Μέρες αποκριάς, μέρες που η διασκέδαση μας προετοιμάζει για την μεγάλη Σαρακοστή. Ακόμη και αυτή η μασκαράτα μπορεί να ιδωθεί ως μία προσπάθεια να δούμε το πραγματικό μας πρόσωπο, αυτό που τόσο τεχνηέντως κρύβουμε στην καθημερινή μας ζωή…
Στα πλαίσια αυτής της προετοιμασίας λοιπόν, να μία ιστορία από την Ρωσία, πριν η «ελευθερία» αλώσει την εκεί Εκκλησία:
… Γεννημένος το 1944 στο Pskov, o π. Νικόλαος Preobrashenski
προερχόταν από χριστιανική οικογένεια, αλλά από παιδί έπαψε να πηγαίνει
στην Εκκλησία και να έχει οποιαδήποτε σχέση με τη θρησκεία. «Προσπαθούσα να κρύψω κάθε ίχνος πίστης. Ντρεπόμουν να το δείξω ή να το ομολογήσω μπροστά σε μαθητές και δασκάλους. Έτσι και φορούσες σταυρό, σε κορόιδευαν: «Α, εσύ τώρα έγινες παπάς!». Ήταν πολύ σκληρά τα χρόνια για τους πιστούς· δεν ξέραμε τι μας περιμένει.
Πολλές εκκλησίες έκλεισαν. Έτσι, έμαθα κι εγώ να τους δίνω τις απαντήσεις που ήθελαν να ακούσουν, αυτές πουακούγαμε στην τηλεόραση ή διαβάζαμε στις εφημερίδες».
Η αδελφή του είχε πεθάνει στην πολιορκία του Λένινγκραντ και ο πατέρας του, γεννημένος το 1915, βρισκόταν στη φυλακή για κάποια χρόνια επί σταλινισμού, πριν τον πόλεμο. «Ωστόσο, ο πατέρας μου δεν έχασε ποτέ τη χριστιανική θεώρηση της ζωής. “Δέξου τη ζωή όπως σού έρχεται”, μας έλεγε πάντοτε, “και ποτέ μην θεωρείς υπεύθυνο άλλον από τον εαυτό σου”. Ο πατέρας μου ήξερε ποιοι έφταιγαν που φυλακίστηκε, αλλά ποτέ δε μίλησε γι’ αυτούς με θυμό».
Από την εφηβεία του, ο πατήρ Νικόλαος αφοσιώθηκε στην επιστήμη και τελικά σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο, φτάνοντας κάποια στιγμή να γίνει ειδικός στον διαχωρισμό των ισοτόπων. «Τότε, στο ινστιτούτο που εργαζόμουν, άρχισα να ειδικεύομαι σε στρατιωτικές εφαρμογές, και επίσης δημοσίευσα και ορισμένα επιστημονικά μου άρθρα. Ήμουν παντρεμένος και πατέρας. Άρχιζα σιγά-σιγά
να γεύομαι την επιτυχία στη ζωή μου. Κι όμως, αισθανόμουν πως κάτι έλειπε και ελκυόμουν από την Εκκλησία».
«Πώς έγινε αυτό;», ρώτησα. «Στην εκκλησία αισθανόμουν σαν στο σπίτι μου. Μια μέρα, θυμάμαι, πέρασα έξω από μιαν εκκλησία στο Λένινγκραντ, από τις λίγες που
δεν είχαν κλείσει. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. κάποια ακολουθία ετελείτο, μύριζε θυμίαμα. Αισθανόμουν ότι στο θυμίαμα αυτό βρίσκονταν οι γονείς και οι πρόγονοί μου. Λες
και με πήραν απ’ το χέρι, με οδήγησαν μέσα».
Jim Forest
Η Κλίμακα των Μακαρισμών
Πρόλογος π. Σπυρίδωνος Βασιλάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου