Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΓΚΟΥΛΑΓΚ 2


18. Ο εξαναγκασμός του κρατούμενου να στέκεται γονατιστός –με καμιά μεταφορική έννοια, αλλά κυριολεκτικά: να στέκεται γονατιστός και να μην ακουμπάει στις φτέρνες του, αλλά να κρατάει τεντωμένη τη ράχη. Τον αναγκάζουν να στέκεται έτσι στο γραφείο του ανακριτή ή στον διάδρομο επί 12, 24 ή και 48 ώρες. Ο ανακριτής μπορεί να πάει στο σπίτι του, να κοιμηθεί, να διασκεδάσει. Το σύστημα λειτουργεί θαυμάσια. Δίπλα στον γονατισμένο στέκεται ο σκοπός και οι βάρδιες αλλάζουν[i]. Για ποιους είναι κατάλληλο αυτό το σύστημα; Για εκείνους που έχουν κιόλας εξαντληθεί και είναι έτοιμοι να σπάσουν. Καλά αποτελέσματα πετυχαίνει κανείς έτσι με τις γυναίκες. Ο Ιβάνωφ–Ραζούμνικ διηγείται μια παραλλαγή αυτής της μεθόδου: Ο ανακριτής, αφού έβαλε τον νεαρό Λορντκιπανίτζε να γονατίσει, τον κατούρησε στο πρόσωπο! Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ο Λορντκιπανίτζε, που δεν είχε υποχωρήσει μπροστά σε τίποτα, τσάκισε από αυτό. Η μέθοδος λοιπόν φέρνει καλά αποτελέσματα και στους περήφανους...

19. Ο απλός εξαναγκασμός του κρατούμενου σε ορθοστασία. Μπορείς να τον βάλεις να στέκεται όρθιος μόνο την ώρα της ανάκρισης, γιατί κι αυτό κουράζει και εξασθενίζει. Μπορείς όμως να τον αφήσεις να κάθεται στην ανάκριση, αλλά να τον υποχρεώνεις να στέκεται όρθιος στα διαστήματα μεταξύ των ανακρίσεων (ο σκοπός δίπλα του δεν τον αφήνει να ακουμπάει στον τοίχο και αν τον πάρει ο ύπνος και σωριαστή χάμω, τον αναγκάζει με κλωτσιές να σηκωθεί). Καμιά φορά φτάνει και ένα μόνο εικοσιτετράωρο για να εξασθενήσει ένας άνθρωπος και να δώσει ό,τι καταθέσεις του ζητήσουν.

20. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ακινησίας για 3, 4 ή 5 μερόνυχτα συνήθως δεν σου δίνουν να πιεις τίποτα.

Γίνεται ολοένα πιο φανερή η αξία του συνδυασμού των ψυχολογικών και των σωματικών μεθόδων. Είναι επίσης φανερό γιατί όλες οι προηγούμενες μέθοδοι συνδυάζονται με την:

21. Αϋπνία, που δεν είχαν εκτιμήσει καθόλου την αξία της στον Μεσαίωνα. Δεν ήξεραν τότε πόσο στενά είναι τα όρια μέσα στα οποία ο άνθρωπος διατηρεί την προσωπικότητά του. Η αϋπνία (και μάλιστα σε συνδυασμό με την ορθοστασία, τη δίψα, τον δυνατό φωτισμό, τον φόβο και την αβεβαιότητα – τι αξίζουν όλα τα άλλα βασανιστήρια μπροστά σ' αυτά;) θολώνει το μυαλό, υποσκάπτει τη θέληση, κάνει τον άνθρωπο να χάνει το «εγώ» του. (Παράδειγμα το «νυστάζω» του Τσέχωφ, μα εκείνη η περίπτωση είναι πολύ πιο ελαφριά, εκεί το κοριτσάκι μπορούσε να ξαπλώσει, να χάσει για λίγο τις αισθήσεις του, κι αυτές οι διακοπές θα φρεσκάρουν σε μια στιγμή σωτήρια το μυαλό του). Ο άνθρωπος παύει πια, εντελώς ή ως ένα βαθμό, να ενεργή συνειδητά και δεν μπορεί κανείς να του αποδώσει την ευθύνη των καταθέσεών του...[ii]

Του έλεγαν: «Δεν είστε ειλικρινής στις καταθέσεις σας, και γι' αυτό δεν σας επιτρέπεται να κοιμηθείτε!» Καμιά φορά, για να κάνουν το καψόνι ακόμα πιο ραφιναρισμένο, δεν άφηναν όρθιο τον κατηγορούμενο, αλλά τον έβαζαν να καθίσει σε ένα μαλακό ντιβάνι, που προδιέθετε ιδιαίτερα για ύπνο (ο σκοπός καθόταν δίπλα του, στο ίδιο ντιβάνι, και τον κλωτσούσε κάθε φορά που εκείνος έκλεινε τα μάτια). Να πως περιγράφει τα συναισθήματά του κάποιο θύμα (που πριν είχε μείνει επί εικοσιτέσσερις ώρες σ' ένα «κουτί» με κοριούς): «Νιώθω ρίγη από τη μεγάλη απώλεια αίματος. Ο βλεννογόνος υμένας των ματιών μου έχει ξεραθεί εντελώς, λες και κρατάει κάποιος ένα πυρωμένο σίδερο μπροστά τους. Η γλώσσα μου πρήστηκε από τη δίψα και με τσιμπάει σαν σκαντζόχοιρος σε κάθε της κίνηση. Αδιάκοποι σπασμοί μου μαχαιρώνουν το λαρύγγι»[iii].

Η αϋπνία είναι θαυμάσιο βασανιστήριο, γιατί δεν αφήνει κανένα ορατό ίχνος, και δεν αποτελεί καν λόγο διαμαρτυρίας, αν γίνει ποτέ καμιά επιθεώρηση, πράγμα εντελώς απίθανο[iv]. «Δεν σας άφηναν να κοιμηθείτε; Μα εδώ δεν είναι θεραπευτήριο! Και οι συνεργάτες μας έμεναν άγρυπνοι μαζί σας (σωστά, γι' αυτό κοιμόνταν έπειτα όλη τη μέρα). Μπορεί κανείς να πει πως η αϋπνία χρησιμοποιείται τώρα γενικά από όλα τα Όργανα, πως έχει πάψει πια να ανήκει στην κατηγορία των βασανιστηρίων και έχει γίνει κάτι πολύ συνηθισμένο στην Κρατική Ασφάλεια, την πετύχαιναν μάλιστα με τρόπο πιο φτηνό, χωρίς να βάζουν καθόλου σκοπούς. Σε όλες τις ανακριτικές φυλακές δεν μπορείς να κοιμηθείς ούτε λεπτό από το εγερτήριο μέχρι το σιωπητήριο (στη Σουχάνοφκα και σε μερικές άλλες σηκώνουν γι' αυτό τον λόγο την ημέρα τις κουκέτες στον τοίχο, ενώ σε άλλες δεν μπορείς απλούστατα να ξαπλώσεις, ούτε και να καθίσεις καν, για να σφαλίσεις τα μάτια σου). Οι μεγαλύτερες ανακρίσεις γίνονται όλες τη νύχτα. Έτσι, αυτόματα, όποιος ανακρίνεται δεν μπορεί να κοιμηθεί πέντε εικοσιτετράωρα τη βδομάδα (τις νύχτες της Κυριακής και της Δευτέρας οι ανακριτές προσπαθούν να ξεκουραστούν οι ίδιοι).

22. Συμπλήρωμα της αϋπνίας είναι η αλυσιδωτή ανάκριση. Όχι μόνο δεν κοιμάσαι, αλλά επί τρία–τέσσερα μερόνυχτα σε ανακρίνουν ασταμάτητα ανακριτές με βάρδιες.

23. Το κουτί με τους κοριούς, που το αναφέραμε κιόλας. Σ' ένα σκοτεινό σανιδένιο ντουλάπι έχουν πολλαπλασιάσει εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες κοριούς. Παίρνουν το σακάκι ή το χιτώνιο του κρατούμενου, και την ίδια στιγμή ρίχνονται πάνω του, κατεβαίνοντας από τα τοιχώματα ή πέφτοντας από το ταβάνι, οι πεινασμένοι κοριοί. Στην αρχή παλεύει άγρια εναντίον τους, τους τσακίζει πάνω του, τους πατάει στον τοίχο, πνίγεται από τη βρώμα τους, σε λίγες ώρες όμως χάνει τις δυνάμεις του και τους αφήνει να ρουφάνε το αίμα του, χωρίς να αντιστέκεται.

24. Τα απομονωτήρια. Όσο άσχημο και να είναι το κελί σου, το απομονωτήριο είναι πάντα χειρότερο, κι όταν βρίσκεσαι εκεί, βλέπεις το κελί σου σαν παράδεισο. Στο απομονωτήριο τον άνθρωπο τον βασανίζουν με την πείνα και συνήθως και με το κρύο (στη Σουχάνοφκα υπάρχουν και ζεστά απομονωτήρια). Στη φυλακή Λεφόρτοβο τα απομονωτήρια δεν θερμαίνονται καθόλου, τα σώματα του καλοριφέρ ζεσταίνουν μόνο τον διάδρομο και σ' αυτό τον «ζεσταμένο» διάδρομο οι δεσμοφύλακες ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ με τσόχινες μπότες και πατατούκες. Τον κρατούμενο όμως τον γδύνουν, αφήνοντάς τον μόνο με τα εσώρουχα, και καμιά φορά μόνο με το σώβρακο, και πρέπει να μείνει αναγκαστικά ακίνητος (είναι πολύ στενόχωρα εκεί) στο απομονωτήριο ένα εικοσιτετράωρο, τρία, πέντε (ζεστό φαΐ του δίνουν μόνο την τρίτη μέρα). Τα πρώτα λεπτά σκέφτεσαι: δεν θα μπορέσω να αντέξω ούτε για μια ώρα. Μα από κάποιο θαύμα ο άνθρωπος μπορεί κι αντέχει τα πέντε εικοσιτετράωρά του, ψωνίζοντας ίσως και κάποια αρρώστια, που τον βασανίζει σε όλη του τη ζωή.

Τα απομονωτήρια είναι διαφόρων ειδών: με υγρασία, με νερό. Μετά τον πόλεμο στις φυλακές του Τσερνόβιτσι κράτησαν ξυπόλυτη τη Μάσα Γκ. δυο ώρες με τα πόδια βουτηγμένα ως τον αστράγαλο σε παγωμένο νερό. Ομολόγησε! (Ήταν δεκαοχτώ χρονών. Πόσο λυπάσαι τότε ακόμα τα πόδια σου, και πόσα χρόνια ακόμα έχεις να περάσεις με αυτά!)

25. Μπορεί να θεωρηθεί άραγε σαν ποικιλία του απομονωτηρίου μια κόχη στον τοίχο, όπου κλείνουν ορθό τον κρατούμενο; Έτσι βασάνισαν το 1933 τον Σ.Α. Τσεμποταριώφ στη Γκεπεού του Χαμπάροφσκ: τον έκλεισαν γυμνό σε μια τέτοια κόχη από μπετόν, έτσι ώστε δεν μπορούσε να λυγίσει τα γόνατά του, ούτε να τεντώσει ή να τοποθετήσει διαφορετικά τα χέρια του, ούτε καν να γυρίσει το κεφάλι του. Κι αυτό δεν ήταν όλο! Στην κορυφή του κεφαλιού του άρχισε να στάζει κρύο νερό (ίσως να βρήκαν αυτή τη μέθοδο σε καμιά χρηστομάθεια!...) κι έτρεχε σε ρυάκια σε όλο του το σώμα. Φυσικά δεν του είπαν πως όλα αυτά θα κρατούσαν είκοσι τέσσερις ώρες. Δεν ξέρω πόσο αυτό ήταν φοβερό, πάντως εκείνος λιποθύμησε και τον βρήκαν την άλλη μέρα μισοπεθαμένο. Συνήλθε μόνο στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Τον συνέφεραν με αμμωνία, με καφεΐνη και με μασάζ. Άργησε πολύ να θυμηθεί πώς βρέθηκε εκεί και τι είχε γίνει την προηγούμενη μέρα. Για έναν ολόκληρο μήνα είχε τέτοια χάλια, ώστε ήταν αδύνατο ακόμα και να τον ανακρίνουν. (Τολμάμε να υποθέσουμε πως αυτή η κόχη με τη συσκευή που έσταζε δεν κατασκευάστηκε μόνο για τον Τσεμποταριώφ. Το 1949 ένας φίλος μου έμεινε στο Ντνιεπροπετρόφσκ σε μια παρόμοια κόχη, που δεν έσταζε όμως. Ανάμεσα στο Χαμπάροφσκ και το Ντνιεπροπετρόφσκ δεν πρέπει να υποθέσουμε πως θα υπήρχαν κι άλλα παρόμοια σημεία στα 16 χρόνια που μεσολάβησαν;)

26. Έχουμε αναφέρει κιόλας την πείνα, όταν περιγράψαμε τις συνδυασμένες μεθόδους. Δεν είναι καθόλου σπάνια μέθοδος: Εξαναγκάζουν τον κρατούμενο να ομολογήσει με την πείνα. Βέβαια το στοιχείο της πείνας, όπως και η χρησιμοποίηση των νυχτερινών ανακρίσεων, περιλαμβάνεται στο γενικό σύστημα επηρεασμού. Η μίζερη μερίδα των 300 γραμμαρίων στις φυλακές το 1933, που δεν ήταν πολεμικός χρόνος, και των 450 γραμμαρίων στη Λουμπιάνκα το 1945, το παιχνίδι της άδειας και της απαγόρευσης της παράδοσης δεμάτων στους κρατούμενους, όλα αυτά εφαρμόζονταν συνέχεια σε όλους, ήταν μέτρα γενικά. Αλλά υπάρχει και η χρησιμοποίηση της έντονης πείνας: έτσι κράτησαν τον Τσουλπενιώφ ένα μήνα με εκατό γραμμάρια ψωμί τη μέρα και έπειτα, μόλις τον έβγαλαν από τον λάκκο, ο ανακριτής Σόκολ έβαλε μπροστά του ένα καζάνι με παχύ μπορς και μισή φρατζόλα άσπρο ψωμί κομμένη στο μάκρος (έχει καμιά σημασία πως είναι κομμένο το ψωμί; Ναι, ο Τσουλπενιώφ επιμένει και σήμερα ακόμα πως ήταν δελεαστικά κομμένο), αλλά δεν τον άφησε ούτε να δοκιμάσει. Πόσο αναχρονιστικά είναι όλα αυτά, πόσο θυμίζουν τη φεουδαρχία ή τους ανθρώπους των σπηλαίων! Το μόνο καινούργιο σ' αυτή τη μέθοδο είναι πως εφαρμόστηκε σε μια σοσιαλιστική κοινωνία! Παρόμοια περιστατικά διηγούνται και άλλοι, είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Θα αναφέρουμε όμως μιαν άλλη περίπτωση με τον Τσεμποταριώφ, γιατί αντιπροσωπεύει μια συνδυασμένη μέθοδο. Τον κράτησαν επί 72 ώρες στο ανακριτικό γραφείο και το μόνο που του επιτρέπανε ήταν να πηγαίνει στο αποχωρητήριο. Δεν του έδιναν ούτε να φαει, ούτε να πιει (δίπλα του βρισκόταν μια καράφα με νερό), ούτε τον άφηναν να κοιμηθεί. Στο γραφείο βρίσκονταν συνέχεια τρεις ανακριτές. Εργάζονταν με τρεις βάρδιες. Ο ένας έγραφε κάτι συνέχεια (χωρίς να μιλάει και να ενοχλεί καθόλου τον ανακρινόμενο), ο δεύτερος κοιμόταν στο ντιβάνι και ο τρίτος έκοβε βόλτες στο δωμάτιο και μόλις έπιανε τον Τσεμποταριώφ ο ύπνος, τον χτυπούσε. Έπειτα άλλαζαν καθήκοντα. (Μήπως είχαν ξεπέσει σε τέτοιες δουλειές, επειδή δεν τα κατάφερναν καλά;) Ξαφνικά φέρνουν στον Τσεμποταριώφ φαγητό: παχύ ουκρανικό μπορς, κοτολέτα με τηγανιτές πατάτες και μαύρο κρασί σε κρυστάλλινη καράφα. Μα ο Τσεμποταριώφ, που σιχαινόταν το οινόπνευμα σε όλη τη ζωή του, δεν θέλησε να πιει κρασί όσο κι αν τον ζόρισε ο ανακριτής (και δεν μπορούσε να τον ζορίσει περισσότερο, αυτό θα χαλούσε το παιχνίδι). Μετά το φαγητό του είπαν: «Και τώρα υπόγραψε αυτά που κατέθεσες μπροστά σε δυο μάρτυρες!»– δηλαδή αυτά που είχαν συνταχτεί μπροστά σ' έναν κοιμισμένο και σ' έναν ξύπνιο ανακριτή. Από την πρώτη σελίδα κιόλας ο Τσεμποταριώφ πληροφορήθηκε πως είχε στενότατες σχέσεις με όλους τους γνωστούς Ιάπωνες στρατηγούς και πως όλοι αυτοί του είχαν αναθέσει κατασκοπευτικές αποστολές. Ο Τσεμποταριώφ άρχισε να σβήνει τις σελίδες. Τον έσπασαν στο ξύλο και τον έβγαλαν έξω από το γραφείο. Ο άλλος όμως σιδηροδρομικός που είχε πιαστεί μαζί του, ο Μπαλάγκιν, αφού πέρασε από την ίδια διαδικασία, ήπιε και το κρασί και πάνω στο ευχάριστο μεθύσι του υπέγραψε, τουφεκίστηκε (Όταν έχεις να φας τρεις μέρες, ένα και μόνο ποτήρι κρασί είναι αρκετό! Και εκεί ήταν ολόκληρη καράφα).

27. Ξυλοδαρμός που δεν αφήνει ίχνη. Χτυπούν με λάστιχα, με ματσόλες και με σάκους άμμου. Πονάει πολύ όταν σε χτυπάνε στα κόκαλα, όπως και όταν σε κλοτσάει ο ανακριτής με τη μπότα του στο καλάμι, όπου το κόκαλο βρίσκεται σχεδόν στην επιφάνεια. Τον ταξίαρχο Καρπούνιτς – Μπράβεν τον χτυπούσαν 21 μέρες συνέχεια. (Τώρα λεει: «Πέρασαν τριάντα χρόνια και μου πονάνε ακόμα όλα τα κόκαλα και το κεφάλι»). Από τις δικές του αναμνήσεις και από τις αφηγήσεις άλλων απαριθμεί 52 τρόπους βασανιστηρίων. Να ένας ακόμα τρόπος: σου στερεώνουν τα χέρια μ' ένα ειδικό εργαλείο πάνω σ' ένα τραπέζι, έτσι που οι παλάμες σου να ακουμπούν καλά στο ξύλο, και σε χτυπούν με τη γωνία του χάρακα στις αρθρώσεις. Σου έρχεται να ουρλιάξεις από τον πόνο! Να ξεχωρίσουμε από τον ξυλοδαρμό το σπάσιμο των δοντιών; (Του Καρπούνιτς του έσπασαν οκτώ)[v]. Όπως ξέρουμε, ένα χτύπημα στο ηλιακό πλέγμα σου κόβει την ανάσα, χωρίς να αφήνει το παραμικρό ίχνος. Ο συνταγματάρχης Σίντορωφ στη φυλακή του Λεφόρτοβο έδινε μετά τον πόλεμο κλωτσιές με τη μπότα του στα ανδρικά γεννητικά όργανα (οι ποδοσφαιριστές που έφαγαν μια μπαλιά στους βουβώνες, ξέρουν τι σημαίνει αυτό). Ο πόνος αυτός δεν συγκρίνεται με τίποτα και ο άνθρωπος χάνει συνήθως τις αισθήσεις του[vi].

28. Στη Νι-Κα-Βε-Ντε του Νοβοροσίσκ ανακάλυψαν ένα μηχανάκι για να βγάζουν τα νύχια. Έπειτα, στις μεταγωγές, έβλεπες πολλούς που έρχονταν από εκεί με βγαλμένα νύχια.

29. Και ο ζουρλομανδύας;

30. Και το σπάσιμο της ραχοκοκαλιάς; (έγινε στη Γκεπεού του Χαμπάροφσκ το 1933)

31. Και το χαλινάριχελιδόνι»); Αυτή είναι μια μέθοδος από τη φυλακή της Σουχάνοφκα, μα την ξέρουν και στις φυλακές του Αρχαγγέλου (ανακριτής Ίβκωφ το 1940). Περνούν μια τραχιά πετσέτα από το στόμα (σου βάζουν χαλινάρι) και πάνω από την πλάτη σου δένουν τις άκρες της στις φτέρνες σου. Και έτσι, τυλιγμένος σαν ρόδα, μένεις ξαπλωμένος με την κοιλιά για ένα–δυο μερόνυχτα, ενώ η πλάτη σου τρίζει ολόκληρη, χωρίς νερό και χωρίς φαΐ[vii].

Είναι ανάγκη να απαριθμήσουμε και άλλα; Μένουν πολλά ακόμα; Και τι δεν βρίσκουν οι τεμπέληδες, οι χορτάτοι, οι αναίσθητοι!...

Αδελφέ μου! Μην καταδικάζεις αυτούς που βρέθηκαν εκεί, που στάθηκαν αδύνατοι και υπέγραψαν αυτά που δεν έπρεπε... Μην τους ρίξεις τον λίθο.


[i] Κάποιος θα άρχισε μ' αυτό το τρόπο από νεαρός: θα στεκόταν σκοπός πλάι στον γονατισμένο. Τώρα πια θα έχει φτάσει σε μεγάλα αξιώματα, θα έχει και μεγάλα παιδιά...

[ii] Φανταστείτε σ' αυτή την κατάσταση έναν ξένο, που δεν ξέρει ρωσικά και του δίνουν κάτι να υπογράψει. Μ' αυτό τον τρόπο υπέγραψε ο Βαυαρός Γιούπ Ασσενμπρέννερ πως είχε εργαστεί σε ένα από τα χιτλερικά στρατόπεδα εξοντώσεως. Και μόνο το 1954, όταν βρισκόταν ακόμα στο στρατόπεδο, κατόρθωσε να αποδείξει πως τότε ακριβώς παρακολουθούσε στο Μόναχο μαθήματα ηλεκτροσυγκολλητικής.

[iii] Μαρτυρία του Γ. Μ–τς.

[iv] Η επιθεώρηση ήταν κάτι τόσο αδύνατο, κάτι που δεν γινόταν ΠΟΤΕ, ώστε όταν το 1953 μπήκαν επιθεωρητές στο κελί του πρώην υπουργού της Κρατικής Ασφάλειας Αμπακούμωφ, εκείνος έβαλε τα γέλια, γιατί νόμισε πως τον κορόιδευαν.

[v] Του γραμματέα της περιφερειακής επιτροπής της Καρέλιας Γ. Κουπριγιάνωφ, που πιάστηκε το 1949, του έβγαλαν χτυπώντας τον μερικά κοινά δόντια, αυτά δεν υπολογίζονται, και κάμποσα χρυσά. Για τα τελευταία του έδωσαν αρχικά μιαν απόδειξη, πως τα κράτησαν για να τα φυλάξουν, αλλά ύστερα σκέφτηκαν καλύτερα και του πήραν πίσω την απόδειξη.

[vi] Το 1918 το επαναστατικό στρατοδικείο της Μόσχας δίκασε τον πρώην επιστάτη των τσαρικών φυλακών Μποντάρ. Στο κατηγορητήριο αναφερόταν σαν το ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ παράδειγμα της σκληρότητάς του το ότι «χτύπησε σε μια περίπτωση έναν πολιτικό κρατούμενο τόσο δυνατά, ώστε του έσπασε το τύμπανο του αυτιού» (Κρυλένκο, «Στα πέντε χρόνια», σελ. 16).

[vii] Ο Ν. Κ. Γκ.


Αλεξάντερ Σολζενίτσιν

ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ

1918–1956

Δεν υπάρχουν σχόλια: