Ή κυρά-Άννα
από την Πάτρα
Η κυρά-’Άννα
ήτανε Μικρασιάτισσα. Φορώντας πάντα μαύρα, έσερνε άθελα της τό κλάμα τής προσφυγιάς
σ’ όλη της την ζωή. ’Ήτανε μαθήτρια του μακαριστού παπα-Γερβάσιου εξ απαλών
ονύχων. Ό παππούλης την βρήκε γόνιμη γή καί έσπειρε στην ψυχή της κάθε καλό
σπόρο που είχε στο δισάκι του. Χήρα από τα πρώτα χρόνια του γάμου της, είχε
μόνον ένα παιδί καί ήτανε πάντοτε εργαζόμενη, για να τό αναθρέψει. Τα κατάφερνε
να πνίγη τους μητρικούς συναισθηματισμούς, παρ’ ότι τό είχε μονάκριβο, καί να
του δίνη περισσότερο Χριστό καί λιγότερο τις ανθρώπινες θωπείες.
Στην
γυναίκα αυτή βρήκε πλήρη εφαρμογή ή ρήση «μηδέν έχω καί τα πάντα κατέχω». Την
μια μέρα συγκέντρωνε ελέη από οικογένειες, από καταστήματα. Έκανε καί τον πιο
στυφό καί φειδωλό να ξεκλειδώνεται μπροστά της καί να τής προσφέρει ότι του
ζητούσε, ασφαλώς πάντα για τούς φτωχούς του θεού. Καί την άλλη μέρα σαν ταχύ
βαποράκι -έτσι την αποκαλούσαν- σκόρπιζε αγαθά, σαν να ήτανε Ρωμαία αρχόντισσα·
σκεπάσματα, τρόφιμα, σκευή, φάρμακα, υποδήματα.
Ή
’Άννα έδινε τα πάντα, γιατί πίστευε στην αρετή τής ελεημοσύνης. Από τον καιρό
πού άκουσε τον λόγο του Χρυσοστόμου πώς «των ελεημόνων εστίν ή βασιλεία των
ουρανών», έχασε τα μυαλά της. Οί δρόμοι τής Πάτρας καί τών γύρω χωριών την
γνώρισαν φορτωμένη με αγαθά για τούς φτωχούς. Τό φτωχό Δοχειάρι, τα πρώτα
χρόνια πού ξεκίνησε ως κοινόβιο, δέχθηκε πολλές φορές τα φορτώματα της ’Άννας.
Μου θύμιζε τις γριές στο χωριό μου, όταν διηγούντο τό φθινόπωρο τα δοσίματα του
κόλληγα: «Ήρθε ό κόλληγας καί μου έφερε τόσα φορτώματα σιτάρι, τόσα δερμάτια
κρασί καί λάδι καί τόσα κεφάλια τυρί».
Θεία
Λειτουργία παρακολουθούσε κάθε μέρα στον 'Αι- Λουκά. Οί νηστείες καί οί προσευχές
της την συνώδευαν πάντα, όπως τα λουλούδια την άνοιξη. Τώρα, μοναχή στήν μονή
Παναγίας Έλεούσης στήν Πιτίτσα, απολαμβάνει τό άνταπόδομά της «περί πάντων ών
άνταπέδωκεν ήμίν».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου