«Κάνε παιδί μου τη δουλειά σου»
Ιανουάριος 1943. Ο τότε διοικητής του στρατοπέδου του Γιασένοβατς Ίβιτσα Μάτκοβιτς, διέταξε να σχηματιστεί «ιατρική επιτροπή», η οποία συστηματικά θα εξετάζει έναν ορισμένο αριθμό εκτελεστών Ούστασι, γιατί ήθελε να έχει αρμόδια γνώμη για την κατάσταση της υγείας τους. Πρόεδρος αυτής της επιτροπής ήταν ο ονομαστός Ούστασι, υπολοχαγός Πρίπιτς και σαν γιατροί ο Δρ. Ν. Νίκολιτς κι εγώ*.
Πριν από το βράδυ, την παραμονή της ημέρας που η επιτροπή έπρεπε ν' αρχίσει να εργάζεται, ξαφνικά, με κάλεσαν στην κατοικία του αξιωματικού, όπου, στο δωμάτιό του με περίμενε ο Ζήλε Φριγκάνοβιτς, ένας από τους πιο αιμοχαρείς εκτελεστές στο Γιασένοβατς.
Όταν μπήκα στο δωμάτιο, ο Ζήλε καθόταν σε μια πολυθρόνα, με ανακατωμένα τα μαλλιά, με κατακόκκινα μάτια και με έκφραση ενός μεθυσμένου. Στο δωμάτιο ήταν αισθητά έντονη η μυρωδιά από ρακί. Και πραγματικά στο τραπέζι υπήρχε ένα μισο-άδειο μπουκάλι και μερικά ποτηράκια χωρίς τάξη.
-Α, ήρθες, γιατρέ. Κάθισε εκεί στην καρέκλα κι αν θέλεις να σερβιριστείς ρακί, μου είπε και στράφηκε στον Ούστασι που με είχε συνοδεύσει: Κι εσύ, είσαι ελεύθερος να πας στη δουλειά σου.
Μείναμε στο δωμάτιο μόνοι. Ο Ζήλε, από την αρχή με μετρούσε με το μισόκλειστο, επίμονο αλλά και αβέβαιο βλέμμα του. Μετά ξαφνικά πήδηξε από την πολυθρόνα, ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι και μου έρριξε ένα άγριο βλέμμα.
-Ξέρεις, γιατρέ, ότι μπορώ να σε σφάξω σαν αρνί εδώ και τώρα και να μη δώσω λόγο σε κανένα γι' αυτό;
Δε μου απόμενε τίποτε άλλο παρά να κατεβάσω τους ώμους και κουβαριασμένος να πω:
-Ξέρω.
Κοίταζε επίμονα προς εμένα.
-Ξέρεις, γιατρέ, γιατί σε κάλεσα σήμερα εδώ; Είναι ευνόητο πως δε γνωρίζεις. Αλλά μη φοβάσαι, δε θα σε σκοτώσω. Σήμερα έχω άλλη δουλειά μαζί σου. Εσύ οφείλεις να μου υποσχεθείς ότι θα με βοηθήσεις.
Δεν μπορούσα καθόλου να βρω τι σκοπό είχε για μένα αυτός ο εκτελεστής, αμήχανα απάντησα:
-Θα κάνω ό,τι μπορώ.
-Λοιπόν, γιατρέ, είμαστε τώρα εμείς οι δυο μόνοι. Και αν κάποιος μάθει κάτι απ' αυτό που θα συζητήσουμε, εσύ ξέρεις τι σε περιμένει... Εγώ δεν μπορώ περισσότερο να υποφέρω αυτό το μαρτύριο. Δεν με βοηθούν πια ούτε οι σφαγές, ούτε οι βασανισμοί, ούτε το αίμα, ούτε οι κραυγές, ούτε οι γυναίκες, ούτε το ρακί. Έχω μια έμμονη ιδέα και με τίποτε δεν μπορώ να απαλλαγώ απ' αυτήν. Μάλιστα, αυτός ο γέρος μου στριφογυρίζει στο κεφάλι και δεν μπορώ ολότελα να βρω ειρήνη.
Σταμάτησε σαν να δίσταζε. Και μετά συνέχισε ακόμα πιο ταραγμένα.
-Εσύ γνωρίζεις πολύ καλά, ποιος είμαι εγώ. Είσαι παλιός αιχμάλωτος και γι' αυτό θα παίξω με ανοιχτά χαρτιά. Να, εγώ, ο Ζήλε, ο πιο αιμοχαρής Ούστασι στο Γιασένοβατς, που έσφαξε χιλιάδες αιχμαλώτους, να αυτός ο Ζήλε έγινε κουρέλι εξ αιτίας κάποιου γέρου, του βρωμερού χωριάτη Βουκάσιν από το Κλέπατς.
Σταμάτησε ξανά, ήπιε ένα ποτήρι ρακί και συνέχισε
-Εσύ θα θυμάσαι, ότι τον Αύγουστο του 1942 είχε γίνει μια μεγάλη παράταξη, όταν ο Γέρε Μάριτσιτς έστειλε στην Γκράντινα 3.000 άτομα για σφάξιμο. Τότε, ο Πέρο Μπρίζιτς, ο Ζρίνουσιτς, ο Σίπκα κι εγώ, είχαμε βάλει στοίχημα, ποιος θα σφάξει περισσότερους αιχμαλωτούς αυτό το βράδυ. Άρχισε η σφαγή και μετά μία ώρα, είχα ήδη προχωρήσει πολύ πιο μπροστά από τους άλλους σε σχέση με τον αριθμό των σφαγμένων. Αυτό το βράδυ με είχε καταλάβει ένα ασυνήθιστο πάθιασμα.
Και τότε, ενώ βρισκόμουν στη μεγαλύτερη παραφορά έρριξα, τυχαία, μια ματιά στο πλάι και είδα ένα γεροντότερο χωρικό, ο οποίος με κάποια ανεξήγητη ηρεμία στεκόταν και έβλεπε ήσυχα πώς έσφαζα. Αυτή του η ματιά με έκοψε στα δύο. Για κάποια ώρα δεν μπορούσα να κουνηθώ... Πλησίασα αυτόν τον χωρικό, από τον οποίο έμαθα, ότι είναι κάποιος Βουκάσιν από το χωριό Κλέπατς κοντά στο Τσάπλιν. Στο σπίτι του όλοι είχαν σκοτωθεί κι αυτόν τον πήραν από κάποια δουλειά και τον έστειλαν στο Γιασένοβατς. Όλα αυτά μου τα είπε τόσο ήσυχα, που με σημάδεψε βαθιά. Βλέποντας κι ακούγοντας αυτόν το γέροντα, ξαφνικά αναστατώθηκα από την επιθυμία να του τσακίσω αυτή την ηρεμία με απάνθρωπα βασανιστήρια. Τον πήρα και τον κάθισα σ' ένα σπασμένο πολυβόλο που ήταν εκεί. Τον διέταξα να κραυγάσει «Ζήτω ο αρχηγός Πάβελιτς», και πως αν δεν το πει, θα του κόψω το αυτί. Ο Βουλάσιν σιωπούσε. Του έκοψα το αυτί. Αυτός δεν είπε λέξη. Του ξαναείπα να κραυγάσει «Ζήτω ο Πάβελιτς», αλλιώς θα του κόψω και το δεύτερο αυτί. Αυτός συνέχιζε να σιωπά. Του έκοψα και το δεύτερο αυτί. Του λέω, φώναξε «Ζήτω ο Πάβελιτς», αλλιώς θα σου κόψω τη μύτη! Αυτός σιωπούσε. Τότε του έκοψα τη μύτη. Κι όταν για τέταρτη φορά τον διέταξα να φωνάξει «Ζήτω ο Πάβελιτς» και τον απείλησα ότι θα του ξερριζώσω την καρδιά, αυτός με κοίταξε και ρίχνοντας το βλέμμα του κάπου πέρα και πάνω από μένα, στο άπειρο, αργά και καθαρά μου είπε: «Κάνε, παιδί μου, τη δουλειά σου».
Μετά απ' όλα, αυτή η τελευταία φράση με τρέλλανε εντελώς. Πήδησα επάνω του, του έβγαλα τα μάτια, του ξερρίζωσα την καρδιά, του έκοψα το λαιμό και από τα πόδια τον έσπρωξα στο λάκκο. Αλλά τότε κάτι έσπασε μέσα μου. εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα πια να σκοτώσω κανέναν. Από τότε δε βρήκα πια ησυχία. Οποτεδήποτε επιχειρήσω να κάνω την παλιά μου δουλειά, πάντοτε προβάλλει μπρος μου η όψη του Βουκάσιν. Και τότε, σπάω, διαλύομαι, πέφτει η δύναμή μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Άρχισα να πίνω όλο και περισσότερο, αλλά αυτό με βοηθάει μόνο για μια στιγμή. Και συχνά, πίνοντας, ιδιαίτερα προς το βράδυ, ξαφνικά με τραβά η φωνή: «Κάνε, παιδί μου, τη δουλειά σου». Και τότε, σαν τρελλός, αναγκάζομαι να τριγυρίζω παντού, να βουλώνω τα αυτιά, να χτυπώ το κεφάλι μου, να φωνάζω, να τα σπάω όλα γύρω μου σαν δαιμονισμένος. Το βράδυ δεν έχω πουθενά ησυχία, κάθε ώρα τινάζομαι από τον ύπνο και τότε ξαφνικά στο σκοτάδι βλέπω τη εφιαλτική μορφή του Βουκάσιν και ακούω αυτό: «Κάνε, παιδί μου, τη δουλειά σου». Και, να τώρα έχω γίνει σαν πτώμα και με τίποτε δεν μπορώ πια να βοηθήσω τον εαυτό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου