Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΥΡΣΚ. (1889-.1938) ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ.



 
Τον Οκτώβριο του 1928 ό επίσκοπος Ονούφριος πήρε εντολή από τις σοβιετικές αρχές να μετοικήσει στο Τομπόλσκ τής Σιβηρίας. Κατά τη μετάβασή του στον νέο τόπο εξορίας, κάποιος αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει. Βρισκόταν στην αποβάθρα του λιμανιού του Τιοϋμεν, περιμένοντας το πλοίο, όταν τον πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος και τον ρώτησε:
-       Είστε ορθόδοξος επίσκοπος;
-       Μάλιστα, απάντησε.
Τότε ό άγνωστος άπλωσε το χέρι του, κάνοντας ότι ζητούσε
Ο ιεράρχης ψάχτηκε, για να βρει και να του δώσει κάποιο νόμισμα. Μα την ιδία στιγμή ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα και καυστικό πόνο στο αριστερό χέρι. Σήκωσε τά μάτια του και είδε τον άγνωστο ν’ απομακρύνεται τρέχοντας. Κατάλαβε ότι θέλησε να τον σκοτώσει, αλλά είχε αστοχήσει. Το στιλέτο του επίδοξου δολοφόνου, αντί να τον βρει στο στήθος, τον πλήγωσε στο μπράτσο, απ’ όπου το αίμα κυλούσε ως τά δάχτυλα κι έσταζε στο έδαφος. Ανέβηκε βιαστικά στο πλοίο. Εκεί καθάρισαν και έδεσαν την πληγή του, πού, ευτυχώς, δεν ήταν βαθιά. “Οι εχθροί μου θέλουν να μέ θανατώσουν”, συλλογιζόταν,
όταν έμεινε μόνος. “Αυτοί σχεδίασαν τη δολοφονία μου. Αλλά ό Κύριος με έσωσε”.
Τρεις μήνες έμεινε στο Τομπόλσκ ό ιεράρχης. ’Έπειτα εξορίστηκε σε πιο μακρινό τόπο. Ό ίδιος έγραφε από ’κει σ’ έναν φίλο του:
Σου γράφω από τά βάθη της Σιβηρίας, από το Σοοργχούτ, τον νέο τόπο εξορίας μου, όπου έφτασα τη νύχτα της 11ης Φεβρουάριου του 1929.

Το προαίσθημά μου επαληθεύτηκε: Στο Τομπόλσκ ήταν πολύ καλές οι συνθήκες για να μ’ αφήσουν εκεί μόνιμα. Κάθε μέρα περίμενα ότι θα μ έπαιρναν και θα μ έστελναν πιο μακριά. Αυτό, λοιπόν, έγινε στις 30 Ιανουαρίου το βράδυ. Αφού έκαναν έρευνα στο διαμέρισμά μου, χωρίς να βρουν τίποτα το ενοχοποιητικό, μέ οδήγησαν στη φυλακή τού Τομπόλσκ.Έτσι, βρέθηκα πάλι φυλακισμένος κάτω από τις γνωστές σκληρές συνθήκες -κρύο, πείνα, ακαθαρσία... Αλλά ό Κύριος μέ παρηγορούσε, και αντιμετώπιζα ειρηνικά όλες τις δυσκολίες.
Συγκρατούμενοί μου ήταν μερικοί πιστοί χωρικοί μαζί μέ τον έξηντάχρονος παπά τους. Συζητώντας μαζί τους, τούς είπα: “Να, ό ποιμένας σας είναι μαζί σας παντού -και στην εκκλησία και στα χωράφια και στα σπίτια και στη φυλακή!”.

Στις 4 Φεβρουάριου ένοπλη φρουρά μέ πήρε από το Τομπόλσκ για να μέ μεταφέρει στο Σουργκούτ, επτακόσια χιλιόμετρα μακριά. Το ταξίδι ήταν δύσκολο μέσα στη φοβερή παγωνιά... Σταματήσαμε μερικές φορές για να ζεσταθούμε, να ξεκουραστούμε και να φάμε σε κάποια σπίτια. Μέ χαρά παρατήρησα ότι σε όλα υπήρχαν ιερές εικόνες. Παρηγορήθηκα πολύ από ένα αγοράκι τριών μόλις χρόνων, τον Σάσα (Αλέξανδρο), πού φορούσε σταυρό στο στήθος...

Μέ τη βοήθεια τού Κυρίου, έφτασα και εγκαταστάθηκα στο Σουργκούτ. Σε κάθε μου βήμα αισθανόμουνα το θείο έλεος να μέ σκεπάζει.
Πήγα στον φτωχικό ναό τού Σουργκούτ. Εκκλησιάστηκα και κοινώνησα τά άχραντα Μυστήρια τού Χριστού.


Στο διάστημα της εξορίας του ό επίσκοπος Ονούφριος, έχοντας στερηθεί από τις σοβιετικές αρχές το δικαίωμα του κηρύγματος και κάθε άλλης εκκλησιαστικής δραστηριότητας, επιδόθηκε στη σύνταξη άρθρων πάνω σε πνευματικά θέματα. Στο Κουντιμκάρ έγραψε διακόσια ογδόντα δύο άρθρα, ενώ στο Τομπόλσκ και το Σουργκούτ εξήντα ένα.


- Οι επίσκοποι, έλεγε σχετικά, οφείλουν πρωτίστως να κηρύσσουν τον λόγο του Θεού. Το κάνουμε σχεδόν όλοι, αναγγέλλοντας προφορικά την έλευση της βασιλείας του Χριστού στη γη. Πολύ λίγοι από μάς, ωστόσο, ασχολούνται μέ το γραπτό κήρυγμα, μέ την πνευματική συγγραφή. Ασφαλώς το προφορικό κήρυγμα είναι πολύ σημαντικό. Όταν γίνεται μέ ζήλο και πίστη, όταν είναι ζωντανό και πειστικό, μπορεί να ασκήσει μεγάλη επιρροή στους ακροατές, οδηγώντας τους στον Θεό και την ευσεβή ζωή. Αλλά και το καλύτερο κήρυγμα γρήγορα ξεχνιέται. Κάθε πιστός, άλλωστε, συχνά επιθυμεί να διαβάσει στο σπίτι του κάτι χριστιανικό. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη και ή γραπτή διδαχή.


Τον Οκτώβριο του 1929 ή ΓκεΠεΟυ ανακάλεσε τον επίσκοπο Ονούφριο από την εξορία, μέ την εντολή να παρουσιαστεί στο Τομπόλσκ. Εκεί τού ζήτησαν να επιλέξει έναν τόπο διαμονής, απαγορεύοντας του πάντως τη μετάβαση στη Μόσχα, στην Πετρούπολη και στο Ροστώφ. Ό επίσκοπος ζήτησε την άδεια να εγκατασταθεί στο Στάρι-Όσκόλ της επαρχίας Κούρσκ.
Έτσι, στα μέσα Δεκεμβρίου έφτασε στην πόλη αυτή, αφού προηγουμένως διορίστηκε επίσκοπός της από τον τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου μητροπολίτη Σέργιο.


Σ’ εκείνη την επαρχία οι ορθόδοξοι είχαν τότε μόνο είκοσι ναούς. Όλοι οι άλλοι ναοί είχαν καταληφθεί, μέ τη συμπαράσταση τών σοβιετικών αρχών, από τούς σχισματικούς της «Ζωντανής Εκκλησίας».
Στον επίσκοπο Ονούφριο επιτράπηκε να λειτουργεί σ’ έναν μόνο ναό. Επιπλέον του απαγορεύθηκε ή έξοδος από την πόλη. Αυτοί οι περιορισμοί, ωστόσο, δεν τον εμπόδισαν να διοικεί την επαρχία του μέ επιτυχία. Δεν είχε όχι μόνο έπισκοπείο, μα ούτε καν γραφείο. Δεχόταν τούς κληρικούς και τούς πιστούς στο ταπεινό δωματιάκι όπου έμενε. Σχεδόν ποτέ δεν ήταν μόνος σ’ εκείνο το δωματιάκι. Αναρίθμητοι ήταν οι Ιερείς και οι λαϊκοί, που έρχονταν απ’ όλη την επαρχία του αλλά κι από πολύ μακρινές περιοχές, επιθυμώντας να συζητήσουν μαζί του και να τον συμβουλευτούν για διάφορα θέματα. Όλους τούς δεχόταν μέ προθυμία και Αγάπη, προσπαθώντας να τούς ικανοποιήσει στα πλαίσια των δυνατοτήτων του. Χάρη στο κύρος του και τη δραστηριότητά του, μέσα σε τρεις μόνο μήνες από την εγκατάσταση του στο Στάριι-Όσκόλ, δηλαδή από τον Δεκέμβριο τού 1929 έως τον Μάρτιο τού 1930, οι σχισματικοί σχεδόν εξαφανίστηκαν από την επαρχία και οι ναοί των ορθοδόξων αυξήθηκαν από είκοσι σε εκατόν εξήντα ένας.


Ή σεμνή μορφή τού επισκόπου Ονούφριου, ή ασκητική του διαγωγή, τά καλοσυνάτα του μάτια, στα οποία καθρεφτίζονταν ή πίστη στον Θεό και ή Αγάπη προς τον πλησίον, τά εμπνευσμένα του κηρύγματα, μέ τά όποια καλούσε τούς ανθρώπους σε μετάνοια, συγχωρητικότητα και πιστότητα στην Ορθοδοξία, όλα αυτά είχαν γεννήσει στις καρδιές των πιστών τον βαθύ σεβασμό και την απεριόριστη ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπό του.
Το 1933 συμπλήρωσε δέκα χρόνια αρχιερατικής διακονίας, από τά όποια τά μισά τά είχε περάσει σε φυλακές και εξορίες. Τον Μάρτιο τού ίδιου έτους ή ΓκεΠεΟυ συνέλαβε και πάλι τον ιεράρχη, ό όποιος κλείστηκε για δύο εβδομάδες στη φυλακή του Στάριι-Όσκόλ και έπειτα μετακομίστηκε στη φυλακή του Βορονέζ. Τον Ιούνιο αποφυλακίστηκε και, αφού προήχθη σε αρχιεπίσκοπο, διορίστηκε στην εκκλησιαστική επαρχία Κούρσκ.
Οι πιστοί του Κούρσκ, έχοντας πληροφορηθεί τις αρετές και την πολιτεία του, τον ύποδέχθηκαν μέ μεγάλη χαρά. Οι αρχές, όμως, άρχισαν αμέσως να τον παρακολουθούν στενά και να παρεμβάλλουν προσκόμματα στην ποιμαντορική του διακονία. Όπως στο Στάριι-Όσκόλ, έτσι κι έδώ του απαγόρευσαν να περιοδεύει στην επαρχία του και τον περιόρισαν σ’ έναν μόνο ναό της πόλης. Σύντομα, μάλιστα, διαπιστώνοντας μέ ανησυχία ότι στον ναό εκείνο συναθροίζονταν πολυάριθμοι πιστοί, τον έστειλαν σε μικρότερο και λίγο αργότερα σε ακόμα μικρότερο. Τούς κληρικούς και τούς λαϊκούς, πού ήθελαν να μιλήσουν μαζί του, τούς δεχόταν στο φτωχικό του διαμέρισμα, όπου, επίσης, στις λιγοστές ελεύθερες ώρες του έγραφε πνευματικά και θεολογικά άρθρα. Τριάντα ένα τέτοια άρθρα έγραψε όσο έμεινε στο Κουρσκ.



Ή ζωή του ήταν απλή, ασκητική. Ποτέ δεν φρόντιζε ούτε για το καθημερινό του ψωμί. Πίταν άπόλυτα ικανοποιημένος μέ ότι τού έστελνε, αν τού έστελνε κάτι, ό Κύριος. Στο κατάλυμά του είχε ελάχιστα πράγματα, μόνο τά απαραίτητα. Τά ρούχα του ήταν λιγοστά και ευτελή. Οι πιστοί, βλέποντας τη στέρησή του, έκαναν ότι μπορούσαν για να τον εφοδιάσουν μέ πράγματα πού θα διευκόλυναν τη ζωή του. Μα εκείνος όλα τά μοίραζε. Χρήματα τού έδιναν; Τά μοίραζε σε φτωχούς. Ρούχα τού έδιναν; Τά χάριζε σε γυμνούς. Τρόφιμα τού έδιναν; Τά πρόσφερε σε πεινασμένους. Στο σπίτι του μαζεύονταν κάθε μέρα διάφοροι δυστυχισμένοι άνθρωποι, πού ήξεραν πόσο σπλαχνικός ήταν, και ζητούσαν τη βοήθειά του. ’Έτσι, σ εκείνον δεν έμενε ποτέ τίποτα.


Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ χτύπησε την πόρτα του ένας ηλικιωμένος ιερέας, πού μόλις είχε αποφυλακιστεί. 'Ήταν άρρωστος, πεινασμένος και ξυλιασμένος, καθώς φορούσε μόνο ένα καλοκαιρινό ζωστικό, κι αυτό κουρελιασμένο. Ό αρχιεπίσκοπος τού παραχώρησε το πρόχειρο μπάνιο του, για να πλυθεί, και τού έδωσε καθαρά ρούχα. Έπειτα τού πρόσφερε φαγητό και, τέλος, τον έβαλε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, ενώ ό ίδιος ξάπλωσε σ’ έναν πάγκο.
Το πρωί, φεύγοντας για το χωριό του, ό γέρο-ιερέας φόρεσε το δικό του ζωστικό, πλυμένο τώρα και μπαλωμένο. Την ώρα, όμως, πού αποχαιρετούσε τον ιεράρχη, εκείνος, βλέποντάς τον μέ το λεπτό εκείνο ρούχο, δεν τον άφησε να φύγει. Έβγαλε αμέσως από μια ντουλάπα ένα καινούργιο ράσο, χοντρό και ζεστό, πού του είχαν χαρίσει λίγο καιρό πριν οι πιστοί, και του το φόρεσε ό ίδιος. "Ύστερα τον ευλόγησε και τον ασπάστηκε. Ό ιερέας του φίλησε το χέρι και αναχώρησε, κλαίγοντας από χαρά.


Ή μητέρα του αρχιεπίσκοπου, ή όποια, πρέπει να πούμε, είχε
στο μεταξύ καρεΐ μοναχή με το όνομα Ναταλία και έμενε μαζί του, δυσανασχέτησε με τη φιλάνθρωπη πράξη τού γιού της.
-       Γιατί έδωσες το μοναδικό ζεστό ράσο πού είχες; τον ρώτησε. Σου ήταν τόσο απαραίτητο!
Ό αρχιεπίσκοπος χαμογέλασε και την καθησύχασε:
-       Ό πολυέλεος Κύριος θα μου στείλει άλλο.


Κάποια νύχτα τον επισκέφτηκε ένας πρώην υπάλληλος της ΓκεΠεΟυ, πού είχε απολυθεί από την υπηρεσία επειδή ήταν μέθυσος. Παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της Κρατικής Ασφάλειας, χωρίς να επιδείξει κανένα σχετικό έγγραφο, και, αφού δήλωσε πώς είχε έρθει για έρευνα, απαίτησε να τού δείξουν πού βρίσκονταν τά χρήματα. Ό αρχιεπίσκοπος, δίχως να πει λέξη, τού έδειξε το συρτάρι τού γραφείου του. Κι εκείνος, αφού πήρε όσα ρούβλια βρήκε εκεί -μερικά εκατοστάρικα-, έφυγε, απειλώντας μέ θάνατο τον αρχιεπίσκοπο και κάθε άλλον πού τυχόν θα αποκάλυπτε σε οποιονδήποτε την επίσκεψη του.
Ή μητέρα τού ιεράρχη, αυτόπτης μάρτυρας τού περιστατικού, συμβούλεψε τον γιό της:
-       Πήγαινε χωρίς καθυστέρηση να καταγγείλεις τη ληστεία στην αστυνομία, γιατί αυτός ό άνθρωπος μπορεί να ξανάρθει.
-       Ό ληστής, αποκρίθηκε εκείνος, δεν είναι πια κρατικός υπάλληλος. Έχει απολυθεί. Αν τον καταγγείλω στις αρχές. θα τον συλλάβουν, θα τον δικάσουν και ίσως να τον εκτελέσουν. Αλλά εγώ δεν θέλω τον θάνατό του. Θέλω να ζήσει και να μετανοήσει.


Τον Φεβρουάριο τού 1935, συμπληρώνοντας δώδεκα χρόνια αρχιερατικής διακονίας, ό αρχιεπίσκοπος Ονούφριος έγραφε σε κάποιον κληρικό:
Δώδεκα χρόνια αρχιερατείας... Μολονότι άρρωστος, εργαζόμουνα μ’ όλες μου τις δυνάμεις. Επιθυμούσα να βρίσκομαι συνεχώς σε κοινωνία μέ τον Σωτήρα μου και Θεό μου. Ό Χριστός έλεγε στους μαθητές Του: «Εις ήν δ' αν οικίαν είσέρχησθε, πρώτον λέγετε• ειρήνη τώ οίκω τούτω. και εάν ή εκεί υιός ειρήνης, έπαναπαύσεται επ’ αυτόν ή ειρήνη υμών- εί δε μήγε, έφ’ υμάς έπανακάμφει» (Αουκ. 10:5-6).


Εμείς οφείλουμε να φέρνουμε το φως τού Χριστού σ όλους τούς ανθρώπους. Το πώς θα μάς φερθούν εκείνοι -μέ Αγάπη ή μέ εχθρότητα- δεν μάς νοιάζει. Εμείς επιτελούμε τη διακονία των κηρύκων τού Χριστού.
Χαίρομαι πού ό Θεός μου έδωσε τη δυνατότητα να κηρύσσω το Ευαγγέλιο, να οδηγώ τούς ανθρώπους στον Θεάνθρωπο Χριστό, στον όποιο και μόνο μπορούν να βρουν την Αληθινή ευτυχία και να εκπληρώσουν τον σκοπό της ζωής τους -να Αποκτήσουν την αιώνια Ανάπαυση και χαρά...
Στις 23 Ιουλίου του 1935 οι αρχές συνέλαβαν τον αρχιεπίσκοπο Ονούφριο και μαζί του όσους διακονούσαν στον Ναό του Σωτήρας του Κουρσκ: τον ηγούμενο Μαρτινιανό Θεοκτίστωφ, τον πρωθιερέα Ιππόλυτο Κρασνώφ, τον ιερέα Βίκτωρα Καρακούλιν, τον διάκονο Βασίλειο Γκνεζντίλωφ και τον ιερο-ψάλτη Αλέξανδρο Βιάζμιν.
Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν όλοι, στις 9 Δεκεμβρίου, σε έγκλεισμά σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας -ό αρχιεπίσκοπος και οι πατέρες Μαρτινιανός, Ιππόλυτος και Βίκτωρ για δέκα χρόνια, ό διάκονος Βασίλειος για επτά χρόνια και ό ιεροψάλτης για πέντε χρόνια.
Ό ιεράρχης δεν βαρυγγώμησε για την άδικη καταδίκη. «Ό Κύριος είναι πάντοτε δίκαιος», έγραφε. «Γιατί τόση θλίψη στις μέρες μας; 'Οπωσδήποτε για την Απιστία, τη βλασφημία και την ιεροσυλία των Αρχόντων για την Αποστασία τόσων επισκόπων και ιερέων για τούς νεωτερισμούς και τά σχίσματα• για τη χλιαρότητα και την ολιγοπιστία πολλών δήθεν ορθοδόξων!...».


Τον Μάρτιο του 1936 στάλθηκε μέ φρουρά στην ’Άπω Ανατολή, σ’ ένα στρατόπεδο κοντά στον Σταθμό Σρέντνε-Μπελάγια της περιοχής Άμούρ. Δύο χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στη φυλακή της πόλης Μπλαγκοβεστσένσκ. Έδώ πέρασε και τις τελευταίες μέρες της επίγειας μαρτυρικής ζωής του.


Στις 17 Μαρτίου του 1938 ή τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε μέ συνοπτικές διαδικασίες τον επίσκοπο Κουρσκ Ονούφριο σε θάνατο μέ τουφεκισμό. Και την 1η Ιουνίου του 1938 ό ιεράρχης στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα μαζί μέ άλλους δεκατρείς ομολογητές της πίστεως: τον επίσκοπο Μπέλγκοροντ Αντώνιο (Πανκέγιεφ), τούς ιερείς Ιππόλυτο Κρασνώφ. Μητροφάνη Βιλγκέμσκι, Αλέξανδρο Έρόσεφ, Μιχαήλ Ντεϊνέκα, Νικόλαο Σαντόφσκι, Βασίλειο Ίβάνωφ, Νικόλαο Κουλάκωφ, Μάξιμο Μπογκντάνωφ, Αλέξανδρο Σαούλσκι, Παύλο Ποπώφ, Γεώργιο Μπογγιαβλένσκι και τον ιεροψάλτη Μιχαήλ Βαζνεσένσκι. Όλοι τάφηκαν σε άγνωστο κοινοτάφιο.
Δέκα χρόνια πριν από το μαρτυρικό του τέλος, ό επίσκοπος Ονούφριος, εξόριστος στα Ουράλια, έγραφε:
«“Μηδέν φοβού ά
μέλλεις παθεϊν. ιδού δη μέλλει βαλεϊν ό διάβολος έξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, και εξετε θλίψιν ημέρας δέκα, γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής” (Άποκ. 2:10).
»Γιατί καταδιώκονται, εξορίζονται και φυλακίζονται οι υπηρέτες του Χριστού; 'Όλα αυτά δεν τά παθαίνουν χωρίς τη βούληση του Θεού. 


Επομένως, τά βάσανά τους είναι
δυνατό να τελειώσουν οποιαδήποτε στιγμή, αν το θελήσει ό Θεός. Οι διωγμοί παραχωρούνται για να δοκιμαστεί ή πιστότητά μας σ Εκείνον. Αν παραμείνουμε σταθερά κοντά Του ως το τέλος, θα πάρουμε ως βραβείο την αιώνια ζωή... ’Έτσι μάς υπόσχεται ό Κύριος, ό οποίος ποτέ δεν φεύδεται. Οι διωγμοί, λοιπόν, των ομολογητών της πίστεως συνεπάγονται την αιώνια χαρά, την ουράνια μακαριότητα... Να γιατί δεν πρέπει να θλιβόμαστε εμείς, οι υπηρέτες του Χρίστου, επειδή είμαστε σκορπισμένοι σε φυλακές και απόκεντρους τόπους εξορίας. Δεν πρέπει ούτε καν να σκεφτούμε την απαλλαγή από τις ταλαιπωρίες μέ οποιονδήποτε συνειδησιακό συμβιβασμό. 


Ό διωγμός είναι σταυρός που μάς δόθηκε από τον ίδιο τον Θεό. Πρέπει, λοιπόν, να τον σηκώσουμε πιστοί στο χρέος μας μέχρι θανάτου.
»Μην κοιτάς λυπημένα προς τά πίσω. Τράβα μέ θάρρος μπροστά, παραδομένος στο έλεος του Θεού. Γιατί ό Σωτήρας λέει: “Ουδείς έπιβαλών την χείρα αυτού έπ’ άροτρον και βλέπων εις τά όπίσω εύθετός έστιν εις την βασιλείαν του Θεού” (Λουκ. 9:62)».

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: