Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΕ ΤΑ ΔΕΚΑ ΤΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ. (1879-1938)










Ίερομάρτυς Αλέξανδρος (Παρούσνικωφ)



ΤΟ ΧΩΡΙΟ Τρόιτσκι της επαρχίας Μόσχας ήταν ή γενέτειρα του ίερομάρτυρος Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 1879 και ήταν γιος του ιερέα Σέργιου Παρούσνικωφ, εφημερίου του Ναού της Αγίας Τριάδος του χωριού αυτού.
Ό π. Σέργιος και ή πρεσβυτέρα του Αλεξάνδρα είχαν δεκατρία παιδιά. Ό Αλέξανδρος ήταν το δωδέκατο.


Ή πρεσβυτέρα Αλεξάνδρα κοιμήθηκε από φυματίωση σε ηλικία μόλις 46 ετών. Από τότε ή μεγαλύτερη κόρη του π. Σέργιου, ή ’Όλγα, τον βοηθούσε στην ανατροφή των μικρότερων παιδιών του. Ή ’Όλγα ήταν άνθρωπος μέ βαθιά πίστη και ευσέβεια. Αφιερώνοντας τη ζωή της στη διακονία του Θεοί και του πλησίον, δεν παντρεύτηκε. ’Έτσι, αργότερα, επιμελήθηκε την ανατροφή και τών ανιψιών της.


Ό Αλέξανδρος, αφού τελείωσε τις θεολογικές του σπουδές στην Εκκλησιαστική Σχολή Ντονσκόι και στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Μόσχας, νυμφεύθηκε το 1908 την Αλεξάνδρα Πουσκάρεφ από το κοντινό χωριό Ράμενσκι. Ό Θεός χάρισε στο ευσεβές ζεύγος δέκα παιδιά.
Στις 6 Μα'ί'ου του 1908 ό μητροπολίτης Μόσχας Βλαδίμηρος (Μπογογιαβλένσκι), γνωρίζοντας τον πόθο του Αλεξάνδρου να υπηρετήσει την Εκκλησία, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον διόρισε εφημέριο του Ναού της Αγίας Τριάδος, όπου διαδέχθηκε τον πατέρα του π. Σέργιο. Παράλληλα μέ την έφημεριακή του διακονία, ό νέος κληρικός δίδασκε θρησκευτικά στην Επαρχιακή Σχολή Κισίνεφ και στο Γυμνάσιο Θηλέων Ράμενσκι.


Οι ενορίτες αγαπούσαν τον π. Αλέξανδρο για την καλοσύνη του, την καταδεκτικότητα του και την ακτημοσύνη του. Πηγαίνοντας για ιεροτελεστίες στα σπίτια των χωρικών μετά την επιβολή τού μπολσεβικικού καθεστώτος, όταν ό λαός δοκιμαζόταν από μεγάλη πείνα, δεν δεχόταν από κανέναν ούτε χρήματα ούτε τρόφιμα. Ή Αλεξάνδρα τού έλεγε:
- Πάτερ, μην ξεχνάς ότι στο σπίτι μας δεν έχουμε τίποτα. Αν σου δώσουν κάτι...


-       Καλά, το ξέρω, τη διέκοπτε ό π. Αλέξανδρος.
Αλλά πάντοτε γύριζε μέ άδεια χέρια. Ή πρεσβυτέρα του τον κοίταζε λυπημένη και τον ρωτούσε:
-       Τίποτα δεν έφερες;
-       Μα πώς να φέρω; Όπως δεν έχουμε εμείς, έτσι δεν έχουν και οι άλλοι.
Όταν λειτουργούσε ό π. Αλέξανδρος, στην εκκλησία επικρατούσε απόλυτη ησυχία και προσευχητική ατμόσφαιρα. Οι νέοι, γνωρίζοντας πώς είχε πλατιά μόρφωση, έρχονταν συχνά στον ναό ή στο σπίτι του και συζητούσαν μαζί του για διάφορα θέματα, κυρίως για τον Θεό και την ορθόδοξη πίστη.
Μέ τά παιδάκια ήταν πάντοτε στοργικός ποτέ δεν τά μάλωνε, μόνο τά νουθετούσε μέ απέραντη Αγάπη.


Όταν άρχισε ό διωγμός της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το σοβιετικό καθεστώς, ή οικογένεια τού π. Αλεξάνδρου βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Καθώς οι Ιερείς, οι πρεσβυτέρες τους και τά παιδιά τους στερήθηκαν τά δικαιώματα πού είχαν οι άλλοι πολίτες, δεν έπαιρναν από τις αρχές δελτία τροφίμων, προκειμένου να προμηθεύονται από τά κρατικά καταστήματα τά αναγκαία για την επιβίωση τους. Και καθώς τά ελάχιστα ιδιωτικά καταστήματα, πού είχαν απομείνει, ήταν πανάκριβα, όλες οι ιερατικές οικογένειες είχαν παραδοθεί στο έλεος τού Θεού και την αγάπη των πιστών.
Κάποια παραμονή Χριστουγέννων στο σπίτι τού π. Αλεξάνδρου δεν υπήρχε ούτε ψωμί. Ή πρεσβυτέρα του καθόταν περίλυπη, μέ το κεφάλι σκυμμένο, δίπλα στο άδειο τραπέζι. Ό π. Αλέξανδρος ετοιμάστηκε να πάει στην εκκλησία για την ακολουθία. Μόλις άνοιξε την πόρτα, φώναξε:
-       Αλεξάνδρα, έλα ’δώ!



Ή πρεσβυτέρα βγήκε, και τί να δει! Στο κατώφλι βρίσκονταν δύο τσουβάλια, πού είχαν μέσα ψωμί, σιμιγδάλι και πατάτες.
-       Αυτά είναι για τη γιορτή, της είπε ό π. Αλέξανδρος.
Στα τέλη της δεκαετίας τού 1920 οι αρχές δήμευσαν το μισό σπίτι τού π. Αλεξάνδρου και εγκατέστησαν εκεί τον διοικητή τού τοπικού αστυνομικού τμήματος, ό γιός τού οποίου δούλευε στην Κεντρική Διεύθυνση της ΓκεΠεΟυ Μόσχας. Ό διοικητής έπασχε από φυματίωση, ασθένεια από την όποια και πέθανε αργότερα. Άθεος και μοχθηρός καθώς ήταν, κάθε λίγο και λιγάκι πήγαινε στο άλλο μισό σπίτι, όπου ζούσε ή ιερατική οικογένεια, κι έφτυνε πέρα-δώθε, για να διασπείρει τά μικρόβια. 


Ό π. Αλέξανδρος πολλές φορές έπεσε ατά πόδια του και τον ικέτεψε να σταματήσει.
-       Σ’ έμενα, του έλεγε, κάνετε ότι θέλετε. Μου αξίζει και ό θάνατος. Λυπηθείτε, όμως, τά παιδιά!
-       Ή παπαδική λέρα πρέπει να αφανιστεί! αποκρινόταν εκείνος, κοιτάζοντάς τον μέ μίσος.
Σύντομα ένας γιός του π. Αλεξάνδρου αρρώστησε από φυματίωση. 


Ακολούθησε άλλος ένας γιός. ’Έπειτα αρρώστησε μια κόρη και λίγο αργότερα άλλη. Δεν περνούσε χρόνος κατά τον όποιο να μη συνοδεύσει κάποιο από τά παιδιά του στο κοιμητήριο.
Στο σχολείο, πάλι, όσα παιδιά του έμειναν ζωντανά, δεν είχαν την ίδια μεταχείριση μέ τούς συμμαθητές τους. Οι δάσκαλοι πρόσφεραν κάθε μέρα πρωινό στους μαθητές και τις μαθήτριες, έκτος μόνο από τά παιδιά των ιερέων, πού τά κάθιζαν την ώρα εκείνη σ’ έναν ξεχωριστό πάγκο και τά άφηναν νηστικά.


Μια μέρα ό π. Αλέξανδρος βάδιζε στον δρόμο μέ τη μικρή του κόρη, την όποια κρατούσε από το χέρι. Κάποιοι διαβάτες, μόλις διασταυρώνονταν μαζί τους, γύριζαν ασύστολα κι έφτυναν τον ιερέα από πίσω. Ή μικρή, σφίγγοντας το χέρι του μ’ όση δύναμη είχε, συλλογιζόταν: “Γιατί, Χριστέ μου, φτύνουν τον πατέρα μου; Είναι τόσο καλός!”. Ό π. Αλέξανδρος, νιώθοντας τη θλίψη της κορούλας του, έσκυψε και της ψιθύρισε παρηγορητικά στο αυτί:


-       Δεν πειράζει, Τατιανή!
Όλα αυτά μπαίνουν στον κουμπαρά μας.
Μιαν αγελάδα, τη μοναδική περιουσία και το τελευταίο μέσο συντηρήσεως της ιερατικής οικογένειας, τούς την πήραν κι αυτήν οι αρχές κάποια μέρα. Ό π. Αλέξανδρος ήταν τότε στον ναό. Επιστρέφοντας στο σπίτι, είδε την πρεσβυτέρα του πολύ ταραγμένη.
-       Τί έγινε; τη ρώτησε.
-       Πήραν την αγελάδα μέσα από την αυλή μας, απάντησε εκείνη μέ φωνή τρεμάμενη.
-       Πήραν την αγελάδα;... Αλεξάνδρα! Παιδιά! Ελάτε όλοι! Γρήγορα, γονατιστέ! ’Άς κάνουμε ευχαριστήρια προσευχή στον προστάτη της οικογένειας μας, τον άγιο Νικόλαο τον θαυματουργό!
Ή πρεσβυτέρα τον κοίταζε μέ απορία.
-       Πάτερ;!..., ψέλλισε.
-       Αλεξάνδρα, της είπε, γιατί απορείς; Ό Κύριος μάς έδωσε 
την αγελάδα, ό Κύριος και μάς την πήρε. Δοξασμένο το όνομα Του! Ελάτε να κάνουμε την ευχαριστήρια προσευχή.


Ό καλός ιερέας ήθελε να δείξει έτσι στην πρεσβυτέρα το», και στα παιδιά του ότι στην κακία πρέπει να απαντούμε με την ακακία, και ότι τον Κύριο πρέπει να Τον ευγνωμονούμε όχι μόνο για τις χαρές αλλά και για τις πίκρες, προκειμένου να
γευθούμε τούς γλυκούς καρπούς τού παραδείσου.



Από τη μέρα πού στερήθηκαν, την αγελάδα, κάθε πρωί έβρισκαν στο κατώφλι της εξώπορτας ένα καλάθι μέ μια μπουκάλα γάλα και δύο καρβέλια ψωμί. Τά μεγαλύτερα παιδιά για καιρό έμεναν άγρυπνα ως αργά τη νύχτα, παρατηρώντας την εξώπορτα από ένα κοντινό παράθυρο, προκειμένου να μάθουν ποιος ήταν εκείνος πού τούς έφερνε το γάλα και το ψωμί. Δεν κατόρθωσαν, ωστόσο, να ανακαλύψουν
Καθώς τά δίσεκτα εκείνα χρόνια κυλούσαν, όλο και πιο συχνά, και πάντοτε τη νύχτα, καλούσαν τον π. Αλέξανδρο στη Νι-ΚαΒεΝτε για εκφοβιστική ανάκριση. Κάποια φορά τού είπαν:
-       Άφησε πια την Εκκλησία! Δεν λυπάσαι τά παιδιά σου;
-       Και τά παιδιά μου λυπάμαι και όλους τούς ανθρώπους. αλλά υπηρετώ τον Θεό και θα μείνω στην Εκκλησία ως το τέλος της ζωής μου, απάντησε ό ιερέας.

Πολλές φορές πήγαινε το πρωί να λειτουργήσει, αφού είχε περάσει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος στη ΝιΚαΒεΝτε. 0ι ενορίτες τον έβλεπαν μέ χαρά αλλά και μέ έκπληξη κάθε φορά, καθώς δεν πίστευαν πώς οι αρχές θα τον άφηναν ελεύθερο.


Στις 24 Μαρτίου τού 1938, τον καιρό τού μεγάλου διωγμού, ό π. Αλέξανδρος συνελήφθη μέ χαλκευμένες κατηγορίες και 
υποβλήθηκε σε σκληρές ανακρίσεις για δύο περίπου μήνες. Στο διάστημα αυτό ήταν προφυλακισμένος στα κρατητήρια τού Αστυνομικού Τμήματος Ράμενσκι. Εκεί υπηρετούσε κάποιος αστυνομικός μέ το επώνυμο Πλύτνικωφ, ό όποιος είχε αναλάβει να οδηγεί τον κρατούμενο ιερέα στον ανακριτή και, σε τακτές ημέρες, στα λουτρά. Μια νύχτα επισκέφτηκε κρυφά την πρεσβυτέρα Αλεξάνδρα και της είπε:
-       Αύριο θα πάω μέ τον άνδρα σας στα λουτρά. ’Άν θέλετε, ελάτε να τον δείτε. Κρυφθείτε κάτω από τη γέφυρα, απ’ όπου θα περάσουμε, και θα σάς τον φέρω εκεί.
Την άλλη μέρα ή Αλεξάνδρα κίνησε για τη γέφυρα, παίρνοντας μαζί της φαγητό και καθαρά ρούχα. Πράγματι, ό αστυνομικός έφερε τον π. Αλέξανδρο και απομακρύνθηκε λίγο, αφήνοντας τον μόνο μέ την πρεσβυτέρα του. Οι σύζυγοι συζήτησαν για κάμποση ώρα, ώσπου ό αστυνομικός τούς πλησίασε πάλι και είπε:
-       Ζητώ συγγνώμη, παππούλη, αλλά πρέπει να πηγαίνουμε.

Αποχαιρετίσθηκαν μέ δάκρυα. Ό π. Αλέξανδρος οδηγήθηκε
στα λουτρά και ή πρεσβυτέρα γύρισε στο σπίτι.
Από τά κρατητήρια ό ιερέας έστειλε στην οικογένεια του τρία σημειώματα γραμμένα σε τσιγαρόχαρτα, πού τά μετέφερε ένας αποφυλακισμένος κρυμμένα στο τακούνι της μπότας του. Σ’ αυτά έγραφε:
Αγαπημένη μου Αλεξάνδρα,
Σε ευχαριστώ για την ευτυχία πού μου πρόσφερες. Μην κλαίς για μένα. Θα γίνει το θέλημα του Θεού.
Παιδιά μου.


Σάς φιλώ και σάς σφίγγω νοερά στην αγκαλιά μου. Να αγαπιέστε μεταξύ σας, να σέβεστε τούς μεγαλύτερους, να φροντίζετε τούς μικρότερους. Τη μητέρα σας να την προστατέψετε μ όλες σας τις δυνάμεις. Ό Θεός να σάς ευλογεί.
Αγαπημένε μου Σέργιε,


Σε αποχαιρετώ. Εσύ, ως ό μεγαλύτερος γιός μου, παίρνεις τώρα τη θέση μου στην οικογένεια. Σε παρακαλώ, να 
νοιαστείς για τη μητέρα σου, τις αδελφές σου και τούς αδελφούς σου. 'Έτσι ό Θεός θα σε ευλογήσει και θα προκόψεις στη ζωή σου. Σάς νοσταλγώ όλους και θα σάς νοσταλγώ ως τον θάνατο. Σάς ζητώ γι άλλη μια φορά να μέ συγχωρήσετε.


Στο τέλος Μα'ί'ου, όταν ολοκληρώθηκε ή ανάκριση, ό π. Αλέξανδρος οδηγήθηκε φρουρούμενος στον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκείνη την ώρα ή μικρή του κόρη έπαιζε στον δρόμο μαζί μέ άλλα παιδιά. Μόλις είδε τον πατέρα της, έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε. Τότε κατάλαβε πόσο είχε αδυνατίσει στη φυλακή. Ό π. Αλέξανδρος έβαλε το χέρι του στο κεφάλι της και της είπε τρυφερά: - Τατιανή, πόσο μεγάλωσες!


Τη στιγμή εκείνη ό επικεφαλής της αστυνομικής φρουράς έπιασε το κορίτσι από το μπράτσο και το ανάγκασε να απομακρυνθεί. Ή Τατιανή έτρεξε αμέσως στη μητέρα της και της είπε ότι είδε τον πατέρα. Ή Αλεξάνδρα πετάχτηκε από το σπίτι κι έτρεξε προς τον σταθμό. Πρόφτασε τον άνδρα της την ώρα πού έμπαινε στο τρένο μαζί μέ τούς αστυνομικούς. Κάποιος απ’ αυτούς έδιωξε τούς επιβάτες από ένα κουπέ, έβαλε εκεί τον π. Αλέξανδρο και κάθισε δίπλα του. Μπήκε και ή Αλεξάνδρα. Βλέποντας πού ήταν ό άνδρας της. πήγε και κάθισε πίσω του. Στη μέση της διαδρομής ό φρουρός του την άφησε να καθίσει δίπλα του. ’Έτσι μπόρεσαν να πουν πολλά. Ήταν ή τελευταία τους συνάντηση.


Στις 2 Ιουνίου τού 1938 ή τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε τον π. Αλέξανδρο, πού βρισκόταν τότε στις φυλακές Ταγκάνκα της Μόσχας, σε θάνατο μέ τουφεκισμό. Εκτελέστηκε στις 27 Ιουνίου και τάφηκε σε άγνωστο κοινοτάφιο στο Μπούτοβο, κοντά στη Μόσχα.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: