Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Νεόφυτος μοναχός Γρηγοριάτης «Κύπρος Χριστού εὐωδία…» Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ





Νεόφυτος μοναχός Γρηγοριάτης

«Κύπρος Χριστού εὐωδία…»
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ

Μηνί Ἰανουαρίῳ ΚΔ’, μνήμη του ὁσίου πατρός ἡμών
Νεοφύτου τοῦ Εγκλείστου

Ἐν τῷ Μεγάλω Ἑσπερινῷ
            Μετά την συνήθη στιχολογίαν τοῦ «Μακάριος ἀνήρ» ἱστῶμεν στίχους στ’, και ψάλλομεν Στιχηρά Προσόμοια.

Ἦχος πλ.δ ᾿ Ὦ τοῦ Παραδόξου θαύματος.
            « Ὅσιε πάτερ Νεόφυτε, τον τοῦ Κυρίου Σταυρόν, ἐπί ὤμων ἀράμενος, λογισμῷ θεόφρονι, Αὐτῷ ἠκολούθησας . . .», « ἐκ Λευκάρων ἀνέτειλας . . .», « ἐν τῇ Ἐγκλείστρᾳ οσίως ὤκησας . . .», « . . . ἐπί ἔτη τριάκοντα μηδόλως ὄντως ἄρτου γευσάσμενος».
            « . . . ἄδεις ἀκατάπαυστα, χαίρων Χριστῷ ᾤ ἐκ βρέφους ἔσπευδες ἐν οὐρανοίς ἐντυχεῖν».
            Σήκωσες καρτερικά τόν Σταυρό τοῦ Χριστού ἀπό λογισμό θεόφρονα κατεχόμενος. Δέν στάθηκες πουθενά. Ἀκολούθησες τήν τροχιά τήν καθαρτική, τήν φωτιστική, τήν θεωτική. Λευκαρίτικε ἥλιε τῆς δικαιοσύνης. Περιώρισες τό σώμα μέσα στόν κρεμμό καί κρέμμισες τούς περιορισμούς πού ο διάβολος δυναστικά στούς ἀνθρώπους ἐπέβαλε, λόγῳ τῶν ἁμαρτιών καί τῶν παθῶν. Δέν γεύτηκες ἀνθρώπινο σταρένιο ψωμί τριάντα χρόνια. Ἄρτος οὐράνιος καί ποτήριον ζωής ἔφταναν νά θρέψουν τήν ψυχή καί τό σώμα σου. Ἀπό μικρό παιδί βίαζες τόν ἑαυτό σου νά συντυγχάνη μέ τόν Χριστό. Ἡ συνομιλία ἔγινε σέ σἐνα πηγή χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως. Γι’ αὐτό ψάλλεις χωρίς κατάπαυση: « Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν· ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν ἐκκλησίᾳ ὁσιων».

Δόξα τῶν ἑσπερίων. Ἦχος πλ. δ’.
            « . . . Ἀγγέλου ἡξιώθης ἀκοῦσαι φωνῆς . . . ἐν τῷ κρημνῷ διαιτώμενος . . . ἐγκρατείᾳ καί σκληραγωγίᾳ τά πάθη ἐκνευρούμενος».
            Ἀξιώθηκες ν’ ἀκούσης φωνή ἀγγελική, διατρίβοντας στό κατακόρυφο κρεμμό καί τά νεῦρα τῶν παθῶν μέ τήν ἐγκράτεια κόβοντας, βασιλικά περπάτησες στόν δρόμο τῆς εὐαγγελικῆς ρήτρας: «Τοῦτο δέ τό γένος οὐ μή ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».

Λιτή. Στιχηρά ἰδιόμελα. Ἦχός β’.
            «Τών ἐν τῷ βίῳ πραγμάτων καταφρονήσας, πάτερ Νεόφυτε, τήν ἇνω πολιτείαν έπεπόθησας . . . ἀδικίαν ἀπεβάλου, καί ἐδίωξας δικαιοσύνην. Διό, πάτερ ὅσιε, μνημόνευε και ἡμῶν, ἐν ταῖς εὐχαῖς σου πρός Κύριον».
            Ἀφοῦ περιφρόνησες τά βιωτικά, κοσμικά, μάταια πράγματα καί σχέσεις, δηλ. τόν πλοῦτο, τήν εὐδαιμονία, τήν ἐπαγγελματική σταδιοδρομία, τήν ἡδονική σχέση μέ τούς ανθρώπους, τίς εὐκολίες τῆς ἐλαστικής κοινωνίας πού συγχωρεί ὅσα δέν συγχωροῦνται καί δέχεται ὠς ἀξίες τίς ἀπαξίες, ἐπόθησες νά γίνης οὐρανοπολίτης, κάτοικος τῆς Νέας Σιών, της Νέας Ἰερουσαλήμ. Ἀπέβαλες τήν αδικία και επεδίωξες νά δικαιωθής  διά τῆς πίστεως στον Ἰησοῦ Χριστό. Δέν ἤλπισες ποτέ στήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη πού θανατώνει καί δέν ἀνασταίνει. Ἀγάπησες τόν νοητό ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ τόν σεσαρκωμένο, τόν Σταυρωμένο, τόν Αναστημένο καί Ἀναληφθέντα. Γι’ αὐτό, ὅσιε πάτερ, θυμήσου μας. Μή ξεχνᾶς τούς αμαρτωλούς, τούς κατατρεγμένους και περιφρονημένους ἱκέτες σου, ὅταν εὔχεσαι πρός τόν Κύριο καί Θεό μας.

Δόξα. Ἦχος πλ. δ’.
            «… τήν θεόπνευστον Γρφήν ἐθεολόγεις τρανῶς …»
            Ἡ σκηνώσασα καθαρή Σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν  καθαρή ἀπό πάθη καί λογισμούς και δαίμονες καρδιά σου, σέ ἀξίωσε νά ἐκπληρώσης ἕνα μακαρισμό: «Μακάριοι οἱ καθαροί τὴ καρδία, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Αὐτή ἠ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ Λόγος τοῦ θεοῦ ὁ ἐνυπόστατος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σέ δίδαξε καί σέ φώτισε νά Θεο-Λογῆς. Νά ζῆς, νά κινῆσαι, νά εἶσαι καί νά γράφης, ὅ,τι ἔχει παραδοθῆ στους ἁγίους πατέρες τῆς Ὀρθόδοξής μας Ἐκκλησίας, τῆς μόνης Ἐκκλησίας. Θεολόγος Θεοδίδακτος, πνευματοκίνητος, ἀγράμματος καί μωρός κατά τή κόσμι· ἡ μόρφωση, ἀλλά σοφός κατά τόν Χριστό και τό φρόνημα τῆς συνειδήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Μελίρρυτος Χρυσόστομος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου χαρακτηρίστηκες. Ἀνήκουστο θαῦμα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἔφραξες τά στόματα τῶν νοητῶν λιονταριῶν. Κατατρόπωσες τούς ἐπιβουλευτές τῆς ζωῆς καί τοῦ ἤθους τοῦ τόπου καί τοῦλαοῦ σου. Μη μᾶς ξεχνᾶς, μεγάλε κι αδιάψευστε προστάτη μας.

Εἰς τόν στίχον. Στιχηρά Προσόμοια. Ἦχος πλ. β᾿.
Ὅλην ἀποθέμενοι.
            « . . . Ἱεροσολύμων, πόλιν θεία σπεύδων ἔφθασες, καί προσκυνήσας, ἴχνη τοῦ Κυρίου τά πάνσεπτα».
            Προτοῦ καταλήξης στήν θεοχάρακτη Ἐγκλείστρα σου, πόθησες νά προσκυνήσης τά σεπτᾶ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα. Ὁδηγούμενος ἀπό τόν φύλακά σου ἄγγελο, πῆγες μέχρι την ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη ψάχνοντας νά βρῆς σαρκωμένους ἀγγέλους καί οὐρανίους ἀνθρώπους. Ἡ Ὑπακοή σέ ὁδηγοῦσε στήν ὑπακοή. Ὁ Χριστός κατά φύση σέ ὁδηγοῦσε σέ Χριστούς κατά χάρη ὥστε νά γίνης ὀμόσκηνος τῶν ἀγγελοειδῶν ἐκείνων ὑπάρξεων πού βίαζαν τἠν βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔλθη στήν γη μέ τήν παρθενία, τήν ἀκτημοσύνη καί τό ταπεινό φρόνημα. Ὁ πόθος σου δέν ἐκπληρώθηκε τελείως. Ἔπρεπε νά γίνης φωτιστής τοῦ λαοῦ τής Κύπρου μέ ἕδρα τήν Κύπρο, διότι τότε ἤθελε ὁ διάβολος νά  μετατρέψη τό νησί τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων σέ νησί τῆς Ἀφροδίτης. Κινούμενος ἀπό τόν θεϊκό ἔρωτα τύφλωσες τόν σαρκικό καί τόν ἐθέωσες, τόν ἀνέστησες καί τόν ἐκκλησιοποίησες. Ὅπως ο Χριστός προσέλαβε ὅλην τήν ἀνθρώπινη φύση (πλήν τῆς ἁμαρτίας) προσφέροντας ὅλο τόν ἑαυτό του, ἀφθαρτίζοντας καί ἀθανατίζοντάς τήν, ἔτσι και σύ. Προσέλαβες ὅλο το σύγχρονό σου κόσμο καί τόν λαό τῆς Κύπρου, κατά χάρη βέβαια, ἐκούσια. Σήκωσες τόν Σταυρό τοῦ πόνου, τῆς θλίψεως καί τῆς δουλικῆς ὑποδουλώσεως στούς «φίλους καί συμμάχους» μας Δυτικούς, στούς ὁποίους ποτέ δέν ἀνήκαμε, οὔτε ἀνήκουμε οὕτε πρόκειται νά ἀνήκουμε ἱστορικά, πολιτιστικά, πνευματικά καί ἐκκλησιαστικά. Στήριξες τήν ἀποκαμένη ἐλπίδα. Γι’ αὐτό, ἀπολύτρωσε καί μᾶς σήμερα ἀπό τούς πειρασμούς, τίς θλίψεις, τίς συμφορές τῆς ζωῆς και τίς ἐπερχόμενες ποικίλες περιστάσεις.

Δόξα, τῶν Ἀποστίχων. Ἦχος β’.
            «Τῶν ἀρετῶν ἐδείχθης ὑπογραμμός ἐπί τῆς γῆς μυστικῶς . . .  ταπείνωσιν ἄμετρον ἐνεδείξω, καί τούς ἐμπιστευθέντας σοι ποιμάνας ὀρθως, εἰς μάνδραν ἀγίαν  ἐνήλασας, . . μη ἐπιλάθου· καί νῦν τῆς ποίμνης σου, . . . καί ρύου σκανδάλων τούς τιμῶντας σε.».
            Μυστικά φανερώθηκες καί ἀναδείχτηκες ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα τύπος καί ὑπογραμμός ὅλων τῶν ἀρετῶν, διότι εἶχες ἄμετρη ταπείνωση, τήν Δεσποτική δηλ. ἱδιότητα: «μάθετε ἀπ’ ἐμού ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμών· . . .». Πράγματι ἡ ταπείνωσή σου αὑτή προσείλκυσε τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τούς χριστιανούς πού ποθοῦσαν τήν σωτηρία καί τόν ἁγιασμό τους. Καί, κατόπιν θείας εὑδοκίας καί συγκαταβάσεως συγκρότησες μιά ἁγιασμένη μάνδρα, λογική ποίμνη, τήν ὁποία ἐποίμανες ὀρθά, δηλαδή ὀρθόδοξα, χωρίς ἐγωϊστική ἔπαρση, οὔτε ἀντιδικία, οὔτε προσπάθεια αὐτοδοξολογίας, οὔτε αὐταρκείας, οὔτε ἐφαρμογής αὐτονομημένης ἀνθρώπινης δικαιοσύνης, οὔτε χωρισμού ἀπό τό ὅλο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἐπιβολῆς αὐταρχικής, οὔτε φιλαρχίας. Ἀλλά, θεόφιλος καθώς ἤσουνα, ἐφάρμοσες τήν πράξη καί τήν θεωρία τῆς Ἐκκλησίας: « . .εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι ἔσται πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος.». «Ἅγιε Νεόφυτε καί θαυματουργέ, μή ξεχνάς τήν ποίμνη σου. Κι ἐμεῖς λαός δικός σου εἴμαστε, διότι καί συ ἀνήκεις στὀ λαό τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Καί ἐλευθέρωσε, ἐμᾶς πού σε τιμοῦμε καί τόν κόσμο ὅλο ἀπό τά σκάνδαλα που ψυχραίνουν τήν ἀγάπη καί ἀποκόπτουν τήν Κοινωνία τῶν Προσώπων τής Ἁγίας Τριάδος μέ τά ἀνθρώπινα.

Μετά τόν πολυέλεον. Κάθισμα. πλ. δ’. Τήν Σοφίαν καί Λόγον.
            « . . .καί τοῦ Ἰώβ ἐδέξω πληγήν τήν ἀνύποστον . .
            «Τελιωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς . . . Καί ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεός ἐπείρασεν αὐτούς, και εὖρεν αὐτούς ἀγίους Ἑαυτοῦ . . . Κρινοῦσιν ἔθνη καί κρατήσουσι λαῶν . . .»
            Δέχτηκες θεοφόρε καί σοφέ Νεόφυτε την πληγή τοῦ Ἰώβ στο ξεραμένο σου κορμί. Πειράκτηκες ἀπό τόν διάβολο κατά παραχώρηση Θεοῦ καί βρέθηκες ἄξιος πολεμιστής τῆς υπομονῆς καί ἀγογγυσίας. Λίγο χρόνο παιδεύτηκες ἀπό τόν Κύριο. Εὐεργετήθηκες ὅμως πολύ. Δεν κράτησες γιά τό χατὴρι τοῦ ἑαυτοῦ σου τίποτα. Ζήτησες νά μείνης ἀκτήμονας δίδοντας σέ μᾶς τίς εὐεργεσίες πού ὁ Θεός σοῦ δώρησε, καί τό δικό σου παράδειγμα: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά  πάντα῾ Γι’ αὐτό ὁ Θεός σοῦ χάρισε τό δικαίωμα νά κρίνης τά ἔθνη καί νά γίνης κύριος τ[ν λαών. Δεσποτικό, ἐσχατολογικό, προφητικό χάρισμα. Τά ἔθνη καί οί λαοί κρίνονται ἀπό ἁγίους, θεωμένους ἀνθρώπους πού ἔχουν ἡγεμονικό ἀπλανή νοῦ καί καρδιά, διηνεκῶς καί ἀκλινῶς ἐστραμμένα πρός τό θείο ἄκτιστο φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ποιός ἆραγε θά μπορέση ν’ ἀποφύγη τούς ἐλέγχους σου κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως; Ἀλλά καί πάλι σέ παρακαλούμε συγκατένευσε και γίνε ἐπιεικής καί φιλάνθρωπος. Ὁδήγησέ μας στήν εὐλογημένη Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, τήν μετάνοια.

Κανών του Ἀγίου Νεοφύτου. Ἦχος πλ. δ᾿.

            Ὠδή Γ’. – « . . .χρόνοις πεντήκοντα πέντε διήρκεσας, πάτερ ταῖς βίαις τῆς φύσεως ἀντιμαχόμενος».
            Πενηνταπέντε χρόνια ἔγκλειστος ἔμεινες βιάζοντας τήν φύση τήν ανθρώπινη. Ἐπάλευες σκληρά. Χωρίς συγκατάβαση. Αὐστηρός στόν ἑαυτό σου, ἐπιεικής, συμπαθής, εὐπροσήγορος στούς συνανθρώπους σου. Μόνο οἱ πέτρες τής Ἐγκλείστρας γνωρίζουν τούς αγώνες, τίς ἀγρυπνίες καί τίς νηστεῖες σου. Γι’ αὐτό ὁ Θεός σέ δόξασε ἑκατονταπλάσια. Σέ ὕψωσε ἡ ταπείνωση και ἡ ἀποφυγή τῆς μάταιης δόξας καί σοῦ ἔγινε πρόξενος ἁγιασμοῦ.

            Ὠδή Στ’. – «Ἱδρῶσιν ἀσκητικοῖς και ἐργοχείρῳ ἀσχολούμενον, φθονήσας ὁ πονηρός ὀλεσαι σε ἔσπευσε· λίθον γάρ σοι ἄνωθεν κρεμᾶ τοῦ σπηλαίου σου, ἀλλ’ ἀρρύσθης τῇ δυνάμει Χριστοῦ».
            Ὁ πονηρός σ’ ἐφθόνησε ἐξ αἰτίας τῶν ἀσκητικῶν ἰδρώτων καί τῆς ἐργατικῆς ἀσχολίας σου. Θέλησε δέ νά σέ φονεύση. Γι’ αὐτό μιά μέρα πού λάξευες μέ  ἔνθεο ζήλο το μονοπάτι προς την νεώτερη Ἑγκλείστρα σου, ἐκρήμνησε καί ἐκύλισε κατεπάνω σου ἕνα πελώριο βράχο. Ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἐλευθερώθηκες ἀπό τόν κατακρημνισμό σου.

            Ὠδή Ζ᾿. – « . . .φωτιζόμενος τά μέλλοντα ἑώρας, ως παρόντα Χριστῷ πανόλβιε . . .»
            Εἶχες καί τό προορατικό χάρισμα, τρίτο στη σειρά μετά τό διορατικό και τό ἐνορατικό. Ἀνάλογα δέ μέ τήν περίσταση χρησιμοποιοῦσες καί τό κατάλληλο χάρισμα, πρός ὠφέλεια τῶν πιστῶν καί δόξα τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅποιος  ἔχη τό προορατικό, ἔχει καί τά ἄλλα ἐν Χριστῷ. Κι ἔβλεπες τά μελλούμενα ὡς συμβαίνοντα. Παράδοξο, παράλογο, παράξενο. Ὅπου θέλη ὁ Θεός, νικάται ἡ τάξη καί ἡ ἀρμονία τῆς φύσεως.

            Ὠδή Η᾿. – Ράκη νῦν ἅπερ ὥρισας, τῆς σαρκός τά καλύμματα, ἔνδον ἐν τῆ θήκη πρό τῶν χρόνων ἵστανται, ἐν τῷ σεπτῷ τεμἐνει σου . . .»
            Λίγο προτοῦ κοιμηθῆς τόν μακάριο ὕπνο τῶν δικαίων ὥρισες στήν Τυπική σου Διαθήκη: «Ἀγαθόν ὑπέρτερον παντός ἀγαθού Θεοῦ φόβος καί μνήμη θανάτου . . .». Μετά παρήγγειλες στούς μαθητές και συμμοναστές σου νά σέ ντύσουν μετά τήν κοίμησή σου μέ τά ράκη πού εσύ σκεύασες ἀπό πεῦκο, κυπαρίσσι και κέδρο, κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί νά σέ ἐνταφιάσουν στόν τάφο πού ἐσύ πάλι ἐλάξευσες μέσα στήν Ἐγκλείστρα. Κι ἀφοῦ τελειώσουν τά τής ἀκολουθίας τής Ἐκκλησίας καί πρέποντα στούς μοναχούς, νά κτίσουν ἕνα τοῖχο χωρίς θυρίδα μπροστά στόν τάφο, ὥστε νά μήν δοξαστῆς μετά θάνατον. Ὅμως, «τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῆ γῇ αὐτού ἐθαυμάτωσεν ὁ Κυριος . . .». Ἔτσι ὁ τάφος σου μέχρι σήμερα εἶναι πηγή θαυμάτων, ἀγιασμοῦ καί παρηγοριᾶς.

Αἶνοι, ἦχος α’. Πανεύφημοι μάρτυρες.
            «Θεόφρον Νεόφυτε, καθωράθης μέγιστος φωταγωγών τήν ὑφήλιον, θαυμάτων λάμψεσι, καί ἐνθέων· ὅθεν μετά κοίμησιν, τό ἄδυτον σε φῶς ὑπεδέξατο . . .»
            Θεόφρονα φωστῆρα νεόφυτε, φανερώθηκες μέγιστος ἀσκητής καί παιδαγωγός τοῦ λαοῦ σου, φωταγωγώντας τήν ὑφήλιον μέ τίς θείες ἐλλάμψεις τῶν θαυμάτων καί τῶν θείων ἐσωτερικῶν ἔργων σου· ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων μετά τήν κοίμησή σου, τό ἀνέσπερο καί ἄδυτο φῶς σέ υποδέχτηκε αἰώνια. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: