Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΜΟΝΑΧΗΣ ΘΕΟΦΙΛΙΑΣ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΠΡΟΥΛΗ ΑΛΛΑ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. ΤΟ ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΧΑΡΙΣΜΑ.








Κάποτε εξαιτίας τού καρκίνου πού είχε έκανε ακτινοβολίες στα χέρια της και δεν έπρεπε να τα βρέχει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Τότε μερικές γνωστές της κυρίες πού την ευλαβούνταν της πηγαίνανε φαγητό έτοιμο. Της λέω. Γερόντισσα να ό Θεός σάς φροντίζει. Ναι παιδί μου ποτέ δεν με άφησε ούτε θα με αφήσει. Είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Ό Θεός τρέφει τα στρουθιά και εμάς πού είμαστε άνθρωποι για τούς όποιους έχυσε το αίμα του θα μάς αφήσει; Ποτέ.
Όμως το φαγητό πού της έφερνε κάθε νοικοκυρά το μαγείρευε ως αυτή ήθελε. ’Άλλοτε ανάλατο άλλοτε αλμυρό. ’Άλλοτε βρασμένο άλλοτε άβραστο. 



Γι’ αυτό κάθε φορά το τροποποιούσε. Δεν πετούσε τίποτε. Μόλις επιθυμούσε κάτι ό Θεός της το έστελνε. Της το φέρνανε αχνιστό οι κυρίες. Συνέχεια μεμφόταν το εαυτό της και έλεγε: «Κύριε μη με κόλασης την λαίμαργη». Τότε δεν το έτρωγε, το άφηνε να κρυώσει και κατόπιν το έβαζε στο ψυγείο στην κατάψυξη και το έτρωγε μετά μία εβδομάδα πού ήταν μπαγιάτικο. Τέτοια ασκήτρια υπήρξε μέχρι τα 83 της έτη.
Είχε το πνεύμα της οικονομίας. Μου μάθαινε πώς να πλένω τα πιάτα χωρίς να ξοδεύω το νερό άσκοπα. Να μη σφίγγω πολύ τη βρύση για να μη χαλάσει ή φλάντζα και δεν κλείνει καλά ή βρύση. Πώς να σκουπίζω και να πλένω τη σκούπα χωρίς να χαλάνε τα μουστάκια της, όπως χαρακτηριστικά μού έλεγε.


Είχε πνεύμα σεμνότητας. Φρόντιζε ακόμη και για το πώς θα απλωθούν τα ρούχα στο μπαλκόνι, χωρίς να φαίνονται τί είδους ρούχα είναι, για να μη τα βλέπουν οι άνθρωποι και σκανδαλίζονται. Παρ’ όλο πού ήταν ηλικιωμένη και είχε ανάγκη βοήθειας, παιδευόταν μόνη της όταν επρόκειτο να πλυθεί, αλλά δεν δεχόταν τη βοήθειά μου. ’Όχι παιδί μου, μού έλεγε, είμαι μοναχή δεν κάνει. Ή 'Αγία Μακρίνα πέθανε από την αρρώστια της, αλλά δεν πήγε σε γιατρό ούτε έδειξε το σώμα της.
Ανέθετε τον εαυτό της στα χέρια τού Θεού. Πάντοτε ντυμένη ποτέ ξεκάλτσωτη ή χωρίς μαντήλι και όταν ακόμη ήταν άρρωστη στο κρεβάτι και είχε ανάγκη από λίγη δροσιά. Ήτο άκρως ευγενής, ειλικρινής, αληθινή, δίκαιη
και αντικειμενική στη κρίση της τόσο πού σε κατέπλησσε.



Τέτοιο κράμα τόσων αρετών δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου μέχρι σήμερα σε κανένα πρόσωπο. Και σάς ομολογώ ότι έχω γνωρίσει αρκετά πνευματικά πρόσωπα της εποχής μας. Ακούω πολλά, αλλά εάν δεν δώ την καθημερινή ζωή του δεν τα πιστεύω. Είμαι επιφυλακτική. Κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν υπάρχουν σήμερα τέτοιες γερόντισσες. "Όλοι έχουμε μία κρυφή οίηση ή όποια μάς προδίδει έστω και αν την καμουφλάρουμε καλά.
Κάποτε μία Μοναχή έφυγε από το Μοναστήρι της. Πήγε και στη Γερόντισσα. Την φιλοξένησε για πολλούς μήνες. Ή Μοναχή την θερμοπαρακαλούσε να την κρατήσει. Ή Γερόντισσα με πολύ αγάπη της είπε:
- Παιδί μου δεν μπορώ να σε κρατήσω διότι εσύ έχεις πνεύμα άστατο. Όπου και να πάς θα φύγεις. Δεν την κράτησε παρόλο πού την είχε ανάγκη. Αυτή έκλαιγε απαρηγόρητη και έφυγε. Ή Γερόντισσα σου έλεγε πάντα την αλήθεια σ’ ότι την ρωτούσες. Ποτέ ψέματα. Ούτε τα κατά συνθήκη. Έλεγε την αλήθεια με τόση αγάπη πού δεν σε πλήγωνε.
Κάποτε είχα περιπέσει σε ακηδία (στον κόσμο ως κοσμική). Δεν είχα διάθεση για τίποτα. Ούτε προσευχή ούτε να κάνω κάτι στο σπίτι. Στη δουλειά πήγαινα γιατί έπρεπε να πάω.
Ένα πρωινό πήγα στη Γερόντισσα.


Κάποια στιγμή σηκώνεται και ξαφνικά άρχισε να με μαλώνει πολύ άσχημα. Με κοίταξε βαθειά στα μάτια και με μάλωνε. Φοβήθηκα τόσο πολύ πού σε λίγο έφυγα από το κελί της. Πήγα σπίτι μου και ακόμη ήμουνα φοβισμένη. Το απόγευμα με πήρε τηλέφωνο και μου μίλησε με πολλή αγάπη. Κατάλαβε ότι φοβήθηκα.
Με συγχωρείς παιδάκι, μου, μου είπε, έπρεπε να σε μαλώσω. Έπρεπε να σε βγάλω από το λήθαργο στον όποιο περιέπεσες. Αυτή ή ενέργεια της ήταν σωτήρια για μένα.



Το προορατικό της χάρισμα




Άλλη φορά συνέβη το έξης. Είχα πάει στο Κελί της. Ή περιοχή τους εκείνη την ημέρα είχε λαϊκή αγορά.
-       Γερόντισσα, της λέω, να πάω να σου ψωνίσω ότι θέλεις για να έχεις; Να σου πάρω και σύκα πού τα χρειάζεσαι οπωσδήποτε;
-’Όχι, μου λέει και χαμογελάει. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί.
Μετά από μία ώρα χτυπάει το κουδούνι του Κελίου της. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω έναν επίτροπο του 'Αγίου Νικολάου να κρατάει μία σακούλα με σύκα φρέσκα και να μου λέει.
-       Μου τα έδωσαν οι Γερόντισσες, να τα φέρω στην γερόντισσα (Νεωκόρισσες του 'Αγίου Νικολάου Χαλανδρίου). Έφαγα και δύο στο δρόμο.
Καλά του είπα σε ευχαριστώ. Έμεινα άναυδη και θαύμασα το προορατικό της Γερόντισσας Ευπραξίας και εξηγήθηκε το χαμόγελό της. Είχε δει ότι θα της έφερναν σύκα.
Κάποτε μου είπε:
-       Πώς επιθύμησα να φάω μπακαλιάρο με σκορδαλιά.
Μετά μισή ώρα μία κυρία της έφερε τον μπακαλιάρο και τη σκορδαλιά (ή κ. Βασιλική) και μάς είπε:
-       Εκεί πού τηγάνιζα, σκέφτηκα τη Γερόντισσα και είπα δεν της πάω λίγο φαγητό; Και νάμαι.
'Ότι επιθυμούσε της το έστελνε ό Θεός.
Με εκπαίδευε καλογερικά. Μου έλεγε πάντοτε να κάνω το Σταυρό μου πριν βγω από το σπίτι και όταν γυρίζω στο σπίτι. Αυτό μου το έλεγε πολύ συχνά.
Κάποτε μου λέει.


-       Πήγαινε παιδάκι μου στο ζαχαροπλαστείο να φέρεις λίγο ρυζόγαλο.
Μόλις άνοιξα την πόρτα για να φύγω μου λέει.
-Έκανες παιδί μου το Σταυρό σου;
-       Ναι, απάντησα. "Όμως μέσα μου αγανάκτησα για τη συχνή επανάληψη. Ήταν 12 το μεσημέρι. Περνώ τη Λεωφόρο Χαλανδρίου- στη γωνία ήταν το ζαχαροπλαστείο. Είχε τραπεζάκια. Σε ένα από αυτά καθόταν μία κοπέλα βαμμένη εντονότατα. Σταυροπόδι καθισμένη αναιδώς. Την πρόσεχες ήθελες δεν ήθελες. Την κοίταξα στα μάτια. Ή ματιά της είχε τέτοια κακία πού φοβήθηκα. Και μου λέει: Βρέ ουστ από ’δώ βρέ ουστ, με συγχωρείτε σαν να ήμουνα γαϊδούρι. Τόσο φοβήθηκα πού έτρεξα να κρυφθώ στο ζαχαροπλαστείο. Τόσο φοβήθηκα πού δεν ήθελα να βγω. Ψώνισα και αργούσα να βγω από φόβο. Πήγα στο Κελί της Γερόντισσας από άλλο δρόμο.


Ήταν Σάββατο. Το βράδυ είπα το περιστατικό στην Γερόντισσα διότι όταν γύρισα είχε κόσμο ή Γερόντισσα. Τότε μου είπε. ’Αν θέλεις ξανά μην κάνεις το Σταυρό σου. Την επομένη το πρωί' πήγα στον Άγιο Νικόλαο. Ήταν
Κυριακή. Μόλος μπήκα στο ναό βλέπω την κοπέλα αυτή, πού είχα δει την προηγούμενη στο ζαχαροπλαστείο. Μ’ έπιασε πάλι ό φόβος, αλλά επειδή ήταν πολύς κόσμος έμεινα.
Στο τέλος ρώτησα τις Γερόντισσες ποιά είναι αυτή ή κοπέλα. Μου απάντησαν ότι αχ αυτή ή καημένη είναι δαιμονισμένη. "Έτσι κατάλαβα το μίσος του δαίμονος στη ματιά της κοπέλας και τα λόγια πού μου είπε. Πάντοτε λοιπόν να σταυρωνόμαστε για να μάς σώζει ό Σταυρός τού Κυρίου μας.
Ή Γερόντισσα έλεγε ότι πρέπει να κάνουμε πολύ συχνά ευχέλαιο στα σπίτια μας. Εκείνη έκανε κάθε μήνα. 'Όταν ευκαιρούσα πήγαινα κι εγώ. Ιερεύς ό παπά-Στέφανος, ευλαβέστατος κληρικός, ό όποιος αγαπούσε πολύ τη Γερόντισσα και την είχε έννοια του για Άγιο Ευχέλαιο και συχνή Θεία Κοινωνία.



Επειδή ή ίδια δεν μπορούσε πλέον να μεταβεί στην εκκλησία ερχόταν ό παπά-Στέφανος. Το Άγιο Ευχέλαιο με τον παπά-Στέφανο και τη Γερόντισσα ήταν Θεία Μυσταγωγία. Άλλο να το βλέπεις και άλλο να το βιώνεις με αυτούς τούς δύο. Παρούσα ή άκρα ευλάβεια τού πα- πα-Στέφανου. Διάβαζε τα Ευαγγέλια και ήταν σαν τα ζούσες την ώρα πού γινότανε τα γεγονότα. Ή κατάνυξη της Γερόντισσας μοναδική. Δεν περιγράφεται ή ατμόσφαιρα.
Πώς κοινωνούσε; Ό π. Στέφανος τηλεφωνούσε και τη ρωτούσε:
- Γερόντισσα θέλεις να σε κοινωνήσω;
Απάντηση.
-       Το ρωτάς παπά-Στέφανέ μου;
Έτσι ή Γερόντισσα το βράδυ της προηγούμενης ημέρας ετοιμαζόταν με ιδιαίτερο τρόπο. Ετοίμαζε το γραφείο όπου θα ακουμπούσαν τα θεία δώρα. Έβαζε την εικόνα της άκρας ταπείνωσης. Την επομένη θύμιαζε, άναβε το κερί.


Ετοίμαζε ακόμη και το ξυνόμηλο για να φιλέψει τον παπά-Στέφανο επειδή είχε σάκχαρο. Και είχε έκδηλο τον πόθο της μεταλήψεως της Θ. Ευχαριστίας. ’Έρχεται ο Χριστός μας παιδί μου, μου έλεγε, όσες φορές τύχαινε να είμαι εκεί, και στο πρόσωπό της ζωγραφιζόταν ό έντονος πόθος προς τον Χριστό.









ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΟΝΑΧΗΣ ΘΕΟΦΙΛΙΑΣ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΠΡΟΥΛΗ.ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑΠΕΡΙΧΩΡΑ ΔΡΑΜΑΣ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: