Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

ΝΕΑΙ ΗΓΙΑΣΜΕΝΑΙ ΜΟΡΦΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΜΠΕΛΩΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Ο π. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΗ . Πρωτοπρ. Ἀντώνιος Ρουμελιώτης Κληρικός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν. Μαρτυρία.

 


Πρωτοπρ. Ἀντώνιος Ρουμελιώτης

Κληρικός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν. Μαρτυρία.

Μαρτυρία π. Ἀντωνίου Ρουμελιώτη, Πρωτοπρεσβυτέρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν: «Ἡ ταπεινότης μου ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια ὅταν ἤμουν λαϊκός εἶχα καθηγητήν ἕναν εὐλαβήν, θεοσεβήν ἄνθρωπον τόν Νικόλαον Πέττα. Ἡ θέα τοῦ προσώπου του καί ἡ ἠρεμία τῶν λόγων του σοῦ δημιουργοῦσε τήν ἐντύπωση, μᾶλλον τήν αἴσθηση ὅτι καθώς μιλοῦσε ταυτόχρονα προσηύχετο. Τό μάθημά του ἦταν «Στοιχεῖα Μηχανῶν καί Κραματολογία», μαθήματα πού δέν μποροῦσαν νά ἐντυπωσιάσουν τόν μαθητήν, ἀφοῦ τύποι, μεγέθη καί ἀσκήσεις ἦτο τό ἀντικείμενο. Ὅταν οἱ συμμαθητές μου τόν ἐνέπαιζαν, ἐκεῖνος μέ ἀπάθεια καί μέ περίσσια εὐγένεια ἀντιμετώπιζε τήν ὅλη στάση τους καί ἠρεμοῦσε τήν τάξη.

Τό πρωί καθώς ἐρχόταν εἰς τήν σχολή ἔβλεπες ἕναν ἄνθρωπο μέ ἁπλή ἐνδυμασία καί συνεχῶς νά ψελλίζει τήν προσευχή. Τήν Μεγάλη Σαρακοστή ἦτο μία ἀπόλαυση. Τό πρόσωπό του φωτεινό, τό κομβοσχοίνι στό χέρι καί ἡ εὐχή. Ὅταν στά ἐργαστήρια ἡ βουή τοῦ τόρνου ἐκάλυπτε τή φωνή τοῦ καθηγητοῦ, ἐκεῖνος σάν μικρό παιδί ἐρχόταν κοντά μας καί μᾶς συμβούλευε καί γιά τά μαθήματα, ἀλλά καί γιά τήν πνευματική μας ζωή. Μᾶς ἔλεγε νά σεβόμαστε τούς γονεῖς μας, τους ἱερεῖς, τούς διδασκάλους καί γενικά τόν ἄνθρωπο. Ἀγαποῦσε ἀθῶα, μιλοῦσε ταπεινά, ἐνεργοῦσε μέ ἁπλότητα.

Ὅταν ἠλεήθημεν ἐκ τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ἡ ταπεινότης μου καί ἐκεῖνος, καί ἐγίναμε κληρικοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, εἴχαμε ζήσει πνευματικές, πανευφρόσυνες στιγμές ὡς ἀδελφοί ἐπί τῷ αὐτῷ.

Ἐνθυμοῦμαι ὅτι στή χειροτονία του, ὁ τότε Μητροπολίτης Πατρῶν μακαριστός κυρός Νικόδημος εἶπε: «Σήμερα ζοῦμε μιά Πεντηκοστή, νοιώθω ἕνα περίεργο σκίρτημα στήν καρδιά μου ἀπό χαρά καί συγκίνηση ἀπό τήν χειροτονία τοῦ Νικολάου, εἶμαι πράγματι ἠλεημένος ἀπό τον Θεό». Προσπαθήσαμε νά τόν χαιρετήσουμε τότε ὡς εἴθισται τόν μακαριστό π. Νικόλαο, ἀλλά εἴδαμε ὅτι ἦτο ἀλλοῦ, τό βλέμμα του ἀπλανές, ὁ λόγος του ἀργός καί λίαν σιωπηλός, οἱ κινήσεις του μᾶλλον τελείως ἀργές. Μετά ἀπό ὥρα καί ἐνδελεχῆ προσευχή πού τόν ἔβλεπα νά κάνει, μᾶς μίλησε ὅτι ἡ χαρά του καί τό δέος του πρός ὅ,τι ἔζησε ἦτο ἀνέκφραστο καί ἀνερμήνευτο.

Μετά ἀπό καιρό, ἐκάλεσε τήν ταπεινότητά μου, ἀρκετές φορές ἔξω ἀπό τό σπίτι του σ᾽ ἕνα γιαπί οἰκοδομῆς, ὅπου εἶχε διαμορφωθεῖ ὡς ἀσκητήριο καί ἐκεῖ εἶχε πολλές ἱερές εἰκόνες, καντήλι, λιβάνι, πετραχήλι. Ἦτο ὁ τόπος τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀσκήσεως τοῦ π. Νικολάου. Μοῦ ἐξομολογήθη τάς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ καί μισοκάλου πού γινόντουσαν πρός τόν ἴδιο διά μέσου τῆς πολυμελοῦς οἰκογένειας κάποιες φορές, ἀλλά προπαντός ἀπό ἄλλους χώρους, ὁρατούς καί ἀοράτους, ἐκκλησιαστικούς καί κοσμικούς.

Αὐτός τίς περισσότερες ὧρες ἦταν γονατιστός ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου, προσευχόμενος. Μοῦ ἔλεγε ὅτι, ὅπως τό καύσιμο ἄν λείψει ἀπό τή μηχανή δέν ἐργάζεται, ἔτσι καί ἡ καρδιά μου καί ἡ ζωή μου δέν λειτουργεῖ, ὅταν δέν προφέρω τήν καρδιακή προσευχήν, το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» ἤ τούς Χαιρετισμούς στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Πράγματι στό δρόμο ὅταν τόν ἔβλεπες ὡς Ἱερέα, περπατοῦσε μ᾽ ἕνα κομβοσχοινάκι στό χέρι μέ ἁπλό βῆμα, μέ τήν εὐχή στό στόμα καί τό πρόσωπό του νά λάμπει. Δέν ἦταν μόνο δική μου ἐντύπωση, πολλοί ἄνθρωποι τό ἔλεγαν αὐτό. Πρός δόξαν Θεοῦ θά εἴπω δύο λόγους ἐκ τῆς ἐξομολογήσεώς του στήν ταπεινότητά μου, ἐπί ἱεροῦ πετραχειλίου.

Α) Τήν ἱερωσύνη τήν φοβόταν καί τήν ἀγαποῦσε, ἀλλά ἐπί σειρά ἐτῶν ὡς λαϊκός ἄκουγε στ᾽ αὐτιά του τόν λόγον: «Γίνου Ἱερεύς». Τόν εἶχε ἐξομολογηθεῖ, ὅπως μοῦ εἶπε, σέ ἡγιασμένους πνευματικούς πατέρες μέχρι καί τό Ἅγιον Ὄρος. Τά δάκρυά του ἀπαράμιλλα, μέ ἀναφιλητά θυμᾶμαι μοῦ τό ἔλεγε: «Ζῶ, πάτερ μου» ἔλεγε: «Τό ἐδῶ καί τό ἐκεῖ βλέπω τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ὦ! τῆς φιλανθρωπίας Του, πόσο ἡ παναγάπη Του ταπεινώνεται γιά μένα, πού εἶμαι ὁ μόνος ἀνάξιος καί ἁμαρτωλός ὅλου τοῦ κόσμου».

 Τό σῶμα του ἐνῶ ἦταν σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, τό πνεῦμα του ἦταν στήν σφαῖρα τοῦ Οὐρανοῦ! Ζοῦσε ἀποκαλυπτικές ἐμπειρίες κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας...

 

Β) Σέ πολλές Θεῖες Λειτουργίες ἔβλεπε εἰς τήν Ἁγία Τράπεζα, ὅταν ἐγένετο ὁ καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων, τόν ἴδιο τόν Κύριό μας. Μάλιστα τολμῶ νά εἴπω, Τοῦ τό ζητοῦσε μέ ἱερό πόθο καί δάκρυα, γιατί ἔτσι ἔνοιωθε παρηγορίαν, συντροφιάν, ἀγάπην, τήν φιλανθρωπίαν Του. Τό πρόσωπό του κυριολεκτικά, ὅταν μοῦ ἐξομολογεῖτο ἐπανειλημμένες φορές αὐτές τίς ἱερές στιγμές, ἔλαμπε, τό δέ βλέμμα του ἦτο ἱλαρώτατο, τά δέ δάκρυά του σοῦ δημιουργοῦσαν τήν αἴσθηση μιᾶς ἱερᾶς εἰκόνας ἑνός Ἁγίου. Φοβόταν καί ἔνοιωθε δέος στήν συμβουλή τῆς ταπεινότητάς μου, στό νά εἴπει καί σέ ἄλλους Πνευματικούς αὐτήν τήν θέα τοῦ Θεοῦ, διότι πίστευε καί μετά δακρύων καί ἀναφιλητῶν ἔλεγε ὅτι, εἶναι ὁ μόνος ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος ἄνθρωπος, καί πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχει τέτοιαν θεωρίαν! Στό ὅτι ὁ Κύριός μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός πόσο ταπεινώνεται καί τό ἔλεός Του, καί ἡ Παναγάπη Του πλημμύριζε τήν ὅλη ὕπαρξή του, ὄχι μόνο σ᾽ αὐτόν ἀλλά καί σέ ὅλη τήν κτίση. Παρακαλοῦσε ἰδιαιτέρως τήν Κυρία Θεοτόκο, στήν ὁποία ἐνώπιόν της γονατιστός προσηύχετο καί ἔλεγε τούς Χαιρετισμούς. Μάλιστα ὅταν ἐπρόφερε τό ὄνομά της ἦταν σάν νά πρόφερε ὅ,τι πιό σπουδαῖον ἦτο στόν κόσμο. Καί ἔλεγε, «Εἶναι ἡ Μάνα μας».

Πράγματι αὐτή τή θεωρία πού ζοῦσε στή Θεία Λειτουργία τήν εἶπε καί σέ ἄλλους Πνευματικούς Πατέρες καί ἀδελφούς μετά πολλῆς διακρίσεως σέ τρίτο πρόσωπο, ὅτι κάποιος τοῦ εἶπε ὅτι εἶδε τόν Χριστό... Ἐδῶ ἔχω νά παρατηρήσω μέ ἁπλόν τρόπον, ὅτι αὐτά πού ἔβλεπε ἦταν μέσα σέ πολύ φῶς, πλήρης χαρᾶς καί εὐφροσύνης, ἔχοντας νοῦν καθαρόν, διαυγέστατον. Μετά τό πέρας τῆς ἀναιμάκτου θυσίας δέν μποροῦσε νά βγεῖ ἀμέσως ἐκ τοῦ ἱεροῦ βήματος. Μάλιστα, ἐπειδή ὁ ἴδιος δέν περιποιόταν το ἐξωτερικό του σχῆμα, δηλαδή δέν ἔβλεπες ἕναν «περιποιημένον, πλυμένον» ἄνθρωπο, ἔλεγες ὅτι ὅταν θά τόν πλησιάσω θά εἶχε κάποια ἴσως ἀποφορά. Ὅμως τό ἀντίθετο συνέβαινε, σοῦ δημιουργοῦσε τήν αἴσθηση ὅτι πλησιάζεις ἕναν καλοκάγαθο ἱερέα τοῦ Ὑψίστου πού μοσχοβολοῦσε λιβάνι.

Μέ ἠλέησε ὁ Θεός νά ἔχω δεχθεῖ τάς ἐξομολογήσεις τοῦ ἀδελφοῦ μακαριστοῦ πρεσβυτέρου Νικολάου Πέττα. Δέν ἤκουσα λόγον ἐναντίον ἄλλου τινά ἀνθρώπου. Παρόλο πού ἄνθρωποι τοῦ περιβάλλοντος, ὅπως εἶπα, καί ἐκκλησιαστικοῦ καί κοσμικοῦ, τόν ἐπίκραιναν καί τόν μείωναν ὡς πρόσωπο καί εἰκόνα Θεοῦ.

Ζοῦσε τήν πλήρη ἀπαξίωση... ἀλλά οὐδείς λόγος ἤ σχολιασμός. Ἁπλά, ταπεινά ἔλεγε τά περιστατικά τῶν πειρασμῶν αὐτῶν μέ ἁπλότητα καί ἱλαρότητα καί παρακαλοῦσε τόν Κύριό μας νά τοῦ χαρίζει ὑπομονή καί ταπείνωση καί τήν Παναγία μας νά τόν βοηθήσει.

Ἔβλεπε πίσω ἀπό τόν κάθε πειρασμό ἤ δυσκολία ὅτι ὁ μισόκαλος θέλει νά ὑφαρπάσει τήν ψυχή του καί νά τόν κάνει σκεῦος δικό του καί ὄχι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι᾽ αὐτό καί, ὅταν ξαγρυπνοῦσε στήν προσευχή μέχρι νά λειτουργήσει, μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ Κύριος τόν παρηγοροῦσε μέ τή θέα αὐτή μέσα σ᾽ ἕνα ἁπλό, διάχυτο, ἱλαρό φῶς».

Δεν υπάρχουν σχόλια: