Τά πνευματικά παιδιά του π. Σεβαστιανού συγκράτησαν
στη μνήμη τους αποφθέγματα και περιστατικά από τη ζωή του γέροντα. Ορισμένα απ’
αυτά παραθέτουμε στη συνέχεια.
Για την προσευχή έλεγε:
- Μπορούμε
να προσευχόμαστε σε κάθε τόπο και σε κάθε περίσταση -όρθιοι, καθιστοί,
ξαπλωμένοι, στη δουλειά, στον δρόμο και, κατεξοχήν, στον ναό, όπου κάθε συζήτηση
την ώρα
της άκολουθίας είναι μεγάλη αμαρτία.
*
Όποτε έμπαινε σε λεωφορείο ή άλλο μεταφορικό μέσο,
έκανε σιωπηλά το σημείο του σταυρού, χωρίς να δίνει σημασία σ’ εκείνους πού τον
χλεύαζαν. Και έλεγε:
- Ή
πίστη και ή προσευχή ενός ή δύο ανθρώπων μπορούν να
σώσουν πολλούς από ένα μεγάλο κακό.
*
Κάποια φορά, μιλώντας για τις διαφορές των
χαρακτήρων και των πνευματικών καταστάσεων των ανθρώπων, επισήμανε:
- Στούς
ανθρώπους πού έχουν εγωισμό, πρέπει να προσέχουμε πώς μιλάμε, γιατί δεν
σηκώνουν ούτε πείραγμα ούτε υπόδειξη ούτε επίπληξη. Απεναντίας, οι ταπεινοί τά
σηκώνουν όλα.
Κάποτε μάλωνε άδικα έναν ταπεινό και μακρόθυμο
άνθρωπο μπροστά σε άλλους, προκειμένου να νουθετήσει έμμεσα εκείνους, επειδή δεν
μπορούσε να τούς μιλήσει απευθείας για τις αδυναμίες τους.
*
Συνιστοϋσε στους πιστούς να φροντίζουν την υγεία
τους.
- Μην αδιαφορείτε
για την υγεία σας, έλεγε, γιατί είναι δώρο του Θεού. Ή αδιαφορία για την υγεία
είναι αμαρτία.
*
Ζητούσε απ’ όλους ευσπλαχνία και έμπρακτη αγάπη προς
τον πλησίον, ιδιαίτερα προς τους βασανισμένους, τούς δυστυχισμένους, τούς
αναπήρους και τούς αρρώστους. Παρακινούσε τις κοπέλες να εργάζονται σε
νοσοκομεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Συμβούλευε τά πνευματικά του παιδιά να
επισκέπτονται τά ιδρύματα αυτά και να παρηγορούν τούς τροφίμους τους.
- Ακόμα
κι ό πιο σκληρόκαρδος άνθρωπος, έλεγε, όταν βλέπει συνανθρώπους του πονεμένους και
αναλογίζεται ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να βρεθεί στη θέση τους, αισθάνεται
συμπόνια και Αγάπη γι’ αυτούς. Από τη συμπόνια και την Αγάπη
προς τον πλησίον εξαρτάται ή σωτηρία της ψυχής μας.
*
Εγκωμιάζοντας την ακτημοσύνη, ό π. Σεβαστιανός αναφέρθηκε
σ’ έναν γνωστό του ιερέα, ό όποιος, όταν πέθανε, δεν άφησε πίσω απολύτως
τίποτα, ούτε χρήματα ούτε πράγματα.
- Τί
καλά πού είναι, αναφωνούσε, να πεθαίνεις χωρίς υπάρχοντα και ν’ ανεβαίνεις ανάλαφρος
στη βασιλεία των ούρανών,γιά να βρεις εκεί τούς αιώνιους πνευματικούς
θησαυρούς!
*
Μετά την Προηγιασμένη Λειτουργία κάποιας Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, ένας πιστός είπε:
- Πολλοί
κοινώνησαν σήμερα.
Και ό π. Σεβαστιανός αποκρίθηκε:
- Πολλοί
κοινώνησαν... αλλά λίγοι κοινώνησαν πραγματικά.
*
Ό γέροντας τόνιζε συχνά τη σημασία της αργής και
σταθερής προόδου στην πνευματική ζωή:
- Όποιος
υπομονετικά ανεβαίνει από την αρχή ως το τέλος τη νοητή σκάλα της πνευματικής
ζωής, όποιος δεν πηδά τά σκαλιά δύο-δύο ή τρία-τρία, αλλά πατά σταθερά από το
ένα στο άλλο, χωρίς να βιάζεται, αυτός σώζεται.
*
Η σχέση μέ τούς άγιους τού
Θεού, παρακινούσε τούς πιστούς:
- Να
τιμάτε όλους τούς αγίους και να επικαλείστε τις πρεσβείες τους στις θλίψεις, στις
αρρώστιες και στούς πειρασμούς σας. Προπάντων να τιμάτε τον άγιο πού τ’ όνομα
του πήρατε στη άγιο Βάπτισμα. Οι χριστιανοί γιορτάζουν την ήμερα της μνήμης τού
αγίου τους, όχι τά γενέθλιά τους, όπως κάνουν οι άνθρωποι τού κόσμου. Μην
ξεχνάτε πώς ό Ηρώδης στη διάρκεια τού συμποσίου των γενεθλίων του πρόσταξε να αποκεφαλιστεί
ό άγιος Ιωάννης ό Πρόδρομος.
*
Όποτε τού μιλούσαν για οράματα και οπτασίες, μιάν
απάντηση έδινε:
- Εγώ
δεν βλέπω τίποτα.
Και υπενθύμιζε το γνωστό πατερικό απόφθεγμα:
- Πιο
μακάριος από τον άνθρωπο πού βλέπει αγγέλους είναι εκείνος πού βλέπει τις
αμαρτίες του.
*
Όταν αναφερόταν στον πόλεμο των παθών, τόνιζε:
- Ως τον
θάνατο, μην έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας και στις δυνάμεις σας. Κανείς δεν
μπορεί ν’ απαλλαγεί μόνος του από τά πάθη. Μόνο ό Κύριος μπορεί να μάς
απαλλάξει απ’ αυτά, αν ζητάμε τη βοήθειά Του και επικαλούμαστε τις πρεσβείες
των αγίων Του.
*
Σ’ όποιον παραπονιόταν για τις καθημερινές
δυσκολίες της ζωής και για τις συνεχείς ενοχλήσεις από τούς ανθρώπους, τούς
δαίμονες, τά πάθη κ.λπ., αποκρινόταν:
- Μην
περιμένεις άνεση και ανάπαυση σε τούτη τη ζωή. Ανάπαυση θα βρεις, ίσως, όταν θα
ψάλουν για σένα: «Μετά των άγιων άνάπαυσον, Χριστέ, την ψυχήν του δούλου
σου...». Ό άνθρωπος γεννιέται όχι για ν’ αναπαύεται, αλλά για ν’ αγωνίζεται, να
μοχθεί, να υπομένει πειρασμούς για χάρη της αιώνιας ζωής. Έδώ, στη γη, είμαστε
ξενιτεμένοι. Και οι ξενιτεμένοι δεν βρίσκουν ανάπαυση στην ξενιτιά. ’Έτσι κι
εμείς δεν πρόκειται ποτέ να βρούμε ανάπαυση σε τούτη την ξένη χώρα• θα βρούμε,
αν αγωνιστούμε, στην αγαπημένη μας πατρίδα, στο
κατοικητήριο του Θεού, στη βασιλεία των ουρανών!
*
Ό γέροντας υπογράμμιζε πάντοτε την αξία του χρόνου:
- Ποιό
είναι πολυτιμότερο πράγμα σ’ αυτόν τον κόσμο; Ό χρόνος! Τί είναι αυτό πού
περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο σπαταλάμε ασυλλόγιστα και ανώφελα; Ό χρόνος!
Χάνουμε τον χρόνο μας; Χάνουμε τον εαυτό μας, χάνουμε τά πάντα! Όταν χάνουμε
ένα πράγμα, ακόμα και το πιο ασήμαντο, το αναζητούμε επίμονα. Για το χάσιμο του
χρόνου μας, όμως, δεν μάς νοιάζει καθόλου. Ό χρόνος, πού μάς δίνεται από τον
Κύριο, πρέπει να χρησιμοποιείται σωστά• πρώτα για τη σωτηρία της ψυχής μας και
έπειτα για τά αναγκαία βιοτικά έργα, όχι για μάταιες ασχολίες, για κούφια
λόγια, για αμαρτωλές διασκεδάσεις. Ό Κύριος θα μάς ζητήσει λόγο για τη χρήση του
χρόνου μας.
Από τον Ιανουάριο του 1966 ή εύθραυστη υγεία του π.
Σεβαστιανού επιδεινώθηκε. Συχνά ό βήχας τον έπνιγε. Μέ μεγάλη δυσκολία τελούσε τη
θεία Λειτουργία. Στον ναό πήγαινε, σέρνοντας τά πόδια του, έπειτα από τονωτική
ένεση. Όσο περνούσε ό καιρός, όμως, ούτε μέ ένεση μπορούσε να βαδίσει.
Άρχισε να μιλάει πιο συχνά για τον θάνατο και την
αιωνιότητα.
- Πώς θα
ζήσουμε χωρίς εσάς, όταν θα φύγετε απ’ αυτή τη ζωή; τον ρωτούσαν τά πνευματικά
του παιδιά.
Και απαντούσε μέ ύφος αυστηρό:
- Ποιος
είμαι εγώ; Ποιος; Ό Θεός υπήρχε, υπάρχει και θα
υπάρχει!
Όποιος έχει πίστη και φόβο Θεού, θα σωθεί, έστω κι αν ζει χίλια
χιλιόμετρα μακριά από μένα. Όποιος δεν έχει πίστη και φόβο Θεού, δεν θα σωθεί,
έστω κι αν κρατιέται από το ράσο μου.
Την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών δεν λειτούργησε.
Στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας, την όποια τέλεσε ένας ιερέας πού ήταν
πνευματικό του παιδί, καθόταν σε μια πολυθρόνα στο ιερό. Μετά τη Μετάληψη
ζήτησε να ψάλει το «Της μετάνοιας άνοιξόν μοί πύλας, Ζωοδότα...». Από την ημέρα
εκείνη οι δυνάμεις του άρχισαν φανερά πια να τον εγκαταλείπουν.
Το βράδυ του Σαββάτου τού Λαζάρου, 2 Απριλίου, καθόταν
στο τραπέζι, κοντά στο παράθυρο του δωματίου του, κι έβλεπε από ’κει τούς
πιστούς να πηγαίνουν μέ τά βάγια στην εκκλησία.
- Οι
χριστιανοί συγκεντρώνονται για την αγρυπνία, μονολόγησε, εγώ όμως πρέπει να
ετοιμάζομαι για τη συνάντησή μου μέ τούς πατέρες και τούς προπάτορές μου.
Στη Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου, 9 Απριλίου,
ήταν ξαπλωμένος. Όταν ή Λειτουργία τελείωσε, φόρεσε τον μανδύα και τον σκούφο
του και βγήκε για ν’ αποχαιρετήσει τούς πιστούς. Αφού τούς έδωσε τις κατάλληλες
ευχές για την εορτή του Πάσχα, είπε:
- Εγώ
φεύγω από κοντά σας. Εγκαταλείπω την επίγεια ζωή. Ήρθε ή ώρα να χωριστούμε. Σάς
είχα υποσχεθεί ότι, πριν φύγω, θα σάς αποχαιρετούσα. Και να πού εκπληρώνω την υπόσχεση
μου. Ένα μόνο ζητώ απ’ όλους σας: Να ζείτε μέ ειρήνη και Αγάπη. ’Αν υπάρχουν αυτές
οι αρετές ανάμεσα σας, πάντοτε θα έχετε χαρά στις ψυχές σας. Αύριο θα
γιορτάσουμε τον φωτεινό Όρθρο, το Πάσχα, το προοίμιο της αναστάσεως μας, της
σωτηρίας μας, της αιώνιας χαράς μας. Και πώς μπορούμε να το γιορτάσουμε σωστά;
Μέ την ειρήνη, μέ την Αγάπη, μέ την ειλικρίνεια, μέ την καρδιακή προσευχή. Δεν
μάς σώζουν όσα καλά είναι έξω από μάς, αλλά όσα καλά είναι μέσα στην καρδιά
μας. Αυτή είναι ή τελευταία παραγγελία μου. Σάς παρακαλώ να μέ συγχωρήσετε...
Τη νύχτα του Πάσχα, 10 Απριλίου, ό γέροντας ζήτησε να
τον
πάνε στην εκκλησία, αλλά δεν μπόρεσε να σηκωθεί.
Το πρωί της Τρίτης του Πάσχα,
12 Απριλίου, ένιωθε καλύτερα. Τον πήγαν στην
εκκλησία. Μετά τη Λειτουργία, βγήκε από την Ωραία Πύλη, ανέβηκε στον άμβωνα και
μίλησε πάλι στο εκκλησίασμα:
- Αγαπητοί
μου, ή ώρα της αναχωρήσεως μου είναι πια πολύ κοντά. ’Αν πίκρανα κάποιον από σάς.
τον παρακαλώ να με συγχωρήσει για χάρη του Χριστού. Κι εγώ σάς συγχωρώ όλους για
όλα. Σάς συμπονώ. Σάς ικετεύω και πάλι ν’ αγαπάτε ό ένας τον άλλον και να ζείτε
ειρηνικά. ’Αν με ακούσετε, θα είστε πράγματι παιδιά μου.
Εγώ είμαι αμαρτωλός και ανάξιος, αλλά ελπίζω στο
άπειρο έλεος του Κυρίου. ’Αν Εκείνος με αξιώσει να μπω στη φωτεινή ουράνια
πολιτεία Του, θα μεσιτεύω για σάς αδιάλειπτα...
Επιχείρησε να βάλει μετάνοια, αλλά δεν μπόρεσε.
Έτσι, έσκυψε μόνο το κεφάλι του. Δύο-τρεις νεαροί τον βοήθησαν να μπει στο Ιερό
κι από ’κει να πάει στο δωμάτιό του, όπου μαζεύτηκαν πολλά πνευματικά του
παιδιά.
- Ό
καιρός της εκδημίας μου έφτασε, τούς είπε. Είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί ό Κύριος
θα με αξιώσει να λάβω το μεγάλο μοναχικό Σχήμα. Πολύν καιρό περίμενα αυτή την
ήμερα. Λυπάμαι πού σάς αφήνω, αλλά αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Μην
πικραίνεστε και μην ανησυχείτε. Σάς αφήνω στην προστασία της Βασίλισσας τών Ουρανών.
Αυτή θα σάς καθοδηγεί. Κι εγώ δεν θα σάς λησμονήσω. ’Αν βρω παρρησία ενώπιων του
Κυρίου, θα προσεύχομαι για σάς. Κι εσείς από ’δώ να προσεύχεστε για μένα. Να έρχεστε
όσο μπορείτε πιο συχνά στον ναό, ιδιαίτερα τις Κυριακές και τις γιορτές. Και να
ζείτε, όπως τόσες φορές έχω πει, μέ ειρήνη και αγάπη. Έτσι θα σωθείτε μέ το έλεος
του Κυρίου και τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας Του...
Το Σάββατο της Διακαινησίμου, 16 Απριλίου, ήρθε ό
επίσκοπος Βολοκολάμσκ Πιτιρίμ (Νετσάγεφ), ό όποιος έκειρε τον π. Σεβαστιανό μεγαλόσχημο
μοναχό. Μετά την κουρά του ό γέροντας μιλούσε πολύ λίγο. Το πρόσωπό του είχε αλλοιωθεί•
ήταν φωτεινό, γεμάτο χάρη. Ατενίζοντας τον, καταλάβαινες πώς ήταν ήδη κάτοικος του
ουράνιου κόσμου.
Στις 4 το πρωί της Τρίτης, 19 Απριλίου, τηλεφώνησε
στη γιατρό ’Όλγα Φεοντόροβνα. πνευματική του κόρη, πού έμενε εκεί κοντά. Εκείνη
ήρθε αμέσως. Ή όψη του ήταν πονεμένη.
- Παππούλη,
νιώθετε άσχημα; τον ρώτησε ή ’Όλγα.
- Ναι.
άσχημα, ψιθύρισε.
Του έκανε μια παυσίπονη ένεση.
Το βλέμμα του, όλο θαυμασμό και έκπληξη,
συγκεντρώθηκε για λίγο στο βάθος του δωματίου. Προφανώς έβλεπε κάποιο όραμα.
Μετά το πρόσωπό του χλόμιασε απότομα. Τεντώθηκε ελαφρά, ανάσανε για τελευταία
φορά και κοιμήθηκε ειρηνικά.
Κηδεύθηκε τρείς μέρες αργότερα στο κοιμητήριο της
Μιχαήλοφκα. Το φέρετρο μεταφέρθηκε ως εκεί από τη λεωφόρο ατούς ώμους των
πιστών. Το πλήθος πού το ακολούθησε ήταν τεράστιο -ολόκληρη λαοθάλασσα. Ή
κίνηση τών οχημάτων και των πεζών σταμάτησε, καθώς οι πιστοί είχαν καταλάβει σαν
συμπαγές τείχος όχι μόνο το οδόστρωμα αλλά και τά πεζοδρόμια. Από τά παράθυρα και
τις πόρτες τών σπιτιών οι άνθρωποι παρακολουθούσαν μέ δέος την πένθιμη πομπή.
Σ’ όλη τη διαδρομή ή χορωδία, πού πήγαινε πίσω από το φέρετρο, έψαλλε το
«Χριστός ανέστη». Όλος ό λαός έκανε το ίδιο.
Ό τάφος τού μακαριστού γέροντα βρισκόταν στην άκρη
τού κοιμητηρίου. Πίσω του απλωνόταν ή απέραντη στέπα τού Καζακστάν. Πριν από την
ταφή ό επίσκοπος Πιτιρίμ διάβασε Τρισάγιο. ’Έπειτα, έκπληρώνοντας επιθυμία τού
νεκρού στάρετς, τού έβγαλε από το κεφάλι τη μίτρα και τού φόρεσε μοναχικό
σκούφο και κουκούλι. Έτσι τον έθαψαν.
Τά λείψανα τού ομολογητή γέροντα Σεβαστιανού
άνακομίστηκαν στις 22 Οκτωβρίου τού 1997 και τοποθετήθηκαν στον Καθεδρικό Ναό
τών Είσοδίων της Θεοτόκου της Καραγκάντα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου