γιά σάς ένώπιον τού Θεού. Και εσείς, μπορείτε να μείνετε ήσυχος, ήρεμος, ειρηνικός». Βλέπετε τί είδους συνείδηση είχε αύτός ό άνθρωπος. Και ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Το αποτέλεσμα ήταν αυτό πού μου προείπε.


Ό ηγούμενος Μισαήλ είχε προαναγγείλει τον θάνατό του σε πολλά πρόσωπα, καθώς και πολλά άλλα γεγονότα πού κανένας δεν θά μπορούσε να προβλέψει, πράγμα πού έδινε τήν εντύπωση ότι ό Θεός άκουγε και συνέπραττε με τον λόγο του. Ό τρόπος με τον όποιο ενεργούσε ό Θεός διά του ηγουμένου Μισαήλ είχε συνέπειες πού μπορεί να φαίνονταν απίστευτες. Να μια περίπτωση πού μπορεί να μάς καταπλήξει βαθιά. Ό ηγούμενος πήγε από τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στή Σκήτη του Παλαιού Ρωσικού, γιά να συναντήσει τον εκεί προεστώτα. Ό δεύτερος στή σειρά, γιατί ό πρώτος ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, τον συνάντησε και τού είπε: «Φοβούμαστε ότι ό ηγούμενος μας θά πεθάνει διότι είναι σοβαρά άρρωστος». Και τί απάντηση έδωσε σχεδόν αμέσως ό Μισαήλ; «Όχι, πείτε του ότι δεν θά πεθάνει, θά ζήσει. Εσύ όμως, θά πεθάνεις πριν από αυτόν. Και τρία χρόνια μετά τον θάνατό σου, όταν θά σε ξεθάψουν, εκεί θά θάψουν το σώμα του». Έτσι και έγινε. 

Πώς μπορεί κάποιος να προβλέψει κάτι παρόμοιο;
Κάποιος ιερέας ζούσε στο ισόγειο της Μονής όπου είχε μεγάλη κίνηση. 

Ήρθε στον ηγούμενο και τού λέει: «Κουράστηκα άπ’ όλον αυτό τον θόρυβο να μένω σε αυτό το πέρασμα. Δώστε μου τήν ευλογία να πάρω ένα δωμάτιο στον διάδρομο των πατέρων, γιά να είμαι πιο ήσυχος». Ό Μισαήλ του απάντησε: «Πάτερ μου, κάνετε υπομονή. Περάσατε τόσα χρόνια στο κελί αυτό, και δεν σάς μένουν παρά μόνο δύο εβδομάδες να ζήσετε. Γιατί να μπείτε στον κόπο να αλλάξετε δωμάτιο;». Και αληθινά, πέθανε σε δύο εβδομάδες.



Κάποιος ιερέας, μέλος της Γερόντιας, έπασχε από καρκίνο. Κάποιος άλλος, πολύ πράος και ταπεινός, έρχεται προς τον ηγούμενο και του λέει: «Ξέρω ότι ό π. Νέαρχος [αυτό ήταν το όνομα του αρρώστου] θά πεθάνει. Μπορείτε παρακαλώ να μου δώσετε το γούνινο ράσο του; Υποφέρω από ρευματισμούς και στον ναό κρυώνω με όλα αυτά τα μάρμαρα πού υπάρχουν εκεί!». Ό ηγούμενος τού άπαντά: «Πώς ζητάτε να σάς δώσω κάτι πού ανήκει στον Νέαρχο...; Εσείς ό ίδιος θά πεθάνετε πριν από αυτόν!». Δεν πέρασαν δύο ή τρεις εβδομάδες από τότε πού ό πατέρας αύτός ζήτησε το γούνινο ράσο και αρρώστησε. Δεν θυμάμαι από ποιά αρρώστια, αλλά πάντως πέθανε πριν από τον άλλον. Βλέπετε πώς ό Θεός ενεργούσε με τον ηγούμενο Μισαήλ, και αυτό γινόταν, γιατί από την αρχή ήθελε πάντοτε να είναι σωστός απέναντι στον Θεό και να λέει μόνο αυτό πού λάμβανε από την προσευχή. Ή διορατικότητα αυτού τού ανθρώπου ήταν πραγματικά εκπληκτική.





Κάποτε έπασχα από την καρδιά μου και γιά είκοσι ημέρες υπέφερα τρομερά, κυρίως τις νύχτες .Υπέφερα τόσο, πού στήν προσευχή μου έλεγα: «Κύριε, ελάφρυνε τον θάνατό μου». Δεν μπορούσα να μείνω στο κρεβάτι, δεν μπορούσα να καθίσω, δεν μπορούσα να βαδίσω. Έμενα στο κρεβάτι  ή 3 λεπτά, έκανα 5 λεπτά περίπατο στο νοσοκομείο, καθόμουν κάποια λεπτά με απερίγραπτο πόνο, πνευματικό και φυσικό. Τότε -ήταν τον Ιανουάριο τού 1935-, βλέποντάς με οι μοναχοί και ό πνευματικός μου στήν κατάσταση πού ήμουν μου είπαν: «Ζήτησε από τον ηγούμενο να λάβεις το μεγάλο Σχήμα, διότι θά πεθάνεις». Πήγα λοιπόν στον ηγούμενο και τού είπα: «Θά ήθελα να λάβω το μεγάλο Σχήμα, ευλογήστε, Πάτερ». 



Μου λέει: «Θά γίνει σήμερα το βράδυ, ότι και να συμβεί. ’Άν δεν έχετε καινούργια ρούχα, πηγαίνετε ακόμη και με τα παλιά σας, αλλά ή κουρά θά γίνει το δίχως άλλο, στο νοσοκομείο». Λοιπόν, το ίδιο βράδυ, στις 31 Ιανουάριου με το Παλαιό Ήμερο- λόγιο, έλαβα το μεγάλο Σχήμα. Τήν επόμενη ημέρα πήγα στον ηγούμενο, γεμάτος ειρήνη και με μια χαρά πολύ τρυφερή στήν καρδιά μου και τού εξέφρασα τήν ευγνωμοσύνη μου γιά τήν ευλογία του. Ώς απάντηση, μου κράτησε το χέρι και μου είπε: «Τώρα θά ζήσεις». Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Πενήντα έξι χρόνια. Αλλά αυτό πού είναι άξιο- σημείωτο είναι πώς δεν θεραπεύτηκα τήν ίδια κιόλας μέρα. Ή αρρώστια συνέχισε να με τύραννό με τα ίδια συμπτώματα γιά ακόμη δέκα νύχτες. Αλλά αύτός είπε με βεβαιότητα: «Τώρα θά ζήσεις». Δεν είπε ότι θά γίνω αμέσως καλά. Και πράγματι μέχρι σήμερα ζω .



Γιατί σάς μίλησα γιά όλα αυτά; Ό Θεός να με συγχαίρει, αλλά θά σάς πω ότι και εγώ ό ίδιος άκολούθησα αύτή τήν οδό της υπακοής. Θά μπορούσα να σάς άναφέρω ακόμη πολλά τέτοια περιστατικά σχετικά με τήν υπακοή τέτοιου είδους, πού μπορεί να έφαρμοστεί -γιά να πούμε τήν άλήθεια- μόνο στα μοναστήρια. Το περιγράφω μερικώς στα βιβλία μου όπως και στο άρθρο μου Περί των βάσεων τής Όρθοδόξου ασκήσεως .



Ή υπακοή είναι μια πράξη πού έφαρμόζεται ως έξής: Κάποιος άνθρωπος πού έπιθυμεί να έφαρμόσει τον πρώτο λόγο τού Χριστού στή γή, «μετανοείτε», έρχεται στο μοναστήρι γιά να κάνει μετάνοια. Εκεί εγκαταλείπει το δικό του θέλημα, γιά να μάθει να ζει σύμφωνα με το θέλημα άλλων προσώπων, τού ηγουμένου, τού πνευματικού, χωρίς καμιά κριτική, δείχνοντας προς αυτούς εμπιστοσύνη. Όταν κάποιος αποποιείται το θέλημά του, όταν εμπιστεύεται το «είναι» του στον ηγούμενο και στον πνευματικό, είναι ελεύθερος από κάθε μέριμνα τού κόσμου τούτου. Στο μοναστήρι δεν τίθεται θέμα καριέρας. Δεν έχουμε άλλον σκοπό από την εν Θεώ σωτηρία. Άν κάποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, κινδυνεύει να χάσει τη σωτηρία.


Καταλαβαίνετε τώρα την ερώτηση πού κάποιος από σάς μου έθεσε σχετικά με την αρχή της υπακοής. Άν κάνουμε υπακοή στον ηγούμενο δέκα φορές και έστω μία μόνο φορά τού απαντούμε με τρόπο πού είναι αντίθετος με τη θέλησή του, θέτουμε σε κίνδυνο και όλες τις άλλες δέκα φορές πού υπακούσαμε.



Τί να κάνουμε όμως όταν δεν καταφέρνουμε να κάνουμε ότι λέει ό ηγούμενος; Ό γραμματέας τού ηγουμένου Μισαήλ μου εξήγησε πώς να κάνω. Μου είπε: «Πάτερ Σωφρόνιε, ό ηγούμενος έχει πολύ μεγάλο φόρτο εργασίας. Δεν μπορεί να αντέξει παρά μόνο μία ερώτηση τη φορά. Να απαντάτε πάντοτε με τον συνηθισμένο στον Άθω τρόπο: «Ευλογείτε, πάτερ» και να βγαίνετε. Αργότερα, άν παρουσιαστούν δυσκολίες κατά τήν εφαρμογή αυτού πού σάς ζήτησε, μπορείτε να τού μιλήσετε και πάλι ή να τον ρωτήσετε να σάς δώσει περισσότερες επεξηγήσεις, άν δεν καταλάβετε καλά κάτι από αυτό πού σάς είπε. Έτσι ό ηγούμενος μπορεί ακόμη και να αλλάξει γνώμη, διότι ή ζωή είναι μεταβλητή. Αλλά τη στιγμή πού εκείνος ομιλεί, πρέπει να απαντάτε θετικά με το: «Να είναι ευλογημένο! Ευλογείτε, πάτερ!».


ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 
ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ (ΣΑΧΑΡΩΦ)

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: