Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ή αειπάρθενος Μαρία, είναι ή ανώτερη απ’ όλες τις κτιστές λογικές υπάρξεις, είναι ασύγκριτα ανώτερη και από τούς κορυφαίους αγγέλους, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, είναι ασύγκριτα ανώτερη και άπ’ όλους τούς άγιους ανθρώπους. Ή Θεοτόκος είναι ή Δέσποινα και ή Βασίλισσα όλης της κτίσεως, της επίγειας και της ουράνιας. Ή Θεοτόκος είναι αειπάρθενος, δηλαδή παρθένος μέχρι τη γέννηση τού Θεανθρώπου Υιού της, παρθένος κατά τη γέννησή Του και παρθένος μετά τη γέννησή Του. Το όνομα Μαρία της δόθηκε με εντολή τού Θεού και σημαίνει κυρία .
'Η θεία φύση, μολονότι άπειρη, δεν εξαφάνισε τήν ανθρώπινη φύση- και ή ανθρώπινη φύση, μολονότι πεπερασμένη, δεν περιόρισε τη θεία φύση. Αυτή ή τόσο θαυμαστή ένωση των δύο φύσεων, ένωση άσύγχυτη και αδιαίρετη, ένωση πού γίνεται δεκτή με τήν πίστη και με τήν πνευματική γνώση πού γεννιέται από τήν πίστη , ένωση ασύλληπτη γιά τη σαρκική και τήν ψυχική γνώση, πραγματοποιήθηκε με τη θεϊκή παντοδυναμία.
Άν και συνελήφθη στή μήτρα της Παρθένου άνθρωπος, ήταν ήδη από τη στιγμή της συλλήψεως και Θεός. ’Άν και γεννήθηκε από τήν Παρθένο άνθρωπος, γεννήθηκε συνάμα και Θεός. ’Άν και μεγάλωνε, έτρωγε, έπινε και κουραζόταν από τήν οδοιπορία, άν και δέθηκε από τούς στρατιώτες στον κήπο της Γεθσημανή, ραπίστηκε, χτυπήθηκε με καλάμι στο κεφάλι, στεφανώθηκε με αγκάθια και σταυρώθηκε ώς άνθρωπος, ήταν μαζί και Θεός. Έτσι, οι απόστολοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες, μαθητές και απεσταλμένοι τού Θεού , ό Ιούδας ό Ισκαριώτης παρέδωσε τον Θεό , οι Ιουδαίοι αρχιερείς και ό Πιλάτος είναι Θεοκτόνοι , ή αειπάρθενος Μαρία είναι Θεοτόκος και Θεομήτωρ.
Αυτή ή ικανότητα μιάνθηκε από τήν αμαρτία, όπως και όλες οι άλλες θεόσδοτες ικανότητες, στήν ίδια τη ρίζα της, τούς προπάτορες. Επομένως, κατά τήν αναπαραγωγή των ανθρώπων, με τήν ίδια τήν πράξη της αναπαραγωγής, μεταδίδεται σ’ αυτούς το δηλητήριο της αμαρτίας, πού ενυπάρχει στήν ανθρώπινη φύση, όπως ό προφήτης Δαβίδ με θεία έμπνευση ομολογεί ως εκπρόσωπος όλης της ανθρωπότητας: «Μέσα στις ανομίες με συνέλαβε ή μητέρα μου» . Ό τρόπος συλλήψεως πού μετέδιδε στή ζωή τήν άμαρτωλότητα, δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τη σύλληψη τού Θεανθρώπου, τού προορισμένου να προσφερθεί εξιλαστήρια θυσία γιά τις αμαρτίες της ανθρωπότητας . Ή θυσία γιά τήν ανθρωπότητα έπρεπε να είναι ξένη πρός τήν αμαρτία, άμωμη και άσπιλη". Έπρεπε, επίσης, το τίμημα γιά τήν εξαγορά της ανθρωπότητας να είναι απροσμέτρητης αξίας. Ένοχη καθώς ήταν ή πεσμένη ανθρωπότητα ένώπιον τού άπειρου Θεού, δεν μπορούσε να εξαγοραστεί με τίμημα περιορισμένο, όσο μεγάλο κι άν ήταν αυτό. Έτσι, ή ανθρώπινη φύση έδωσε στον Θεάνθρωπο τη δυνατότητα να προσφερθεί θυσία, ένώ ή θεία φύση προσέδωσε σ’ αυτή τη θυσία απροσμέτρητη αξία.
Ό Θεός Λόγος, γιά να λάβει τήν ανθρώπινη φύση, αποκατέστησε το ανδρικό σπέρμα με τη δημιουργική ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος. «Ό Υιός τού Θεού», λέει ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, «ό όμοούσιος με τον Πατέρα, ...έφτιαξε γιά τον εαυτό Του... σάρκα ζωοποιημένη με ψυχή λογική και νοερή, τήν απαρχή τού δικού μας φυράματος, όχι με σπέρμα, αλλά με δημιουργία διά τού Αγίου Πνεύματος» .
«Το Άγιο Πνεύμα», λέει ό ιερός Δαμασκηνός, «κατέβηκε σ’ αύτήν, τήν καθάρισε και της έδωσε τήν ικανότητα τόσο να δεχθεί μέσα της τη θεότητα τού Λόγου όσο και να Τον γεννήσει. Και τότε έριξε τη σκιά Του πάνω της... ό Υιός τού Θεού... κατά κάποιον τρόπο σαν θείο σπέρμα» . Ή πάναγνη Παρθένος, εκ μέρους όλου τού ανθρωπίνου γένους, πρόσφερε τήν καθαρότατη μήτρα της ως δώρο στο Σπέρμα-Λόγο γιά τη σύλληψη τού Θεανθρώπου.
Ή Παρθένος, συλλαμβάνοντας και γεννώντας Θεό και άνθρωπο σε ένα πρόσωπο, το πρόσωπο τού Λόγου, έγινε πραγματικά Θεοτόκος και Θεομήτωρ. Γιατί Εκείνος πού γεννήθηκε απ’ αύτήν ήταν Θεός, μολονότι ήταν μαζί και άνθρωπος. «Πώς δεν είναι Θεοτόκος», αναφωνεί ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, «αύτή πού γέννησε Θεό σαρκωμένο;» . Ή Παρθένος, με το να γίνει Μητέρα τού Θεού, έγινε συνακόλουθα και Κυρία, Βασίλισσα, Δέσποινα όλων των λογικών όντων, επίγειων και επουράνιων, παραμένοντας συγχρόνως πλάσμα και δούλη τού Υιού της. Γεννώντας Εκείνον πού θυσιάστηκε γιά όλη τήν ανθρωπότητα, γέννησε Εκείνον πού θυσιάστηκε και γιά τήν ίδια, καθώς κι αύτή ανήκε στήν ανθρωπότητα. Ό Υιός της είναι Θεός, Δημιουργός, Κύριος, Λυτρωτής και Σωτήρας .
Όταν στον παράδεισο εξαγγέλθηκε από τον Θεό ή καταδίκη των πεσμένων πρώτων δύο ανθρώπων, εξαγγέλθηκε και ή υπόσχεση ότι το Σπέρμα της γυναίκας θά συνέτριβε το κεφάλι τού φιδιού. Γιά σπέρμα ανδρικό δεν έγινε Λόγος από τον Θεό. Ή συντριβή της εξουσίας πού είχαν ό διάβολος και ή αμαρτία πάνω στή μεταπτωτική ανθρώπινη φύση, αποδίδεται αποκλειστικά στο Σπέρμα της γυναίκας.
Όσο πλησίαζε ό καιρός της εμφανίσεως τού Λυτρωτή στή γή, οι προφητείες γιά τον τρόπο της ελεύσεως Του γίνονταν καθαρότερες. «Ό ίδιος ό Κύριος θά σάς δώσει σημείο», προφήτεψε ό Ησαΐας γιά τη θεία ενανθρώπηση επτά αιώνες πριν από το γεγονός. «Ή παρθένος θά μείνει έγκυος και θά γεννήσει υιό, πού θά ονομαστεί Εμμανουήλ». Σημείο, πράγματι, σημείο θαυμαστό, σημείο δοσμένο από τον Θεό, σημείο πού δεν θά μπορούσε ποτέ να το σκεφτεί κανένας άνθρωπος! Ήταν ένα σημείο υπερφυσικό, πού το επινόησε και το έδωσε στους ανθρώπους ό ίδιος ό Κύριος και Πλάστης τους, παραμερίζοντας τούς φυσικούς νόμους: Έκανε τήν Παρθένο Μαρία Μητέρα Του και τον εαυτό Του, τον Δημιουργό και Κύριο όλων των ορατών και αόρατων κτισμάτων, Υιό της.
Τη θεότητά Του θά τη δώσει στους ανθρώπους πού το επιθυμούν ό ίδιος ό Θεός, παίρνοντας σάρκα από τήν Παρθένο, παίρνοντας μορφή δούλου , μετέχοντας στή φύση των λογικών πλασμάτων Του και κάνοντάς τα έτσι Ικανά να μετάσχουν στή θεία φύση . Δεχθείτε το δώρο, πού σάς προσφέρεται δίχως φθόνο! Δεχθείτε το δώρο, πού σάς προσφέρεται από άφατη αγαθότητα! Δεχθείτε το δώρο, δεν μπορεί να σάς το στερήσει κανείς με πονηριά ή βία! Δεχθείτε τη μεγάλη τιμή μ’ εκείνη τήν υπερηφάνεια πού σάς οδήγησε στήν άπόφαση ν’ αρπάξετε με δολιότητα τήν απρόσιτη και απαραβίαστη θεία φύση. Μην προτιμήσετε τήν αξία των κτηνών και των δαιμόνων από τήν αξία των κατά χάρη θεών, τήν οποία σάς έφερε στή γή, στή χώρα τούτη τού θρήνου και της εξορίας σας, ό Ίδιος ό Θεός με τήν άκρα ταπείνωσή Του, με τη σάρκωση και τη γέννησή Του από τήν Παρθένο.
Ό Θεάνθρωπος είχε τήν ανθρώπινη φύση απολύτως άσπιλη αλλά πεπερασμένη, υποκείμενη σε περιορισμούς, τούς περιορισμούς όχι μόνο τού προπτωτικού ανθρώπου, αλλά και τούς πολύ μεγαλύτερους τού μεταπτωτικού . Ό Θεάνθρωπος ήταν αναμάρτητος, ήταν εντελώς αμέτοχος στήν αμαρτία ακόμα και στις πιο ασήμαντες μορφές της, καθώς οι φυσικές δυνάμεις Του δεν μεταβλήθηκαν, όπως σ’ εμάς, σε πάθη . Οι δυνάμεις αυτές βρίσκονταν στον εμβαθύνει στον χαρακτήρα του Ιησού Χρίστου, θά Τον ομολογήσει Θεό μόνο γι’ αυτόν τον χαρακτήρα Του, όπως Τον ομολόγησε ό απόστολος Πέτρος γιά τα λόγια Του και όχι γιά τα εξαίσια θαύματά Του. Τέτοιος χαρακτήρας σε άνθρωπο δεν υπήρξε ποτέ, χαρακτήρας πού να είναι διαρκώς και πλήρως ελεύθερος τόσο από προσωπική εμπάθεια όσο και από ανθρώπινη επιρροή, χαρακτήρας πού να μην παρασύρεται από κανέναν κι από τίποτα, χαρακτήρας πού να μη μεταβάλλεται ούτε από τις μομφές ούτε από τούς επαίνους, ούτε ακόμα μπροστά στους δημίους και στον θάνατο.
Ό Θεάνθρωπος ήταν απολύτως ξένος πρός ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της πεσμένης φύσεώς μας. Ήταν απολύτως ξένος -όχι ώς πρός τη σωματική κατασκευή αλλά ώς πρός τήν αίσθηση και τήν τάση της ψυχής και τού σώματος— πρός τήν ιδιότητα εκείνη, ή οποία, ενώ δεν ήταν καθόλου αισθητή μέχρι τήν πτώση, μετά τήν πτώση έγινε αισθητή, γιά ν’ αναπτυχτεί στή συνέχεια και να γίνει φυσική στον πεσμένο άνθρωπο. Ό Άδάμ, πλασμένος απαθώς από τη γή, και ή Εύα, σχηματισμένη απαθώς από τήν πλευρά τού Άδάμ, ήταν απαθείς, επειδή ακριβώς έλαβαν ύπαρξη με τρόπο απαθή. Ήταν, μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό αθώοι και αγνοί, πού, παρά τη συνεχή συναναστροφή και τη στενή συνεργασία τους, δεν χρειάζονταν ενδύματα, μην καταλαβαίνοντας καν τη γυμνότητά τους, τήν οποία διαρκώς έβλεπαν.
Ό Θεάνθρωπος συνελήφθη με τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος! Ό Λόγος σχημάτισε γιά τον εαυτό Του σάρκα στή μήτρα της πάναγνης Παρθένου! Ή σάρκα αύτή ήταν από τη σύλληψή της πανάγια, ικανή μόνο γιά αισθήματα πνευματικά και θεία. Παρά το ότι οι ιδιότητες της σάρκας του Θεανθρώπου ήταν ανθρώπινες, συγχρόνως ήταν όλες και θεώμενες, γιατί ανήκαν σ’ ένα Πρόσωπο πού ήταν Θεός και άνθρωπος. Γιά τον ίδιο λόγο οι ανθρώπινες ιδιότητες του Θεανθρώπου ήταν φυσικές και συγχρόνως υπερφυσικές γιά τήν ανθρώπινη φύση. Ή αγιότητα της σάρκας τού Κυρίου και Θεού ήταν απείρως μεγαλύτερη από τήν αγιότητα της σάρκας του προπτωτικού Άδάμ. Είναι προφανές ότι ή μίανση πού προξενεί σ’ όλους τούς ανθρώπους ό επακόλουθος της πτώσεως τρόπος συλλήψεως «μέσα στις ανομίες» , τρόπος όμοιος μ’ αυτόν των κτηνών και των θηρίων, στήν περίπτωση του Ιησού Χριστού δεν προξενήθηκε, ούτε θά μπορούσε να προξενηθεΐ. Κι αυτό επειδή ακριβώς ή σύλληψή Του δεν έγινε με τον τρόπο πού προξενεί τη μίανση. Απεναντίας, ή σύλληψη ήταν θεία• θεία, λοιπόν, ήταν και τα αποτελέσματα της.
Ό Θεάνθρωπος ώς εξιλαστήριο Θύμα πήρε πάνω Του όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες —τις συνέπειες της πτώσεως— έκτος από τήν αμαρτία, γιά να ελευθερώσει τη φύση μας άπ’ αυτές και να τήν ανακαινίσει. Τις αδυναμίες μας τις πήρε εκούσια- δεν υποτάχθηκε σε αναγκαιότητα της φύσεως. Ήταν, βλέπετε, τέλειος άνθρωπος, αλλά και τέλειος Θεός. Ήταν ό δημιουργός της ανθρώπινης φύσεως και ό απόλυτος κυρίαρχός της. Γι’ αυτό και τήν ανθρώπινη φύση Του τήν παρουσίαζε όπως Του ήταν ευάρεστο σε κάθε περίσταση, είτε με τα μεταπτωτικά είτε με τα προπτωτικά χαρακτηριστικά της. έτσι, άλλοτε παρουσίασε τήν αδυναμία της πεσμένης φύσεως:
Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, κοιμήθηκε- δέχτηκε να συλληφθεί, να δεθεί, να μαστιγωθεί, να χλευαστεί, να σταυρωθεί, να ταφεί. Άλλοτε, πάλι, παρουσίασε την ανθρώπινη φύση με τα δικαιώματα και τις δυνάμεις πού της έδωσε ό Θεός κατά την πλάση της: Περπάτησε πάνω στα νερά και μπήκε στην Ιερουσαλήμ καθισμένος σ’ ένα πουλάρι, στο όποιο κανείς ως τότε δεν είχε καθίσει . Τέτοιαν εξουσία πάνω σε ζώα αδάμαστα είχε ό Άδάμ πριν από τήν πτώση του . Άλλοτε, τέλος, ό Κύριος παρουσίασε τήν ανθρώπινη φύση με το μεγαλείο και τη δόξα πού της χάρισε ό Ίδιος, συνενώνοντάς την σ’ ένα Πρόσωπο με τη θεία φύση, μεγαλείο και δόξα πού δεν είχε αυτή ούτε στήν κατάσταση της προπτωτικής άθωότητας και άθανασίας. Τήν παρουσίασε έτσι με τα θαυμαστά σημεία πού επιτέλεσε, αλλά κυρίως με τη Μεταμόρφωσή Του μπροστά στους εκλεκτούς μαθητές Του. Ακόμα κι εκείνοι, βέβαια, αντίκρισαν τη δόξα τού Κυρίου όχι στήν πληρότητά της, αλλά στο μέτρο πού ήταν ικανοί γι’ αυτό.
Ή θεία φύση τού Θεανθρώπου ήταν, όπως είπαμε, άσύγχυτα αλλά και αδιαίρετα ενωμένη με τήν ανθρώπινη. Ή θεότητά Του ενώθηκε με τήν ανθρώπινη ψυχή και με το ανθρώπινο σώμα Του. Η ψυχή Του χωρίστηκε από το σώμα Του διά του θανάτου. Και τότε, όμως, ή θεότητά Του έμεινε αχώριστη τόσο από τήν ψυχή Του όσο και από το σώμα Του: « Εν τάφω σωματικώς, έν αδου δέ μετά ψυχής ώς Θεός, έν παραδείσω δέ μετά ληστού, και έν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ό απερίγραπτος».
Το σώμα του Θεανθρώπου είχε ασυνήθιστη, απαράμιλλη, μοναδική αρμονία και ώραιότητα, όπως έψαλλε προφητικά ό προπάτοράς του Δαβίδ: «Είσαι ό ωραιότερος από τούς ανθρώπους» . Ή σωματική ομορφιά Του, ωστόσο, δεν δημιουργούσε στο γυναικείο φύλο τις εντυπώσεις και τα αισθήματα πού δημιουργούν συνήθως οι ευπαρουσίαστοι άνδρες —μακριά από τέτοια βρόμικη και βλάσφημη σκέψη, ή οποία, πάντως, έγινε δεκτή και διατυπώθηκε από κάποιους αιρετικούς . Το σώμα τού Χριστού όχι μόνο δεν ξεσήκωνε τα αισχρά πάθη, αλλά, απεναντίας, θεράπευε όλα τα πάθη, ψυχικά και σωματικά. Μετέδιδε πλούσια τη θεία χάρη, με τήν οποία ήταν διαποτισμένο, σ’ όλους όσοι το ατένιζαν, σ’ όλους όσοι το άγγιζαν, σε άνδρες και γυναίκες. «Μια δύναμη έβγαινε από πάνω του», μαρτυρεί ό ευαγγελιστής, «και θεράπευε ιούς πάντες». «Και όσοι Τον άγγιζαν, θεραπεύονταν» . Κάθε ευσεβής ορθόδοξος χριστιανός ας βάλει με τον νου του το άφατο μεγαλείο της Θεομήτορος, πού έφερε αυτό το σώμα στή μήτρα της πρώτα και στήν αγκαλιά της έπειτα, ένώ στή συνέχεια γιά πολλά χρόνια ήταν σε στενή σχέση μαζί Του. Δεν θά σφάλλαμε, άν, λόγω της θειότητας τού σώματος τού Χριστού, ονομάζαμε θείο και το μεγαλείο της Μητέρας Του.
Το σώμα τού Κυρίου ενταφιάστηκε σ’ ένα τεχνητό σπήλαιο λαξευμένο σε βράχο, δηλαδή σ’ έναν μικρό λόφο από συμπαγή πέτρα. Το σπήλαιο ήταν πολύ στενό, γι’ αυτό και στο Ευαγγέλιο ονομάζεται μνήμα . Ή είσοδός του ήταν τόσο χαμηλή, πού, γιά να μπει κανείς, έπρεπε να σκύψει πολύ βαθιά και να συρθεί. Μετά τήν τοποθέτηση τού σώματος τού Χριστού στο μνήμα, ή είσοδος κλείστηκε με μια μεγάλη πέτρα. Οι αρχιερείς των Ιουδαίων, επειδή, αφενός, φοβούνταν μήπως ό Κύριος αναστηθεί, όπως είχε ό Ίδιος προεξαγγελθεί, και, αφετέρου, νόμιζαν ότι το σώμα Του ήταν υποταγμένο στον νόμο της φθοράς, όπως συμβαίνει με τα κοινά ανθρώπινα σώματα, σφράγισαν τήν ταφόπετρα και τοποθέτησαν στήν είσοδο φρουρά .
Μ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τούς ανθρώπινους υπολογισμούς, είχαν ληφθεΐ όλα τα μέτρα γιά τήν αποτροπή της αναστάσεως ή, σε περίπτωση πού αυτή θά συνέβαινε, γιά τήν άμεση και βίαιη θανάτωση τού Αναστημένου. Αλλά το σώμα τού Θεανθρώπου αναστήθηκε, αφήνοντας άθικτα τα υλικά εμπόδια και ανυποψίαστους τούς φρουρούς• αναστήθηκε και πέρασε μέσ’ από το παχύ, το συμπαγές, το σκληρό πέτρωμα τού σπηλαίου. Ή πέτρα παρέμεινε ακουμπισμένη στήν είσοδό του και ή σφραγίδα ανέπαφη. Σε κανένα σημείο τού βράχου δεν είχε ανοιχτεί κάποια ρωγμή, από τήν οποία θά μπορούσε να βγει το αναστημένο σώμα. Οι φρουροί ούτε τήν Ανάσταση είδαν ούτε τον αναστημένο Κύριο. Είδαν μόνο με τρόμο τον άγγελο, πού μετά τήν Ανάσταση κατέβηκε από τον ουρανό, έσπασε τη σφραγίδα και κύλησε τήν πέτρα από τήν είσοδο τού μνήματος, γιά ν’ αναγγείλει στις μυροφόρες γυναίκες και στους αποστόλους το θαυμαστό γεγονός .
Το αναστημένο σώμα τού Χριστού πέρασε μέσ’ από τις κλειστές πόρτες τού οικήματος, όπου βρίσκονταν οι απόστολοι, και στάθηκε ανάμεσα τους . Δεν αναγνωρίστηκε από τούς δύο μαθητές πού βάδιζαν πρός τήν Εμμαούς και όταν αναγνωρίστηκε, τήν ώρα της ευλογήσεως και της κοπής τού ψωμιού, έγινε άφαντο . Το σώμα αυτό μπροστά σ’ όλους τούς αποστόλους σηκώθηκε από τη γή, ανυψώθηκε στον ουρανό, διέσχισε τον αέρα σαν φτερωτό και χάθηκε πίσω από μια νεφέλη σε ανυπολόγιστο ύψος. Στον ουρανό το είδε ό πρωτομάρτυρας Στέφανος, όταν, γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, αξιώθηκε ν’ αντικρίσει τη δόξα τού Θεού, και αναφώνησε: «Να, βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό τού Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά τού Θεού».
Τις είχε πάντοτε, ώς σώμα του υπερτέλειου Θεού, αλλά μετά τήν ανάσταση τις έδειξε ολοκάθαρα και πλατιά. Το αποδεικνύουν τα ακόλουθα γεγονότα: Όταν κάποτε ό Ιησούς Χριστός βεβαίωσε τούς Ιουδαίους γιά τήν προαιώνια ύπαρξη της θείας Του φύσεως, εκείνοι πήραν πέτρες να Τον λιθοβολήσουν. Ό Κύριος, όμως, έγινε ξαφνικά αόρατος και βγήκε από τον Ναό, όπου βρίσκονταν, περνώντας άπ’ ανάμεσα τους. Έτσι έφυγε χωρίς να Τον δουν . Μιαν άλλη φορά εξοργισμένοι κάτοικοι της Ναζαρέτ άρπαξαν τον Κύριο, πού δίδασκε στή συναγωγή τους, και Τον έφεραν στήν άκρη τού βουνού, όπου ήταν χτισμένη ή πόλη, γιά να Τον ρίξουν στον γκρεμό. Εκείνος, όμως, έγινε πάλι αόρατος κι έφυγε, περνώντας άπ’ ανάμεσα τους .
Το θεώμενο σώμα του Θεανθρώπου συνελήφθη με τρόπο θείο και γεννήθηκε με τρόπο θείο. Τήν ώρα τού τοκετού ή Παρθένος ήταν γεμάτη από χαρά πνευματική, χαρά αγία. Ωδίνες δεν συνόδευαν αυτόν τον τοκετό, όπως δεν συνόδευαν πόνοι τη διάπλαση της Εύας από τήν πλευρά τού Άδάμ. Ό επώδυνος τοκετός ήταν γιά τη γυναίκα ειδικό τίμημα της παρακοής, μία από τις συνέπειες τού προπατορικού αμαρτήματος . Αλλά ή Παρθένος Μαρία εξαιρέθηκε από τον κανόνα αυτόν, επειδή ό Θεάνθρωπος Υιός της, πού συνελήφθη χωρίς ανδρικό σπέρμα και χωρίς σαρκική ηδονή, με τη δημιουργική ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, ήταν ελεύθερος τού προπατορικού αμαρτήματος. Από τήν ίδια τη σχετική ευαγγελική διήγηση, διήγηση απλή και σεμνή, φαίνεται καθαρά ότι ή γέννηση τού Ιησού Χριστού ήταν ανώδυνη γιά τη Μητέρα Του: «Και γέννησε τον Υιό της τον πρωτότοκο, Τον σπαργάνωσε και Τον ξάπλωσε σ’ ένα παχνί» . Γέννησε ή Παρθένος και αμέσως καταπιάστηκε με τη φροντίδα τού νεογέννητου Βρέφους της —Το σπαργάνωσε, λέει, και Το ξάπλωσε σ’ ένα παχνί. Δεν χρειάστηκε βοήθεια, ακριβώς επειδή δεν αισθάνθηκε πόνο ή εξασθένηση, όπως οι άλλες γυναίκες, πού συλλαμβάνουν μέσα στις ανομίες και γεννούν μέσα στις αμαρτίες , πού φέρνουν στον κόσμο παιδιά ήδη νεκρά, παιδιά παραδομένα στον αιώνιο θάνατο. Ή Παναγία γέννησε τη Ζωή και τον Ζωοδότη .
Συλλαμβάνοντας και γεννώντας τον Θεάνθρωπο, ή Θεοτόκος έγινε ανώτερη άπ’ όλους τούς άγιους, ακόμα και από τούς αγγέλους. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνει ό όσιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, μόνο σ’ αυτήν, τήν πανυπέραγνη άγια Παρθένο και Θεοτόκο, ευδόκησε να ενοικήσει τό ένα από τά τρία Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος . Οι υπόλοιποι άγιοι, μολονότι μέ τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος γίνονται μέτοχοι τής θείας (ρύσεως και κατοικητήρια τού τρισυπόστατου Θεού , δεν δέχονται μέσα τους τον Κύριο ούσιωδώς, όπως Τον δέχτηκε έκείνη στά σπλάχνα της κατά τήν ένανθρώπησή Του. Όπως ό Χριστός αντικατέστησε τον Αδάμ στή νέα γενιά των σωζομένων εκλεκτών Του κι έγινε ό γενάρχης τους, έτσι και ή Θεοτόκος αντικατέστησε τήν Εύα σ’ αύτή τη γενιά κι έγινε ή Μητέρα τους. Όπως ό Χριστός είναι ό ουράνιος Βασιλιάς τών άνθρώπων και τών άγγέλων, έτσι και ή Θεοτόκος είναι ή ουράνια Βασίλισσά τους.
Ή Θεοτόκος γεννήθηκε, όπως είπαμε, από γονείς αγίους, τον Ιωακείμ και τήν Άννα. Ηταν ό μοναδικός καρπός της συζυγίας τους, καρπός πού είχε ζητηθεί από τον Θεό με πολλές προσευχές και πολλά δάκρυα Γεννήθηκε έπειτα από πολύχρονη ατεκνία των γονιών της, όταν αυτοί ήταν ήδη σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Τά περιστατικά τής γεννήσεως τής Θεοτόκου, γεννήσεως πού προαναγγέλθηκε στον Ιωακείμ και τήν Άννα από άγγελο, μοιάζουν πολύ μέ τά περιστατικά τής γεννήσεως τού Τίμιου Προδρόμου, όπως αυτά περιγράφονται στό πρώτο κεφάλαιο τού κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Ή Εκκλησία ψάλλει τη γέννηση τού Ιωάννη έτσι: «Εύφημήσωμεν νΰν τον του Κυρίου Πρόδρομον, ον περ τώ ίερεϊ ή Ελισάβετ ετεκεν εκ μήτρας άκάρπου άλλ’ ουχί άσπορου• Χριστός γαρ μόνος χώραν διώδευσεν αδιόδευτον, άσπορον τον Ίωάννην στείρα έγέννησεν, άνευ δέ άνδρός τούτον ούκ ετεκε τον δε Ιησού, επισκιάσει Πατρός και Πνεύματος θείου, Παρθένος ετεκεν αγνά αλλά του εκ Παρθένου άνεδείχθη ό εκ στείρας προφήτης, κήρυξ ομού και Πρόδρομος» .
Παρόμοια φρονεί και ομολογεί ή αγία Εκκλησία μας γιά τη Θεομήτορα: Ή γερασμένη και άκαρπη Άννα γέννησε γιά τον Ιωακείμ θυγατέρα και γιά τον Θεό Μητέρα, αλλά όχι δίχως ανδρικό σπέρμα. Είχε δεχθεί σπέρμα από τον γέροντα και δίκαιο σύζυγό της. Ή Παρθένος, γεννημένη από άγιο ζεύγος, έγινε τό διαλεγμένο από τον Θεό και άγιασμένο γιά τον Θεό σκεύος. Σ’ αυτό τό σκεύος ένοίκησε ό Θεός Λόγος, ένανθρώπησε Εκείνος πού δημιούργησε ολα τά ορατά και άόρατα κτίσματα μέ τήν ευδοκία τού Πατρός και τη συνεργία τού Αγίου Πνεύματος, δημιουργώντας ό Ίδιος το σπέρμα μέ τη θεία δύναμη και ενέργεια Του.
Ό Θεάνθρωπος έκανε τήν Παρθένο Μητέρα Του και φύλαξε τη Μητέρα Του Παρθένο. Όντας ό Θεός και δημιουργός τής Παρθένου, έγινε Υιός της, παραμένοντας ό Θεός και δημιουργός της. Με το να γίνει Υιός της, έγινε και ό Λυτρωτής και ό Σωτήρας της. Ό παλαιός Άδάμ έδωσε τήν ύπαρξη στήν Εύα χωρίς τη συμμετοχή γυναίκας. Ή Αειπάρθενος συνέλαβε και γέννησε τον νέο Άδάμ χωρίς τη συμμετοχή άνδρα.
Όταν ένα Λογικό πλάσμα άναγνωρίζει τον Θεό ώς Σωτήρα, άναγνωρίζει συγχρόνως τη δική του πτώση και απώλεια. Ή Παρθένος Μαρία, Λοιπόν, συνελήφθηκε και γεννήθηκε στήν κατάσταση της πτώσεως και της απώλειας, στήν κατάσταση του αίχμαλωτισμού από τήν αμαρτία και τον αιώνιο θάνατο, κατάσταση όλων, γενικά, των ανθρώπων. Γεννώντας όμως τον Θεό, τον Σωτήρα της και Σωτήρα του κόσμου, έγινε πιο ένδοξη από τούς αναμάρτητους αγγέλους, πού δεν είχαν γνωρίσει τον ψυχικό θάνατο και δεν χρειάζονταν τον Σωτήρα.
Οι δίκαιοι γονείς της Θεοτόκου, όντας σε προχωρημένη ηλικία και έχοντας κατευνάσει τη σάρκα τους με μεγάλη και πολύχρονη άσκηση, κατά τη συζυγική ένωσή τους δεν ένιωσαν τα έντονα εμπαθή αισθήματα πού συνοδεύουν μια τέτοιαν ένωση, αισθήματα αναπόφευκτα σε ανθρώπους νεαρής ηλικίας, σωματικής ευρωστίας και, προπάντων, ψυχικής διαθέσεως εντελώς διαφορετικής από τη διάθεση των άγιων Θεοπατόρων. Ωστόσο, ή ένωσή τους πραγματοποιήθηκε μέ τον πανανθρώπινο τρόπο, τον τρόπο πού εμφανίστηκε μετά τήν πτώση και ώς συνέπεια της πτώσεως.
Επειδή, Λοιπόν, ή Θεοτόκος συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι οι άνθρωποι, έφερε τόσο το προπατορικό αμάρτημα όσο και τήν άμαρτητική ροπή, πού μεταδίδονται κληρονομικά στους απογόνους του Άδάμ. Γεννημένη, πάντως, από άγιους γονείς και έχοντας άγια προαίρεση, ζούσε πολύ ενάρετα. Ή αγνότητα και ή ταπείνωση ήταν οι κυριότερες αρετές της. Καταγινόταν διαρκώς στήν ενθύμηση του Θεού, στήν προσευχή και στή μελέτη της Αγίας Γραφής. Ήταν ξένη όχι μόνο πρός όλες τις θανάσιμες αμαρτίες, αλλά και πρός κάθε Λόγο ή έργο φανερά ενάντιο στον νόμο του Θεού, τον νόμο με τον όποιο είχε αναθραφεί και στον όποιο αδιάλειπτα εντρυφούσε. Αλλά ή παρουσία της αμαρτίας και του αιώνιου θανάτου ήταν φανερή ακόμα και στή Θεομήτορα, παρ’ όλη τήν αρετή της, παρ’ όλη τήν καθαρότητα της ζωής της. Σχετικές αποδείξεις βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο. Έτσι, όπως ό νους των άγίων αποστόλων, έτσι και ό δικός της νους, μέχρι τον φωτισμό του από το Άγιο Πνεύμα παρέμενε στο σκοτάδι, γι’ αυτό και δεν είχε καταλάβει τα λόγια πού είχε πει ό δωδεκάχρονος Υιός της στον Ναό . Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τούς στίχους 46-50 του 12ου κεφαλαίου του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου και τούς στίχους 4-11 του 2ου κεφαλαίου τού κατά Ίωάννην Ευαγγελίου , δείχνει με απόλυτη σαφήνεια το πώς ό «παλαιός άνθρωπος» εκδηλωνόταν και ενεργούσε στή Θεομήτορα . Ή αμαρτία και ό αιώνιος θάνατος έχουν διαποτίσει τη μεταπτωτική ανθρώπινη φύση. Δεν θά μπορούσαν, Λοιπόν, να μην υπάρχουν και στην Ύπεραγία Θεοτόκο.
Δύο φορές επισκέφτηκε το Άγιο Πνεύμα την αειπάρθενο Μητέρα τού Θεανθρώπου. Τήν πρώτη φορά, την ημέρα τού Ευαγγελισμού της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, τήν καθάρισε από το προπατορικό αμάρτημα και από τα μικρά της πταίσματα. Έτσι, εκείνην πού ήταν ανθρωπίνως αγνή, τήν έκανε χαρισματικά πάναγνη, άξια να δεχθεί στα σπλάχνα της τον Θεό Λόγο και να γίνει Μητέρα Του. Ή παρθενία της Θεοτόκου σφραγίστηκε από το Πνεύμα. Έχοντας φυλάξει ώς τότε τον εαυτό της καθαρό από κάθε αισχρό λογισμό και κάθε εμπαθές αίσθημα, έγινε πια εντελώς απόρθητη άπ’ αυτούς τούς λογισμούς και άπ’ αυτά τα αισθήματα. Τέτοια έπρεπε να είναι ή Παρθένος, ή προορισμένη γιά θεία διακονία ασύγκριτα υψηλότερη άπ’ αυτήν των Χερουβείμ και των Σεραφείμ.
Έμελλε όχι μόνο να συλλάβει και να γεννήσει τον Θεάνθρωπο, αλλά και να ζήσει μαζί Του όσο Εκείνος θά βρισκόταν στή γή. Θά Τον θήλαζε και θά Τον κρατούσε στήν αγκαλιά της κατά τη βρεφική Του ηλικία. Θά Τού παρείχε κάθε φροντίδα στα νηπιακά και τα παιδικά Του χρόνια, αλλά και αργότερα, ώσπου να γίνει τριαντάχρονος άνδρας και να φανερώσει τον εαυτό Του ώς τον αναμενόμενο Λυτρωτή τού κόσμου. Κοντά Του, βέβαια, θά ήταν πολύ συχνά και στα τριάμισι χρόνια κατά τα οποία ευαγγελιζόταν τη σωτηρία στους ανθρώπους, όπως μάς πληροφορεί ή Γραφή.
Ίσως κάποιοι ν’ αναρωτιούνται γιατί το Άγιο Πνεύμα κατά τήν πρώτη επίσκεψή Του στήν Παρθένο δεν τήν απάλλαξε από τήν κυριαρχία τού αιώνιου θανάτου. Απαντούμε: Ή απαλλαγή από τον αιώνιο θάνατο είναι καρπός της απολυτρώσεως. Πριν συντελεστεί ή απολύτρωση, δεν ήταν δυνατό να συντελεστεί ή απαλλαγή από τον αιώνιο θάνατο. Έτσι, οι άγιοι απόστολοι, πριν ακόμη ανακαινιστούν από το Άγιο Πνεύμα, είχαν λάβει πολλά και μεγάλα θεία χαρίσματα, όπως της θεραπείας των ασθενειών, της εκδιώξεως των δαιμόνιων και της αναστάσεως των νεκρών. Ή απαλλαγή τους, όμως, από τον αιώνιο θάνατο, το πέρασμά τους από τον παλαιό άνθρωπο στον νέο, ή μεταστροφή τους από τήν ψυχική κατάσταση στήν πνευματική, συντελέστηκε τήν ημέρα της Πεντηκοστής και ήταν αποτέλεσμα της απολυτρώσεως.
Άπ' όσα άναφέρθηκαν ως έδώ, γίνεται φανερή ή πλάνη των δύο άντιτιθέμενων διδασκαλιών της Δύσεως γιά τη Θεομήτορα: πρώτον, της διδασκαλίας των παπικών, οι όποιοι υποστηρίζουν ότι ή Παρθένος γεννήθηκε χωρίς να φέρει το προπατορικό αμάρτημα, όπως και ό Σωτήρας' και δεύτερον, της διδασκαλίας των προτεσταντών, οι όποιοι δεν δέχονται τήν άειπαρθενία της. Ή αλήθεια είναι ξένη πρός κάθε υπερβολή και κάθε υποτίμηση. Ή αλήθεια δίνει στο καθετί τις σωστές διαστάσεις και βάζει το καθετί στήν κατάλληλη θέση.
Ποιούς πατέρες, όμως, επικαλείται ό παπικός συγγραφέας; Μόνο Λατίνους της Δύσεως, ή οποία έχει ξεπέσει και αποκοπεί πια από τήν Ανατολή. Επικαλείται τη Σύνοδο τού Τριδέντου (1545-1563), ή οποία στήν πέμπτη συνεδρία της όρισε ότι όλοι οι άπόγονοι τού Αδάμ γεννιούνται μολυσμένοι με το προπατορικό αμάρτημα έκτος από τήν αγία Παρθένο. Επικαλείται τις Συνόδους της Βασιλείας (1431-1449) και της Αβινιόν (1457), οι όποιες έπικύρωσαν τήν απόφαση της Συνόδου τού Τριδέντου, αναγνωρίζοντας την ως αλάθητη διδασκαλία της Εκκλησίας . Το 1497 ή Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου τού Παρισιού αποφάσισε να μην ανακηρύσσει κανέναν διδάκτορα της θεολογίας, άν αυτός δεν ομολογούσε προηγουμένως το παραπάνω δόγμα γιά τη Θεομήτορα. Όλα αυτά, βέβαια, δεν έχουν καμιάν αξία γιά τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δείχνουν απλώς ότι ή αιρετική άποψη γιά άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου έπικρατειστην παπική Δύση εδώ και τέσσερις τουλάχιστον αιώνες.
Ό Μπερζιέ επικαλείται και δύο συγγραφείς πού έζησαν πριν από το Σχίσμα, τον Ωριγένη και τον ιερό Αυγουστίνο, οι όποιοι, όμως, δεν έχουν πεί τίποτα γιά το παπικό αυτό δόγμα Ό Ωριγένης, στήν έκτη ομιλία του στον ευαγγελιστή Λουκά, λέει πώς ό χαρακτηρισμός «κεχαριτωμένη» χρησιμοποιείται στή Γραφή μόνο μία φορά και αναφέρεται στή Μαρία . Αυτό, βέβαια, γίνεται δεκτό από τήν Εκκλησία, αλλά δεν έχει καμιά σχέση με το νέο δόγμα των παπικών! Ή θεία χάρη, τήν οποία έλαβε ή Αειπάρθενος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ξεπερνά ασύγκριτα τη χάρη όχι μόνο των άλλων αγίων, αλλά ακόμα και των Αγγέλων. Ό ιερός Αυγουστίνος, πάλι, στο έργο του DE NATURA ET GRATIA γράφει: «Γνωρίζουμε ότι αυτή (: ή Θεοτόκος) έλαβε άφθονη χάρη γιά να κατανικήσει τήν αμαρτία σε όλες τις μορφές της» . Αλλά και αυτά τα λόγια δεν δικαιώνουν το παπικό δόγμα. Γιατί, ποιος χρειάζεται άφθονη χάρη γιά να κατανικήσει τήν αμαρτία, παρά μόνο εκείνος πού τήν έχει μέσα του ζωντανή και ενεργή;
Ή αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, πάντοτε ομολογούσε και ομολογεί άτι το Άγιο Πνεύμα ήρθε στήν Παρθένο, τήν «ανύμφευτη Νύμφη» , και από αγνή τήν έκανε πάναγνη, από αγνή κατά φύση τήν έκανε αγνή υπέρ φύση, τήν έκανε «κεχαριτωμένη». Από τότε τροφή και τρυφή της ήταν ή χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Απολαμβάνοντας πλούσια αυτή τη χάρη, αποξενώθηκε απ’ όλες τις σαρκικές απολαύσεως, τις όποιες αποστράφηκε αποφασιστικά και ολοκληρωτικά. Έτσι έπρεπε να είναι ό λογικός ναός τού Θεού, ό θρόνος τού Κυρίου, ό πνευματικός ουρανός, ή αγία των Αγίων.
Μιαν εσφαλμένη σκέψη συνήθως τήν άκολουθοϋν πολλές άλλες. Οι παπικοί, λοιπόν, αφού δογμάτισαν ότι ή Θεοτόκος από τη σύλληψή της ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, στή συνέχεια υιοθέτησαν ακόμα πιο ακραίες απόψεις γι’ αυτήν, διακηρύσσοντας πώς ήταν ξένη πρός οποιαδήποτε αμαρτία, εντελώς αναμάρτητη , και επομένως δεν χρειαζόταν ούτε τη λύτρωση ούτε τον Λυτρωτή. 'Η ίδια, ωστόσο, ή αειπάρθενος Θεοτόκος διαψεύδει τούς τυφλωμένους αιρετικούς, ομολογώντας Σωτήρα της τον Θεό πού γέννησε . Οι παπικοί, αποδίδοντας αναμαρτησία στή Θεομήτορα, δεν δείχνουν παρά τη δυσπιστία τους στήν παντοδυναμία τού Θεού. Ή Ορθόδοξη Εκκλησία, απεναντίας, υμνεί τήν παντοδυναμία και το μεγαλείο τού Θεού, ό οποίος εκείνην πού συνελήφθη και γεννήθηκε μέσα στήν αμαρτία, τήν έκανε «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ένδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ», ανώτερη από τούς αγγέλους, πού ποτέ δεν γνώρισαν τήν αμαρτία, παραμένοντας σταθερά στήν κατάσταση της αγιότητας.
«Ή ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο και το πνεύμα μου άγάλλεται γιά τον Θεό, τον Σωτήρα μου», αναφώνησε ή «κεχαριτωμένπ» Παρθένος, όταν ή Ελισάβετ, γεμάτη από 'Άγιο Πνεύμα, διακήρυξε με δυνατή φωνή πώς ή εξαδέλφη της Μαρία είναι Μητέρα τού Θεού. Μ’ αυτά τα Λόγια της ή ύπεραγία Θεοτόκος φράζει τα στόματα όχι μόνο των παπικών, πού διδάσκουν ότι ό Θεός δεν ήταν γι’ αυτήν Σωτήρας, αλλά και των προτεσταντών, πού της άποδίδουν όχι πνευματική αγαλλίαση, όπως είπε ή ίδια, αλλά σαρκική ηδονή. Σε αντίθεση με τούς παπικούς, οι προτεστάντες, ορκισμένοι εχθροί της άειπαρθενίας της Θεοτόκου, ισχυρίζονται ότι αυτή, ό πανάγιος έμψυχος ναός τού Θεού, μετά τη γέννηση τού Θεανθρώπου, έχασε τήν παρθενία της, ήρθε σε ανώδυνη σαρκική σχέση με τον Ιωσήφ και απέκτησε παιδιά. Σκέψη φοβερή! Σκέψη βλάσφημη! Σκέψη κτηνώδης και δαιμονική μαζί! Τέτοια σκέψη μπορεί να γεννηθεί μόνο από νου βυθισμένο στήν ακολασία. Τέτοια σκέψη μπορεί να διατυπωθεί μόνο από έναν ελεεινό και αδιόρθωτο μοιχό.
Ό Λούθηρος, μοναχός πού είχε αποβάλει το μοναχικό σχήμα και είχε λάβει ώς παλλακίδα τήν Αικατερίνη φόν Μπόρα, μοναχή πού επίσης είχε αποβάλει το μοναχικό σχήμα, επιτίθεται λάβρος κατά της χριστιανικής παρθενίας. Το ίδιο κάνουν όλοι οι προτεστάντες, υποστηρίζοντας πώς ή παρθενία είναι κατάσταση αφύσικη, αντίθετη στο θέλημα και τήν εντολή του Θεού, ό όποιος, αμέσως μετά τήν πλάση των δύο πρώτων ανθρώπων, τούς είπε: «Να αυξάνεστε και να πληθύνεστε και να γεμίσετε τη γή».
Στους προτεστάντες μπορούμε ν’ απαντήσουμε με τα λόγια τού Σωτήρα πρός τούς Σαδδουκαίους: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί δεν γνωρίζετε ούτε τις Γραφές ούτε τη δύναμη τού Θεού». Κι αυτό γιατί περιορίζονται στο παραπάνω χωρίο της Γενέσεως, παραβλέποντας όσα αναφέρονται στή συνέχεια: Δηλαδή, πρώτον, ότι οι δύο πρώτοι άνθρωποι ζούσαν παρθενικά και παρέμειναν στήν κατάσταση της παρθενίας μέχρι τήν πτώση χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε τη γυμνότητά τους. Δεύτερον, ότι τη γυμνότητα αύτή τήν κατάλαβαν μετά τήν πτώση, νιώθοντας ντροπή -σημάδι της εμφανίσεως της επιθυμίας. Και, τρίτον, ότι οι σαρκικές σχέσεις της γυναίκας με τον άνδρα, όπως τις γνωρίζουμε εμείς, και οι πόνοι της κατά τον τοκετό εξαγγέλθηκαν ώς τιμωρία γιά τήν παράβαση της θείας εντολής .
Ή Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει τήν παρθενία ώς φυσική κατάσταση τού ανθρώπου και μάλιστα ώς τη μοναδική φυσική κατάστασή του, καθώς σ’ αυτήν πλάστηκε και σ’ αυτήν βρισκόταν πριν από τήν πτώση του. Ή σαρκικότητα είναι επακόλουθο της πτώσεως, είναι εκδήλωση της πανανθρώπινης ασθένειας, είναι κατάσταση αφύσικη. Ωστόσο, επειδή ακριβώς όλη ή ανθρωπότητα πάσχει από τήν ασθένεια της πτώσεως, γι’ αυτό ή αφύσικη κατάσταση θεωρείται και ονομάζεται καταχρηστικά φυσική, όπως τα συμπτώματα ενός νοσήματος είναι και ονομάζονται φυσικά γιά το νόσημα αυτό, αφύσικα, όμως, γιά τήν κατάσταση της υγείας. Πράγματι, Λοιπόν, ή παρθενία είναι πια αφύσικη γιά τήν ανθρωπότητα— γιά τήν πεσμένη ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και Λίγοι, πολύ Λίγοι από τούς δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης είναι παρθένοι. Τόσο οι πατριάρχες όσο και οι περισσότεροι προφήτες μπήκαν στον ζυγό του γάμου.
Ό Κύριός μας Ιησούς Χριστός, πού παλινόρθωσε τήν πεσμένη ανθρώπινη φύση, παλινόρθωσε και τήν παρθενία. Ό Ίδιος ως άνθρωπος ήταν πανάγιος παρθένος. Ή Μητέρα Του ήταν Παναγία Παρθένος. Ή παρθενία —ή φυσική στήν προπτωτικής κατάσταση της θεόπλαστης ανθρωπινής φύσεως και αφύσικη στή μεταπτωτική της κατάσταση— ξαναδόθηκε ώς δώρο στήν ανακαινισμένη από τον Σωτήρα ανθρώπινη φύση. «Δώρα πού δίνει ό Θεός με τη χάρη τού Ιησού Χριστού, τού Κυρίου μας», είναι όλα εκείνα πού συνιστούν τη σωτηρία μας, τήν αξία μας, τήν τελειότητά μας, όλα εκείνα πού συγκροτούν τήν «αιώνια ζωή» .
Ή παρθενία είναι δωρεά του Θεού, ή οποία παρέχεται έπειτα από θερμή και συχνά πολύχρονη προσευχή . Ή άληθινή παρθενία δεν συνίσταται μόνο στή σωματική αγνότητα, αλλά και στήν αποξένωση της ψυχής από αισχρούς λογισμούς και αισθησιακές φαντασιώσεις. Ό νους είναι ανίκανος ν’ αρνηθεί τήν αμαρτία, άν δεν λάβει τη θεία δύναμη . Ό αγώνας του νου εναντίον της αμαρτίας είναι σκληρός και επίπονος. Ό αγωνιστής πολλές φορές κλαίει πικρά και αναστενάζει βαθιά, ικετεύοντας τον Θεό γιά βοήθεια. Όταν ή καρδιά του γευθεΐ τήν πνευματική γλυκύτητα, τότε μόνο μπορεί ν’ απαρνηθεί τη σαρκική ηδονή. «Ό (σαρκικός) έρωτας αποκρούεται με τον (θείο) έρωτα και ή φωτιά σβήνεται με τήν άυλη φωτιά», λέει ό όσιος Ιωάννης ό Σιναΐτης .
Πολυάνθρωπη είναι ή χορεία των παρθένων της καινοδιαθηκικής Εκκλησίας. Όλοι τους πέρασαν στήν κα-τάσταση της παρθενίας με τη χάρη και το έλεος τού Κυρίου, αφού απέδειξαν τον ειλικρινή και καλοπροαίρετο πόθο τους γιά τήν οικείωση αυτής της άγγελικής καταστάσεως με έντονο και παρατεταμένο αγώνα εναντίον των σαρκικών επιθυμιών. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε, διαβάζοντας τούς βίους των οσίων Αντωνίου τού Μεγάλου , Παχωμίου τού Μεγάλου , Συμεών τού διά Χριστόν σαλού και πολλών άλλων μοναχών πού ευαρέστησαν τον Θεό. Ή Θεοτόκος, ωστόσο, δεν γνώρισε τον αγώνα κατά της σαρκικής επιθυμίας. Γιατί, πριν άρχίσει να ενεργεί μέσα της αυτή ή επιθυμία, ήρθε πάνω της το Άγιο Πνεύμα και σφράγισε τήν καθαρότητά της, τήν προίκισε με τη χαρισματική αγνότητα, της χάρισε τήν πνευματική ηδονή, στήν οποία προσκολλήθηκε ή καρδιά της και από τήν οποία ποτέ πια δεν αποσπάστηκε. Γι’ αυτό ή Εκκλησία μας αποκαλεί τήν Θεομήτορα «Χριστού βίβλον έμψυχον έσφραγισμένην τω Πνεύματι» .
Άν μελετήσουμε προσεκτικά τήν ευαγγελική διήγηση γιά τη γέννηση τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, θά διαπιστώσουμε χωρίς δυσκολία ότι ό Θεάνθρωπος γεννήθηκε από Παρθένο χωρίς σπέρμα ανδρικό.
Αλλά και ή αφήγηση της γεννήσεως τού Κυρίου από τον ευαγγελιστή Λουκά έχει τον ίδιο χαρακτήρα. Ό ιερός συγγραφέας αποσιωπά τήν αμηχανία τού Ιωσήφ και τήν εμφάνιση τού αγγέλου σ’ αυτόν, αλλά διηγείται τήν έλευση τού αρχαγγέλου Γαβριήλ στή Θεομήτορα με τη χαρμόσυνη είδηση της συλλήψεως και της γεννήσεως τού Υιού τού Θεού. Διηγείται, επίσης, τήν επίσκεψη της Μαρίας στήν Ελισάβετ, ή οποία με τον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος αναγνώρισε στο πρόσωπο της εξαδέλφης της τη Μητέρα τού Θεού. Όπως ό Ματθαίος, έτσι και ό Λουκάς σημειώνει πώς ή Μαρία ήταν Παρθένος αρραβωνιασμένη με κάποιον Ιωσήφ και πώς ό Υιός της ήταν πρωτότοκος. Παραλείπει, επίσης, και αυτός τα στοιχεία πού αφορούν το πρόσωπο της Θεοτόκου αλλά δεν έχουν σχέση με το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Από τήν αφήγηση του έμμεσα αλλά με σαφήνεια προκύπτει, όπως έχουμε ήδη πει, ότι ό τοκετός της Παναγίας ήταν ανώδυνος. Μάταια, λοιπόν, ζητούν οι προτεστάντες στηρίγματα στο Ευαγγέλιο γιά τη βλασφημία τους!
Ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός γράφει: «Ή Αειπάρθενος μένει και μετά τη γέννηση παρθένος, χωρίς να έρθει σε επαφή με άνδρα ώς τον θάνατό της. Μολονότι έχει γραφεί, “Και (ό Ιωσήφ) δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της, ώσπου εκείνη γέννησε τον Υιό της τον πρωτότοκο”, πρέπει να ξέρουμε ότι πρωτότοκος είναι αυτός πού γεννήθηκε πρώτος, ακόμα κι αν είναι μονογενής- γιατί (ή λέξη πρωτότοκος) δηλώνει αυτόν πού γεννήθηκε πρώτος, χωρίς συνάμα να δείχνει οπωσδήποτε τη γέννηση και άλλων. Το “ώσπου”, πάλι, σημαίνει τήν προθεσμία ορισμένου χρόνου, χωρίς να αποκλείει και τον μετέπειτα χρόνο. Γιατί και τα λόγια τού Κυρίου, “Κι εγώ θά είμαι μαζί σας συνεχώς ώς τη συντέλεια τού κόσμου”, δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι Εκείνος θά χωριστεί από μάς μετά τη συντέλεια τού κόσμου. Γι’ αυτό λέει ό θείος απόστολος, “Κι έτσι θά είμαστε γιά πάντα μαζί με τον Κύριο” , δηλαδή μετά τήν κοινή ανάσταση» .
Το «ώσπου», άν και κυριολεκτικά δηλώνει προθεσμία, εδώ δεν έχει αυτή τη σημασία, όπως δεν τήν έχει και σε πολλά άλλα χωρία της Αγίας Γραφής. Έτσι, γιά παράδειγμα, ό Κύριος είπε: «Δεν θά βγεις από ’κει», δηλαδή από τη φυλακή τού άδη, «ώσπου να ξεπληρώσεις και το τελευταίο δίλεπτο» . Είναι γνωστό άτι τα βάσανα τού άδη είναι αιώνια. Ή λέξη «ώσπου», λοιπόν, έδώ δεν μπορεί να δηλώνει προθεσμία. Ποτό είναι τότε το νόημα τού χωρίου; Ότι ό κλεισμένος στή φυλακή τού άδη δεν θά βγει ποτέ άπ’ αυτήν, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να ξεπληρώσει το χρέος των άμαρτιών του, χρέος πού ξεπληρώνεται μόνο στο χρονικό διάστημα της επίγειας ζωής με τη μετάνοια και με τα καλά έργα.
Γιά τον κόρακα πού άφησε ό Νώε να φύγει από τήν κιβωτό, είναι γραμμένο: «Βγήκε (από τήν κιβωτό) και δεν γύρισε, ώσπου στέγνωσαν τα νερά πάνω στή γή» . Αλλά ό κόρακας δεν γύρισε ποτέ, ούτε όταν στέγνωσαν τα νερά. Ό ψαλμωδός, πάλι, λέει: «Είπε ό Κύριος στον Κύριό μου: “Κάθησε στα δεξιά μου, ώσπου να βάλω τούς έχθρούς Σου κάτω από τα πόδια Σου”» . Και έδώ ή λέξη «ώσπου», ή οποία κανονικά δηλώνει προθεσμία, χρησιμοποιείται γιά να δηλώσει χρόνο απεριόριστο. Γιατί είναι προφανές άτι ό ένανθρωπήσας Υιός θά παραμείνει με τήν ανθρώπινη φύση Του καθισμένος στα δεξιά τού Πατέρα Του —σε κατάσταση, δηλαδή, υψίστης δόξας— στους ατέλειωτους αιώνες και όχι μόνο στο περιορισμένο χρονικό διάστημα κατά το όποιο θά συντρίβουν οι εχθροί Του, οι πεσμένοι άγγελοι και οι ασεβείς άνθρωποι.
Αυτό σημαίνει, λέει ό μακάριος Θεοφύλακτος, ότι ποτέ δεν ήρθε σε επαφή μαζί της, ούτε πριν από τη γέννηση ούτε μετά τη γέννηση .
Το Ευαγγέλιο δεν αναφέρει τίποτα γιά τούς γονείς της Θεοτόκου, παρουσιάζοντας ώς προστάτη της και ώς κηδεμόνα τού νηπίου Ιησού τον δίκαιο Ιωσήφ. Φαίνεται πώς οι άγιοι Θεοπάτορες έφυγαν άπ’ αυτόν τον κόσμο λίγον καιρό μετά τη γέννηση της θυγατέρας τους, καθώς ήταν ήδη ηλικιωμένοι. Έτσι, λέει ό ίερός Δαμασκηνός, «ή νέα δόθηκε από τούς ιερείς ώς μνηστή στον Ιωσήφ, όπως δίνεται το καινούργιο βιβλίο σ’ αυτόν πού ξέρει γράμματα- και ή μνηστεία έγινε γιά τη φύλαξη της Παρθένου» .
Όγδόντα χρονών ήταν ό δίκαιος Ιωσήφ, όταν τού δόθηκε ώς μνηστή ή δεκατετράχρονη Παρθένος. Σύμφωνα με τον ιουδαϊκό νόμο , έπρεπε να τη μνηστευθεί άνδρας πού να ανήκει, όπως και εκείνη, στή γενιά τού Ιούδα και στή φυλή τού Δαβίδ. Αφού, λοιπόν, έμεινε στο σπίτι τού Ιωσήφ τέσσερις μήνες, δέχτηκε τήν επίσκεψη τού αρχαγγέλου Γαβριήλ, πού τήν πληροφόρησε ότι θά γεννήσει τον Υιό τού Θεού. Τότε, με τη δημιουργική ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, συνέλαβε τον Θεάνθρωπο. Ταπεινή καθώς ήταν, όμως, δεν τόλμησε να αποκαλύψει στον μνηστήρα της ότι της είχε εμφανιστεί ό αρχάγγελος και ότι, σύμφωνα με όσα της είχε πει, ή ίδια θά γινόταν ναός τού Θεού.
Ό Ιωσήφ έμαθε από τον άγγελο, πού τού παρουσιάστηκε στον ύπνο του, τον θείο προορισμό της Παρθένου μνηστής του. Τότε κατάλαβε πώς είχε επιτακτικό καθήκον να τη διακονήσει μ’ όλες του τις δυνάμεις, και επιτέλεσε τήν ιερή διακονία του με ευλάβεια και δέος, όπως λέει ό μακάριος Θεοφύλακτος . Ενα αίσθημα απεριόριστου σεβασμού πρός το πρόσωπό της κυρίεψε τήν καρδιά τού δίκαιου γέροντα, αίσθημα όμοιο μ’ εκείνο πού ένιωσε ή αγία Ελισάβετ, όταν τήν επισκέφτηκε ή Θεοτόκος. «Πώς μου έγινε αύτή ή τιμή», αναφώνησε, «να με επισκεφτεί ή Μητέρα τού Κυρίου μου;» . Βαθιά ευλάβεια πρός τη Θεομήτορα δεν ένιωθαν μόνο οι δίκαιοι άνθρωποι. Με τήν ίδια ευλάβεια στάθηκε μπροστά της ακόμα και ό αρχάγγελος Γαβριήλ κατά τον ευαγγελισμό της. Ό αρχάγγελος αυτός συμπεριφέρθηκε διαφορετικά στον άγιο Ζαχαρία, προαναγγέλλοντάς του τη γέννηση τού άγιου Ιωάννου τού Προδρόμου, τού πιο μεγάλου προφήτη τού Θεού .
Κοινή, λοιπόν, στους άγιους αγγέλους και στους άγιους ανθρώπους είναι ή απέραντη ευλάβεια πρός τήν Αειπάρθενο. Μόνο τα πονηρά πνεύματα και οι ασεβείς άνθρωποι, οι όποιοι γίνονται όργανα αυτών των πνευμάτων, διατυπώνουν άτοπες και βλάσφημες κρίσεις γιά το σεπτό πρόσωπό της. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, μόνο ένας ασύνετος νους μπορεί να σκεφτεί πώς ή Θεοτόκος, αφού γέννησε τον Θεάνθρωπο και είδε τα θαύματα πού συνόδευαν τη γέννησή Του, καταδέχτηκε να έρθει σε σαρκική σχέση με τον Ιωσήφ και να χάσει τήν παρθενία της .
Αλλά και ό δίκαιος προστάτης της, πού είδε, επίσης, εκείνα τα θαύματα και πού πρωτύτερα είχε λάβει προσωπικά από άγγελο το χαρμόσυνο μήνυμα της γεννήσεως τού Σωτήρα από τήν Παρθένο, πώς θά μπορούσε να επιχειρήσει τήν ανόσια πράξη πού τού αποδίδουν οι προτεστάντες; Πώς θά μπορούσε ένας ογδοντάχρονος και δίκαιος γέροντας να παρασυρθεί από μια νεανική σαρκική επιθυμία και μπροστά στα μάτια τού Θεανθρώπου να διαφθείρει τήν Παναγία Μητέρα Του; Όχι! Όχι! Δεν ήταν δυνατό να διαπράξει ό άγιος γέροντας τέτοιο ανοσιούργημα! Ό δίκαιος Ιωσήφ αξιώθηκε να δεχθεί θείες αποκαλύψεις, τις όποιες δέχονται μόνο άνθρωποι αγνοί στήν καρδιά και στο σώμα. «Ιωσήφ, απόγονε τού Δαβίδ, μη διστάσεις να κρατήσεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου» , τού είπε ό άγγελος στον ύπνο του, όταν, διαπιστώνοντας τήν εγκυμοσύνη της Θεοτόκου και πέφτοντας σε αμηχανία, αποφάσισε τελικά να τη διώξει από κοντά του κρυφά. Ό άγγελος απάντησε άμεσα στους λογισμούς του. Βεβαιώνοντάς τον γιά τήν αγνότητα της Μαρίας, τον πρόσταξε να τήν κρατήσει στο σπίτι του χωρίς δισταγμό, γιατί το Παιδί, πού περίμενε, προερχόταν από το Άγιο Πνεύμα. Όταν, πάλι, έπρεπε ό Υιός τού Θεού ν’ αποφύγει τη φονική μανία τού Ηρώδη, άγγελος εμφανίστηκε γιά δεύτερη φορά στον ύπνο τού δίκαιου γέροντα και τού είπε να πάρει το Παιδί και τη Μητέρα Του —δεν αποκάλεσε χώρα τήν Παρθένο γυναίκα του Ιωσήφ— και να φύγει στην Αίγυπτο. Και όταν πέθανε ό Ηρώδης, άγγελος με τον ίδιο τρόπο του έδωσε εντολή να επιστρέψει στη χώρα του Ισραήλ, αποκαλώντας ξανά τη Μαρία μόνο Μητέρα του Παιδιού .
Στο Ευαγγέλιο αναφέρονται «αδελφοί» του Κυρίου . Στις αναφορές αυτές στηρίζονται όσοι βλάσφημοι αρνούνται τήν άειπαρθενία της Θεοτόκου. Ωστόσο, ή αξιόπιστη παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας εξηγεί ότι το Ευαγγέλιο αποκαλεί «αδελφούς» τού Κυρίου τα παιδιά του δίκαιου Ιωσήφ, του μνηστήρα και προστάτη της Παρθένου, από γάμο του με άλλη γυναίκα, ή οποία είχε αποβιώσει.
Έτσι, είναι άτοπη ή επίρριψη μομφής στον δίκαιο Ιωσήφ γιά παρθενοφθορία της Παρθένου. Ακόμα πιο άτοπη, όμως, είναι ή επίρριψη τέτοιας μομφής στήν ίδια τη Θεομήτορα. Χιλιάδες παρθένες πού συζεύχθηκαν πνευματικά τον Χριστό, φύλαξαν τη σφραγίδα της παρθενίας τους απαραβίαστη. Είναι δυνατό να μην τη φύλαξε ή κορυφαία Παρθένος, ή Νύμφη και συνάμα Μητέρα τού Χριστού; Χιλιάδες παρθένες με τη συνέργεια τού Αγίου Πνεύματος φύλαξαν τήν παρθενία τους, πλημμυρισμένες από τήν άρρητη ευφροσύνη της θείας χάριτος.
Σε μερικές διηγήσεις τού Ευαγγελίου, τις όποιες θά έξετάσουμε στή συνέχεια, ό Κύριος παρουσιάζεται να αντιμετωπίζει τη Μητέρα Του —με τα ανθρώπινα κριτήρια— ψυχρά ή και αυστηρά. Και αυτό αποτελεί «λίθο προσκόμματος» γιά όσους σκέφτονται σαρκικά. Το «πρόσκομμα», ωστόσο, άποδεικνύεται αδικαιολόγητο, άν έξεταστούν πνευματικά τα λόγια και οι ενέργειες τού Κυρίου μας. Γιατί, βέβαια, τα πνευματικά πρέπει να εξετάζονται με πνευματικό τρόπο, όπως λέει ό άγιος απόστολος . Τα έργα και τα λόγια τού Κυρίου «είναι πνεύμα και είναι ζωή». Σε αντίθεση πρός τον παλαιό Αδάμ, ό όποιος παρασύρθηκε από τη στοργή της παλαιός Εύας και αθέτησε τήν εντολή τού Θεού, ό νέος Άδάμ, ό Κύριος, παρουσιάζεται να έχει μπροστά στα μάτια Του μόνο τήν εκπλήρωση τού θείου θελήματος, και γι’ αυτό δεν παρασύρεται από τη στοργική φροντίδα της νέας Εύας. Έτσι, με τήν απάθεια Του εξαγοράζει το παραστράτημα τού προπάτορα, με τήν απόρριψη μιας στοργής φυσικής και αναμάρτητης εξαγοράζει τήν αποδοχή της στοργής πού οδήγησε στήν αμαρτία, διδάσκοντάς μας να μην παρασυρόμαστε από τα αισθήματα μας ακόμα και με τις πιο ευλογημένες αφορμές. Φως και οδηγός μας πρέπει να είναι πάντοτε ό θείος νόμος .
Ό Κύριος είχε αρχίσει πια να κηρύσσει το Ευαγγέλιο, όταν στήν Κανά, μια μικρή πόλη της Γαλιλαίος, έγινε ένας γάμος. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν ό Ιησούς, ή Μητέρα Του και οι μαθητές Του. Με τήν παρουσία Του ό Θεάνθρωπος άγίασε και τον γάμο και το τραπέζι πού άκολούθησε. Κάποια στιγμή τέλειωσε το κρασί. Τότε ή Θεοτόκος είπε στον Κύριο: «Κρασί δεν έχουν». Κι Εκείνος άποκρίθηκε: «Τί νοιάζεσαι εσύ, γυναίκα, γιά το τί θά κάνω εγώ; Δεν ήρθε ακόμα ή ώρα μου». Θαυμαστή άπάντηση με άφορμή το κρασί, πού τόσο ισχυρή επίδραση έχει στους ανθρώπους! Τέτοιαν άπάντηση έπρεπε να δώσει ό Άδάμ στήν Εύα, όταν εκείνη τον παρακίνησε να φάει από τον άπαγορευμένο καρπό, τον καρπό πού τού προξένησε τον αιώνιο θάνατο. “Τί νοιάζεσαι εσύ, γυναίκα, γιά το τί θά κάνω εγώ;”, θά μπορούσε να της πει ό Άδάμ. “Πλάστηκες από τήν πλευρά μου γιά να γίνεις βοηθός μου- μη γίνεσαι έχθρός μου. Ενώθηκα μαζί σου με τη συζυγία σε μία σάρκα. Άν έσύ καταπάτησες τήν εντολή τού Θεού, εγώ χωρίζομαι από σένα. Μαζί σου ένώθηκα γιά να διακονώ τον Θεό και όχι γιά να εναντιώνομαι σ’ Αυτόν”.
Εκείνος πού ήρθε με τη μορφή ανθρώπου στήν πεσμένη ανθρωπότητα γιά να τη σώσει από τον θάνατο, παρέχοντάς της ζωοποιητική πνευματική βρώση και πόση, το Σώμα Του και το Αίμα Του, τον ίδιο Του τον εαυτό, Εκείνος πού από Αγάπη πρός τούς ανθρώπους ήταν έτοιμος να τούς χαρίσει αμέσως αυτή τη βρώση και τήν πόση, αναφέρεται υπαινικτικά στο τραπέζι πού ετοιμάζεται από τον Θεό και πού είναι πια πολύ κοντά: «Δεν ήρθε ακόμα ή ώρα μου». Δεν ήρθε ή ώρα των σωτήριων παθημάτων μου, ή ώρα της προσφοράς τού ζωοφόρου Αίματός μου γιά τη λύτρωση της ανθρωπινής φύσεως από τον αιώνιο θάνατο. Αυτή τήν ώρα προσδοκούσε ό Κύριος, τήν ώρα τη σωτήρια γιά τούς ανθρώπους, τήν ώρα της εκδηλώσεως της απέραντης αγάπης Του, τήν ώρα γιά τήν οποία είχε έρθει στον κόσμο . Το αίτημα της Θεοτόκου αυτό καθεαυτό δεν ήταν μεμπτό και εκπληρώθηκε. Απ’ αυτό γίνεται φανερό πώς ή αρχική απόρριψη της φιλάνθρωπης μεσιτείας της νέας Εύας άπέβλεπε μόνο στην έπανόρθωση της άποδοχής της έφάμαρτης και ολέθριας προτάσεως της παλαιός Εύας από τον Άδάμ. Το νόημα των λόγων του Κυρίου είναι τούτο: “Εσύ φροντίζεις γιά τη φθαρτή τροφή των ανθρώπων, αλλά εγώ τούς αγαπώ με τήν απέραντη και ασύλληπτη θεία αγάπη. Παρακινημένος άπ’ αυτή τήν αγάπη είμαι έτοιμος να τούς προσφέρω ώς βρώση το ίδιο μου το Σώμα και ώς πόση το ίδιο μου το Αίμα. Κι αυτό θά γίνει στον καιρό του, στην ώρα τήν καθορισμένη από τήν ανεξερεύνητη θεία θέληση”.
Ό άγιος ευαγγελιστής Ματθαίος διηγείται ένα περιστατικό, στο όποιο αναφερθήκαμε και πιο πάνω: Ό Κύριος δίδασκε κάποτε τον λαό μέσα σ’ ένα σπίτι. Ή Μητέρα Του και τα παιδιά του Ιωσήφ, πού θεωρούνταν, όπως είπαμε, αδέλφια του Θεανθρώπου, ήρθαν και στάθηκαν έξω από το σπίτι, θέλοντας να Του μιλήσουν. Κάποιος Του το είπε, αλλά Εκείνος αποκρίθηκε: «Ποιά είναι ή μητέρα μου και ποιά είναι τ’ αδέλφια μου;». Έπειτα, δείχνοντας τούς μαθητές Του, πρόσθεσε: «Να ή μητέρα μου και τ’ αδέλφια μου! Γιατί οποίος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα μου».
Το ιερό Ευαγγέλιο μάς πληροφορεί: «Ή Μαριάμ διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια στήν καρδιά της, και τα σκεφτόταν συνεχώς». Ό ευαγγελιστής άναφέρεται στά λόγια των βοσκών, στούς οποίους τή νύχτα τής γεννήσεως τοϋ Χριστού παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φέρνοντάς τους τήν είδηση της ενανθρωπήσεως του Σωτήρα του κόσμου. Το χωρίο αυτό δείχνει πώς ή Θεοτόκος από τήν ημέρα της γεννήσεως του Θεανθρώπου παρακολουθούσε προσεκτικά όλα τα γεγονότα πού σχετίζονταν μ’ Αυτόν, τα διατηρούσε στή μνήμη της και τα κατέγραφε στο βιβλίο της καρδιάς της.
Λίγο πιό κάτω ό Ιερός Λουκάς ξαναλέει: «Ή Μητέρα Του διατηρούσε μέσα στήν καρδιά της όλα αύτά τα λόγια». Αύτή τη φορά αναφέρεται στα λόγια του Ίδιου του Κυρίου. Έδινε, λοιπόν, ή Θεοτόκος μεγάλη προσοχή τόσο στα γεγονότα πού αφορούσαν τόν Κύριο, όσο και στα Λόγια Του, φυλάγοντάς τα στην καρδιά της όπως θά φύλαγε ανεκτίμητους θησαυρούς σε θησαυροφυλάκιο. Πρέπει να έπισημάνουμε πώς ή δεύτερη σχετική σημείωση τού ευαγγελιστή έγινε με άφορμή κάποια λόγια τού Κυρίου πού τότε άκόμα ήταν άκατανόητα στή Θεομήτορα, αλλά έγιναν κατανοητά αργότερα, μετά τήν ανακαίνιση της από το Άγιο Πνεύμα.
Ποιος ακούει τόν θείο λόγο καλύτερα από εκείνον πού τον δέχεται με εμπιστοσύνη και τον κλείνει στην καρδιά του; Ό άγιος προφήτης Δαβίδ έλεγε: «Θέλησα να έκπληρώσω το θέλημά Σου, Θεέ μου, και τόν νόμο Σου μέσα στήν κοιλιά μου» δηλαδή μέσα στήν καρδιά μου, σύμφωνα μέ τήν εξήγηση τών πατέρων . Αυτό πού επιθυμούσαν να έκπληρώσουν οί μεγαλύτεροι όσιοι τού Θεού, το έκπλήρωσε ή Θεοτόκος μέ τή θεία χάρη πού της δόθηκε. Και πώς το έκπλήρωσε; Πρώτα ή θεία χάρη γέμισε τήν καρδιά της και τήν κοιλιά της. Επειτα ή κοιλιά της έγινε ναός τού Κυρίου, ό όποιος ένοίκησε σ’ αυτήν ύποστατικά. Ή πνευματική άγαλλίαση από τήν παρουσία τού Κυρίου στα σπλάχνα της πλημμύρισε όλη της τήν ύπαρξη, όπως το βεβαίωσε ή ίδια . Αν τέτοια άγαλλίαση, άν τέτοια αγία χαρά κυριεύει όλους τούς άνθρώπους πού άξιώνονται να αισθανθούν μέσα τους τήν ένέργεια τού Αγίου Πνεύματος, πόσο πιό πολύ κυρίεψε τή Θεομήτορα, πού άξιώθηκε να δεχθεί μέσα της τόν ίδιο τόν Θεάνθρωπο;!
Είδαμε πιό πάνω πώς μίλησε ό Κύριος στή Μητέρα Του κατά τόν γάμο πού έγινε στήν Κανά της Γαλιλαίος. Άς δούμε τώρα τή δική της αντίδραση. Στήν κοφτή και αυστηρή άπόκριση τού Υιού της δεν διέκρινε, όπως ίσως όλοι μας, αρνητική διάθεση. Γνωρίζοντάς Τον καλύτερα από κάθε άλλον, κατάλαβε ότι θά έκπλήρωνε το αίτημά της. Γί αύτό είπε στούς υπηρέτες: «Κάντε ότι σάς πει». Και, πράγματι, άκολούθησε το θαύμα της μεταβολής τού νερού σέ κρασί από τόν Θεάνθρωπο.
Όταν ό Κύριος κρεμόταν στόν Σταυρό γιά τή λύτρωση τού άνθρωπίνου γένους, κοντά Του στεκόταν ή Μητέρα Του και ό άγαπημένος μαθητής Του, ό Ιωάννης. Ό Θεάνθρωπος είχε έπιτελέσει πιά το κοσμοσωτήριο έργο Του. Είχε άναγεννήσει τήν άνθρώπινη φύση σέ μιά νέα ζωή μέ τα προθανάτια παθήματά Του. Και τώρα, πάνω στόν Σταυρό, έτοιμαζόταν να ολοκληρώσει αυτή τήν αναγέννηση μέ τόν θάνατό Του. Έτσι, θά γινόταν μιά γιά πάντα ό γενάρχης της ανακαινισμένης ανθρωπότητας, άντικαθιστώντας μέ τόν έαυτό Του τόν προπάτορα Αδάμ, ό όποιος λόγω της πτώσεώς του δεν ήταν Ικανός να γεννά παιδιά πού θά στάζονταν, αλλά μόνο παιδιά πού θά χάνονταν. Λίγο πρίν παραδώσει, λοιπόν, το πνεύμα στόν Πατέρα Του, ό σταυρωμένος Κύριος στράφηκε στή Μητέρα Του, τήν κοινωνό των παθημάτων Του, γιά να της αποδώσει και επίσημα τα δικαιώματά της μέσα στή νέα ανθρωπότητα, δικαιώματα πού αντλούσε από τήν όλη σχέση της με τόν Θεάνθρωπο: Τήν όρισε Μητέρα τού αγαπημένου μαθητή Του και στο πρόσωπο εκείνου Μητέρα όλης της ανθρωπότητας. Όπως, δηλαδή, αντικατέστησε τον Αδάμ με τον εαυτό Του, έτσι αντικατέστησε και τήν Εύα με τή Θεομήτορα.
Μετά τήν Ανάληψη τού Κυρίου, ή Παναγία, όπως μαθαίνουμε από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, έμεινε μαζί με τους μαθητές τού Κυρίου, με τούς οποίους καταγινόταν «στήν προσευχή και τή δέηση». Ό άγιος ευαγγελιστής Λουκάς με τίς δύο αυτές λέξεις θέλει να δείξει πώς όλος ό χρόνος της Θεοτόκου και των άποστόλων ήταν άφιερωμένος στήν προσευχή, σέ κάθε μορφή προσευχής. Με τέτοιαν ένασχόληση, με τέτοιον τρόπο δέχτηκαν τή δωρεά του Αγίου Πνεύματος τήν ήμερα της Πεντηκοστής. Γιατί το Άγιο Πνεύμα, προκειμένου να έρθει σ’ έναν μαθητή τού Χριστού και να κατοικήσει μέσα του, απαιτεί άπ’ αυτόν όχι μόνο αγία ζωή αλλά και αδιάλειπτη προσευχή. Κατά τήν Πεντηκοστή, Λοιπόν, ή Θεοτόκος πλημμύρισε από Πνεύμα Άγιο όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά. Πηγές θείου φωτός έγιναν τότε τόσο ή ψυχή της όσο και το σώμα της. Το μαρτυρεί το Πνεύμα τού Θεού. Το πιστοποιεί ή άγία Εκκλησία. Το έπιβεβαιώνει ό πνευματικός νούς.
«Δεν πίστευα —το ομολογώ ένώπιον τού Κυρίου, ώ θαυμάσιε οδηγέ και ποιμένα μας— ότι έκτος από τον ύψιστο Θεό ήταν δυνατό να ύπάρχει όποιοδήποτε πρόσωπο πού να είναι γεμάτο από θεία δύναμη και θεία χάρη. Όμως, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί αυτό πού είδα και κατάλαβα όχι μόνο με τα ψυχικά μου μάτια αλλά και με τα σωματικά Είδα, λοιπόν, με τα μάτια μου τή θεόμορφη και άγιότερη άπ’ όλα τα ουράνια πνεύματα Μητέρα τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όταν ένα δώρο της χάριτος τού Θεού, της συγκαταβατικότητας τού κορυφαίου Αποστόλου (Ιωάννου), καθώς και της απύρηνης καλοσύνης, ευσπλαχνίας και ευμένειας της Ιδιας της Παρθένου. Όμολογώ ξανά και ξανά μπροστά στον Παντοδύναμο Θεό, μπροστά στον πανάγαθο Σωτήρα Και' μπροστά στην ένδοξη και πάντιμη Μητέρα Του, πώς, όταν με οδήγησε σ’ εκείνην, τή θεόμορφη και παναγία Παρθένο, ό Ιωάννης, ή κεφαλή των ευαγγελιστών και προφητών, πού, ένώ ζει με σάρκα, λάμπει όπως ό ήλιος στον ουρανό, με τύλιξε μια θεία λάμψη, λάμψη ζωηρή και αμείωτη, φωτίζοντάς με όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εξωτερικά, καθώς και μια υπερκόσμια, μια υπέροχη ευωδία με συνεχείς εναλλαγές. Ούτε το πνεύμα μου ούτε το σώμα μου μπορούσαν να βαστάξουν τόσα και τέτοια σημεία, πού συνιστούσαν πρόγευση της αιώνιας μακαριότητας και δόξας. Παρέλυσε ή καρδιά μου και σχεδόν έσβησε το πνεύμα μου από τή θεία δόξα και χάρη της. Βεβαιώνω μπροστά στον Θεό πώς, αν δεν είχα Φράξει στήν καρδιά μου και στον νεοφώτιστο νου μου τις θεόπνευστες διδαχές και υποθήκες Του, θά είχα θεωρήσει την Παρθένο θεό και θά τήν είχα προσκυνήσει έτσι πως προσκυνούμε τον μόνο αληθινό Θεό. Γιατί κανένας νους δεν μπορεί να φανταστεί γιά άνθρωπο δοξασμένο τον Θεό δόξα ανώτερη από τη δόξα εκείνη πού αξιώθηκα εγώ, ό ανάξιος, να δώ, ούτε μακαριότητα μεγαλύτερη από τη μακαριότητα πού αξιώθηκα να γευθώ. Ευχαριστώ τον ύψιστο και πανάγαθο Θεό μου, τήν Παναγία Παρθένο, τον κορυφαίο Απόστολο Ιωάννη, καθώς κι εσένα τήν ανώτατη και επισημότατη κεφαλή της Εκκλησίας, Πού σπλαχνικά μού φανέρωσε μια τέτοια ευεργεσία» .
Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, πού τα είχαν πλούσια οι απόστολοι, τα είχε πιο πλούσια ή Θεοτόκος. Είχε και το προφητικό και το διορατικό και το θαυματουργικό και άλλα αναρίθμητα χαρίσματα, γνωστά στην ίδια και σ’ Εκείνον πού της τα έδωσε. Όλοι οι άρρωστοι, άπ’ ότι κι άν έπασχαν, θεραπεύονταν μόλις άγγιζαν το παρθενικό και αγιασμένο σώμα της, πού είχε γίνει σκεύος της θείας χάριτος και πηγή θαυμάτων. Όπως θαυματουργούσε ή εικόνα πού σχηματιζόταν στή γή από τη σκιά τού αποστόλου Πέτρου , έτσι θαυματουργούν μέχρι σήμερα οι εικόνες της Θεοτόκου σ’ όλη τη γή, κηρύσσοντας, επιβεβαιώνοντας και επισφραγίζοντας με σημεία τήν αλήθεια της διδασκαλίας τού Χριστού. Ζωγράφοι των θαυματουργών εικόνων τού αποστόλου Πέτρου ήταν οι ακτίνες τού ήλιου. Ζωγράφοι των θαυματουργών εικόνων της Θεοτόκου ήταν οι λογικές ακτίνες τού Ηλιου της δικαιοσύνης, τού Υιού τού Θεού και Υιού της Άειπαρθένου, δηλαδή οι απόστολοί Του και άλλοι άγιοι πού Τον εύαρέστησαν.
Ή Θεοτόκος τήν τρίτη μέρα μετά τη μακάρια κοίμησή της άναστήθηκε. Ετσι, τώρα κατοικεί στούς ουρανούς, κοντά στον άναστημένο Υίό της, με τήν ψυχή και το σώμα της. Κατοικεί και βασιλεύει στούς ουρανούς. Ώς Μητέρα τού ουράνιου Βασιλιά, έχει άνακηρυχθεϊ Βασίλισσα των ουρανών, Βασίλισσα των αγίων άγγέλων και των άγίων άνθρώπων, και έχει λάβει ιδιαίτερη έξουσία να μεσιτεύει με έξαιρετική παρρησία στον Θεό γιά τον κόσμο. Ή άγία Εκκλησία μας, όταν απευθύνεται ικετευτικά πρός τούς αγίους και πρός τούς άγγέλους τού Θεού, λέει, «πρεσβεύσατε υπέρ ήμών», ενώ, όταν άπευθύνεται στή Θεομήτορα, λέει, «σώσον ημάς». Ή Παναγία είναι ή μεγαλύτερη προστάτιδα και βοηθός όλων όσοι αγωνίζονται γιά τήν ευαρέστηση τού Θεού, όλων όσοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στή διακονία τού Θεού. Όταν κάποτε εμφανίστηκε σ’ έναν άγιο μοναχό, θεραπεύοντάς τον από μια βαριά αρρώστια, είπε στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, πού τη συνόδευε: «Αυτός είναι από τη δική μας γενιά» .
Ή Παναγία είναι ή γρήγορη παρηγοριά των λυπημένων, ή σταθερή προστάτιδα των μετανοημένων, το ασφαλές καταφύγιο των αμαρτωλών πού θέλουν να επιστρέψουν στον Θεό και ή θερμή μεσίτριά τους σ’ Αυτόν. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί προσφέρουν στήν Αειπάρθενο χαρμόσυνη δοξολογία με βαθιά ευλάβεια, με ιερό δέος, με ανέκφραστο θαυμασμό, με πίστη και Αγάπη εκστατική.
«Χώρε, σκηνή τού Θεού και Λόγου!
ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ. ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ Β . ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου