Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010
ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΝΤ.Ο «πατριάρχης της Ρουμανικής λογοτεχνίας».Βλέπω τον Κύριο Ιησού Χριστό όχι προσηλωμένο στο σταυρό, αλλά σαν γιγάντιο φως-κατάλευκο
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΝΤ..
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΜΟΝΗ ΡΟΧΙΑ ΡΟΥΜΑΝΙΑ
ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΝΤ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
κ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος
Αισθάνομαι τούτη την ώρα έντονα δύο συναισθήματα: Δέος και χαρά. Δέος γιατί θα πρέπει να συμμετάσχω στην παρουσίαση ενός βιβλίου αριστουργήματος που γράφτηκε από έναν συγγραφέα ο οποίος ονομάστηκε «πατριάρχης της Ρουμανικής λογοτεχνίας».Χαρά δε γιατί επιτέλους το βιβλίο, μετά από πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες ,εκδόθηκε στα Ελληνικά .Γι αυτό και αξίζουν θερμά συγχαρητήρια τόσο στον μεταφραστή, τον αγαπητό Νεκτάριο Κουκοβίνο, όσο και στους επιμελητές και εκδότες. Γνωρίζω προσωπικά τους κόπους και τους αγώνες που χρειάστηκαν για να έχουμε το βιβλίο αυτό στα χέρια μας.
Το «Ημερολόγιο της Ευτυχίας», τολμώ να πω , βγήκε μέσα από τον πόνο, από τον σταυρό. Γι αυτό και δεν είναι απλά και μόνο ένα λογοτεχνικό κείμενο αλλά μια συγκλονιστική μαρτυρία. Ο συγγραφέας θα είχε την «τύχη» να ζήσει σε μια σκληρή περίοδο της πατρίδας του, τότε που τα πάντα θυσιάζονταν στο βωμό της οικοδόμηση μιας ουτοπίας. Το «Ημερολόγιο της Ευτυχίας» ,γράφτηκε τότε που το καθεστώς πάσχιζε να κτίσει τον πύργο της ευτυχίας των ανθρώπων πάνω στο αίμα και στα πτώματα εκατομμυρίων ανθρώπων.
Το «Ημερολόγιο της Ευτυχίας» είναι ένα κείμενο συγκλονιστικό, αβάσταχτο πολλές φορές, ρεαλιστικό και κυρίως αληθινό. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού προέρχεται από την γραφίδα ενός εντίμου και αληθινού ανθρώπου.
Ο Στάινχαρντ αντίθετα με οποιαδήποτε ολοκληρωτική ιδεολογία αρκέστηκε να συνεργαστεί με ένα απάνθρωπο καθεστώς, παρά τις δελεαστικές προτάσεις. Και το κυριότερο: Αρνήθηκε παρά τις πιέσεις τις ασφάλειας, να προδώσει τον καλύτερο φίλο του. Γνώριζε τις συνέπειες. Και παρέμεινε σταθερός , άκαμπτος. Αυτό του στοίχισε την καταδίκη του. Γνώρισε όλη τη φρίκη των φυλακών του «προοδευτικού» καθεστώτος. Τις βαναυσότητες, τις προσβολές, τους ξυλοδαρμούς, την πείνα.
Τα βασανιστήρια, την απομόνωση, τα καταναγκαστικά έργα...
Όλα αυτά όμως ήταν καταλυτικά για την μετέπειτα πορεία του. Μέσα στη φυλακή ωριμάζει η απόφαση του να γίνει μέλος της Εκκλησίας. Στις 15 Μαρτίου 1959 βαπτίζεται κρυφά μέσα στη φυλακή. Νοιώθει να ανοίγονται νέοι δρόμοι μπροστά του. Η πίστη στον Ιησού Χριστό νοηματοδοτεί τη ζωή του. Δεν γίνεται τυπικά χριστιανός.
Όλη η ύπαρξη του μεταμορφώνεται. Κάτι που και οι άλλοι κρατούμενοι αναγνωρίζουν. Ζει πρωτόγνωρες εμπειρίες, δύσκολα να τις αποδεχθεί ο ορθολογιστής άνθρωπος. Γράφει στη σελ. 122:
«Τη νύχτα φέρνουν στο κελί ένα νέο γκρουπ κρατουμένων, ένα πλήθος φύρδην μίγδην , το ένα κακό πάνω στ' άλλο. Αυτοί έλειπαν από δω μέσα. Πόσο θλιμμένα κοιτάζουν όλοι τους τριγύρω. Γιατί όμως; Έρχονται μήπως από φυλακές καλύτερες;
Δεν περίμεναν πάντως να τους δεχτούμε όπως τους δεχτήκαμε. Τους καλωσορίσαμε μα ηρεμία και γελάσαμε όλοι με τα χάλια μας.
Πού να τους βάλουμε όλους όμως να κοιμηθούν; Στριμωχνόμαστε όλοι μας για να εξοικονομήσουμε λίγο χώρο και γι ' αυτούς. Ένας χώρος που τις πιο πολλές φορές υπάρχει μόνο μέσα στη φαντασία μας, σαν κι αυτόν που συναντά κανείς στη γεωμετρία. Μερικοί το μόνο που καταφέρνουν είναι να λαγοκοιμούνται σε κάτι πάγκους.
Σε έναν κρατούμενο ογκώδη και εξοργισμένο (το πρόσωπο του οποίου φανερώνει κούραση και αρκετά βασανιστήρια) προσφέρω τη θέση μου, μιας και μαζί είναι αδύνατον να χωρέσουμε, αλλά και όσο να' ναι στην κατάσταση που βρίσκεται έχει πιο πολύ ανάγκη τον ύπνο έστω και για δύο τρεις ώρες ανάπαυσης.
Περνάω την υπόλοιπη νύχτα σ ' έναν πάγκο.
Τη δεύτερη νύχτα κοιμάμαι τσακισμένος από την κούραση. Και τότε, εκείνη την νύχτα αξιώνομαι να δω ένα θαυμαστό όνειρο, μια οπτασία.
Βλέπω τον Κύριο Ιησού Χριστό όχι προσηλωμένο στο σταυρό, αλλά σαν γιγάντιο φως-κατάλευκο και εκθαμβωτικό -, και νιώθω ανείπωτα ευχαριστημένος. Το φως με κατακλύζει από όλες τις μεριές, είναι μια τέλεια ευτυχία και εξαλείφει τα πάντα. Λούζομαι από εκτυφλωτικό φως, πλέω σε φως, βρίσκομαι μέσα στο φως και σε έκσταση. Νιώθω πως θα διαρκεί αιώνια, είναι ένα perpetuum immobile. «Εγώ είμαι», ακούω να μου λέει το φως, όχι όμως με λόγια αλλά με τη σκέψη. «Εγώ είμαι, και το νιώθω με το νου και τις αισθήσεις. Νιώθω ότι είναι ο Κύριος και ότι βρίσκομαι κατάμεσα στο φως του Θαβώρ. Δεν βλέπω απλώς το φως, ζω μέσα στο φως.
Μα πάνω απ' όλα νιώθω ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, ευτυχισμένος. Είμαι ευτυχισμένος και το νιώθω και το λέω στον εαυτό μου. Και το φως αυτό λες και είναι πιο λαμπρό από το φως που εμείς ξέρουμε, λες και το φως αυτό μιλάει και μου λέει ποιος είναι.»
Βλέπει με άλλο μάτι τον άλλον, τον συνάνθρωπο, τον πλησίον, τον συγκρατούμενο. Δεν μιλάει για μία γενική και απρόσωπη αγάπη, για την ανθρωπότητα. (Άλλωστε σε όλους μας αρέσει να μιλάμε με συμπάθεια για τις δυσκολίες των ανθρώπων του τρίτου κόσμου, όλοι μας εκφράζουμε τη συμπόνια μας για τους κατατρεγμένους της γης. Αλλά όπως έλεγε κι ο Ντοστογιέφσκι, όσο περισσότερο (λέμε ότι) αγαπάμε την ανθρωπότητα τόσο περισσότερο δεν αντέχουμε τον διπλανό μας. Με τον πλησίον τι γίνεται!). Ο Στάινχαρντ όχι απλώς αγαπάει τον πλησίον του, γίνεται πλησίον για κάθε άνθρωπο.
Γράφει στην σελ 396:
«...πρέπει να παρηγορήσουμε τον Χριστό, τον διπλανό μας, δηλαδή, αυτόν
(συν-πονέσουμε). Δεν είναι κακό να θέλεις γενικά το καλό της ανθρωπότητας και των φτωχών και της εργατικής τάξης, κτλ. και κτλ., αλλά είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να μεταφέρεις τον παράλυτο συγκρατούμενό σου στην τουαλέτα της φυλακής, να δώσεις στον άρρωστο φυλακισμένο, που δεν μπορεί να κατέβει από το κρεβάτι, αυτό που θα σου ζητήσει, να υπομείνεις το ροχαλητό του διπλανού σου, χωρίς να τον ξυπνήσεις σπρώχνοντας τον για να αλλάξει πλευρό, το δύσκολο είναι να μην αποπάρεις αυτόν που κατουράει στην καραβάνα τη νύχτα και να ακούς υπομονετικά τον ανυπόφορο που δεν σταματάει να διηγείται τις δυστυχίες και τον πόνο του...
Ο Χριστός είναι ο συνάνθρωπος μας, που υποφέρει μπροστά στα μάτια μας. Τον συνάνθρωπο μας πρέπει να βοηθήσουμε έμπρακτα, τώρα, με ό,τι μπορούμε, έστω και με μια λέξη, με ένα δώρο, με ένα χάδι, δείχνοντας του το δρόμο για ένα φαρμακείο που ψάχνει. Τον συνάνθρωπο μας πρέπει να βοηθήσουμε, αυτόν που υποφέρει, όχι αυτούς που δεν είναι παρόντες, αυτούς που δεν έχουν ανάγκη, που δεν ροχαλίζουν τη νύχτα.
Να βοηθήσουμε τον διπλανό μας που είναι γεμάτος πληγές και ίσως αμαρτίες, κουσούρια, αυθάδεια, αχαριστία, αγνωμοσύνη, βρομιά, πείσμα, απαιτήσεις, αυτόν που τίποτα δεν τον ευχαριστεί, αυτόν που το καλό που του κάνουμε σίγουρα θα το δει με μνησικακία και ειρωνεία, αν δεν μας βρίσει κι από πάνω!» Στο επίμετρο του βιβλίου ο Βίρτζιλ Μπαλάτ γράφει (519) :
«Αύγουστος 1964. Υπομένει μέχρι αυτή την ημερομηνία (εξίμισι χρόνια περίπου) τις βαναυσότητες των κομμουνιστικών φυλακών: προσβολές, ξυλοδαρμούς, πείνα, βασανιστήρια, ζωή κρατητηρίου. Μολονότι πολύ αδύνατος, νηστεύει δυο φορές την εβδομάδα, προσεύχεται πολύ, κάνει περισσότερες δουλειές απ 'αυτές που του επιβάλλουν να κάνει, ενώ δεν αρνείται ακόμα και να πάρει εθελοντικά τη θέση κάποιου κρατούμενου που δεν μπορεί να εργαστεί. Το χάρισμα του να διηγείται και την απίστευτη ποικιλία των αναγνωσμάτων του τα χρησιμοποιεί για να δίνει κουράγιο στους υπόλοιπους κρατουμένους. Αυτά του τα χαρίσματα τον καθιστούν τον πιο αγαπητό από τους διανοούμενους κρατουμένους, κυρίως ανάμεσα στους νέους φυλακισμένους. Με μια γοητεία που σπάνια συναντά κανείς, διηγείται μέσα στη φυλακή βιβλία, κινηματογραφικά έργα, κάνει διαλέξεις για τον υπαρξισμό, τον στρουκτουραλισμό, κ. α ., πράγματα που για τους περισσότερους νεαρούς κρατουμένους της φυλακής αποτελούν μια πρώτη σημαντική επαφή με τις κορυφαίες αξίες του αιώνα μας.»
Εξίμισι χρόνια κράτησε ο Γολγοθάς του Στάινχαρντ .Τον Αύγουστο του 1964 απελευθερώνεται. Η φυλακή όμως ήταν γι' αυτόν το μεγάλο σχολείο. Εξομολογείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια (σελ.386-387):
«Το γεγονός όμως της απελευθέρωσης πλησιάζει, μπορεί να μου το ανακοινώσουν από στιγμή σε στιγμή. Μόνος πια στο μικρό κελί στη Ζάρκα γονατίζω και κάνω έναν απολογισμό. Μπήκα στη φυλακή τυφλός (με αμυδρές αναλαμπές φωτός, όχι όμως πάνω στην πραγματικότητα, αλλά εσωτερικές, οι οποίες διασχίζουν το σκοτάδι, χωρίς όμως να το διαλύουν ) και βγαίνω με τα μάτια ανοιχτά.
Μπήκα καλομαθημένος και κακομαθημένος, βγαίνω γιατρεμένος από νάζια και καμώματα, χωρίς να κάνω τον καμπόσο. Μπήκα δυσαρεστημένος, βγαίνω έχοντας γνωρίσει την ευτυχία, μπήκα νευρικός, ευέξαπτος, ευαίσθητος, για σαχλαμάρες, βγαίνω απαθής.
Πριν μπω στη φυλακή, ο ήλιος και η ζωή δεν μου έλεγαν τίποτα. Τώρα βγαίνω και ξέρω να γεύομαι τη νοστιμιά μιας φέτας ψωμιού, όσο μικρή και να 'ναι. Βγαίνω θαυμάζοντας περισσότερο από καθετί άλλο το θάρρος, την αξιοπρέπεια, την τιμή, τον ηρωισμό. Βγαίνω και νιώθω φίλος με όλους: και με αυτούς που τους φέρθηκα λάθος και με αυτούς που μου φέρθηκαν λάθος. Είμαι φίλος και με τους εχθρούς. Είμαι φίλος ακόμα και με τον εαυτό μου.
Στέκομαι λοιπόν γονατιστός και ευχαριστώ τον Ιησού Χριστό και Του υπόσχομαι να κάνω ό,τι είναι δυνατόν έτσι ώστε από δω και στο εξής να φέρομαι σαν αληθινός κύριος σε κάθε δυσκολία, σε κάθε εμπόδιο, σε κάθε αντίπαλο.
Να είμαι πάντα εύθυμος και ευγνώμων για κάθε χαρά που θα συναντώ από δω και μπρος, τόσο που καλύτερα να πεθάνω παρά να διαπράξω αμαρτήματα που θα με καταδικάσουν στον ουρανό.»
Το 1980 ο Στάινχαρντ κάνει το επόμενο σημαντικό βήμα. Εγκαταβιώνει στο
μοναστήρι Ροχία. Εκεί κείρεταί μοναχός, εκεί θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Στις 29 Μαρτίου 1989 εν ειρήνη τελειούται. Δεν πρόλαβε να δει ελεύθερη την πατρίδα του. Σε λίγους μήνες το τυραννικό καθεστώς κατέρρευσε. Ο τάφος του βρίσκεται στη μονή της μετανοίας του,
Ας μου επιτραπεί να καταθέσω κάποιες προσωπικές εμπειρίες. Το 1991 με μια μικρή ομάδα, μεταξύ αυτών και ο μεταφραστής, επισκεφθήκαμε τη Ρουμανία. Μεταξύ άλλων τόπων επισκεφθήκαμε τις φυλακές Γκέρλα όπου έμεινε ο Στάινχαρντ και το μοναστήρι Ροχία. Το μοναστήρι βρίσκεται στη βόρεια Ρουμανία, σ' ένα πανέμορφο καταπράσινο βουνό, σε υψόμετρο 750μ. Το κτιριακό συγκρότημα είναι σχετικά νέο. Όπως μας εξήγησαν οι μοναχοί, κτίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, ύστερα από εμφάνιση της Παναγίας και αφιερώθηκε στην Κοίμηση. Οι μοναχοί έκτισαν με τέτοιο τρόπο το μοναστήρι ώστε να τους θυμίζει το Άγιο Όρος..
Συναντήσαμε τότε τον π. Σεραφείμ, ο οποίος είχε διατελέσει ηγούμενος για 11 χρόνια. Ήταν αυτός που δέχθηκε τότε τον Στάινχαρντ. Μας ξενάγησε στους χώρους του μοναστηριού. Η βιβλιοθήκη τεράστια, διαθέτει περίπου 40.000 τόμους. Το μεγαλύτερο μέρος έχει ταξινομηθεί από τον Στάινχαρντ, που τότε είχε το διακόνημα του βιβλιοθηκάριου.. Μας οδήγησε και στο κελί του Στάινχαρντ. Ονομάζεται «το σπίτι του ποιητή». Εκείνη την εποχή ήταν αδύνατο να πάρει άδεια ο οικοδόμος. Οι μοναχοί με τη βοήθεια του ποιητή Ίον Αλεξάνδρου κατάφεραν να πάρουν την έγκριση, με τη δικαιολογία ότι στο
οίκημα αυτό θα μείνει ο ίδιος ο Ίον Αλεξάνδρου. Ο Αλεξάνδρου ήλθε με την οικογένεια του, έμεινε για λίγο διάστημα παραπλανητικά και το οίκημα παρέμεινε βέβαια στο μοναστήρι. Σ' αυτό λοιπόν έμεινε ο Στάινχαρντ.
Μέσα στο κελί του μας έδειξε τα προσωπικά του αντικείμενα, φωτογραφίες, χειρόγραφα από βιβλία του. Στο κελί αυτό ο Στάινχαρντ έγραψε 20 βιβλία. Η θέα από το μπαλκόνι είναι εκπληκτική. Ο π. Σεραφείμ μας μίλησε για τον
Στάινχαρντ και μας είπε μεταξύ άλλων:
«Τον Στάινχαρντ τον γνωρίσαμε το1965, όταν ήλθε πρώτη φορά να επισκεφθεί το μοναστήρι. Του άρεσε πάρα πολύ ο τόπος εδώ. Τον παρακαλέσαμε τότε να μας βρει κάποιον βιβλιοθηκάριο για να μας ταξινομήσει τα βιβλία. Μας βρήκε κάποιον, αλλά αργότερα ήλθε ο ίδιος και ανέλαβε την ταξινόμηση. Έμεινε εδώ μία περίοδο που ήταν αποφασιστική για την μετέπειτα μόνιμη παραμονή του.
Ο λόγος που δέχθηκε ήταν γιατί πρόσφατα είχε πεθάνει ο πατέρας του και ήθελε να προσφέρει κάτι στη μνήμη του.
Η εργασία της ταξινόμησης ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Το καθεστώς δεν είδε με καλό μάτι αυτή την προσφορά του και άρχισαν να τον παρακολουθούν. Κάποια μέρα, όταν βρεθήκαμε οι δυο μας μου εκμυστηρεύτηκε ότι η επιθυμία του ήταν να πεθάνει φορώντας το ράσο του μοναχού.
Το 1980 αρρώστησα από καρκίνο.
Ήμουν πολύ σοβαρά. Πίστευα πως θα φύγω από τη ζωή. Αποφασίσαμε τότε να προχωρήσουμε στην κούρα του, γιατί πίστευα πως αν έφευγα εγώ, πολύ δύσκολα θα πραγματοποιούσε την επιθυμία που μου είχε εκμυστηρευτεί. Έτσι στις 16 Αυγούστου 1980 έγινε η κούρα του. Ως π. Νικόλαος πλέον συνεχίζει το διακόνημά του στη βιβλιοθήκη, συμμετέχει ανελλιπώς στις ακολουθίες, συγγράφει, κηρύττει κ.λ.π.»
Σε ερώτηση μας πώς αντέδρασε το καθεστώς στην απόφαση του να ασπαστεί το μοναχικό σχήμα μας είπε:
«Ήταν μια κίνηση που όλοι την είδαν με διαφορετικό μάτι. Οι καλοπροαίρετοι την είδαν απλώς περίεργα και οι κακοπροαίρετοι σαν επικίνδυνο, ξέροντας πως είχε γνωστούς μέσα κι έξω από τη χώρα. Επειδή είχε πολλούς φίλους και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό πίστευαν πως το μοναστήρι θα γίνει το ορμητήριο αφ' ότου θα ενημέρωνε τους φίλους του στο εξωτερικό για την κατάσταση στη Ρουμανία. Αλλά κι εμάς τους μοναχούς μας έβλεπαν καχύποπτα. Όχι μόνον μας παρακολουθούσαν, αλλά προέβησαν σε απίστευτες ενέργειες. Θυμάμαι κάποτε είχαμε τραπέζι σε φίλους του Ρουμάνους και μη. Από τη Securitate γνωρίζουν τα πάντα. Κάποιος λοιπόν του πρόσφερε ένα δώρο. Αργότερα ανακαλύψαμε ότι είχαν τοποθετήσει κοριό!
Γνώριζαν την κάθε του κίνηση. Όταν π.χ. πήγαινε στο Βουκουρέστι, γνώριζαν με τι και με ποιον θα φύγει, πού θα πάει, ποιους θα δει, τι θα κάνει. Υπήρχαν και πολλοί ύπουλοι και υποκριτές που μας παρακολουθούσαν, χωρίς εμείς να υποψιαζόμαστε. Μια φορά είχαν έλθει κάποιοι καταδότες. Φαίνονταν ευλαβείς, έψαλλαν ύμνους, προσκυνούσαν τις εικόνες. Είχαμε τότε στο μοναστήρι κάποια βιβλία κρυμμένα-απαγορευμένα.
Ο Στάινχαρντ ενθουσιάστηκε όταν τους άκουσε να ψάλλουν. Ήταν πολύ αθώα ψυχή. Τους έδειξε τότε αυτά τα βιβλία. Μετά από μια βδομάδα ήλθε η αστυνομία και τα πήραν όλα! Γενικά πάντως μας παρακολουθούσαν πολύ στενά. Δεν ξέραμε ποτέ από πού και ποιος μας παρακολουθεί. Υπήρχαν κοριοί σ1 όλους τους
χώρους, στα σκεύη, στις συσκευές, ακόμα και στα
μπουκάλια. Ήταν άνθρωπος πολύ ευαίσθητος. Υπέφερε πολύ
από το στομάχι του. Δεν ήθελε να διηγείται τι πέρασε στις φυλακές για να μην στενοχωρεί τους
πατέρες.
Πέθανε το Μάρτιο του 1989, λίγους μήνες πριν πέσει το καθεστώς.»
-Κρίμα που δεν είδε την πατρίδα του ελεύθερη, σχολιάσαμε. Και ο π. Σεραφείμ απάντησε :
-Εμείς πιστεύουμε ότι καλύτερα έτσι. Αν ζούσε μετά, σίγουρα ο λαός θα τον ανακήρυττε σαν έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς ηγέτες και τότε σίγουρα θα έμπαινε σε πειρασμό. Πιθανόν να τον χάναμε. Κάτι που έγινε με πολλούς διανοούμενους, φιλοσόφους, αντιστασιακούς, ανθρώπους γενικά του πνεύματος , οι οποίοι παρασύρθηκαν από την πολιτική κι έχασαν, κατέβηκαν πολύ χαμηλά, συμβιβάστηκαν. Τώρα πια δεν είναι τα μεγάλα πνεύματα όπως πριν.»
Εκεί κάπου τελείωσε η συνομιλία μας. Κατεβήκαμε τότε στον τάφο του Ν. Στάινχαρντ. Ψάλαμε τρισάγιο και αναχωρήσαμε.
Ας είναι και τούτες οι γραμμές, πέρα από μία παρουσίαση ενός βιβλίου, ένα λουλούδι στον τάφο του, λίγο θυμίαμα στη μνήμη του...
http://www.maistros.info/UserFiles/File/antonop_stainxart(1).pdf
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου