This story was told to Archbishop Melchizedek, who had then been the hierarch of Ekaterinburg for many years. At the time of the fall of the soviet government in 1990, an old woman came to his office. Although she was not a believer, she felt that she was going to die soon and said that she had something she wanted to tell him.
After the death of the Tsar and his family, the Ipatiev house had been turned into the “Museum of the Workers’ Revenge,” to commemorate the death of the family. This woman, Anna, had been the night guard in the museum for several decades, and although the rest of the house was open during the day for visitors, the basement—the site of the family’s murder—was always kept barred and locked. No one, including the guards, ever went down there. Anna told the Archbishop that many times during her years of working there she would be startled at night to hear beautiful singing and see light streaming from the basement door. She said that the singing was as of many voices, and definitely church music. She would often creep up to the door to listen but was too frightened to go into the basement to look. She did not tell anyone, since she knew that if she reported such things she would be dismissed and possibly arrested. Archbishop Melchizedek asked Anna if she would sign an affidavit attesting to the truth of her story, but she refused, saying that she was too afraid of the KGB to sign anything that might get her in trouble.
Source: “Miracles of the Royal Martyrs”, The Orthodox Word, #202. Platina, California: Saint Herman of Alaska Brotherhood, 1998, p. 236.
+++++++++++++++++++++
Κατά την πρώτη περίοδο μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος στην Ρωσσία, το 1990, μία ηλικιωμένη γυναίκα επισκέφθηκε τον αρχιεπίσκοπο του Αικατερίνμπουργκ Μελχισεδέκ στο γραφείο του. Παρ’ όλο που η ίδια δεν πίστευε στον Θεό, ήθελε να του αναφέρει κάτι, διότι πίστευε ότι πλησίαζε το τέλος της. Όπως είναι γνωστό, μετά την δολοφονία του τσάρου και της οικογένειάς του, το σπίτι Ιπάτιεφ μετατράπηκε σε «Μουσείο Εκδίκησης των Εργατών», προς ανάμνηση του “κατορθώματος” της σφαγής της οικογένειας. Αυτή η γυναίκα, το όνομα της οποίας ήταν Άννα, εργάστηκε ως νυχτερινός φύλακας του μουσείου επί σειρά ετών. Παρ’ όλο που κατά την διάρκεια της ημέρας όλα τα δωμάτια του σπιτιού ήταν ανοικτά για τους επισκέπτες, το υπόγειο –ο χώρος όπου δολοφονήθηκε η οικογένεια– παρέμενε πάντοτε κλειστό και κλειδωμένο. Κανείς, ούτε ακόμη και οι φύλακες, δεν κατέβαιναν ποτέ κάτω εκεί. Η Άννα ανέφερε στον αρχιεπίσκοπο ότι πολλές φορές, κατά τα χρόνια που εργαζόταν εκεί, ξαφνιαζόταν όταν μέσα στην νύχτα άκουγε πανέμορφες ψαλμωδίες και έβλεπε φως να διαπερνά την πόρτα του υπογείου. Η ψαλμωδία γινόταν από πολλές φωνές μαζί και ήταν αναμφίβολα εκκλησιαστικοί ύμνοι. Συχνά η Άννα σερνόταν μέχρι την πόρτα για να ακούσει, αλλά φοβόταν να μπει μέσα στο υπόγειο να δει τί συνέβαινε. Ποτέ δεν ανέφερε το γεγονός σε κανένα, διότι γνώριζε πως αν έλεγε κάτι τέτοιο, θα την απέλυαν και ίσως ακόμη να την συλλάμβαναν. Ο αρχιεπίσκοπος Μελχισεδέκ ρώτησε την Άννα κατά πόσο ήταν πρόθυμη να υπογράψει μία ένορκη δήλωση, επιμαρτυρώντας την αλήθεια της διήγησής της, αλλά αυτή αρνήθηκε, λέγοντας ότι φοβόταν πολύ να υπογράψει κάτι το οποίο θα μπορούσε να την βάλει σε φασαρίες με την KGB.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου