Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

ΖΗΝΑ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ ΦIΛΟΛΟΓΟΣ " ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΠΑΝΑΗ!"





Γλυκέ μου παππού Παναή! Έφυγες από κοντά μας, και ή θύμηση σου πλανιέται ανάμεσα μας και μας γλυκαίνει την ύπαρξη, μάς γαληνεύει την ψυχή, μάς δείχνει το δρόμο της αληθινής ευτυχίας, το δρόμο του Θεού.
Δοξολογούμε το Θεό για τούτη την εξαιρετική χάρη πού μας αξίωσε ναχουμε την εμπειρία της αγάπης σου. Βιώσαμε την αύθυπέρβαση και το μεγαλείο της ψυχής σου, ερχόμενοι σε άγαπητική κοινωνία μαζί σου.

Μπαξές, παππού Παναή, μπαξές ολόδροσος κι ολάνθιστος ή καρδιά σου. Κι εμείς, σαν μικρά παιδιά, ερχόμασταν να κόψουμε απ' αυτά τα λούλουδα της καρδιάς σου. Πόσο ευωδίαζαν! Τί όμορφα τα χρώματα τους, λαμπρά σαν ήλιος, πού καταυγάζει την πλάση. Μάς μάγευαν. Μας μεθούσαν με το άρωμα τους, το θεσπέσιο τούτο θείο δώρο. Μέσα μας αντηχούσαν καμπάνες χαράς και αγαλλίασης. Ευτυχία ψυχής. Πληρότητα ύπαρξης. Πλέρια μακαριότητα. Νηνεμία πνεύματος. Χαρά Θεού.

Εσύ μάς έμαθες ότι ό Χριστός είναι ή χαρά, ή γλυκύτητα, ή καλοσύνη, ή ταπεινοφροσύνη, ή λεπτότητα και ή ευγένεια των συναισθημάτων, ή τρυφερότητα, ή ανεκτικότητα, ή ειρήνη. Εσύ μάς έμαθες ότι μέσα στην αγάπη Του θα βρούμε ότι ζητάμε, θα ευφραίνεται το είναι μας, θα γιορτάζει ή ψυχή μας, θα λάμπει από την εσωτερική ακτινοβολία το πρόσωπο μας.
Θυμάμαι, κάθε φορά πού κίναγα για νάρθω να σας δώ... πετάριζε ή καρδιά μου και άνοιγε σε μια γλυκιά προσμονή. Λαχταρούσε να τη φιλέψουνε, να την κανακέψουνε με λόγια αγάπης, ζεστασιάς να τη σεργιανίσουμε σε μεθυστικούς ουρανούς ανθρωπιάς και καλοσύνης. Να της μεταλαμπαδέψουνε τη φλόγα της αληθινής χαράς, της εν Χριστώ χαράς.

Τα βήματα μας άντηχούσανε στο πεζοδρόμιο. Βιαστικά, κυνηγημένα λες. Με κομμένη ανάσα, και τρέχαμε, να φτάσουμε! Τί χαρά! Μια γλυκιά ανατριχίλα διαπερνά την ύπαρξη μας. Γελάμε καθώς αναλογιζόμαστε τη σκηνή της εισόδου μας.
—        «Και τώρα», μού λέει με το γνωστό του χιούμορ ό πατήρ Ανδρέας - χάρη σ' αυτόν σας γνώρισα - «Θα ενθουσιαστείς άμα τούς γνωρίσεις» μού 'χε πει τότε «Κυρίως με τον παππού Παναή ταιριάζετε στο γέλιο. Τί να σού πω! Πρέπει να τούς γνωρίσεις. Θα τούς αγαπήσεις αμέσως. Εγώ πάω κοντά τους για ψυχικό ανεφοδιασμό. Γαληνεύω, πίνω και τον καφέ μου, τρώω και τα παξιμαδάκια μου - ξέρεις πώς μ' αρέσουν! «Και τώρα χαρά πού θα κάνει ό παππούς ό Παναής μόλις σε δει θα γελά ολόκληρος» κουβεντιάζουμε... Έλα, πρέπει να τούς γνωρίσεις. Θα χαρούν πολύ». Σταλμένος απ' το Θεό ό πατήρ Ανδρέας. Τί χάρη κι αυτή! Μού 'κα-νε το ωραιότερο δώρο.
«Και τώρα χαρά πού θα κάνει ό παππούς ό Παναής μόλις σε δει. Θα γελά ολόκληρος».
—        «Άμ εγώ!» του απαντώ, και να, εσύ, καλέ μου παππού Παναή, να προβάλλεις πίσω από το παράθυρο, ταπεινή φιγούρα, αδύνατη, συμμαζεμένη. Ένα κάτασπρο κεφαλάκι, γλυκό κι αγαπημένο.
Κτυπάμε το κουδούνι συνθηματικά και γελάμε συνωμοτικά.
—        «Περάστε, περάστε...», ή φωνή τού παππού Βασίλη. «Καλώς τους, καλωσορίσετε!»
Το «μάνα μου», το ξέρω, το 'λεγες κοροϊδευτικά για μένα, αλλά το 'λεγες τόσο γλυκά, πού σού το συγχωρούσα. Σού άρεσε, μού λέγει, πού μ' άκουγες να διανθίζω συχνά το λόγο μου μ' αυτό το «μάνα μου».
—        «Καλωσορίσετε! Κάτσετε», μάς λέει, καθώς μάς δείχνει να κάτσουμε δίπλα σου.
—        «Είμαι περήφανος, δέ σηκώνουμε» λες, και σού φιλάμε το χέρι. Κι εσύ, αφέντης και βασιλιάς τού σπιτιού σου, τυλιγμένος με την κουβέρτα σου, τα κρύα χειμωνιάτικα πρωινά, κλέβεις πλάι στο παράθυρο κάποιες ακτίνες τού ήλιου πού δειλά ξεπροβάλλουν.
Γελάς μακάρια, πηγαία, ανόθευτα. Μάς αγκαλιάζεις με την αγάπη σου και λούζεται το πρόσωπο σου από μια θεία έκσταση!
—        «Μάνα μου!...» Αχ, παππού Παναή, το πνεύμα σου, ή σπιρτάδα σου, ή αίσθηση τού χιούμορ πού σε διακατείχε. Γελάμε όλοι μαζί, αδελφοί εν Χριστώ, σε πνεύμα αγάπης κι αδελφοσύνης.
Γελάμε λυτρωτικά. Είναι ένα γέλιο κάθαρσης της ψυχής από καθετί μικρό. Ένα γέλιο γάργαρο, καθάριο, σαν το νεράκι της πηγής, γιατί κι εμείς σ' άλλη πηγή ήλθαμε για να ξεδιψάσουμε. Ένα γέλιο πού αναδύεται σαν αρτεσιανό δροσερό νερό απ' τα βάθη της ψυχής μας. Σαν πίδακας πού ξεπηδά κι είναι χάρμα οφθαλμών.

Ώς διά μαγείας, ή ψυχή μας φορτίζεται συναισθηματικά Ντύνεται μ' ένα αραχνοΰφαντο πέπλο γαλήνης, γλυκύτητας, πραότητας. Χαίρεται και άγαλλιάται. Πανηγυρίζει, γιατί αφουγκράζεται τούς κραδασμούς των αδελφών ψυχών. Μοναδική κι ανεπανάληπτη ή χαρά της επικοινωνίας μας, της ένωσης των ψυχών εν Χριστώ. Ό χρόνος λες μηδενίζεται, λες κι είμαστε όλοι παιδιά πού χαιρόμαστε την ξεγνοιασιά μας, γιατί μόνο τα παιδιά με την αθωότητα και την παιδικότητα τους μπορούν ν' αγαπήσουν αληθινά τον Κύριο.

Και να! χαρές ή Τρυφωνού σαν μάς βλέπει, βγαίνοντας απ' την κουζίνα, όπου είναι ταγμένη. «Έκαστος εφ' ω ετάχθη». Κι ή Τρυφωνού, λες χαριτολογώντας, σε είχε εσένα για σταυρό της, και σε περιποιείται. Μαζί μ' εσένα, βέβαια, κι εμάς όλους, πού πίνουμε εκείνο το μοναδικό καφέ, πού τον φτιάχνει με τόση αγάπη, γι' αυτό κι είναι τόσο υπέροχος. Ό «τρυφωνίσιμος» καφές μαζί με τα σησαμένια κουλούρια, τα σπιτίσια - τα τόσο μοσχοβολισμένα απ' τή μέχλεπη και το μαστίχι - και το χαλλούμι («φάε κι άλλο» μού 'λεγες συνέχεια, λες κι είχα ανάγκη), αποτελούν πια για μάς μια ξεχωριστή γαστριμαργική απόλαυση.

Θα 'λεγα ότι όλα αυτά είναι ένα είδος επιστροφής στις ρίζες μας, ένα είδος μνημόσυνου της Λύσης πού χάσαμε, μα και της ζωής πού χάσαμε ανεπιστρεπτί και ευτυχώς, εδώ, στο σπίτι σας, σ' αυτή την όαση πού ξαποσταίνουν οι ψυχές μας, την ξανασταινουμε και γευόμαστε γουλιά τη γουλιά το γλυκόποτο κρασί της.

Νιώθουμε, αλήθεια, σαν τα πουλιά πού έρχονται στη ζεστή φωλιά τους κι έχουν την αίσθηση της οικογενειακής στοργής, της θαλπωρής της ασφάλειας. Έδώ μόνο το καλό κατοικοεδρεύει. Είμαστε σ' ένα δικό μας κόσμο. Σ' έναν κόσμο χαράς. Νιώθουμε συγγενείς. Συγγενείς εν Χριστώ.
Παππού μου Παναή! Θυμάσαι τις συζητήσεις μας! Σου άρεσε να μιλάς με παραβολές, απλά και ταπεινά, σαν το Χριστό, πού Του αφιέρωσες τη ζωή σου. Ολόγυρα μάς παρακολουθούν οι Άγιοι και πάνωθέ μας τ' Άγιο Χέρι του Θεού μάς ευλογεί. Εσύ, συχνά μάς έλεγες ότι ό Χριστός είναι μαζί μας, αφού ό ίδιος είπε ότι: «Όπου βρίσκονται δύο ή τρεις μαζεμένοι στο όνομα μου εκεί βρίσκομαι κι εγώ μαζί τους».

Μας καθοδηγούσες, μάς συμβούλευες, μάς έδωσες κουράγιο, άκουγες τη συντριβή μας, ήσουν παρών στις αγωνίες και τούς υπαρξιακούς μας προβληματισμούς. Ήσουν ό πατέρας μας, ό παππούς μας, ό φίλος μας κι ό δάσκαλος μας. Μάς αγαπούσες όλους μ' έναν τρόπο πού μόνο ή δική σου καρδιά ήξερε ν' αγαπά.

Και γελούσες με μια ουράνια μακαριότητα. Κι έλαμπαν τα μάτια σου σαν έλεγες το «έννέ;» κοιτάζοντας μας, κι αυτό το βλέμμα σου μάς έκανε να νιώθουμε τόσο μοναδικοί, τόσο ξεχωριστοί στά μάτια σου. Είχαμε την εντύπωση ότι γινόμαστε περισσότερο διαλλακτικοί, ότι γλιστρούσαμε απολαυστικά μέσα σε μια μεταδοτική καλοσύνη.

Μας έμαθες, καλέ μου παππού Παναή, να αγαπάμε τη ζωή και τούς ανθρώπους. Μεγάλο πράγμα ή πράξη της αγάπης. Κι εσύ ενσάρκωσες αυτόν τον ηρωισμό της αγάπης. Και τις ώρες πού ψυχορραγούσες, κείνες τις θαυμαστές ώρες πού έκανες τον ύστατο απολογισμό σου και πανέτοιμος προσευχόσουν ακόμα στον Κύριο για όλους μας, κείνες τις ώρες μάς χάρισες πάλι το χαμόγελο σου και γέμισες την καρδιά μας με χαρά. Τούτο το στερνό χαμόγελο σου κρατάμε βαθιά μέσα μας για φυλακτό.

Αιωνία ή μνήμη σου, πολυαγαπημένε μας παππού Παναή. Από τούς φωτεινούς τόπους πού βρίσκεσαι στην αιώνια κατοικία σου, το ξέρουμε, το πιστεύουμε μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μας ότι θα μεσιτεύεις στον Κύριο για τη σωτηρία όλων μας. Ή αγάπη σου θα φωτίζει τη ζωή μας και θα την ομορφαίνει, γλυκέ μας παππού Παναή.




Δεν υπάρχουν σχόλια: