Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος - ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΑΝΩΛΗ





Διήγημα

Τά Χριστούγεννα στην Πόλη γιορτάζονται ταπεινά. Καί ταν λέμε ταπεινά, ννοομε τήν φαίρεση τς ξωτερικς λαμπρότητας καί τήν καλλιέργεια το σωτερικο κάλλους. Κάτι, τό μή χριστιανικό περιβάλλον, κάτι, βαριά κληρονομιά τς λειτουργικς παραδόσεως, δηγον σ ατό τό κατανυκτικό θος.
τσι θά περνοσαν καί τά Χριστούγεννα κενα γιά τόν κύρ Μανώλη τό λουστραδόρο. Μάστορας στή δουλειά του. Δούλευε μέ μεράκι τά πιπλα, σάν καλλιτέχνης πραγματικός, χωρίς νά βιάζεται καί χωρίς νά λογαριάζει τό κέρδος τη ζημιά. ,τι περνοσε πό τό χέρι του πρεπε νά λάμπει «λίου φαεινότερον», πως λεγε διος. Καί προσέθετε:
- Προπάντων, μως, προσοχή στό βάθος τς λάμψης, μις καί εναι εκολο νά λάμπει πιφάνεια, λλά πιτυχία βρίσκεται στό πς θά ρχεται τό φς.
Τό «βάθος τς λάμψης». Ατή ταν δεολογία το κύρ Μανώλη. Μπορε καί νά μήν ταν δεολογία μόνο δική του. Μπορε καί νά μετέφερε πάνω του μία χιλιόχρονη παράδοση πού πλασε τό φς στό βάθος κι φησε τήν πιφάνεια στό περιθώριο. γυναίκα του, βέβαια, Πολυξένη, διαφωνοσε μ λα ατά.
- Τό μεροκάματο δέν βγαίνει μέ φιλοσοφίες, το λεγε. Ατό πού κάνεις οτε Θεός δέν τό θέλει. Πανάγαθος ρισε νά κερδίζουμε τό ψωμί μας με τόν δρτα το προσώπου μας κι χι με τόν δρτα τριν προσώπων. κενος θά τό θελε λλις γιατί ξέρει πιό καλά πό σένα.
κύρ Μανώλης μως δέν καταλάβαινε πό τέτοια. Πάνω πό λα ταν λάμψη. λλά τό παράπονο τς Πολυξένης τς «πολύπαθης», πως λεγε μόνη της γιά τόν αυτό της, ταν κι λλο. ντρας της, προκομμένος, εχε τό ργαστήρι κάτω στό Γαλατά, κοντά στόν γιο Νικόλαο. Τό σπίτι του βρισκόταν στούς πρόποδες το λόφου το γίου Κωνσταντίνου, στό Σταυροδρόμι. ταν μία πόσταση πού δέν πέτρεπε στην πληθωρική Πολυξένη νά λέγχει τά συμβαίνοντα στό ργαστήρι.
Καθώς ταν νοικτή καρδιά κύρ Μανώλης, εχε πολλές κοινωνικές σχέσεις μέ λλους μαστόρους τς περιοχς το Γαλατ. Τά κουτσόλεγαν στό ργαστήρι του, πού εχε γίνει χρος συζητήσεων, φιλοσοφικν καί κοινωνικν. ταν σάν να μικρό καφενεο, που ο συζητήσεις γιά τά τρέχοντα θέματα ταν στήν μερησία διάταξη.
Ποιός ψάλτης επε πιό κατανυκτικά τό δοξαστικό τς Κυριακς; Ποιός δεσπότης τηροσε τό περίφημο πολίτικο τυπικό; Ποιά παράδοση φερε νά ψάλλονται δύο καταβασίες τά Χριστούγεννα; Κι λλα πολλά πού βγαζαν πάντοτε τόν κύρ Μανώλη ξω πό τόν ρυθμό τς δουλεις του. ναγκαζόνταν, τότε, νά δουλέψει ς τά μεσάνυχτα γιά νά προλάβει τό χαμένο χρόνο καί μερικές φορές κοιμόταν καί μέσα στο ργαστήρι, πειδή ταν δύσκολο νά πάει στό σπίτι του, λόγω το προχωρημένου τς ρας. Τότε ταν πού Πολυξένη χανε τ αγά καί τά καλάθια πό τά νερα της. Καί μεροκάμματο δέν βγαινε καί ντρα δέν εχε. στηνε στήν πόρτα τόν ντρα της λέγοντας:
- Θά σέ ξετινάξουν λοι ατοί, στήν ψάθα θά πεθάνεις. Καί κενος παντοσε:
- Μά εναι καλά παιδιά καί γιά τό Χριστό μιλμε. Καί μήν ξεχνς πς ο νθρωποι χουν μέσα τους φς, πολύ φς. Λίγο νά σταθες μπροστά τους, λίγο νά τούς καλομιλήσεις καί θά βρεθες κατάματα με τό Χριστό. χουν κι ο νθρωποι λάμψη, Πολυξένη μου.
Πολυξένη, μως, δέν καταλάβαινε πό τέτοια. βλεπε τά παιδιά της, καί τήν δια, νά ζονε φτωχικά. λα τ λλα ταν δεύτερα.
ταν παραμονή τν Χριστουγέννων. Πολυξένη εχε πό τό πρωί δώσει τίς δηγίες καί τά διαγγέλματά της στον νδρα της.
- Τό ργότερο στίς κτώ τό βράδυ θά εσαι στο σπίτι, οτε λεπτό καθυστέρηση. πως γυρνς πό τό Πέρα, ψώνισέ μου κουκουνάρια γιά τή γαλοπούλα, παστουρμά, σουτζούκι, τυρί, κασέρι, καί δύο κιασέδες γιαούρτι γιά νά νιώσουμε κι μες ο φτωχοί τή χρονιάρα μέρα.
κύρ Μανώλης κουγε τά διαγγέλματα. Δέν μποροσε νά κάνει καί κάτι λλο.
- Κρίμα πού Πολυξένη δέν εχε γίνει συνταγματάρχης, σκεπτόταν, θά εχε τήν πιό δυναμική στρατιωτική μονάδα, κρίμα στή γυναίκα, πηγαίνει χαμένη μέ μένα τόν κακομοίρη.
παντοσε μως σταράτα:
- Ναί Πολυξένη μου, λα θά γίνουν πως θέλεις.
Καί πράγματι, λα γιναν πως θελε Πολυξένη. Στίς 8 ρα κύρ Μανώλης κατηφόριζε τή μεγάλη κατηφόρα το γίου Κωνσταντίνου. Στό βάθος, στό τέλος το μεγάλου δρόμου, φαινόταν δη τό σπίτι του. Τότε συνέβη τό κτακτο. κε, σε κάποιο ριστερό στενάκι πρχε τό μικρό ταβερνάκι το Φώτη το Κάβουρα. Κάβουρα τόν λεγαν λόγ τν ργν κινήσεων μέ τίς ποες περπατοσε. Καλή καί δολη καρδιά Φώτης, διατηροσε ατό τό μικρό κατάστημα, που μαζεύονταν ο ντρες τς γειτονις καί τά κουτσόπιναν τά βραδάκια. κενο τό βράδυ, λόγ τς παραμονς, πελατεία δέν πρχε, μόνο νας, κι Φώτης πού περιδιάβαινε μέ τή ματιά του τούς διαβάτες τς κατηφόρας. Τότε εδε τόν κύρ Μανώλη.
- Γειά σου, Μανώλη, σπάνια σέ βλέπουμε πιά.
- Ναί, πάντησε κύρ Μανώλης, ο δουλειές βλέπεις.
- λα νά τά πομε γιά λίγο μέσα.
κύρ Μανώλης κοντοστάθηκε. Πολυξένη περίμενε στο σπίτι, λλά κι πρόσκληση ταν πρόκληση. Τό σκέφτηκε. Θά καθόταν δέκα λεπτά καί μετά θά συνέχιζε. Δέκα λεπτά δέν ταν τίποτε. Μπκαν μέσα καί κάθισαν σέ μία γωνιά, μιλώντας γιά τά Χριστούγεννα. Γιά τήν πρωινή λειτουργία. Γιά τά τροπάρια πού θά εχε τό τυπικό καί λλα παρόμοια. Εχαν σχεδόν ξεχάσει πώς στό κατάστημα πρχε κι νας, μοναδικός, πελάτης. Τόν θυμήθηκαν ταν ξερόβηξε, λίγο, λέγοντας σέ σπασμένα λληνικά:
Θέλω να ποτήρι π τό γλυκό κρασί.
Καί σάν νά θελε νά ρπάξει τήν εκαιρία επε:
- Αριο σες ο ρωμηοί, χετε μεγάλη γιορτή.
Ο δύο μας φίλοι στάθηκαν μήχανοι, μ ναν τορκο πάντα πρέπει νά εσαι κουμπωμένος. κενος, σαν νά κατάλαβε, επε:
Μέ λένε Τζεμίλ, μεγάλωσα σέ ρωμαίικο μαχαλά καί ξέρω κάτι λίγα λληνικά. Εμαι μόνος, χωρίς οκογένεια, ξωμάχος τς ζως. Σς ρώτησα γιά τή γιορτή σας. Τί γιορτάζετε αριο;
Φαινόταν τίμιος καί εχε καθαρή ματιά. νιωθες μπιστοσύνη. κύρ Μανώλης πρε θάρρος.
- Νά, πς νά στο π, αριο γεννήθηκε γάπη. Τζεμίλ σοβάρεψε πολύ.
- Πς γεννιέται γάπη; χει πρόσωπο;
- Γι ατό γεννήθηκε κριβς, πειδή χει πρόσωπο καί θέλει νά μς δε κατά πρόσωπο, πάντησε κύρ Μανώλης. Καί συνέχισε:
- Ξέρεις; γάπη πού γεννήθηκε εναι διος Θεός. Τζεμίλ ντέδρασε.
- Θεός οτε γεννιέται, οτε χει πρόσωπο.
- Φίλε μου Τζεμίλ, επε κύρ Μανώλης, γι ατό κριβς εναι γάπη, πειδή καταδέχτηκε νά γεννηθε καί νά μς δε στο πρόσωπό μας, μέσα μας, βαθιά μας. Θέλει νά βρε τη λάμψη πού χουμε μέσα μας καί νά τήν κάνει φωτιά.
Τζεμίλ σώπασε. κουγε μέ προσοχή τόν κύρ Μανώλη. Μανώλης, λουστραδόρος, εχε γίνει λόκληρος μια φωτιά πού λαμπε. Σώπασαν καί ο δύο. Μετά πό ρα ψιθύρισε Τζεμίλ:
Κι φο Θεός σας εναι γάπη σύ πς θά μο τό ποδείξεις;
Μανώλης μάζεψε τά φρύδια καί επε, ψιθυρίζοντας:
- Νά τ ποδείξω δέν μπορ μέ λόγια, λλά μόνο ν χρειαστε νά κάνω μιά θυσία γιά σένα, τότε θά τό καταλάβεις.
Τζεμίλ επε φωναχτά:
- Κάνε μια θυσία γιά μένα. Θέλω νά καταλάβω τήν γάπη πού γίνεται νθρωπος μάλλον νά καταλάβω πς εναι νθρωπος ταν χει τήν γάπη;
κύρ Μανώλης δέν σκέφτηκε καί πολύ. Ο θυσίες δέν προγραμματίζονται, ρχονται ξαφνικά, ρκε νά τίς ξιοποιήσεις. Κάθισε, κε, στό ταβερνάκι, λη τή νύχτα μέ τόν Τζεμίλ. Δέν ταν δά καί τόσο δύσκολο. Κάθε μέρα ξενυχτοσε γιά νά φτάσει στη «λάμψη τήν σωτέρα», γιά νά βρε τήν κοινωνία μέ τόν λλο.
τσι πέρασε λη τή νύχτα καί τό πρωί τράβηξε γιά τόν γιο Κωνσταντνο γιά ν' κούσει: «Δετε δωμεν πιστοί πο γεννήθη Χριστός».
να ταν σίγουρο. κενο τό βράδυ μέσα στό καπηλειό το Φώτη γεννήθη Χριστός. Πάντοτε τσι γεννιέται, στά ταπεινά καί στά μοναχικά. Γεννιέται κε πού λάμψη δέν εναι ξωτερική. τσι γιόρτασαν τά Χριστούγεννα κενα στην Πόλη. τσι πάντα τά γιορτάζουν. Μέ τή φωταυγή χτίδα το σωτέρου φωτός. Καί μετά ρχονται πάντα ο ρδες.
Καί στή διήγησή μας ατή, τό μαρτύριο γιά τόν κύρ Μανώλη ρθε πό τήν Πολυξένη, τήν πολύπαθη καί κουρασμένη, πού ξεχνοσε μως νά καταλάβει τή λάμψη πού εχε κοντά της, τόν κύρ Μανώλη, να κόμη σημεο τς φανέρωσης το Κυρίου πάνω στή γ.
† π.Κ.Σ.

Ατοτελές πόσπασμα μέσα πό το βιβλίο «Τό σταυροδρόμι τς καρδις μου», Σελίδα 85, κδόσεις «Φιλοκαλία», Μάϊος 2002. Επιμέλεια: www.sophia-ntrekou.gr
[1] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Θανασάς: Τόσο βαθιά ανθρώπινη ο θεολογία του διηγήματος, που τρομάζεις...! Και αναρωτιέσαι: πώς μου ξέφυγαν όλ' αυτά, γιατί δεν τα βλέπω ενώ είναι μπροστά μου? Γιατί έχω συνηθίσει τόσα χρόνια στη γκρίνια και τη μιζέρια? Ενώ το "φως" είναι μέσα μου, αρκεί να κοιτάξω κατάματα το αληθινό Φως, και να κάνω μια μικρή θυσία όπου μπορώ... 2 Νοεμβρίου 2015 στις 9:46 π.μ.


http://www.sophia-ntrekou.gr/2013/12/ta-xristoygenna-toy-kyr-manwlh-stratogopoylos.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: