Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 4 Απριλίου 2015
ΕΞΟΜΟΛΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.
Με
πόνο ξύπνησα εκείνο το πρωινό. Με πόνο, όστις προερχόταν αφ’ ενός από την ανυπακοή
συμπεριφορά τού εν λόγω ατόμου πού καταγράφω στην σελίδα 106 καί αφ’ ετέρου από
το ταξίδι πού θα ξεκινούσα σέ λίγες ώρες.
Μήπως
δεν έπρεπε να ξεκινήσω αυτό το ταξίδι, το όποιο, ενώ ξεκίνησε να έχει διάρκεια
πεντήκοντα ημερών, στην πορεία ή διάρκειά του έπεκτάθη στις ενενήκοντα ήμερες
και νομίζω μέχρι να έλθει ή ενενηκοστή ήμερα, δηλαδή, ή ήμερα τής επιστροφής,
νομίζω, ότι ίσως θα αναβληθεί - ό Θεός ξέρει μέχρι πότε.
Πονούσα
λοιπόν, διότι άφηνα “πίσω μου” το όμορφο χωριό μου, το Θέρμο, πονούσα διότι
άφηνα “ακάλυπτους” όλους αυτούς πού εξομολόγησα, δηλαδή, ίσως λόγω τής εορτής
τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου θα ήθελαν να προσέλθουν πάλι στην εξομολόγηση.
Πονούσα ακόμη διότι ίσως θα ήθελαν και άλλοι να εξομολογηθούν. Πονούσα, διότι συλλογιζόμουν
ότι το καλοκαίρι με τον τρόπον μου θα εξομολογούσα άλλους τόσους Θερμίους και
μή...
Όμως
είχα υποσχεθεί να μεταβώ στην πατριαρχική Ιερά Μονή τής Αγίας Ειρήνης τής
Χρυσοβαλάντου στην Αστόρια τής Νέας Υόρκης. Τοιουτοτρόπως πήρα τά άμφιά μου και
ξεκίνησα.
Ό
πόνος μου, όμως διήρκεσε μέχρι το αεροδρόμιο τών Σπάτων, μέχρι το αεροδρόμιο
τού Λονδίνου, που θα μετεπιβιβαζόμουν σέ έτερο αεροπλάνο με προορισμό το αεροδρόμιο
“Κένεντυ” τής Νέας Υόρκης.
Ό
λόγος πού καταγράφω, ότι ό πόνος μου άπαλύνθη όταν έφθασα στο αεροδρόμιο των
Σπάτων είναι ό έξης:
Στο
αεροδρόμιο συνάντησα τον Χριστόφορο. 'Ο Χριστόφορος είναι υπάλληλος τής αεροπορικής
εταιρίας πού ταξίδευα από την Αθήνα προς το Λονδίνο. Ό δούλος τού Θεού Χριστόφορος
ήταν ό υπάλληλος πού με ύπεδέχθη στον έλεγχο τών διαβατηρίων. Από μακριά,
βλέποντάς με χαμογέλασε καί από κοντά, όταν τον πλησίασα με χαιρέτησε με τον αγιορείτικο
χαιρετισμό.
— Πάτερ ευλογείτε!
— Ό Κύριος!
Έδωσα
μία μεγάλη αποσκευή και κράτησα στα χέρια μου μια μικρή έντός τής οποίας είχα
βέβαια ένα πετραχήλι, το όποιο έμελλε να “φορτωθεί” με αμαρτίες μέχρι να φθάση
στο Λονδίνο.
—...
Κύριε Χριστόφορε, θέλω οι θέσεις μου να είναι σέ παράθυρο.
Ό
αγαπητός Χριστόφορος, ώς υπήκοος άνθρωπος, πού είναι, άρχισε να πληκτρολογεί
τον ηλεκτρονικό υπολογιστή καί ταυτόχρονα μού είπε πραΰα τη φωνή:
— Πάτερ, αν υπάρχουν κενές θέσεις στο
παράθυρο για τήν πτήση Αθήνα - Λονδίνο, καί βέβαια θα σάς τήν δώσω, όμως για
τήν άλλη πτήση Λονδίνο - Νέα Υόρκη θα απευθυνθείτε στους συναδέλφους μου στο
Λονδίνο.
Και
λέγοντας αυτά ό Χριστόφορος, μετακίνησε λίγο, δηλαδή, έστριψε τήν οθόνη τού
ύπολογιστού προς το μέρος μου. Αμέσως σέ κλάσματα δευτερολέπτου έμφανίσθη επί
τής οθόνης τού ύπολογιστού, ή κάτοψι - σέ σχεδιάγραμμα
τού
αεροσκάφους, όπου έδειχνε τις κατειλημμένες και τις κενές θέσεις, τής εν λόγω
πτήσεως.
— Πάτερ, όπως βλέπετε, κενές θέσεις σέ
παράθυρο είναι δύο. Ή ύπ’ αριθμόν 35Α, δηλαδή, αυτή πού είναι στο τέλος αριστερά,
και ή ύπ’ αριθμόν 2βΑ, δηλαδή, στο μέσον. Να σάς δώσω τήν ύπ’ αριθμόν 23Α;
— Κύριε Χριστόφορε ίσως ή ύπ’ αριθμόν 23Α θέση
να είναι πάνω από τήν πτέρυγα τού αεροπλάνου, γι’ αυτό σάς παρακαλώ δώστε μου
τήν τελευταία, ήγουν, τήν ύπ’ αριθμόν 35Α.
Τοιουτοτρόπως
ό κύριος Χριστόφορος πληκτρολόγησε τήν 35Α και αμέσως τυπώθηκε το εισιτήριο
μου.
Επέμβασης:
Ό ανωτέρω διάλογος εξωτερικά φαίνεται ώς ένας διάλογος πού συνήθως γίνεται
μεταξύ επιβάτη καί υπαλλήλου, όταν ό επιβάτης δεν γνωρίζει να χειριστή μόνος
του τον υπολογιστή. Τον ανωτέρω διάλογο αν τον εξετάσουμε θεολογικά, εκκλησιολογικά,
μύστηριολογικά, θα δούμε ότι έγινε εν Άγίω Πνεύματι.
Ή
θεία Πρόνοια, καθοδήγησε τά βήματά μου, κατ’ αυτόν τον τρόπον, ούτως ώστε, όταν
ήλθε ή σειρά μου να πλησιάσω κάποιον ύπάλληλον τής αεροπορικής εταιρίας, να αποχωρήσει
άλλος επιβάτης από τήν θέση τού Χριστοφόρου καί τοιουτοτρόπως να κατευθυνθώ προς
αυτόν. Όπερ καί έγινε.
'Η
θεία Πρόνοια είχε επέμβει καί πριν ένα μήνα περίπου, όταν σε ένα γνωστό μου
ταξιδιωτικό γραφείο τού Αγρινίου, με καθοδήγησε να επιλέξω τήν συγκεκριμένη πτήση
για να ταξιδέψω.
Αγαπητέ
άναγνώστα, μέσα στο προαιώνιο σχέδιο τού Τριαδικού Θεού ήταν προγραμματισμένο το
εν λόγω ταξίδι μου, ή εν λόγω πτήση, διότι μέσω αυτού τού ταξιδιού καί μέσω αυτής
τής συγκεκριμένης πτήσεως θα έφθαναν στην μετάνοια καί εξομολόγηση δύο
συνάνθρωποί μας, ήγουν, ό Χριστόφορος καί ό Γεράσιμος.
Συνεχίζω:
Συνεχίζοντας τήν διήγηση μου θα έξωτερικεύσω τις σκέψεις μου ή μάλλον θα
καταγράψω καί τον
υπόλοιπο
διάλογο πού έγινε μεταξύ εμού και τού Χριστοφόρου, ούτως ώστε να γίνει
αντιληπτή ή επέμβαση τής θειας Προνοίας.
Όταν
λοιπόν ό ηλεκτρονικός υπολογιστής τύπωσε και εξέδωσε το εισιτήριο μου και ενώ ό
Χριστόφορος έκαμνε τις τελευταίες του πράξεις-κινήσεις, ήγουν, τοποθετούσε τήν
ειδική ταινία επί τής αποσκευής πού είχα δώσει για να μεταφερθεί στον ειδικό
χώρο τών αποσκευών τού αεροπλάνου, όπως καταλαβαίνετε τού είπα:
— Χριστόφορε, εξομολογείσαι;
Δεν
ενθυμούμαι τί μού απάντησε. Νομίζω δεν πρόφθασε να μού απάντηση διότι εδέχθη
ύπ’ εμού και δευτέρα ερώτηση.
— Χριστόφορε, θέλεις να εξομολογηθείς;
— Και βέβαια θέλω!
— Τί ώρα τελειώνεις τήν εργασία σου;
— Σέ μία ώρα!
— Άρα δεν θα έχω ακόμη φύγει. Επομένως θα σέ
περιμένω στον χώρο πριν τον έλεγχο διαβατηρίων.
— Νάναι ευλογημένο!
Χαιρέτησα
τον Χριστόφορο καί προχώρησα...
...
Ή ώρα ήταν ίδιο μετά μεσημβρίας όταν ό Χριστόφορος ήλθε στο σημείο συναντήσεως,
όπου εν μέσω πολλών ταξιδιωτών, οίτινες εύρίσκοντο εις μία συνεχή κίνησι, έκαμε
μία γνησία, καθαρά, καί εν μετάνοια εξομολόγηση.
Παρατήρησης:
Καταγράφω, καί για τον Χριστόφορο αλλά καί για άλλους ότι έκαμαν γνησία,
καθαρά, καί εν μετάνοια εξομολόγηση, διότι κάποιων, δηλαδή, ολίγων ή μετάνοια
δεν είχε τά ανωτέρω χαρακτηριστικά. Όμως σημασία έχει εν προκειμένω καί εκείνοι
οι ολίγοι προσήλθον στην εξομολόγηση καί εύχόμεθα ό Θεός να τούς ελεήσει καί
επενερχόμενοι να συμπληρώσουν τήν πρώτη.
Αφού
λοιπόν τελείωσε τήν εξαγορά τών αμαρτιών του ό Χριστόφορος, ή οποία έγινε ισταμένων
καί τών δύο ήμών, έτέθη το εξής ερώτημα:
— Αγαπητέ Χριστόφορε, υπάρχει κάποιο γραφείο,
εις το όποιο να μεταβούμε για να σού διαβάσω τήν συγχωρητική ευχή;
— Πάτερ, να μού τήν διαβάσετε, εδώ πού
είμαστε. Ή μήπως εντρέπεστε;
— Όχι βέβαια, δεν εντρέπομαι.
Επειδή
λοιπόν και οι δύο δεν εντραπήκαμε - και γιατί να εντραπούμε, κάμναμε κάποιο
κακό; Μαρτυρία και ομολογία πίστεως δίδαμε, δώσαμε - έβγαλα το πετραχήλι από
τήν χειραποσκευή και το έπέθηκα επί τού τραχήλου μου. Δίπλα μας ήτο ό
διάδρομος, δηλαδή, αυτός ό χώρος πού υπάρχει πίσω από τούς υπαλλήλους, τούς αρμοδίους
καί υπευθύνους για τήν παραλαβή τών αποσκευών. Εκεί σ’ αυτόν τον χώρο άποσύρθημεν
και τού διάβασα τήν συγχωρητική ευχή, κάτω από τά βλέμματα τών ταξιδευόντων καί
υπαλλήλων.
Σχόλιο:
Άλλο πράγμα είναι να είσέλθουμε “κρυφίως” σ’ ένα Ιερό Ναό καί να ζητήσουμε να
εξομολογηθούμε σέ κάποια γωνία τού Ναού, και άλλο πράγμα να εξομολογηθείς
δημοσίως, όπως έπραξε ό δούλος τού Θεού, ό Χριστόφορος και μάλιστα στον χώρο
εργασίας σου, όπου ίσως κάποιοι “κακοήθεις” τήν επομένη θα σε σχολιάζουν
παντοιοτρόπως, δηλαδή, αρνητικά.
Ανταλλάξαμε
τούς αριθμούς τηλεφώνων μας με τον Χριστόφορο και χωρίσαμε, με τήν υπόσχεση να
τον επισκεφτώ
- όταν συν Θεώ επιστρέψω από τήν Αμερική -
στην οικία του για να εξομολογηθούν καί τά άλλα μέλη, τής οικογενείας του. (Πράγματι
όταν επέστρεψα από τήν Φλόριντα έπισκέφθην τον Χριστόφορο στην οικία του, όπου εκεί
εξομολογήθηκαν ή εκλεκτή σύζυγός του, ή σεβαστή μητέρα του και ό αγαπητός τους
φίλος, όστις τυχαία ήλθε εκείνη τήν ώρα επίσκεψι.)
Ό
πόνος άρχισε να φεύγει, ή μάλλον είχε φύγει από τήν ψυχή μου, όταν είχα φύγει από
το σημείο μετανοίας τού Χριστοφόρου. Νομίζω, όπως, όπου γίνεται ένα ατύχημα
κτίζεται ένα μικρό εικόνισμα, έτσι αγαπητέ Χριστόφορε στον χώρο, στο σημείο τής
μετανοίας σου θα πρέπει να τοποθέτησης μία εικόνα.
Με
απολυμένη από τον πόνο ψυχή, είσήλθα καί κάθισα στον χώρο αναμονής τής πτήσεως.
Ήλθαν οι υπάλληλοι, άνοιξαν τήν έξοδοθύρα και κατά ώρα 13:15 είσήλθα στο αεροπλάνο.
Είχον είσέλθη αρκετοί συνεπιβάτες μου καί άκολουθούσαν καί άλλοι.
Όταν
πλησίασα προς το τέλος τού αεροσκάφους, όπου ήτο ή θέση μου, είδα τρεις
δεσποινίδες. Οι δύο κάθονταν στις ύπ’ αριθμόν 35Β καί 35ε θέση, ήγουν, στις δυο
θέσεις, οίτινες είναι δίπλα από τήν θέση, ή οποία ανήκε σέ μένα, καί ή τρίτη
δεσποινίδα έκάθητο στην ύπ’ αριθμόν 34Α. Από μακριά, λοιπόν, οι
δεσποινίδες δεν με κοίταξαν, αλλά από κοντά ή μία έξ αυτών μού είπε:
— Μήπως θέλετε να μετακινηθείτε, δηλαδή, να
ανταλλάξετε θέση με τήν αδελφή μου, τουτέστιν, να καθίσετε στην ύπ’ αριθμόν 34Α
και να έλθει ή αδελφή μου στην ύπ’ αριθμόν 35Α; Ή μήπως θέλετε παράθυρο;
— Θέλω παράθυρο.
Είπα
ότι θέλω παράθυρο, όχι διότι ήθελα να δώ το χωριό μου αφ’ υψηλού, αλλά διότι αφ’
ενός αντιλήφθην ότι εκείνος πού είχε ήδη καθίσει στην ύπ’ αριθμό 34Α ήταν αλλοδαπός,
- και αφ’ ετέρου μού ήλθε ένας λογισμός περί εκείνου πού θα ήρχετο να καθίσει στην
ύπ’ αριθμό 34Β, θα ήτο άραγε Έλλην με τον όποιο θα συζητούσαμε καί ίσως τον εξομολογούσα,
ή θα ήτο αλλοεθνής! Ενώ λέγοντας ότι θέλω παράθυρο, θα είχα δίπλα μου μια-δυό
δεσποινίδες, με τις όποιες θα συζητούσα καί ίσως θα εξομολογούντο.
Τοιουτοτρόπως
σιωπηλώς και ήσυχος, είσήλθα καί κάθισα στην θέσιν μου, ήτοι, στην ύπ’ αριθμόν
35Α.
Αμέσως
μετά πλησίασε στην αεροπορική “γειτονιά μου” ό επιβάτης, όστις έπρεπε, σύμφωνα με
το εισιτήριο να καθίσει στην ύπ’ αριθμόν 34Β θέση. Ήτοι, εις ανήρ νέος, νομίζω
λίγο περισσότερο τών τριάκοντα ετών, ψηλός, λίγο γεμάτος, καί ενδεδυμένος ένα
επίσημο ένδυμα. Παρ’ όλο πού στην αεροπορική μας γωνιά, υπήρχαν τρεις δεσποινίδες,
ό κύριος αυτός νομίζω ότι δεν τις κοίταξε, διότι τράβηξε τήν προσοχή του ό άνθρωπος
εκείνος πού θα τού συγχωρούσε σέ λίγο τις αμαρτίες του.
Βέβαια,
όπως μού είπε όταν εύρέθημεν πάνω από τον εναέριο χώρο τής Ελβετίας, δεν
κατάλαβε ότι ήμουν κληρικός διότι δεν είδε, δεν πρόσεξε το μαύρο ένδυμά μου, τουτέστιν,
το ζωστικό. Πρόσεξε, και τούτο τού τράβηξε τήν προσοχή τά μαλλιά μου καί τά
γένειά μου. ’Άρα το βλέμμα του, ήτο βλέμμα απορίας, βλέμμα ξαφνιάσματος, διότι
ίσως δεν περίμενε να δει ένα γενειοφόρο καί μακρομάλλη στο αεροπλάνο. Ακόμη, θα
έγραφα ότι το βλέμμα του ίσως θα ήταν καί βλέμμα εκπλήξεως.
Από
τήν άλλη μεριά, από το απέναντι μέρος, δηλαδή, το δικό μου βλέμμα, το δικό μου
είναι - επειδή δεν ενώ προορατικό χάρισμα - είδε το βλέμμα τού εν λόγω κυρίου
ώς βλέμμα θεολογικό. Έσυλλογίσθην όταν είδα το βλέμμα του ότι ήτο άνθρωπος εκκλησιαστικός,
δηλαδή, ιεροψάλτης της, θεολόγος, φιλακόλουθος... Έσυλλογίσθην ότι έστω όταν συν
Θεώ θα φθάναμε στο Λονδίνο να τού μιλήσω για να δώσω απάντηση στην περιέργειά
μου, αφ’ ενός καί αφ’ ετέρου μήπως θελήσει να εξομολογηθεί.
Επί πλέον αυτός ό
καλός άνθρωπος ίσως πήγαινε στην Νέα Υόρκη, άρα θα συνταξιδεύαμε καί στην
επομένη πτήση, ή αν δεν συνταξιδεύαμε θα με βοηθούσε να εντοπίσω χωρίς
ταλαιπωρία τον χώρο τής πύλης τής επομένης πτήσεως.
Έδεσα
τήν ζώνη τού καθίσματος, έκαμα το σημείο τού σταυρού, ευλόγησα τήν πτήση, και όπως
είναι επόμενο, το αεροπλάνο εγκατέλειψε τον αερολιμένα τών Σπάτων. Κοιτούσα έξω
καί έβλεπα- είδα τήν Αττική, τον Σαρωνικό και Κορινθιακό κόλπο, τήν γέφυρα
'Ρίου-Αντιρρίου, καί ξαφνικά σύννεφα. Ενώ υπολόγιζα ότι θα δώ αφ’ υψηλού το
χωριό μου, τήν γειτονιά μου, τον Ιερό Ναό τών Αγίων Αποστόλων, είδα, δηλαδή,
βρεθήκαμε πάνω από ένα παχύ στρώμα σύννεφων. Κατόπιν τούτου έκαμα μεταβολή.
Έστριψα προς τά δεξιά, πήρα το θάρρος καί μίλησα στην δεσποινίδα πού έκάθητο
δίπλα μου.
—...
Ζούμε στην Αθήνα, αλλά καταγόμαστε από ένα χωριό τής Ευρυτανίας.
Όταν
τής μίλησα περί εξομολογήσεως, ηρνήθη λέγοντας ότι ναι μεν είναι χριστιανές, αλλά
δεν έχουν ποτέ εξομολογηθεί, ούτε πρόκειται να εξομολογηθούν.
Μαζί
με τήν άρνηση της, ή εν λόγω δεσποινίδα μού πρόσφερε καί τήν περιφρόνηση της,
διότι αμέσως έστριψε προς τά δεξιά καί συνέχισε να συζητεί με τήν παρακείμενη
φίλη της.
Πριν
εξέλθουμε τού ελληνικού εναερίου χώρου οι κυρίες Αεροσυνοδοί άρχισαν να μάς
προσφέρουν το καθιερωμένο λυτό γεύμα. Λίγο μετά ή Εύρυτάνα δεσποινίς, ήγουν, ή
παρακείμενη, τελείωσε το γεύμα της σηκωθεί καί κατευθυνθεί προς το διπλανό
κλειστό χώρο για να πλύνει τα χέρια της. Μόλις λοιπόν έκκενώθη ή διπλανή μου θέση,
ενόχλησα διά της δεξιάς μου χειρός τον κύριο πού έκάθητο στην ύπ’ αριθμόν 34Β θέση
καί όταν αυτός έστρεψε προς το μέρος μου τού είπα:
— Κύριε, αν θέλεις, έλα πίσω να ειπούμε
“κανένα” λόγο. Αστραπιαία σηκωθεί καί ήλθε δίπλα μου. Ή θεία Πρόνοια τον σήκωσε
χωρίς να το καταλάβει, διότι έπρεπε να εξομολογηθεί. Αμέσως μετά αφ’ ότου
κάθισε δίπλα μου, επέστρεψε ή Εύρυτάνα δεσποινίδα, ή οποία χωρίς διαμαρτυρία,
κάθισε στην ύπ’ αριθμόν 34Β θέση, δηλαδή, δίπλα στην αδελφή της.
— ... Λέγομαι Γεράσιμος, είμαι Αθηναίος,
σπούδασα
στην
Αμερική, καί τώρα πηγαίνω στο Λονδίνο, διότι κάμνουν τον γάμο τους ένα φιλικό
μου ζευγάρι.
— ... Αγαπητέ κύριε Γεράσιμε, έχεις εξομολογηθεί
ποτέ; Θέλεις να εξομολογηθείς τώρα, εν πτήση;
— Πάτερ, έχω ένα φίλο στην Αθήνα, όστις συχνά
εξομολογείται, δηλαδή, έχει ένα μόνιμο εξομολόγο. όπου, επαναλαμβάνω τον
επισκέπτεται εξομολογητικά. Αυτός ό φίλος μου, με έχει παρακαλέσει, προτρέψει να
μεταβούμε μαζί στον εξομολόγο. Όμως ποτέ δεν πήγα, καί επομένως δεν έχω εξομολογηθεί
ποτέ. Δεν ξέρω πώς γίνεται ή εξομολόγηση, καί όπως αντιλαμβάνεσθε δεν είμαι εις
θέσιν να
εξομολογηθώ
τώρα.
Αγαπητέ
άναγνώστα, όταν ό καθένας μού απαντούσε ότι δεν
είναι έτοιμος, προετοιμασμένος για τήν εξομολόγηση, δεν
τού έλεγα κάθεσαι να σού ειπώ δύο λόγια ούτως ώστε να
προετοιμασθής. Διότι αν τούς έλεγα τά ανωτέρω λόγια, όλοι
θα έλεγαν, πάτερ ας συζητήσουμε, δηλαδή, ας με προετοιμάσετε μια άλλη φορά.
Τοιουτοτρόπως όταν ήκουα τήν φράση ότι δεν είμαι προετοιμασμένος, τότε αμέσως
ξεκινούσα τήν εξομολόγηση με τήν εξής πρώτη ερώτηση:
— Ψέματα δεν λες;
Αυτή
τήν ερώτηση, υπέβαλλα και στον Γεράσιμο όταν ηρνήθη να εξομολογηθεί.
Ό
δούλος τού Θεού Γεράσιμος, απήντησε αμέσως, στην ερώτηση μου, αν λέει ψέματα,
και όπως ήτο αναμενόμενο εδέχθη τήν επομένη και τήν μεθεπομένη ερώτηση...
Δεν
απαντούσε μονολεκτικά, αλλά κάμναμε διάλογο, και να μην ακούσει τήν εξομολόγηση
του ή τρίτη δεσποινίδα, δηλαδή, εκείνη πού έκάθητο στην ύπ’ αριθμό 35Ε θέση, ό
Γεράσιμος έστριψε το σώμα του προς το μέρος μου αφ’ ενός καί αφ’ ετέρου έβαζε
όταν ομιλούσε τήν δεξιά του χείρα στο δεξιό μέρος τού στόματός του.
Πλησιάζαμε
να εξέλθουμε τού εναερίου Γαλλικού χώρου όταν ό Γεράσιμος είπε το τελευταίο
ήμαρτον.
— Λοιπόν, αύτη ήταν ή εξομολόγηση. Σού άρεσε;
Καί αν ναι γιατί στην αρχή ηρνήθης εμμέσως πλην σαφώς;
Ένα
πλατύ χαμόγελο, γέμισε το πρόσωπο τού Γερασίμου, αφ’ ενός δηλώνοντας
ικανοποίηση καί ψυχική ξεκούραση καί αφ’ ετέρου ζητώντας συγγνώμη καί έκ μέρους
μου κατανόηση για τήν αρχική άρνηση.
— Ή εξωτερίκευσης τών υποκειμενικών μου αμαρτιών,
ή οποία έλαβε χώραν εν πτήση καί φυσικά χωρίς προετοιμασία, αλλά ώς εν αστραπή εν
αιθρία θα τήν καταγράψω στα ενδόμυχα τής ψυχής μου καί θα είναι ή απαρχή μιας
νέας ζωής. Όταν συν Θεώ επιστρέψω στην Αθήνα, καί ρωτήσω τον φίλο μου, τί
φαντάζεται ότι μού συνέβη στην πτήση Αθηνών-Λονδίνου, είμαι βέβαιος ότι δεν θα το
βρει ποτέ! Θα κινηθεί προς άλλες κατευθύνσεις, θα μου δώση άλλες
Απαντήσεις
και φυσικά πολύ φοβάμαι ότι αν τελικά τού δώσω μόνος μου τήν απάντηση, θα μου ειπεί
ότι τον εμπαίζω. Και λέω τούτο διότι ναι μεν, είναι δυνατόν να γίνει μία εξομολόγηση
εν πτήση, αλλά εκείνη ή εξομολόγηση θα είναι προμελετημένη. Θα είναι μία εξομολόγηση
πού θα κάμη ό φίλος μου στον εξομολόγο του, και όχι εξομολόγηση εμού εις ένα
άγνωστον εξομολόγο. Όταν με καλέσατε να έλθω δίπλα σας, - κατ’ αρχάς δεν είχα αντιλήφθη
ότι ήσασταν κληρικός - αλλά καί όταν συνειδητοποίησα ότι είστε, δεν φαντάστηκα
ότι θα μου κάμνατε αυτό το δώρο. Τώρα μένω άφωνος, καί απορώ πώς εσείς μέσα σέ
“κλάσματα δευτερολέπτου” κατορθώσατε ότι δεν έχει κατορθώσει ό φίλος μου, όστις
επί σειρά αρκετών ετών με παρακαλούσε να τον άκολουθήσω όταν πήγαινε στον εξομολόγο
του.
— Ό Θεός το επέτρεψε, το κατεύθυνε, ούτως
ώστε να βιώσουμε αυτήν τήν εμπειρία. Ήθελα να κάμω μία εξομολόγηση εν πτήση,
καί ό Θεός μου έδωσε αυτό το δώρο. Καί φυσικά αυτό το δώρο είναι καί ωραίο
διότι αυτόν πού εξομολόγησα, δηλαδή, εσένα, έκαμε τήν πρώτη του εξομολόγηση.
Θεωρητικά, θα ήταν εύκολο να συναντήσω - να συνταξιδέψω με κάποιον, όστις είχε εξομολογηθεί
καί άλλες φορές στο παρελθόν, καί να έδέχετο να εξομολογηθεί καί εν πτήση...
— Πάτερ σ’ ευχαριστώ...
— ... Γεράσιμε, όταν φθάσουμε στον Λονδίνο, θα
πρέπει να σού διαβάσω τήν συγχωρητική ευχή, ούτως ώστε το μυστήριο να είναι
τέλειο.
— Πάτερ, διαβάστε την τώρα πού είμαστε στον αέρα,
ώστε να τήν τελειώσουμε τήν εξομολόγηση εν πτήση.
Άνοιξα
τήν χειραποσκευή, τήν οποία κατά παράδοξο λόγο, δηλαδή, διότι έτσι το κατηύθυνε
ό Θεός, τήν είχα στα χέρια μου, τουτέστιν, δεν τήν είχα τοποθετήσει στο χώρο
πάνω από τις θέσεις, καί έβγαλα από μέσα το πετραχήλι. Το έβαλα στον λαιμό μου
καί ό Γεράσιμος έσκυψε, και πριν αρχίσω να λέω τήν συγχωρητική ευχή, άντιλήφθην
ότι ή δεσποινίδα πού έκάθητο στην ύπ’ αριθμό 35ε θέση έμεινε άφωνη. Βέβαια ήταν
άφωνη, δηλαδή, ήταν εν σιγή από τήν στιγμή πού έγινε ή ανταλλαγή τών θέσεων.
Όταν είδε το πετραχήλι, όταν αντιλήφθη ότι εμείς τελειώναμε εκείνη τήν στιγμή
τήν εξομολόγηση, “έχασε προς στιγμή τά λογικά της”, δηλαδή, έμεινε ακίνητη,
έμεινε αποσβολωμένη, καί υπό λοξήν ασκαρδαμυκτί γωνία μάς κοίταζε, θαυμάζουσα το
παράδοξον κατ’ αυτήν γεγονός.
Το
παράδοξο κατ’ εμέ γεγονός είναι ότι, αύτη ή δεσποινίδα όχι μόνο τότε, δηλαδή,
κατά τήν διάρκεια τής συγχωρητικής ευχής, αλλά καί ούτε κατά τον υπόλοιπο χρόνο
μέχρι τήν προσγείωση τού αεροπλάνου δεν διαβίβασε στις δύο φίλες της τά
γενόμενα δίπλα της.
Λίγη
ώρα μετά, συν Θεώ φθάσαμε στο αεροδρόμιο Χίθροου τού Λονδίνου καί για τις επόμενες
δύο-τρεΐς ημέρες ευχαριστούσα τον Θεό για το δώρο πού μού έκαμε.
Τήν
ανωτέρω πρόταση, ότι ευχαριστούσα τον Θεό για δύο-τρεΐς ημέρες, μην το εκλάβατε
αγαπητέ άναγνώστα, ότι μετά δεν τον ευχαριστούσα. Τον ευχαρίστησα για τήν
συγκεκριμένη εξομολόγηση δύο-τρεΐς ημέρες, διότι τήν τετάρτη ημέρα έγιναν καί
άλλες εξομολογήσεις καί στις ευχαριστίες συμπεριέλαβα καί αυτά τά δώρα πού μου
πρόσφερε ό Θεός. Βέβαια σαν τήν εξομολόγηση του Γερασίμου δεν έγινε τις επόμενες
ημέρες, δηλαδή, δεν συνταξίδεψα με κάποιον "Έλληνα από Λονδίνο για Νέα Υόρκη,
ούτως ώστε να γίνει καί σ’ αύτη τήν πτήση κάποια εξομολόγηση.
Λυπάμαι
πολύ, πού δεν ξέρω τήν αγγλική γλώσσα, διότι αν τήν ομιλούσα, στην εν λόγο πτήση
θα κατηχούσα καί θα οδηγούσα στην ορθή πίστη κάποιον πλανεμένο.
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ. Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου