Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ του αγιορείτου Γέροντος παπα Χρύσανθου Πνευματικού του Αγιαννανίτου (1894-1981).

Είναι όντως μεγάλο το τόλμημα να προσπαθήσει κανείς να παρουσίαση, έστω και περιληπτικώς, εις τα πλαίσια μιας συντόμου βιογραφίας, μία ολόκληρη ζωή οσιακών παλαισμάτων και βιωμάτων ενός αγιορείτου Γέροντος της παλαιάς γενεάς του Αγίου Όρους, με τους πολλούς και μεγάλους αγωνιστάς και βιαστάς Πατέρας.

Πιστεύοντας όμως, ότι ή συναίσθησης του τολμήματος και των ασθενικών μας πνευματικών δυνάμεων μετριάζει την ευθύνη του εγχειρήματος, και επικαλούμενοι πρωτίστως τάς άγιας ευχάς του βιογραφούμενου Γέροντος μας, παπα Χρύσανθου του αγιορείτου Πνευματικού, προβαίνομε εις την ταπεινή αυτήν προσπάθεια. Και πράττομεν αυτό προκειμένου οι αδελφοί αναγνώσται του διηγηματικού πνευματικού υλικού του βιβλίου αυτού να γνωρίσουν έστω και κάτι ολίγον από την ζωήν του συγγραφέως των διηγήσεων αυτών.

Μίαν ζωήν κατά την οποίαν ο μακαριστός Γέροντας επιμελώς εκρύπτετο οπίσω από μίαν κοσμική αφάνεια, πτωχεία, μπαλωμένα ενδύματα, προσποιητή αποτομίαν και σαλότητα και όσα αλλά μετήρχετο με πολλήν ταπείνωσιν δια να έξασφαλίζη την ποθητήν του εν Χριστώ ατιμία του κόσμου. Ωστόσο όμως ή χάρις του Θεού, ή οποία οικονομεί πάντοτε οι «λύχνοι» οι πνευματικοί να τίθενται επί την «λυχνίαν» προς φωτισμό και ψυχική ωφέλεια των άλλων ανθρώπων, οικονόμησε ώστε και ο Γέροντας Χρύσανθος, να καταστεί τελικώς πνευματικός οδηγός πολλών ανθρώπων, Κληρικών, Μοναχών και λαϊκών, παρ' όλον ότι ο ίδιος επιθυμούσε παιδιόθεν την ησυχαστική ζωήν της θεωρίας και των υψηλών πνευματικών αναβάσεων.
Ό Γέρων Χρύσανθος εγεννήθη το 1894 εις τον Πειραιά από ευσεβείς γονείς, τον Αθανάσιο εκ της νήσου Κέας (κατά το επώνυμων Βρέτταρον) και την Ευγενία εκ της νήσου Αιγίνης (Μελάνην Μοναχή προς το τέλος της ζωής της). Κατά το άγιον Βάπτισμα έλαβε το όνομα Χρήστος.

Εκ των παρευρισκομένων διεσώθη, ότι εις την άγια Κολυμβήθραν εσχηματίσθη το σημείων του Τιμίου Σταυρού και ο ιερουργός, ο όποιος ητο ο γνωστός άγιος ιερεύς παπα Νικόλας Πλανάς, βλέπων το σημείων αυτό έκπληκτος είπε, ότι ο νεοφώτιστος θα λαβή το χρίσμα της αγίας Ιεροσύνης και θα ευαρεστήσει τον Θεόν.
Την ανατροφή του μικρού Χρήστου ανέλαβε ή ευλαβέστατη προγιαγιά του Δέσποινα, ή όποια ητο κανδηλάπτισσα στην Άγια Σωτήρα (Θεία Μεταμόρφωση) Πειραιώς, πλησίον της περιοχής Λεύκα στα Αιγινήτικα του Πειραιώς, οπού τον μεγάλωσε κυριολεκτικώς «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Ό Γέροντας μέχρι γήρατος ενθυμείτο μετά δακρύων την ασκητική της βίοτήν, την ακρίβεια της εις την πνευματική ζωήν, καθώς και τις διδαχές της δια την εγκράτεια, την καρδιακή προσευχή, τις αρετές και την χάριν της Μοναχικής Πολιτείας. Από την ηλικία των πέντε ετών τον οδηγούσε εις την εκκλησία του αγίου Προφήτου Ελισαίου εις το Μοναστηράκι, οπού τακτικότατα συνήρχοντο ευλαβέστατες ψυχές των Αθηνών της εποχής εκείνης για να αγρυπνήσουν κατά το αγιορείτικο τυπικόν. Τελούσα να τον διδάξει πρακτικώς την εν Χριστώ ζωήν του υπεδείκνυε ως πρότυπα ζωής διάφορες αγιασμένες μορφές, που συνέρεαν εκεί από διάφορα μέρη των Αθηνών.
Οι μορφές αυτές, όπως φαίνεται και στις διηγήσεις του Γέροντος, εχαράχθησαν ανεξίτηλα εις την παιδική καρδιά του μικρού Χρήστου. Από τότε μέχρι της κοιμήσεως του θα ενθυμείτε με άφθονα δάκρυα όλα αυτά τα αγιασμένα πρόσωπα τον άγιον ιερουργό παπα Νικόλα (Πλανά), τους ευλαβέστατους άλλους εφημέριους, παπα Αντώνη από τον άγιον Νικόλαο των Πευκακίων, τον αγιορείτη παπα Μεθόδιο, την ασκήτρια Μοναχή Συγκλητική, τους απαράμιλλους εις την ευλάβεια και το ήθος ιεροψάλτες κυρ Αλέξανδρους, Παπαδιαμάντη (εκ δεξιών) και Μωραϊτίδη (εξ αριστερών), και άλλους λαϊκούς ενάρετους και αγωνιστάς. Κοντά σ' αυτούς ο εύπλαστος και ευαίσθητος Χρήστος τρέχει κάθε τόσο «ξυπόλυτο», πτωχό, πεινασμένο και κουρασμένο παιδί να ζήση μαζί τους σ' αυτήν την αγιασμένη κατανυκτική ατμόσφαιρα την ανεκλάλητη χαρά εκείνων των Αγρυπνιών, να ακούσει τους ύμνους προς τον Θεόν, τις ιερές αναγνώσεις και τις πατερικές διδαχές, να προσευχηθεί και να χορτάσει το γλυκύτατων όνομα του Δεσπότου Χριστού.

Έτσι, από μικρό παιδί θα δώσει τον εαυτόν του εις αγώνες πνευματικούς ανακαλύπτοντας την γλυκύτητα της εν Χριστώ ζωής.
Έκτος από όλους αυτούς του ευλογημένου εκείνου περιβάλλοντος του αγίου Ελισαίου, όταν μεγαλώσει ολίγον, ο έφηβος Χρήστος θα γνωρίσει και τους ευλαβέστατους αγιορείτες Πνευματικούς, παπα Πανάρετο, παπα Ματθαίον, παπα Γιάννην, και άλλους εκ του περιβάλλοντος του αγίου Νεκταρίου της Αιγίνης, που ήρχοντο εις την Ανάληψιν του Παγκρατίου, οπού το Μετοχιον της ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας.

Κυρίως όμως θα γνωρισθεί με τον γνωστόν δια την αρετή του Γέροντα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη, Μοναχό τότε και κατόπιν Ηγούμενο της ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, την «αγάπη τον», όπως τον αποκαλούσε. Ή γνωριμία αύτη θα αποτελέσει σταθμό εις την ζωήν του Γέροντος και όταν κατόπιν εις ηλικία δεκαεπτά ετών αναχώρηση δια το Αγιον Όρος θα τον αναζήτηση στην Σιμωνόπετρα.
Στο Μετόχι της Αναλήψεως κάθε τόσο έτρεχε μαζί με αλλά παιδιά, ως «διψώσα έλαφος», για να ξεδιψάσει την πνευματική του δίψαν από τα γλυκύτατα νάματα των νηπτικών διδαχών όλων αυτών των αγιορειτών Γερόντων και Πνευματικών περί της ακριβείας της Χριστιανικής ζωής, της καρδιακής και νοεράς προσευχής, και του ύψους της Μοναχικής Πολιτείας.
Όλα αυτά τα πνευματικά βιώματα άναψαν «εξ απαλών ονύχων» εις την καρδιά του ευλογημένου μικρού Χρήστου την φλόγα της επιθυμίας δια υψηλότερη πνευματική ζωή και τον διακαή πόθων να ακολουθήσει την οσιακή τρίβον της Μοναχικής ζωής.
Έτσι, το 1911 δεκαεπταετής έφηβος με όλες αυτές τις καλές πνευματικές προϋποθέσεις «θεϊκό έρωτι πτερούμενος» αναχωρεί εκ του κόσμου για να γίνει Μοναχός εις το Άγιον Όρος, το «Περιβόλι της Παναγίας» μας. Αρχικώς πηγαίνει εις την ιεράν Μονήν Σίμωνος Πέτρας για να συνάντηση τον αγαπητό του Γέροντα Ιερώνυμο.

Μένει εκεί ως δόκιμος Μοναχός. Σχεδόν για ένα χρόνο, παρ' όλον το νεαρό της ηλικίας του, ο δόκιμος Χρήστος αγωνίζεται με γεροντικό φρόνημα. Με την χάριν του Θεού και τις πατερικές υποδείξεις και διδαχές του Γέροντος Ιερωνύμου γίνεται υπόδειγμα δοκίμου και αναπαύει όλους τους Πατέρας του Ιερού Κοινοβίου. Υπακοή τελεία, εκκοπή θελήματος και φρονήματος πλήρης. Πρώτος εις τας ιεράς Ακολουθίας, πρώτος εις τα διακονήματα και, τας υπηρεσίας της Μονής.
Κατόπιν γνωρισθείς με ασκητές Πατέρας που ήρχοντο εις την Μονήν, και φλεγόμενος από πόθων δια υψηλότερα ησυχαστική ζωήν, αφήνει την πολυαγαπημένη του Σιμωνόπετρα και μεταβαίνει εις την ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, στην Καλύβι της Απότομης του Τιμίου Προδρόμου, οπού υποτάσσεται εις τον Γέροντα Αζαρία, και με ρασοευχήν ονομάζεται Χρύσανθος Μοναχός.
Εκεί θα αρχίσουν οι δοκιμασίες και περιπέτειες της Μοναχικής ζωής του, οι όποιες θα τον ωριμάσουν, θα τον εξαγνίσουν και θα τον γεμίσουν με πνευματική πείρα.
Ή αδελφότης της Καλύβης αποτελείται από πέντε Μοναχούς. Ό Γέροντας του, πατήρ Αζαρίας, άνθρωπος της κατά Θεόν σιωπής και υπομονής, τον αγαπά και τον μυεί ιδιαιτέρως εις την ιερά νίψη. Αναγκάζεται όμως ο Γέρων Αζαρίας να του υπόδειξη να ησυχάσει εις την Καλύβην της Αγίας Τριάδος, την υψηλότερη της Σκήτης, προκειμένου να αποφευχθούν τα σκάνδαλα που ενσπείρει ο φθόνος του διαβόλου μεταξύ των ανθρώπων που αγωνίζονται δια την σωτηρία τους· εκεί μάλιστα τον έκειρε και Μεγαλόσχημο Μοναχό. Ό Γέροντας Χρύσανθος υπήκουσε βεβαίως, άλλα με πόνο δια τον πρόωρον αυτόν πνευματικόν απογαλακτισμό του. Είναι χαρακτηριστική σχετικώς μία διήγησης του, οπού κάποτε περνούσε έξω από μίαν Καλύβην και βλέποντας από την ανοικτή πόρτα έναν υποτακτικό να μελετά νηπτικά βιβλία και τον Γέροντα του να τον διδάσκει, «έκλαυσε πικρώς».
Ευρισκόμενος μόνος και αγωνιζόμενος εις την Καλύβην του, έχων πολλήν θλίψιν, «η Άγια Άννα ~ ως έλεγαν ο ίδιος- τον έστειλε ατσαλένιο μπαστούνι, τον Γέροντα Ονούφριο».
Ό Γέρων Ονούφριος ήτο υποτακτικός του περίφημου Αγιαννανίτου Πνευματικού παπα Μηνά του Μαυροβουνίου. Εκείνη την εποχή μετά την οσιακή κοίμησιν του Γέροντος του (1916) ήτο και εκείνος μόνος εις την Καλύβην της θείας Μεταμορφώσεως, ευρισκόμενη κάτωθεν και πλησίον της Καλύβης της Αγίας Τριάδος. Συνεδέθησαν με άρρηκτο και πολύ ισχυρό πνευματικόν δεσμό, ο όποιος προσδιόρισε την πνευματική εξέλιξιν του Γέροντος Χρύσανθου.
Ό Γέρων Ονούφριος θα είναι εις το εξής ο πνευματικός του οδηγός, ο «εξ υιοθεσίας Γέροντας» του, ως έλεγε.

Έχων ο ίδιος διαπρέψει ως τέλειος υποτακτικός του αγίου Πνευματικού παπα Μηνά και έχοντας διδαχθεί από εκείνον την τελειότητα της Μοναχικής ζωής, επίσης έχων πείρα των υψηλών θεωριών της ιεράς νίψεως θα μύηση εις αυτά και τον δεκτικώτατον Γέροντα Χρύσανθο. Εκείνος πάλιν με μεγάλη ακρίβεια και υπακοή θα εργασθεί όλα αυτά εις την ησυχία της Καλύβης του με πολλήν άσκηση, νηστεία, αγρυπνάν, και κυρίως με την εσωτερική εργασία της νοεράς προσευχής.

Εις τις πνευματικές τους αναβάσεις μάλιστα και οι δυο θα έχουν συμπαραστάτη τον Πνευματικόν τους, τον περίφημο Εκείνη την εποχή δια την αρετή και πνευματική πείρα του μεγάλο Πνευματικόν παπα Ιγνάτιο τον Κατουνακιώτη, τον αόμματο, ο όποιος έτρεφε πολλήν αγάπη δια τον νέον Γέροντα Χρύσανθον, που την εκδήλωνε ακόμη αποκαλώντας τον πολλές φορές «Χρυσανθέλί μου».
Οι Γέροντες της Σκήτης θα θαυμάσουν στον νεαρό Μοναχό Χρύσανθον την σύνεσιν, το απαρρησίαστο ήθος, το κατά Θεόν πένθος και δακρύων, την αγωνιστικότητα. Ή ακρίβεια στην προσωπική του ζωήν, ή ανυποχώρητος βία και ακαταπόνητος άσκησης, ή τελεία υπακοή και εφαρμογή των υψηλών νηπτικών διδαχών του Γέροντος Ονούφριου, ή προσήλωσης του εις την εκκλησιαστική τάξιν κατά τις Ιερές Ακολουθίες και Αγρυπνίες εις το σεπτόν Κυριακόν της Σκήτης, οπού είχε ορισθεί από τους Γέροντες, παρά την νεότητα του, ως Τυπικάρης, θα τον αναδείξουν «παιδαριογέροντα».
Επιθυμία του Γέροντος ήταν να μείνει μόνος του εις την Καλύβην της Αγίας Τριάδος και εκεί να αγωνίζεται δια την σωτηρία του και να τρυγί, το μέλι της ησυχίας. Εκεί «μόνος μόνω τω Θεώ» επιθυμούσε να διέλθη την ζωήν του ως λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης δια τον όσιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον: «Μόνον τον Ιησούν εννοεί, μόνον τον Ιησούν επόθει, εις μόνον τον Ιησούν ήτον η μελέτη τον, ο Ιησούς ήτον το άκρον αντικείμενο τον νοός τον, ο Ιησούς ήτον το εντρύφημα της γλώσσης τον, ο Ιησούς ήτον το γλυκύ μελέτημα και αδολέσχημα της καρδίας του, ο Ιησούς ήτο ή αναπνοή του».
Υποχρεώνεται όμως από τους Γέροντες της Σκήτης να δεχθεί δυο υποτακτικούς. Αυτοί ησθένησαν από φυματίωση και ο Γέροντας αναγκάζεται να έλθει εις την Αθήνα προς θεραπεία τους και για να μη εξαπλωθεί εις την Σκήτη ή «αγία ασθένεια», όπως κατ' ευφημισμόν χαρακτήριζαν την θανατηφόρο τότε φυματίωσιν.
Έτσι, μετά από την περίοδο των υψηλών επιδόσεων στα ασκητικά παλαίσματα και την νοερά άθλησιν της προσευχής, περίοδο θείου σαββατισμού, θα έλθουν άλλες δοκιμασίες και περιπέτειες.

Με αυτές οικονόμησε ή χάρις του Θεού να εξέλθει ο Γέροντας εις τον κόσμον φορτωμένος, ως «έλαια κατάκαρπος» από πνευματική πέτρα και αρετές, δια να θρέψη με τον πνευματικόν αυτόν καρπό που συνέλεξε αγωνιζόμενος από παιδί στους δακρύβρεκτους αγιορείτικους βράχους με κόπους, τέλεια ασκητική αυταπάρνησιν και με θείον ερωτά, ο όποιος επιφέρει την «καλήν άλλοίωσιν», όταν ως «πυρ άναλίσκον» καταφλέγει τάς καρδίας των εραστών του γλυκύτατου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ενώ υπηρετούσε ο ίδιος τους ασθενείς υποτακτικούς του συνέπεσε ο καιρός της μεγάλης αναταραχής εις τον χώρον της Εκκλησίας της Ελλάδος με την αλλαγή του εορτολογίου (1924).

Ή αλλαγή αύτη προκάλεσε την σθεναρά αντίσταση πολλών ευλαβών κληρικών, και Αρχιερέων ακόμη, Μοναχών και λαϊκών. Ακολούθησαν διωγμοί, φυλακίσεις, εξορίες, αποσχηματισμοί, και άλλα δυσάρεστα γεγονότα, και γενικώς προέκυψε μεγάλη αναταραχή, ή οποία δυστυχώς επέφερε πληγή εις το σώμα της Εκκλησίας της Ελλάδος πού παραμένει εισέτι ανοικτή και αλγούσα.
Ό Γέρων Χρύσανθος τότε μαζί με άλλους Πατέρας και Πνευματικούς από τα ιερά Κοινόβια και τις Σκήτες του Αγίου Όρους (όπως ο περίφημος παπα Ευγένιος ο Διονυσιάτης, ο παπα Ιερώνυμος ο Άγιοπαυλίτης κ.ά.) προσπάθησαν με αγνό ζήλο, να συμπαρασταθούν και να στηρίξουν τους αγωνιζόμενους Χριστιανούς εις την πατροπαράδοτον ορθόδοξη ευσέβεια.

Ό Γέροντας μάλιστα τρέφων εκ νεότητος πολύν ζήλον δια την ορθόδοξη πατερική ίεράν Παράδοσιν και αλγών δια την δυσάρεστον κατάστασιν αυτήν εις το σώμα της Εκκλησίας ευθαρσώς ήλεγξε και προσωπικώς τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο δια τον νεωτερισμό της αλλαγής του εορτολογίου λέγοντας του με πολύν πόνο, ότι θα δώσει λόγο εις τον θεόν δια την άναστάτωσιν εις το σώμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποίαν επέφερε ή σκανδαλώδης αυθαίρετος αλλαγή.
Ωστόσο μελετημένος και πνευματικός κατηρτισμένος όπως ήτο ο Γέροντας, δεν διολίσθησε εις εμπάθειες και ακρότητες, άλλα μέσα σ' αυτές τις δυσάρεστες και δύσκολες περιστάσεις θα μείνει ο εργάτης και διδάσκαλος της νίψεως, της εσωτερικής εργασίας και της καρδιακής προσευχής. Μένοντας με ομολογιακή προσήλωσιν πιστός στις σεπτές παραδόσεις της αγίας μας Ορθοδοξίας, θα αποφυγή την αλαζονεία του αλάνθαστου τιμητού και επικριτού των πάντων και δεν θα χάση τον πνευματικόν του προσανατολισμό.

Κατά τρόπον μοναχοπρεπή και πατερικό θα ασκεί την αυτομεμψίαν, το «αεί εαυτόν μεμφεσθαι», ως έλεγε πάντοτε. Αυτό δε, θα είναι και ή ανακεφαλαίωσης όλης της διδαχής του εις τα πνευματικά του παιδιά. Ελυπείτο όταν έγίνοντο συζητήσεις δια εκκλησιαστικά ζητήματα δια τις όποιες έλεγε ότι «ξηραίνουν την καρδιά και κατόπιν χρειάζεται μεγάλος αγώνας και πολλά δάκρυα δια να επανέλθει κανείς εις την κατάστασι της προσευχής και του θείον έρωτος». Διότι -συνέχιζε- ή ενασχόλησης με εκκλησιαστικά θέματα προϋποθέτει «σώφρονα βίον, καθαρά εξομολόγησιν και νουν καθαρό».

Επεσήμαινε ότι ή αλλαγή του εορτολογίου επέφερε ζημία εις την πνευματική ζωήν των Ορθόδοξων Χριστιανών, διότι «έπαυσαν να συζητούν δια την προσευχή, δια τους βίους των Αγίων και δια τάς ευεργεσίας του πανάγαθου Θεού, που μαλακώνουν την ψυχήν και την αναβιβάζουν εις τον θείον έρωτα και ασχολούνται με θέματα, τα όποια πρέπει να εξετάζονται από αυτούς που ευρίσκονται εις ανώτερον πνευματική κατάστασι».
Πιεζόμενος από πολλούς εχειροτονήθη Ιερεύς υπό του Μητροπολίτου Κυκλάδων Γερμανού και συντόμως έγινε και Πνευματικός. Υπηρέτησε ως εφημέριος εις τον ιερόν Ναό των αγίων Τριών Παρθένων Μηνοδώρας, Νυμφοδώρας και Μητροδώρας, εις τον Βοτανικόν, εις τον ιερόν Ναό της αγίας Φιλοθέης, εις τα Πετράλωνα, τον ιερόν Ναό της αγίας Σοφίας, εις τον Πειραιά, κα\ τέλος εις τον ιερόν Ναό της Αγίας Τριάδος, εις την συμβολή των οδών Όρφέως και Αγίας Αννης εις τον Βοτανικό.

Υπηρέτησε και εις αλλάς ενορίας και ιερούς ναούς, όπως εις τον ιερόν Ναό της Μεταμορφώσεως εις την Κυψέλη. Ό ναός αυτός είναι το μόνον που απέμεινε από την ίεράν Μονήν της θείας Μεταμορφώσεως, την οποίαν κατά την παράδοσιν είχε κτίσει ή αγία Φιλοθέη ή Αθηναία. Εκεί κατά τα παιδικά χρόνια του Γέροντος είχε έλθει από το Άγιον Όρος ο πολυσέβαστος Πνευματικός παπα Μεθόδιος, ο όποιος διέδώσε την καλην συνήθεια των αγιορείτικων Αγρυπνιών εις την Αθήνα και περί αυτού πολλά λέγει ο Αλέξανδρος Μοραϊτίδης.
Ως Πνευματικός ο Γέρων Χρύσανθος αναδεικνύεται άριστος ιατρός ψυχών. Το ταπεινό Καλυβάκι του στην οδό Κροκεών, πλησίον της Λεωφόρου Αθηνών, μετατρέπεται σε μια πραγματική «Κολυμβήθρα, Σιλωάμ», σε ένα πνευματικόν Νοσοκομείον. Πλήθος πονεμένων, «πεφορτισμένων» και πληγωμένων ψυχών συρρέουν στα ταπεινά «Κελλάκια» του Γέροντος Χρύσανθου. Ευλαβείς, αμαρτωλοί, ηλικιωμένοι, πολλοί νέοι και νέες, Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχοί, με το παλαιό και το νέο εορτολόγιο.

Όλοι εκεί ευρίσκουν μία ανοικτή πατρική αγκαλιά να τους περιμένει. Ένα Γέροντα που ως Πνευματικός Πατέρας προσήυχετο εναγωνίως δια την σωτηρία τους, κυριολεκτικώς έπασχε και ωδύνατο, έως ότου «μορφωθή Χριστός» εν ταις καρδίαις των τέκνων του. Δια τον Γέροντα δεν υπήρχαν ωράρια, ούτε καιρός αναπαύσεως και διακοπών. Το πτωχικό Καλυβάκι του στα «Κελλάκια» της οδού Κροκεών είναι πάντοτε ακλείδωτο, σε ετοιμότητα αναμονής και υποδοχής των ψυχών, «υπέρ ων Χριστός απέθανε».

Με προτροπή του ιδίου οποιανδήποτε ωραν της ημέρας ή της νύκτας ημπορούσαν να καταφύγουν εκεί ψυχές κυνηγημένες από τον διάβολο, αποκαμωμένες από την θλίψη, την απελπισία και τον πόνο του πολυώδυνου τούτου ματαίου βίου και της οδυνηράς αμαρτίας. Άνθρωποι πού έφθασαν μέχρι το κατώφλι του Γέροντος απηλπισμένοι, πληγωμένοι, ρυπαροί από την λάσπη και την δυσωδία των αισχρών παθών, «κατερραγμένοι» από τα βέλη του πονηρού, όχι μόνον «ανωρθώθησαν», άλλα και έφθασαν με την άγαπητικήν και ελεήμονα φροντίδα του, εις σημείον να ζουν ενάρετο και σώφρονα βίον, με νηστεία, καρδιακή προσευχή, με μοναχικά ιδεώδη και αρετάς, καίτοι κοσμικοί και έγγαμοι.
Αναδεικνύεται ακόμη και άριστος πνευματικός οδηγός με ιδιαίτερο χάρισμα να εμπνέει τον πόθων δια την Μοναχική ζωήν. Νέοι και νέες έρχονται κοντά του ελκόμενοι από την ηδύτητα της διδασκαλίας του περί των υψηλών πνευματικών βιωμάτων της Μοναχικής Πολιτείας.
Και ο ίδιος ήγάπα ιδιαιτέρως τους νέους, τους αγνούς και παρθένους.

Με άπειρη πατρική αγάπη και στοργική φροντίδα προσπαθούσε να τους μύηση εις τα βαθέα και αναβίβαση εις τα υψηλά της νοεράς εργασίας της προσευχής. Έπασχε δι' αυτούς και αγωνιούσε, διότι τους θεωρούσε κατάλληλα σκευή της χάριτος του πανάγαθου Θεού, των υψηλών θεωριών της εν Χριστώ ζωής και της άγιας Ιεροσύνης.
Δια την αγάπη και πνευματική φροντίδα όλων των νέων πού έρχονται κοντά του, γίνεται κτίτωρ δυο άνδρώων Μονών και μιας γυναικείας, πού τις αφιερώνει με ευλάβεια εις την Κυρίαν Θεοτόκον, «Άξιον εστί», Αγίας Σκέπης και Παναγίας Οδηγήτριας. Επίσης φροντίζει να επανδρωθεί από πνευματικά του παιδιά ή Καλύβι της ιεράς Μετανοίας του εις την Σκήτη της Αγίας Άννης, δηλαδή ή Καλύβι της Απότομης του Τιμίου Προδρόμου.
Ό ίδιος όμως μονίμως θα παραμείνει με αυτοθυσία μέχρι της κοιμήσεως του δεσμευμένος από την μεγάλη συναίσθησιν της ευθύνης της πνευματικής του πατρότητας κοντά εις τα πνευματικά του τέκνα, στην βάσι του, στα ταπεινά κεραμοσκέπαστα Κελλάκια της οδού Κροκεών. Εκεί ο προσωπικός αγώνας της εσωτερικής εργασίας, της νίψεως και της νοεράς προσευχής, της αγρυπνίας και της ασκήσεως μένει αμείωτος.

Ό Γέροντας παραμένοντας μέσα στον κόσμον τηρείται ανέπαφος από το φρόνημα του κόσμου και αναλλοίωτος («ηλλοιωμένος την θείαν άλλοίωσιν»). Αυτό είναι γενική διαπίστωσις όλων όσοι τον γνώρισαν. Θα μείνει μέσα στον κόσμον μέχρι το τέλος της όσιακής βιοτής του ένας αυθεντικός Αγιορείτης. Ζει, τρώγει, ενδύεται, ομιλεί, λειτουργεί ως γνήσιος Αγιορείτης. Νοερός είναι πάντοτε στο Άγιον Όρος, θα «περιπολή» με την διάνοια του στην Καλύβην του, στα μονοπάτια, στα σπήλαια και τους βράχους της Σκήτης, οπού έζησε. «Αν και είμαι μακράν της - έλεγε - ο ανασασμός μου και τα όνειρα μου εκεί περιφέρονται».

Ή ζωηρά ανάμνησης των ιερών μορφών των Γερόντων του και των διδαχών τους θα είναι ή αναπνοή του. Σε κάθε εορτή θα μεταφέρεται Νοερός και νοσταλγικός στο σεπτό Κυριακον της Σκήτης και αναλύεται σε δάκρυα ενθυμούμενος την ευλάβεια των Γερόντων, το βάδισμα τους, τα κέρινα όσιακά πρόσωπα τους μετά την ολονυκτία εύχητική αδολεσχία της Αγρυπνίας κάτι το αυτονόητον, ότι κάποιος ευρέθη στον δρόμο του που είχε ανάγκη τα χρήματα.
Επίσης πολλοί είναι εκείνοι που άγνωστοι έφθασαν δια έξομολόγησιν στον Γέροντα, τον όποιον έκπληκτοι άκουσαν να τους φωνάζει με το όνομα τους.

Πολλοί εδέχθησαν αιφνίδια τηλεφωνήματα του με σύντομες και ολιγόλογες προειδοποιήσεις δια συμβησόμενα. Πολλοί αισχυνόμενοι να εξομολογηθούν πράξεις ή και λογισμούς τους ακόμη, τα άκουσαν εμβρόντητοι από τον ίδιον τον Γέροντα.
Εκείνο όμως πού πολλοί ενθυμούνται ως χαρακτηριστικό του Γέροντος είναι τα δάκρυα, το «αείρυτον δακρύων». Υπήρχαν στιγμές που οι οφθαλμοί του εγίνοντο μικρές βρύσες. Τα δάκρυα έτρεχαν αβίαστα, περνούσαν από τις παρειές του, την γενειάδα του και κατέληγαν να μουσκεύουν το ύφασμα του ζωστικού του.

Αυτό συνέβη πολλές φορές και σε ώρες εξομολογήσεως κάποιων, οι όποιοι συγκλονίσθηκαν, διότι βλέποντες αυτό το ιερόν φαινόμενο συνειδητοποίησαν, ότι αυτά πού εξομολογούντο δεν τα έλεγαν με συναίσθησιν και μετάνοια, πού έπρεπε να είχαν, και την οποίαν όμως βίωνε ο Γέρων Πνευματικός δι' αυτούς.
Δια να καταγράφουν οι εμπειρίες και μαρτυρίες θαυμαστών γεγονότων πού έζησαν πολλά πνευματικά παιδιά του Γέροντος κοντά του. θα εχρειάζοντο πολλές σελίδες. Σκοπός όμως της παρούσης εκδόσεως δεν είναι ή παρουσίασης της κατά πλάτος όσιακής βιοτής του μακαριστού Γέροντος Χρύσανθου, ο όποιος εξ άλλου επιμελώς εν τη ζωή του απέφευγε οποιανδήποτε τιμήν και αναγνώρισιν, προσποιούμενος ακόμη και με επίπλαστες ιδιοτροπίες, αποτομίες και δήθεν φωνές («από τον λάρυγγα και έξω», όπως σε κάποιους εμπιστευόταν ο ίδιος), τα όποια όμως ορισμένοι, κρίνοντες «κατ` όψιν», εξέλαβαν ως το πραγματικό πρόσωπον του Γέροντος και τον παρερμήνευσαν.
Τα ανώτερο ανεφέρθησαν γενικώς ως ψήγματα της πνευματικής καταστάσεως του Γέροντος και αυτό όχι προς προβολή του («ου γαρ δη εκείνο χρεία προσθήκης εις εύδοκίμησιν»), άλλα προς ωφελείαν ψυχική ημών «των ζώντων, των περιλειπομένων», διότι «ώσπερ γαρ τω πυρί αυτομάτους έπεται το φωτίζειν και τω μύρω το ευωδείν ούτω και ταις άγαθαίς πράξεσιν αναγκαίους ακολουθεί το ώφελιμον» (Μέγας Βασίλειος). Αυτά είναι ελάχιστα άπ' όσα θαυμαστά γεγονότα έζησαν κοντά του πολλά πνευματικά του παιδιά, τα όποια και πάλιν γράφομε, μετά από είκοσι επτά έτη από της κοιμήσεως του, διακατεχόμενοι υπό του κράτους του φόβου της δυσανασχετήσεως του μακαριστού Γέροντος μας. Διότι ο Γέροντας εν όσο ζούσε, όταν ήκουε από κάποιον έπαινετικόν λόγο περί αρετής του κ.λπ. αντιδρούσε βιαίως, θα λέγαμε, όπως αντιδρά κάποιος όταν τον υβρίσουν και τον προσβάλλουν πολύ.

Ό Γέροντας βυθιζόμενος εις την άβυσσο της αυτομεμψίας του, είχε ανυπόκριτον και βαθυτάτην ταπείνωσιν.
Αυτός εν ολίγοις ητο ο ταπεινός, ο άσημος (ίσως και παρεξηγημένος από κάποιους ) παπα Χρύσανθος. Οπίσω όμως από την ανεπιτήδευτη αύτη ταπεινή εμφάνισιν εκρύπτετο ένα άφθαστον μεγαλείον πνευματικόν. Ένα μεγαλείο πού εσμιλεύθηκε με την χάριν του Θεού στην Αθήνα της εποχής του Παπαδιαμάντη και στον Ιερόν Άθωνα, το ευωδιαστό και αγιόλεκτον «Περιβόλι της Παναγίας» μας, με πολλές τότε Μορφές ηγιασμένων πνευματικών Αγωνιστών, πού ευωδίασε ή εύωδία και ή Χάρις του Αγίου Πνεύματος.

Ή επίγεια ζωή του τελείωσε κατά την 29ην Μαΐου (ημέρα της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, ημέρα την οποίαν ο Γέροντας κατά σαφείς μαρτυρίες προεγνώρισεν) του 1981 μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Μετετέθη εις σκηνάς αιωνίους δια να συνάντηση εκεί τους ποθητούς του Γέροντες, και όλους αυτούς δια τους οποίους διαλαμβάνει εις τις ιερές διηγήσεις του. Το σεπτόν του λείψανον κατά την επιθυμία του μετεφέρθη εις την ίεράν Σκήτη της Αγίας Άννης και ένταφιάσθη εις το Κοιμητήριον της Σκήτης, όπου ή αγιορείτικη γη ανέμενε στοργικώς να ανάπαυση εις τα σπλάγχνα της το πολύμοχθων σώμα του μακαριστού Γέροντος Χρύσανθου.

Είη αυτού αιωνία ή μνήμη. Και ας έχωμεν τάς αγίας ευχάς του. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: