Θα δοκιμάσουμε ν' απαριθμήσουμε εδώ μερικές από τις πιο απλές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για να τσακίσουν τη θέληση και την προσωπικότητα του κρατουμένου, χωρίς να αφήσουν σημάδια στο σώμα του.
Ας αρχίσουμε από τις ψυχολογικές μεθόδους. Για τα κουνέλια, που δεν έχουν προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσουν τα βάσανα της φυλακής, αυτή η μέθοδος έχει τεράστια, και μάλιστα καταστρεπτική δύναμη. Γιατί όσο σίγουρος κι αν είσαι για το δίκιο σου, δεν σου είναι εύκολο ν' αντισταθείς.
1. Ας αρχίσουμε πρώτα από τις νύχτες. Γιατί γίνεται κυρίως τη νύχτα η συντριβή των ψυχών; Γιατί από τα πρώτα χρόνια τα Όργανα διάλεξαν τη νύχτα; Επειδή τη νύχτα, ξυπνημένος απότομα, ο κρατούμενος (ακόμα κι αν δεν τον βασανίζουν με αϋπνία), δεν μπορεί να είναι το ίδιο ισορροπημένος και λογικός όπως τη μέρα, είναι πάντα πιο υποχωρητικός.
2. Η πειθώ με ύφος ειλικρινές. Αυτό είναι το πιο απλό. Προς τι να παίζεις τη γάτα με τον ποντικό; Ο κρατούμενος έχει ήδη καταλάβει τη γενική κατάσταση, αφού έμεινε για λίγο ανάμεσα ατούς άλλους φυλακισμένους. Και ο ανακριτής του λεει με βαριεστημένο φιλικό τόνο: «Όπως βλέπεις και μόνος σου, θα σου κοπανίσουν οπωσδήποτε μια ποινή. Μα αν αντισταθείς, θα ψηθείς εδώ στη φυλακή, θα χάσης την υγεία σου. Αν πας όμως σε στρατόπεδο, θα δεις το φως της μέρας, θα πάρεις αέρα... Καλύτερα λοιπόν να υπογράψεις αμέσως». Πολύ λογικό. Και έξυπνοι είναι εκείνοι που συμφωνούν και υπογράφουν, αν... αν πρόκειται να μπλέξουν μόνο αυτούς τους ίδιους! Μα αυτό είναι σπάνιο. Και η πάλη είναι αναπόφευκτη.
Υπάρχει και μια παραλλαγή της μεθόδου της πειθούς για τα μέλη του κόμματος. «Αν στη χώρα υπάρχουν ελλείψεις, ακόμα και πείνα, εσείς, σαν μπολσεβίκος που είστε, πρέπει να αποφασίσετε μόνος σας: πιστεύετε πως είναι δυνατό να φταιει όλο το κόμμα γι' αυτό; Ή πως φταιει η σοβιετική εξουσία; – «Φυσικά όχι!» σπεύδει να απαντήσει ο διευθυντής του Κέντρου Λινού. «Να έχετε τότε τον ανδρισμό να παραδεχτείτε πως το φταίξιμο είναι δικό σας!» Και εκείνος το παραδέχεται!
3. Χοντροκομμένες βρισιές. Η μέθοδος είναι πολύ απλή, αλλά μπορεί να επηρεάζει ικανοποιητικά ανθρώπους καλοαναθρεμμένους, ντελικάτους και λεπτούς. Ξέρω δυο περιπτώσεις παπάδων, που υποχώρησαν με σκέτες βρισιές. Την ανάκριση του ενός (αυτό έγινε στο Μπουτύρκι το 1944) την έκανε μια γυναίκα. Στις αρχές, γυρίζοντας στο κελί του, ο παπάς δεν έπαυε να την επαινεί για την ευγένειά της. Μα κάποια φορά γύρισε πολύ στενοχωρημένος και ώρα πολλή δεν δεχόταν να επαναλάβει τις διαλεγμένες βρισιές που του είχε πει, καθισμένη με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. (Λυπάμαι που δεν μπορώ να αναφέρω εδώ ούτε μια από τις χαριτωμένες αυτές εκφράσεις της).
4. Το πλήγμα με την ψυχολογική αντίθεση. Ξαφνικές μεταστροφές: στη διάρκεια όλης της ανάκρισης, ή τουλάχιστο σ' ένα μέρος της, να είστε πολύ ευγενικός, να απευθύνεστε στον κατηγορούμενο με το όνομα και το πατρώνυμό του, να του υπόσχεστε πως όλα θα πάνε καλά. Και ξαφνικά να κάνετε πως τον χτυπάτε με το πρες–παπιέ: «Ου, να χαθείς, σίχαμα! Εννιά γραμμάρια μολύβι στον σβέρκο!» Και να απλώνετε τα χέρια σας σαν να ετοιμάζεστε να τον αρπάξετε από τα μαλλιά, σαν τα νύχια σας να καταλήγουν σε βελόνες, και να τον πλησιάζετε ολοένα, περισσότερο. (Αυτή η μέθοδος πετυχαίνει κυρίως στις γυναίκες).
Και μια παραλλαγή: Δυο ανακριτές αλλάζουν μεταξύ τους, ο ένας ουρλιάζει και βασανίζει, ο άλλος είναι συμπαθητικός, σχεδόν εγκάρδιος. Ο ανακρινόμενος, μπαίνοντας στο γραφείο, τρέμει κάθε φορά – ποιον από τους δυο άραγε θα αντικρίσει; Κάτω από το βάρος της αντίθεσης, δέχεται να υπογράψει ό,τι του ζητούν μπροστά στον δεύτερο, να παραδεχτή ακόμα και πράγματα που δεν έγιναν.
5. Προκαταρκτική ταπείνωση. Στα περιβόητα υπόγεια της Γκεπεού του Ροστόβ (νούμερο 33) έβαζαν τους κρατούμενους που επρόκειτο να ανακριθούν να ξαπλώνουν μπρούμυτα κάτω από τα χοντρά τζάμια του πεζοδρομίου (άλλοτε το υπόγειο ήταν αποθήκη) απαγορεύοντάς τους να σηκώσουν το κεφάλι ή να κάνουν έστω και τον παραμικρό θόρυβο. Κι έμεναν έτσι ξαπλωμένοι σαν μωαμεθανοί που προσεύχονται, ώσπου να τους αγγίξει στον ώμο ο δεσμοφύλακας, και να τους πάει στην ανάκριση. Η Αλεξάνδρα Ο–βα δεν έδωσε, όταν ήταν στη Λουμπιάνκα, τις καταθέσεις που χρειάζονταν. Τη μεταφέρανε στο Λεφόρτοβο. Εκεί, στην αίθουσα υποδοχής, η επόπτρια της φυλακής την πρόσταξε να γδυθεί, πήρε τα ρούχα της με το πρόσχημα ότι θα τα απολυμάνουν και την κλείδωσε γυμνή σε ένα «κουτί» (μικροσκοπικό κελί). Πήγαν τότε οι άντρες δεσμοφύλακες, στήθηκαν μπροστά στο παραθυράκι και την κορόιδευαν συζητώντας τις αναλογίες της. Αν ρωτήσει κανείς, σίγουρα θα μαζέψει και πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα. Ο σκοπός όμως ήταν ένας: να σπάσει ηθικά ο κατηγορούμενος.
6. Οποιαδήποτε μέθοδος που να προκαλέσει σύγχυση στον ανακρινόμενο. Να πως ανακρίθηκε ο Φ.Ι.Β. από το Κρασνογκόρσκ, στα περίχωρα της Μόσχας (το διηγήθηκε ο I.A. Π–ιεφ). Η ανακρίτρια γυμνώθηκε σιγά–σιγά μπροστά του καθώς τον ανέκρινε (στριπ–τηζ!) και συνέχισε την ανάκριση γυμνή, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, κόβοντας βόλτες στο δωμάτιο, πηγαίνοντας κοντά του και επιμένοντας να τον κάνει να ομολογήσει. Μπορεί να το έκανε αυτό για προσωπική της ικανοποίηση, αλλά μπορεί να το έκανε και από ψύχραιμο υπολογισμό: που θα πάει, θα θόλωση το μυαλό του ανακρινόμενου και θα υπογράψει! Και δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο: είχε πιστόλι, υπήρχε και κουδούνι στη διάθεσή της.
7. Εκφοβισμός. Ήταν η πιο συνηθισμένη μέθοδος και παρουσίαζε τη μεγαλύτερη ποικιλία. Συνδυαζόταν συχνά με δελεαστικές προτάσεις και υποσχέσεις, ψεύτικες φυσικά. Έτος 1924: «Δεν ομολογείτε; Θα αναγκαστείτε να πάτε μια βόλτα μέχρι τα Σολοφκύ. Εκείνους που ομολογούν όμως τους αφήνουμε ελεύθερους». Έτος 1944: «Από σένα εξαρτάται σε ποιο στρατόπεδο θα βρεθείς. Στρατόπεδο με στρατόπεδο διαφέρουν. Έχουμε τώρα και στρατόπεδα με καταναγκαστικά έργα. Αν φανείς ειλικρινής, θα πας σε εύκολο μέρος, ενώ αν είσαι πεισματάρης, θα φας είκοσι πέντε χρόνια στα υπόγεια έργα, δεμένος με χειροπέδες!» Σε φοβίζουν με άλλη, χειρότερη φυλακή: «Αν δεν μιλήσεις, θα σε στείλουμε στο Λεφόρτοβο (αν βρίσκεσαι στη Λουμπιάνκα), στη Σουχάνοφκα (αν βρίσκεσαι στο Λεφόρτοβο), εκεί θα σου μιλήσουν διαφορετικά». Εσύ όμως στο μεταξύ έχεις συνηθίσει σ' αυτήν εδώ τη φυλακή, και το σύστημά της δεν είναι και τόσο ΑΣΧΗΜΟ, και ποιος ξέρει τι βασανιστήρια σε περιμένουν ΕΚΕΙ; Και η μεταγωγή από πάνω... Μήπως θα έκανες καλά να υποχωρήσεις;...
Ο εκφοβισμός είναι πολύ αποτελεσματικός για εκείνους, που δεν τους συλλάβανε ακόμα, αλλά για την ώρα τους διέταξαν με μια κλήση να παρουσιασθούν στο Μεγάλο Σπίτι. Εκείνος (ή εκείνη) έχει ακόμα πολλά να χάσει, εκείνος (ή εκείνη) τρέμει τα πάντα, φοβάται μήπως δεν τον αφήσουν να φύγει σήμερα, φοβάται μήπως του κατάσχουν τα υπάρχοντά του, το διαμέρισμά του. Εκείνος είναι πρόθυμος να κάνει πολλές καταθέσεις και υποχωρήσεις, για να αποφύγει αυτούς τους κινδύνους. Εκείνη δεν ξέρει φυσικά τον Ποινικό Κώδικα και, σαν μικρή προεισαγωγή, στην αρχή της ανάκρισης βάζουν μπροστά της ένα φύλλο χαρτί με ένα ψεύτικο απόσπασμα από τον Κώδικα: «Έλαβον γνώσιν ότι η ψευδής κατάθεσις τιμωρείται με πενταετή φυλάκισιν» (στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 95, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο χρόνια)... και η άρνησις καταθέσεως με φυλάκισιν 5 ετών... (στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 92, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις μήνες). Σ' αυτό το σημείο μπαίνει κιόλας σε εφαρμογή, και θα μπαίνει στο εξής συνέχεια, μια ακόμα ανακριτική μέθοδος:
8. Το ψέμα. Σε μας, τα αρνάκια, δεν επιτρέπεται να λέμε καθόλου ψέματα, μα ο ανακριτής τα λεει συνέχεια, γι' αυτόν δεν ισχύει κανένα από τα άρθρα του Κώδικα. Εμείς μάλιστα έχουμε χάσει και κάθε κριτήριο και δεν είμαστε καν σε θέση να ρωτήσουμε: και τι τον περιμένει αυτόν, αν πει ψέματα; Σ' αυτόν επιτρέπεται να βάζει μπροστά μας όσα θέλει πρωτόκολλα με πλαστές υπογραφές των συγγενών και των φίλων μας – αυτό δεν είναι παρά μια ευγενική ανακριτική μέθοδος.
Ο εκφοβισμός με δελεαστικές προτάσεις και ψευτιές είναι οι βασικές μέθοδοι για να επηρεαστούν οι συγγενείς του κρατουμένου, που τους κάλεσαν για να δώσουν μαρτυρικές καταθέσεις: «Αν δεν δώσετε εσείς αυτή την κατάθεση (αυτή που χρειάζεται η ανάκριση) θα την πληρώσει εκείνος... θα τον καταστρέψετε εντελώς... (πώς νιώθει η μάνα, όταν ακούει τέτοια λόγια;)[i] Μόνο αν υπογράψετε αυτό το έγγραφο (και σας το χώνει μπροστά σας) μπορείτε να τον σώσετε» (να τον καταστρέψετε).
9. Το παιχνίδι με την αφοσίωση προς τους συγγενείς έχει θαυμάσια αποτελέσματα με τον ανακρινόμενο. Είναι μάλιστα και το πιο αποτελεσματικό μέσο εκφοβισμού. Ποντάροντας πάνω στη στοργή του για τους κοντινούς του συγγενείς, μπορεί να τσακίσει κανείς και τον πιο άφοβο άνθρωπο. (Πόσο προφητική είναι η παροιμία: «εχθρός του ανθρώπου είναι η οικογένειά του!») Θυμάστε εκείνο τον Τάταρο, που άντεξε τα πάντα, και τα δικά του μαρτύρια και τα μαρτύρια της γυναίκας του, μα δεν άντεξε τα μαρτύρια της κόρης του;... Το 1930 η ανακρίτρια Ριμάλις φοβέριζε: «Θα συλλάβουμε την κόρη σας και θα τη βάλουμε στο ίδιο κελί με συφιλιδικές!» Και ήταν γυναίκα!...
Σας φοβερίζουν πως θα συλλάβουν όλα τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Αυτή η απειλή συνοδεύεται καμιά φορά και με το ακομπανιαμέντο: «Η γυναίκα σου είναι κιόλας μέσα, και η τύχη της εξαρτάται από την ειλικρίνειά σου. Τώρα την ανακρίνουν στο διπλανό δωμάτιο. Άκου!» Και πραγματικά πίσω από τον τοίχο ακούγονται γυναικεία κλάματα και στριγκλιές. (Και αφού μοιάζουν όλα μεταξύ τους, και μάλιστα πίσω από ένα τοίχο, και εσύ ο ίδιος είσαι τόσο εκνευρισμένος και δεν είσαι ειδικός πάνω σ' αυτά τα ζητήματα, το πιστεύεις βέβαια. Καμιά φορά βάζουν απλώς μια πλάκα με τη φωνή της «τυπικής συζύγου» – σε σοπράνο ή κοντράλτο, ανάλογα με την πρόταση του ειδικού). Να όμως, σου τη δείχνουν κιόλας πραγματικά πίσω από τη τζαμόπορτα να περνάει αμίλητη, πικραμένη, με σκυφτό το κεφάλι. Ναι! Είναι η γυναίκα σου! Στους διαδρόμους της Ειδικής Ασφάλειας! Την κατέστρεψες με το πείσμα σου! Την έπιασαν κιόλας! (Στην πραγματικότητα τη φώναξαν με μια κλήση για κάποια ασήμαντη διαδικασία και την πέρασαν την κατάλληλη στιγμή από τον διάδρομο, αλλά την πρόσταξαν να μη σηκώσει το κεφάλι της, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να βγει από εκεί μέσα!) Ή σου δίνουν να διαβάσεις μιαν επιστολή γραμμένη με τον γραφικό της χαρακτήρα: Σε αποκηρύσσω! Ύστερα από τις αηδίες που είπες για μένα, δεν θέλω ούτε να σε ξέρω! (Και αφού τέτοιες γυναίκες και τέτοιες επιστολές δεν είναι αδύνατο να βρεθούν στη χώρα μας, δεν σου μένει παρά να κάνης τη σκέψη: είναι άραγε τέτοια και η γυναίκα μου;)
Ο ανακριτής Γκόλντμαν (1944) προσπαθούσε να εξαναγκάσει τη Β.Α. Κορνιέγεβα να καταθέσει εναντίον άλλων απειλώντας την: «Θα κατάσχουμε το σπίτι σου και θα πετάξουμε στον δρόμο τους γέρους γονείς σου». Σίγουρη για τον εαυτό της και σταθερή στην πίστη της, η Κορνιέγεβα δεν φοβόταν καθόλου για τον εαυτό της. Ήταν έτοιμη να υπομείνει τα πάντα, αλλά οι απειλές του Γκόλντμαν ήταν πολύ πραγματικές σύμφωνα με τους νόμους μας και εκείνη βασανιζόταν με τη σκέψη των δικών της. Έτσι όταν το πρωί, ύστερα από μια ολόκληρη νύχτα στη διάρκεια της οποίας απέρριπτε και έσχιζε διάφορα πρωτόκολλα, ο Γκόλντμαν άρχισε να γράφει μια τέταρτη παραλλαγή, όπου η κατηγορία αφορούσε μόνο αυτή την ίδια, η Κορνιέγεβα υπέγραψε με χαρά και νιώθοντας πως νίκησε ψυχικά. Γιατί τελικά χάνουμε και το πιο απλό ανθρώπινο ένστικτο – να δικαιωθούμε και να αποκρούσουμε τις πλαστές κατηγορίες! Χαιρόμαστε μάλιστα αν καταφέρουμε να φορτωθούμε εμείς όλη την ένοχη[ii].
Όπως καμιά ταξινόμηση στη φύση δεν έχει αυστηρές διαχωριστικές γραμμές, έτσι κι εδώ δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε καθαρά τις ψυχολογικές από τις σωματικές μεθόδους. Δεν ξέρουμε, λόγου χάρη, σε ποια κατηγορία να κατατάξουμε την εξής διασκέδαση:
10. Ηχητική μέθοδος. Βάζουν τον ανακρινόμενο έξι με οκτώ μέτρα μακριά από τον ανακριτή και τον αναγκάζουν να λεει τα πάντα φωναχτά και να τα επαναλαμβάνει. Για έναν εξασθενημένο άνθρωπο αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Ή φτιάχνουν δυο χωνιά από χαρτόνι και δύο ανακριτές μαζί, ο δεύτερος ήρθε για να βοηθήσει τον πρώτο, πλησιάζουν κολλητά στον κρατούμενο και του φωνάζουν μαζί και στα δυο αυτιά: «Ομολόγησε, παλιοτόμαρο!» Ο κρατούμενος ξεκουφαίνεται, καμιά φορά μάλιστα χάνει για πάντα την ακοή του. Δεν συμφέρει βέβαια αυτή η μέθοδος, αλλά οι ανακριτές θέλουν να διασκεδάσουν κι αυτοί λιγάκι ξεφεύγοντας από τη μονότονη εργασία τους και σκαρώνουν ό,τι τους κατέβει.
11. Γαργάλημα. Άλλη διασκέδαση. Δένουν ή κρατάνε τον κατηγορούμενο γερά από χέρια και πόδια και τον γαργαλάνε στη μύτη με ένα φτερό πουλιού. Εκείνος σπαρταράει, νιώθει σαν να του τρυπάνε το μυαλό.
12. Σβήσιμο τσιγάρου στο δέρμα τον ανακρινόμενου (το αναφέραμε και πιο πάνω).
13. Μέθοδος με φως. Ένα εκτυφλωτικό ηλεκτρικό φως καιει όλο το εικοσιτετράωρο στο κελί ή στο «κουτί» του κατηγορούμενου. Ο λαμπτήρας είναι υπερβολικά ισχυρός για τον μικρό χώρο με τους άσπρους τοίχους (επιβάλλουν όμως οικονομίες στο ρεύμα που καινε οι μαθητές και οι νοικοκυρές!) Τα βλέφαρα παθαίνουν φλόγωση και πονάνε πολύ. Και στο ανακριτικό γραφείο του ρίχνουν πάλι προβολείς στα μάτια.
14. Μια άλλη εφεύρεση. Τη νύχτα της Πρωτομαγιάς του 1933 στη Γκεπεού του Χαμπάροβσκ ο Τσεμποταριώφ δεν ανακρινόταν, αλλά ολόκληρη τη νύχτα, δώδεκα ώρες, τον πήγαιναν για ανάκριση! Εμπρός, πίσω τα χέρια σου! Τον έβγαζαν από το κελί και τον ανέβαζαν βιαστικά στη σκάλα. Τον πήγαιναν στο γραφείο του ανακριτή. Ο δεσμοφύλακας έφευγε. Μα ο ανακριτής όχι μόνο δεν τον ρωτούσε τίποτα, αλλά, χωρίς να δίνη στον Τσεμποταριώφ ούτε τον καιρό να καθίσει, σήκωνε το ακουστικό: «Πάρτε τον κρατούμενο του 107!» Τον έπαιρναν, τον ξαναπήγαιναν στο κελί του. Δεν προλάβαινε να ξαπλώσει στην κουκέτα του και έτριζε πάλι η κλειδαριά: Τσεμποταριώφ! Στην ανάκριση! Πίσω τα χέρια σου! Και αμέσως ύστερα: Πάρτε τον κρατούμενο του 107!
Γενικά οι μέθοδοι του επηρεασμού μπορούν να αρχίσουν πολύ πριν ο κατηγορούμενος φτάσει στο γραφείο του ανακριτή.
15. Η φυλάκιση αρχίζει από το «κουτί», δηλαδή ένα κασόνι ή ένα ντουλάπι. Έναν άνθρωπο, που μόλις τον άρπαξαν από την ελευθερία, μέσα στο φτερούγισμα των εσωτερικών του αντιδράσεων, που είναι έτοιμος να καθαρίσει τη θέση του, να συζητήσει, να αγωνιστή, τον κλείνουν, στο πρώτο του βήμα κιόλας μέσα στη φυλακή, σ' ένα κουτί, καμιά φορά εφοδιασμένο μ' ένα λαμπάκι και μ' ένα σκαμνί, άλλοτε πάλι σκοτεινό και τόσο μικρό, ώστε μόνο όρθιος μπορεί να στέκεται κανείς, όρθιος και στριμωγμένος πίσω από την πόρτα. Και τον κρατάνε εκεί μέσα κάμποσες ώρες, ένα δωδεκάωρο, ένα εικοσιτετράωρο. Ώρες γεμάτες αβεβαιότητα! Μήπως θα τον αφήσουν εντοιχισμένο εδώ για όλη του τη ζωή; Δεν του έχει τύχει τίποτα παρόμοιο άλλοτε, δεν μπορεί να μαντέψει τίποτα! Περνούν οι πρώτες ώρες, ενώ μέσα του βράζει ασταμάτητα ο ανεμοστρόβιλος της ψυχής. Μερικοί χάνουν το κουράγιο τους – και τότε ακριβώς τους υποβάλλουν στην πρώτη ανάκριση! Άλλοι εξαγριώνονται, τόσο το καλύτερο, θα προσβάλουν αμέσως τον ανακριτή, θα κάνουν καμιά απροσεξία και τότε θα είναι πιο εύκολο να τους φορτώσεις κάποια υπόθεση.
16. Όταν δεν έφταναν τα «κουτιά», έκαναν και το εξής·. Τη Γιελένα Στρουτίνσκαγια την έβαλαν, στη Νι-Κα-Βε-Ντε του Νοβοτσερκάσκ, να καθίσει σ' ένα σκαμνί στον διάδρομο επί έξι μερόνυχτα, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ακουμπάει πουθενά, δεν την άφηναν να κοιμηθεί, να ξαπλώσει και να σηκωθεί. Κι αυτό κράτησε έξι μερόνυχτα! Για δοκιμάστε να καθίσετε έτσι έξι ώρες!
Άλλοτε πάλι, σε άλλη παραλλαγή, κάθιζαν τον κρατούμενο σε μια ψηλή καρέκλα, σαν αυτές που έχουν στα εργαστήρια, έτσι που τα πόδια του να μη φτάνουν στο πάτωμα, και να μουδιάζουν. Και τον άφηναν έτσι 8–10 ώρες.
Ή πάλι, στην ανάκριση, καθώς έχουν μπροστά τους τον κατηγορούμενο, τον βάζουν να καθίσει σε μια συνηθισμένη καρέκλα, αλλά με τούτο τον τρόπο: άκρη–άκρη, στο ξύλο (κάνε πιο μπροστά! ακόμα πιο μπροστά!), έτσι που να μην πέφτει, αλλά να τον κόβει το ξύλο σε όλη τη διάρκεια της ανάκρισης. Και δεν του επιτρέπουν να κουνηθεί για μερικές ώρες. Αυτό είναι όλο; Μάλιστα, αυτό είναι όλο. Για δοκιμάστε το!
17. Ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, το «κουτί» μπορούσε να αντικατασταθεί με έναν λάκκο μεραρχίας, όπως γινόταν στα στρατόπεδα της στρατιάς στο Γκοροχεβέτς, στη διάρκεια του Μεγάλου πατριωτικού πολέμου. Έριχναν τον κρατούμενο σ' έναν τέτοιο λάκκο, κάπου τρία μέτρα βαθύ και με δύο μέτρα διάμετρο, και τον άφηναν μερικά μερόνυχτα στο ύπαιθρο, συχνά κάτω από βροχή. Ο λάκκος αυτός του χρησίμευε και σαν κελί και σαν αποχωρητήριο. Και του κατέβαζαν εκεί το ψωμί, τριακόσια γραμμάρια τη μέρα, και το νερό με ένα σχοινάκι. Για φανταστείτε τον εαυτό σας στη θέση του, και μάλιστα αμέσως μετά τη σύλληψη, όταν όλα κοχλάζουν μέσα σας.
Δεν ξέρω αν αυτή η μέθοδος διαδόθηκε τόσο πολύ ύστερα από κοινές οδηγίες που δόθηκαν σε όλα τα Ειδικά Τμήματα του Κόκκινου Στρατού ή γιατί έμοιαζαν οι συνθήκες του καταυλισμού τους. Έτσι, στην 36η μηχανοκίνητη μεραρχία τουφεκιοφόρων, που πήρε μέρος στη μάχη του Χαλχίν–Γκολ και το 1941 στάθμευε στη Μογγολική έρημο, δεν εξηγούσαν τίποτα στον συλλαμβανόμενο, αλλά του έδιναν ένα φτυάρι στο χέρι (αρχηγός του Ειδικού Τμήματος ήταν ο Σαμούλιεφ) και τον πρόσταζαν να σκάψει ένα λάκκο με τις ακριβείς διαστάσεις ενός τάφου (περίπτωση συνδυασμού με την ψυχολογική μέθοδο). Όταν ο κρατούμενος έφτανε σε βάθος που περνούσε τη μέση του, του έλεγαν να σταματήσει το σκάψιμο και να καθίσει στον πάτο του λάκκου: έτσι το κεφάλι του δεν φαινόταν καθόλου. Ένας σκοπός φρουρούσε μερικούς τέτοιους λάκκους και φαινόταν πως όλα τριγύρω ήταν έρημα[iii]. Σ' αυτή την έρημο κρατούσαν τους ανακρινόμενους ξεσκούφωτους στον μογγολικό καύσωνα τη μέρα και στην παγωνιά τη νύχτα, χωρίς να τους υποβάλλουν σε κανένα βασανιστήριο – υπήρχε λόγος να κοπιάζουν για να τους βασανίζουν; Η μερίδα τους ήταν εκατό γραμμάρια ψωμί και ένα ποτήρι νερό το εικοσιτετράωρο. Ο υπολοχαγός Τσουλπενιώφ, σωστός λεβέντης, πυγμάχος, είκοσι ενός έτους, πέρασε ένα ΜΗΝΑ σε έναν τέτοιο λάκκο. Έπειτα από δέκα μέρες γέμισε ψείρες και στις δεκαπέντε μέρες τον κάλεσαν για πρώτη φορά στην ανάκριση.
[i] Σύμφωνα με τους σκληρούς νόμους της Ρωσικής αυτοκρατορίας, οι κοντινοί συγγενείς μπορούσαν να αρνηθούν εντελώς να καταθέσουν. Ακόμα κι αν είχαν καταθέσει στην προκαταρκτική ανάκριση, είχαν το δικαίωμα να αναιρέσουν την κατάθεσή τους, αν ήθελαν, και να μην επιτρέψουν να χρησιμοποιηθεί αυτή στο δικαστήριο. Η γνωριμία ή η συγγένεια με τον κατηγορούμενο, κατά παράξενο τρόπο δεν θεωρούνταν καν απόδειξη εκείνο τον καιρό!...
[ii] Τώρα όμως λέει: «Έπειτα από 11 χρόνια, όταν επρόκειτο να αποκατασταθώ και μου έδωσαν να ξαναδιαβάσω αυτό το πρωτόκολλο, με έπιασε κάτι σαν ψυχική ναυτία. Πως μπόρεσα τότε να νιώσω περηφάνια γι' αυτό;» Το ίδιο ένιωσα κι εγώ ακούγοντας αποσπάσματα από τα παλιά μου πρωτόκολλα. Τότε είχα λυγίσει, είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Τώρα δεν μπορώ να αναγνωρίσω τον εαυτό μου εκείνης της εποχής. Πώς μπόρεσα να υπογράψω τέτοια πράγματα και να νομίζω κι από πάνω πως φτηνά τη γλίτωσα;...
[iii] Αυτό φαίνεται πως είναι μογγολικό σύστημα. Στο περιοδικό «Νίβα» (15 Μαρτίου 1914, σελ. 218) υπάρχει ένα σχέδιο μογγολικής φυλακής: κάθε φυλακισμένος είναι κλεισμένος σ' ένα σεντούκι με ένα μικρό άνοιγμα, όσο για να χωράει το κεφάλι του και να παίρνει την τροφή του. Ένας σκοπός κόβει βόλτες ανάμεσα στα σεντούκια.
Αλεξάντερ Σολζενίτσιν
ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ
1918–1956
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου